Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Émile Zola - La Fortune des Rougon - Η περιουσία των Ρουγκόν - Εισαγωγικό Σημείωμα

Émile Zola - Η περιουσία των Ρουγκόν  Εισαγωγικό Σημείωμα 


Λίγα εισαγωγικά στοιχεία σχετικά με το έργο:

Αυτήν την ιστορία χίλιες φορές κι αν την διαβάσω δεν πρόκειται ποτέ να τη βαρεθώ. Ανήκει στον κύκλο των Ρουγκόν - Μακάρ, τα μέλη δηλαδή μιας οικογένειας από την πόλη Πλασσάν (μια επινοημένη πόλη την γαλλικού Νότου, που παραπέμπει στο Αιξ αν Προβάνς, εκεί δηλαδή που μεγάλωσε ο συγγραφέας). Μητέρα και των Ρουγκόν και των Μακάρ της ιστορίας είναι η Αντελαΐντ (ή θεία Ντιντ) , μια γυναίκα που, μέσα από τον επίσημο γάμο της και τον κατοπινό παράνομο δεσμό της, φέρνει στον κόσμο εκείνους τους ιδιόρρυθμους χαρακτήρες που θα αποτελέσουν τους προγόνους της Νανάς, της Ζερβαίζ από την “Ταβέρνα”, του Ζακ από το “Ανθρώπινο Κτήνος” κι όλων των άλλων ηρώων της εικοσαλογίας που θα εκτυλιχθεί στα χρόνια της Β΄ Αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα του 3ου.

Είναι πολυπρόσωπο μυθιστόρημα αλλά δομημένο έτσι ώστε η γνωριμία με τους χαρακτήρες να γίνεται σταδιακά. Ανάμεσα σε ένα πραξικόπημα και μια εξέγερση που λαμβάνει χώρα σε αυτήν την απομακρυσμένη Γαλλική επαρχία, σε μια πόλη που μοιάζει παγωμένη μέσα στο χρόνο, τα όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο και η δίψα για χρήμα, κοινωνική ανέλιξη και εξουσία έρχονται αντιμέτωπα με την πεζή καθημερινότητα. Στην πραγματικότητα, ανάμεσα στους ονειροπόλους και τους αριβίστες υπάρχει εκείνο το πλήθος που αδιαφορεί για την εξέλιξη που θα πάρουν τα πράγματα, υπό την προϋπόθεση να μην διαταραχθεί η ησυχία της τακτοποιημένης ζωής τους. Αυτοί βρίσκονται στο περιθώριο της διήγησης, συνιστώντας τον χορό της αδιαφορίας και της μικρόνοιας.

Οι πιο αξιαγάπητοι ήρωες είναι δυο νέα παιδιά. Ο εγγονός της Νιντ, ο Σιλβέρ που προσπαθεί να γνωρίσει και να κατανοήσει τον κόσμο μέσα από τα σπαράγματα γνώσης που ξετρυπώνει στα παλιατζίδικα, βιβλία που δεν καταλαβαίνει πλήρως αλλά που αρκούν για να τον κάνουν να οραματίζεται μια καλύτερη ζωή για τον ίδιο και την κοινωνία. Και η Μιέτ ένα πλάσμα όλο αισθησιασμό και δυναμισμό, μια προσωποποιημένη εκδοχή της ελευθερίας και της δημοκρατίας, μια δροσερή και τρυφερή απεικόνιση της νιότης. Κάνουν νυχτερινούς περιπάτους μέσα στη φύση, στα σπαρμένα χωράφια και στους ποταμούς, κρύβονται από το φως της μέρας και μεταμορφώνονται σε πλάσματα βγαλμένα από παραμύθι.

Κάθε βράδυ σχεδίαζαν και μια νέα εξόρμηση. Η Μιέτ έφερνε το γούνινο παλτό της˙ κρύβονταν και οι δυο μέσα στο μακρύ ύφασμα, περνούσαν έξω από τους τοίχους και έφταναν ως τον κεντρικό δρόμο, τα μεγάλα λιβάδια, όπου ο αέρας φυσούσε δυνατά και τα έκανε να κυματίζουν, θυμίζοντας την ανοιχτή θάλασσα. Εκεί πέρα δεν αισθάνονταν καθόλου πνιγηρά και ξανάβρισκαν την παιδική ζωηράδα τους, μακριά από τη ζαλάδα που τους προκαλούσε η βλάστηση του Σαιν Μιτρ και που έκανε το κεφάλι τους να γυρίζει. Επί δύο ολόκληρα καλοκαίρια όργωναν την γύρω περιοχή. Σύντομα ήξεραν απέξω κάθε βράχο που προεξείχε και κάθε χλωρασιά˙ και δεν υπήρχε συστάδα δέντρων, φράχτης ή θάμνος που να μην έχει γίνει φίλος τους. Τα όνειρά τους είχαν γίνει πραγματικότητα: κυνηγιούνταν μέσα στα λιβάδια του Σαιν Κλαιρ, και η Μιετ έτρεχε τόσο καλά που ο Σιλβέρ έπρεπε να βάλει τα δυνατά του για να την πιάσει. Πήγαιναν επίσης να ψάξουν για φωλιές κίσσας˙ η Μιέτ γεμάτη πείσμα, θέλοντας να δείξει πως σκαρφάλωνε τα δέντρα στο Σαβανόζ, έδενε τη φούστα της με ένα κομμάτι σπάγκο και ανέβαινε στις ψηλότερες λεύκες˙ από κάτω ο Σιλβέρ έτρεμε, με τα χέρια τεντωμένα, έτοιμος να την πιάσει σε περίπτωση που γλιστρούσε ξαφνικά”.

Η σύγκρουση αυτών των πλασμάτων των φτιαγμένων για έρωτα και ευτυχία με έναν κόσμο στον οποίο το κακό, με την μορφή της κοινωνικής παρακμής και της ηθικής αποχαλίνωσης, έχει βαθιές ρίζες, είναι αναπόφευκτη.

Δεν είναι όμως όλοι φτιαγμένοι από την ίδια πάστα παρά την κοινή τους καταγωγή. Υπάρχουν δύο όψεις στον αντίποδα του λογοτεχνικού κόσμου που χτίζει ο συγγραφέας. Ο Αντουάν Μακάρ είναι φτωχός και τεμπέλης και το μόνο που θέλει είναι να παρασιτεί εις βάρος της γυναίκας και των παιδιών του. Ένας εκμεταλλευτής, ένας αργόσχολος που καταπιάνεται με την πολιτική, γιατί βλέπει στην δημοκρατία και τον σοσιαλισμό μια ευκαιρία για αρπαγή, που θα του εξασφαλίσει την καλοπέρασή του.

Έβρισκε το φαγητό απαίσιο, αποκαλούσε την Ζερβαίζ ηλίθια, έλεγε στον Ζαν πως δεν θα γίνει ποτέ άνδρας. Βουτηγμένος στις δικές του εγωιστικές απολαύσεις, έτριβε τα χέρια του κάθε φορά που είχε φάει την καλύτερη μερίδα˙ ύστερα κάπνιζε την πίπα του, φυσώντας αργά τον καπνό του, ενώ τα δύο ταλαίπωρα παιδιά του, τσακισμένα από την κούραση, αποκοιμιόνταν με το κεφάλι πάνω στο τραπέζι. Έτσι περνούσε ο Μακάρ τις μέρες του μες στην τεμπελιά και τις απολαύσεις. Θεωρούσε απόλυτα φυσιολογικό το να κάθεται όλη μέρα σαν μοσχαναθρεμμένη κόρη, να απλώνει την αρίδα του στους πάγκους κάποιας ταβέρνας, ή να σουλατσάρει με την δροσούλα στην λεωφόρο Σωβέρ η στην Μέιλ. Έφτασε ως το σημείο να διηγείται τις ερωτικές του περιπέτειες μπροστά στον γιο του, ο οποίος τον άκουγε ενώ τα μάτια του βούρκωναν από την στέρηση. Τα παιδιά δεν αντιδρούσαν, γιατί έτσι είχαν μάθει, ακολουθώντας το παράδειγμα της μητέρας τους, η οποία φερόταν σαν ταπεινή υπηρέτρια του άνδρα της’.

Από την άλλη ο ετεροθαλής αδελφός του, ο Πιερ Ρουγκόν, που ανήκει στο συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας κινητοποιείται από την ίδια ακριβώς επιθυμία, αλλά έχει στο πλευρό του ένα ατού, την παμπόνηρη γυναίκα του, την Φελισιτέ, η οποία πάνω από όλα θέλει το χρήμα, για να αγοράσει με αυτό εξουσία και κοινωνική αναγνώριση.

Μια νέα δυναστεία για να εδραιωθεί χρειάζεται κάποια σύγκρουση. Το αίμα είναι καλό λίπασμα. Θα είναι πολύ ωραίο να συμπέσει η άνοδος του ονόματος των Ρουγκόν με μια αιματοχυσία, όπως έχει ξανασυμβεί και με πολλές άλλες επιφανείς οικογένειες”.

Από την γενιά του Αντουάν θα βγει η Ζερβαίζ της “Ταβέρνας” και η Νανά ενώ από τη γενιά του Πιερ, εκτός των άλλων, ο Σακάρ, ο κεντρικός ήρωας που συναντάμε στο “Χρήμα”. Στην πολιτική σκέψη που εκφράζει ο Ζολά μέσα από αυτό το έργο, κυριαρχεί το εξής: Κάποιες φορές όσα δεν πετυχαίνει η απευθείας σύγκρουση με μια κατάσταση ή ένα ιδεολογικό σύστημα, τα πετυχαίνει η υπόγεια και παρασκηνιακή υπονόμευση. Όσα δεν φαίνονται και όσα δεν ακούγονται, όσα εκτελούνται με χειρουργική ακρίβεια στο περιθώριο και στις υποσημειώσεις της ιστορίας. Κι εκεί έγκειται η μεγαλύτερη αξία του εγχειρήματος του Ζολά. Σηκώνει τα βαριά παραπετάσματα και επιτρέπει στον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα τα στρώματα που συνιστούν τις κοινωνίες όπως τις γνωρίζουμε στον λεγόμενο “δυτικό κόσμο”.


Η εικονογράφηση προέρχεται από την έκδοση του 1906, εκδόσεις, Collection : Bibliothèque Charpentier - E. Fasquelle, Paris και είναι domaine public ψηφιοποιημένη από την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, Bibliothèque nationale de France Gallica. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα εκδόθηκε για πρώτη φορά στα 1871. 

Λίγα ιστορικά στοιχεία:


Η δομή της κοινωνίας είναι:

Ευγενείς
Αστοί
Λαός.

Φυσικά στην πορεία φαίνεται πως υπάρχουν πολλά ενδιάμεσα στάδια. Αλλά αυτά είναι τα βασικά.

Μετά την Γαλλική Επανάσταση και την Πρώτη Αυτοκρατορία που έληξε με την ήττα και την εξορία του Μέγα Ναπολέοντα, στο θρόνο ανέβηκε ο Λουδοβίκος ΙΗ΄ από τον Οίκο των Βουρβόνων (ήταν αδερφός του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ της Γαλλίας, δηλαδή αυτού που καρατομήθηκε όπως και η σύζυγός του, η Μαρία Αντουανέτα) και κυβέρνησε από το 1814 μέχρι το 1824. Ο Λουδοβίκος ΙΗ πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1824 και τον διαδέχτηκε ο νεότερος αδελφός του Κάρολος Ι. 

Μετά το ξέσπασμα της Ιουλιανής Επανάστασης στα 1830 Ο Κάρολος Ι παραιτήθηκε υπέρ του ανήλικου εγγονού του, του Ερρίκου Κόμη του Σαμπόρ (Henri Charles Ferdinand Marie Dieudonné d'Artois, duc de Bordeaux, comte de Chambord) και κατέφυγε στην Αγγλία. Όλοι οι υποστηρικτές αυτού του κλάδου των Βουρβόνων ονομάζονται Νομιμόφρονες.  

Ωστόσο ο  Κόμης του Σαμπόρ βασίλευσε μόνο 7 μέρες και στην συνέχεια το Κοινοβούλιο ανακήρυξε βασιλιά τον μακρινό ξάδελφο του, Λουδοβίκο Φίλιππο, από τον οίκο της Ορλεάνης. Οι οπαδοί του Λουδοβίκου Φίλιππου της Ορλεάνης ονομάζονται Ορλεανιστες

 Τα γεγονότα του συγκεκριμένου διηγήματος ξεκινούν την εποχή μετά την επανάσταση του 1848 (Révolution de Février) όπου εκθρονίστηκε ο Λουδοβίκος Φίλιππος της Ορλεάνης και εμφανίστηκε ο τρίτος μνηστήρας, ο Ναπολέων Γ΄, ανιψιός του Μέγα Ναπολέοντα. Αυτός εξελέγει πρόεδρος της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας (1848-1852). 

Με το πραξικόπημα του Δεκέμβρη 1851 το οποίο προκάλεσε τις εξεγέρσεις στην Νοτιοδυτική Γαλλία που περιγράφονται στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο Ναπολέων Γ΄ κατέλυσε τη Δημοκρατία και την επόμενη χρονιά, στα 1852, ξεκίνησε η Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία 1852-1870. Μέσα στα χρόνια αυτά εκτυλίσσονται όλα τα έργα της εικοσάτομης ιστορίας των Ρουγκόν Μακάρ: Histoire naturelle et sociale d'une famille sous le Second Empire.

Λίγα λόγια για τη μετάφραση:

Η μετάφραση αυτή είναι δική μου, είναι προφανώς ερασιτεχνική και περιέχει πολλά λάθη και αβλεψίες, επίσης δημοσιεύεται χωρίς σοβαρή επιμέλεια. Αυτός είναι ο λόγος που την δημοσιεύω στον χώρο αυτό, ηλεκτρονικά και όχι μέσω κάποιου εκδοτικού οίκου, αφού κανένας σοβαρός εκδότης δεν θα δημοσίευε ένα τέτοιο ερασιτεχνικό κείμενο.Νιώθω μεγάλο σεβασμό για το έργο των επαγγελματιών μεταφραστών. Εγώ παραμένω ερασιτέχνις. Όλο αυτό είναι μια δημιουργική ενασχόληση την οποία αγαπώ χωρίς να τρέφω ωστόσο αυταπάτες για την πραγματική της αξία. Είναι μηδαμινή. Αλλά είναι από καρδιάς.

με την επιφύλαξη και διατήρηση παντός δικαιώματος  © 2020


Ν. Α. Κ. γνωστή και ως Νικολέτα Μποντιόλη, για τους φίλους Νένε. 

Émile Zola - Η περιουσία των Ρουγκόν Κεφάλαιο 1

Η περιουσία των Ρουγκόν Κεφάλαιο 1

Αφήνοντας κάποιος  το Πλασσάν από τη Ρωμαϊκή Πύλη, που βρίσκεται στη νότια πλευρά της πόλης, θα συναντήσει στην δεξιά πλευρά του δρόμου προς την Νίκαια, λίγο πιο κάτω από τα πρώτα επαρχιώτικα σπίτια, ένα κομμάτι γης, γνωστό στους ντόπιους ως το Αιρ Σαιν Μιτρ.  

Το Αιρ Σαιν Μίτρ έχει ορθογώνιο σχήμα και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον παρακείμενο δρόμο, από τον οποίο χωρίζεται με μια λουρίδα πατημένου γρασιδιού. Ένα στενό τυφλό δρομάκι πλαισιωμένο με μια σειρά από χαμόσπιτα βρίσκεται στα δεξιά, ενώ από τα αριστερά ως εκεί που τελειώνει, περιβάλλεται από τμήματα ενός τοίχου σκεπασμένου με βρύα, πάνω από τον οποίο φαίνονται οι κορυφές από τα κλαδιά των μουριών του Ζα Μεϊφράν – μιας μεγάλης έκτασης της οποίας η είσοδος βρίσκεται λίγο παρακάτω στον δρόμο. Περικυκλωμένο από τις τρεις πλευρές του το Αιρ Σαιν Μιτρ δεν οδηγεί πουθενά, και το διασχίζουν μόνο όσοι έχουν βγει για τον περίπατό τους.

Σε παλιότερες εποχές λειτουργούσε ως κοιμητήριο αφιερωμένο στον Άγιο Μιτρ, έναν επαρχιακό άγιο, τον οποίο οι ντόπιοι τιμούσαν πολύ, και στα 1851 υπήρχαν ακόμη κάποιοι ηλικιωμένοι στο  Πλασσάν, οι οποίοι θυμούνταν τον τοίχο του κοιμητηρίου να στέκει όρθιος, παρόλο που το ίδιο το μέρος παρέμενε κλειστό εδώ και πολλά χρόνια. Το έδαφος είχε γεμίσει από τα πτώματα σε τέτοιο βαθμό, ώστε κρίθηκε αναγκαίο να ανοιχτεί ένας νέος χώρος ταφής στο άλλο άκρο της πόλης. Έτσι το παλιό, εγκαταλειμμένο κοιμητήριο είχε σταδιακά καθαρθεί χάρη στην σκοτεινή και πυκνή βλάστηση που αναπτυσσόταν στην επιφάνειά του κάθε άνοιξη. Το πλούσιο έδαφος, στο οποίο οι νεκροθάφτες δεν μπορούσαν πλέον να σκάψουν χωρίς να ανασύρουν κάποια ανθρώπινα λείψανα, κυριεύτηκε από θαυμαστή γονιμότητα. Τα ψηλά αγριόχορτα ξεπερνούσαν σε ύψος τους τοίχους μετά τις μαγιάτικες βροχές και τις λιακάδες του Ιουνίου τόσο που να γίνονται ορατά από τον κεντρικό δρόμο, ενώ μέσα το μέρος έδινε την εντύπωση μιας βαθιάς, σκουροπράσινης θάλασσας διάστικτης με μεγάλους ανθούς μοναδικής λαμπρότητας. Θα μπορούσε κανείς να νιώσει κάτω από τα πόδια του, ανάμεσα στους σφιχτοδεμένους μίσχους, στο υγρό έδαφος τις αναθυμιάσεις και τον αναβρασμό των φυτικών χυμών.

Ανάμεσα στα ενδιαφέροντα που παρουσίαζε το μέρος εκείνη την εποχή ήταν και κάποιες μεγάλες αχλαδιές με στριφογυριστά και αγκαθωτά κλαδιά, αν και καμία νοικοκυρά στο Πλασσάν δεν ενδιαφερόταν να κόψει τους μεγάλους καρπούς που φύτρωναν επάνω τους. Πράγματι, οι ντόπιοι μιλούσαν για αυτά τα φρούτα με έναν μορφασμό αηδίας. Παρ’ όλα αυτά κάτι τέτοιο δεν αποτελούσε εμπόδιο για τα ατίθασα επαρχιωτόπουλα που μαζεύονταν σε συμμορίες με το που έδυε ο ήλιος και σκαρφάλωναν στους τοίχους για να κλέψουν τα αχλάδια, συχνά πριν ακόμα ωριμάσουν.

Τα δέντρα και τα αγριόχορτα με την δυναμική τους ανάπτυξη πολύ σύντομα είχαν αφομοιώσει όλη την αποσυντιθέμενη ύλη του νεκροταφείου του Σαιν Μιτρ. Η σαπίλα που προερχόταν από τα θαμμένα ανθρώπινα λείψανα απορροφήθηκε λαίμαργα από τα λουλούδια και τους καρπούς και τελικά η μόνη οσμή που μπορούσε κάποιος να εντοπίσει περνώντας από εκεί ήταν το δυνατό άρωμα του άγριου κισσού. Αυτό αποτέλεσε θέμα συζήτησης για κάμποσα καλοκαίρια.

Τελικά οι ντόπιοι αποφάσισαν να αξιοποιήσουν αυτόν τον κοινόχρηστο χώρο, που για καιρό είχε παραμείνει σε αχρηστία. Οι τοίχοι που συνόρευαν με τον δρόμο και το τυφλό μονοπάτι κατεδαφίστηκαν. Τα αγριόχορτα και οι αχλαδιές ξεριζώθηκαν. Τα νεκρικά απομεινάρια αφαιρέθηκαν, το χώμα σκάφτηκε βαθιά και όσα οστά ήταν διατεθειμένη να παραδώσει η γη σχημάτισαν έναν σωρό στην γωνία. Για περίπου ένα μήνα τα πιτσιρίκια, που θρήνησαν για την απώλεια των αχλαδιών, έπαιζαν τις αμάδες με τα κρανία, και κάποια νύχτα ορισμένα πειραχτήρια κρέμασαν μηρία και κνήμες σε όλα τα ρόπτρα της πόλης. Αυτό το σκάνδαλο, που ακόμα το θυμούνται στο Πλασσάν δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν οι αρχές αποφάσισαν να πεταχτούν τα κόκαλα σε έναν λάκκο, ο οποίος ανοίχτηκε γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό στο νέο κοιμητήριο. Ωστόσο όπως όλες οι εργασίες, συνήθως εκτελούνται στις επαρχίες με σημαντική καθυστέρηση, έτσι και στην συγκεκριμένη περίπτωση επί μία ολόκληρη εβδομάδα οι κάτοικοι έβλεπαν ένα και μοναδικό κάρο να μεταφέρει αυτά τα ανθρώπινα λείψανα σα να ήταν σκέτα σκουπίδια. Το όχημα έπρεπε να διασχίσει το Πλασσάν απ’ την μια άκρη ως την άλλη και εξαιτίας της κακής κατάστασης των δρόμων τμήματα από τα οστά και κομμάτια παχιάς μούχλας σκορπίζονταν σε κάθε ταρακούνημα. Δεν έχει υπάρξει πιο σύντομη θρησκευτική τελετή, τίποτε περισσότερο από μια σύντομη και βάναυση αμαξάδα. Ποτέ πριν μια πόλη δεν είχε νιώσει τέτοια αποστροφή.

Για κάμποσα χρόνια το κοιμητήρι παρέμεινε ως αντικείμενο τρόμου. Παρόλο που συνδέθηκε με τον κεντρικό δρόμο και ήταν ανοιχτό για όλους τους διαβάτες, είχε παραμείνει σχετικά εγκαταλειμμένο στην βλάστηση που σύντομα θέριεψε ξανά. Οι τοπικές αρχές, που αναμφίβολα υπολόγιζαν να το πουλήσουν προκειμένου να χτιστούν εκεί κατοικίες, τελικά δεν κατάφεραν να βρουν αγοραστή. Η ανάμνηση των σωρών με τα κόκαλα και η εικόνα του κάρου να τραντάζεται μέσα στους δρόμους ήταν ίσως η αιτία που οι άνθρωποι απέφευγαν αυτήν την τοποθεσία, ή μπορεί να έφταιγε και η αδράνεια των κατοίκων οι οποίοι απεχθάνονταν την διαδικασία του να διαλύσουν το νοικοκυριό τους για το στήσουν εκ νέου, πράγμα πολύ χαρακτηριστικό για τους επαρχιώτες. Όπως και να ’χει οι αρχές εξακολουθούσαν να διατηρούν την ιδιοκτησία του χώρου, και στο τέλος λησμόνησαν την επιθυμία να τον ξεφορτωθούν. 

Δεν ύψωσαν καν ένα φράχτη ολόγυρα, αλλά τον άφησαν ανοιχτό σε όλους τους διερχόμενους. Έπειτα καθώς ο καιρός περνούσε οι άνθρωποι άρχισαν να συνηθίζουν αυτόν τον έρημο τόπο. Κάθονταν στο γρασίδι που φύτρωνε ολόγυρα, έκοβαν βόλτες, ή σχημάτιζαν μικρές συντροφιές. Όταν τελικά τα πόδια των περιπατητών έφθειραν το χαλί της χλόης και το ποδοπατημένο χώμα έγινε γκρίζο και σκληρό, το παλιό κοιμητήρι κατέληξε να μοιάζει με δημόσια πλατεία ακανόνιστου σχήματος. Οι κάτοικοι σα να ήθελαν να διαγράψουν την ανάμνηση κάθε δυσάρεστου συσχετισμού άλλαξαν με τον καιρό ακόμη και την ονομασία του μέρους, διατηρώντας μονάχα το όνομα του αγίου, την ονομασία του οποίου πήρε επίσης και ο τυφλός δρομάκος που κατηφόριζε στην μια γωνία του χωραφιού. Έτσι απόμεινε το Αιρ Σαιν Μιτρ και το αδιέξοδο του Σαιν Μιτρ.  

Βέβαια όλα τα παραπάνω συνέβησαν εδώ και αρκετά χρόνια. Τα τελευταία τριάντα, ίσως και περισσότερα χρόνια το Αιρ Σαιν Μιτρ είχε διαφορετική εικόνα. Κάποια στιγμή οι ντόπιοι, όντας πολύ αδιάφοροι και χωρίς πρόθεση να βγάλουν κάποιο όφελος από αυτό, το παρέδωσαν, έναντι ενός ελαχίστου ποσού, σε κάποιους επαρχιώτες τροχοποιούς, οι οποίοι το μετέτρεψαν σε μάντρα ξυλείας. Ακόμα και σήμερα παραμένουν σκόρπια εδώ κι εκεί ξύλινα δοκάρια με τριάντα ή σαράντα μέτρα μάκρος, παρατημένα τριγύρω σε στοίβες, που μοιάζουν με ψηλές πεσμένες κολώνες. Αυτοί οι σωροί των δοκαριών τοποθετημένοι τόπους – τόπους από την μια άκρη της μάντρας ως την άλλη, αποτελούν μια αδιάκοπη πηγή ευχαρίστησης για τους ντόπιους πιτσιρικάδες. Σε κάποια σημεία το έδαφος είναι καλυμμένο με πεσμένα ξύλα, που σχηματίζουν ένα είδος ακανόνιστου δαπέδου, πάνω στο οποίο είναι αδύνατο να περπατήσει κάποιος, εκτός και αν διαθέτει εξαιρετική ισορροπία. Στρατιές παιδιών διασκεδάζουν εκτελώντας αυτήν την άσκηση ολημερίς. Θα μπορούσες να τα δεις να σαλτάρουν πάνω από τα μεγάλα δοκάρια, να περπατούν στην σειρά σαν Ινδιάνοι ανάμεσα στα στενά ανοίγματα, ή διαφορετικά να σέρνονται με τα πόδια ανοιχτά, στηριγμένα στις δύο πλευρές˙ έπαιζαν διάφορα παιχνίδια που συνήθως κατέληγαν σε καυγάδες με γρονθοκοπήματα και σκληρίσματα. Επίσης, μερικές φορές, καμιά ντουζίνα από δαύτα κάθονταν, σχηματίζοντας δυο αντικριστές σειρές, πάνω στα λεπτά άκρα ενός στύλου, ανασηκωμένου κάμποσα πόδια πάνω από το έδαφος, και τραμπαλίζονταν με αυτόν τον τρόπο, όλα μαζί για ώρες. Κάπως έτσι το Αιρ Σαιν Μιτρ κατέληξε να χρησιμεύει ως παιδική χαρά, όπου για πάνω από 25 χρόνια όλα μικρά διαβολάκια της περιοχής έλιωναν τα παντελονάκια τους.

Την ιδιαιτερότητα της τοποθεσίας αύξαινε και από το γεγονός ότι οι περιπλανώμενοι τσιγγάνοι, επέλεγαν παραδοσιακά να κατασκηνώνουν σε αυτήν την κενή έκταση. Κάθε φορά που ένα καραβάνι έφτανε στο Πλασσάν έστηνε τα τσαντίρια του στο Αιρ Σαιν Μιτρ. Συνεπώς με όλα αυτά το μέρος δεν μένει ποτέ άδειο. Πάντα θα υπάρχει εκεί μια σύναξη ανθρώπων, κάποια ομάδα αγροίκων ανδρών και βασανισμένων γυναικών, ανάμεσα στους οποίους παρέες γεροδεμένων παιδιών κάνουν τούμπες στριφογυρίζοντας στα χορτάρια. Αυτοί οι άνθρωποι ζουν κάτω από τον ανοιχτό ουρανό, χωρίς να λογαριάζουν κανένα, βάζοντας τις χύτρες να βράζουν, τρώγοντας ό,τι βρουν, χωρίς να ντρέπονται για τα κουρελιασμένα ρούχα τους, και κοιμούνται, καυγαδίζουν, φιλιούνται, και ζέχνουν από την βρώμα και την μιζέρια.



Το χωράφι, που προηγουμένως ήταν τόσο ήρεμο και ερημικό, και όπου μόνο οι αγριομέλισσες πετούσαν μέσα στα πυκνά άνθη κάτω από τον καυτό ήλιο, κατέληξε να είναι ένα πολύβουο μέρος αντηχώντας από τις φωνές των τσιγγάνων που καυγάδιζαν και τα τσιρίγματα των παιδιών της περιοχής. Στη μια άκρη υπάρχει ένα πρωτόγονο πριονιστήριο για το κόψιμο των κορμών, κι ο συνεχόμενος, βαθύς, μπάσος ήχος του ακομπανιάρει τις οξείες κραυγές. Το ξύλο τοποθετείται σε δύο ψηλά στηρίγματα και δύο πριονιστές, ο ένας καθισμένος επάνω στον κορμό, κι ο άλλος από κάτω, μισοτυφλωμένος από τα πριονίδια που πέφτουν, χειρίζονται ένα τεράστιο πριόνι, πέρα – δώθε για ώρες και οι δύο μαζί, με σταθερές μηχανικές κινήσεις, σαν μαριονέτες. Το ξύλο που πριονίζουν τοποθετείται, σανίδα τη σανίδα, κατά μήκος του τοίχου στο βάθος, σε προσεκτικά τακτοποιημένες στοίβες ύψους έξι ή οκτώ ποδιών, και συχνά μένουν εκεί για κάμποσο καιρό σαπίζοντας, αποτελώντας μια από τις ατραξιόν του Αιρ Σαιν Μιτρ. Ανάμεσα σε αυτές τις στοίβες σχηματίζονται κάτι στενά, μυστηριώδη και σχεδόν αθώρητα δρομάκια που οδηγούν σε ένα μεγαλύτερο μονοπάτι ανάμεσα στην ξυλεία και τον τοίχο, μια ερημική λωρίδα πρασινάδας, από όπου διακρίνονται μονάχα μικρά τμήματα του ουρανού. Η άγρια βλάστηση και η θανατερά ανατριχιαστική ησυχία του παλιού νεκροταφείο βασιλεύουν ακόμα σε αυτό το μονοπάτι. Μπορεί κάποιος να αισθανθεί τις ζεστές ανασαιμιές και τα κύματα της ευχαρίστησης που αποπνέει ο θάνατος τον τάφων καθώς αυτοί θερμαίνονται κάτω από τον δυνατό ήλιο. Σε όλη την εξοχή γύρω από το Πλασσάν δεν υπάρχει άλλο σημείο πιο πλήρες από χαύνωση, μοναξιά και έρωτα. Ένα ιδανικό μέρος για ερωτικές περιπτύξεις. Όταν εκκενωνόταν το νεκροταφείο τα οστά πρέπει να είχαν συγκεντρωθεί σε αυτήν την γωνία, γιατί ακόμη και σήμερα τυχαίνει συχνά κάποιο πόδι να σκοντάφτει επάνω σε κανένα κομμάτι από κρανίο που βρίσκεται καλυμμένο από την νοτισμένη χλόη.

Τώρα πια κανένας δεν θυμάται τα σώματα των νεκρών που κάποτε κοιμούνταν κάτω από αυτήν την χλόη. Κατά την διάρκεια της μέρας μόνο τα παιδιά κρύβονται πίσω από τους σωρούς της ξυλείας παίζοντας κρυφτό. Το ολοπράσινο μονοπάτι παραμένει απάτητο, άγνωστο σε όλους εκείνους που δεν βλέπουν τίποτα περισσότερο από μια μάντρα γκρίζα από την σκόνη, γεμάτη ξυλεία. Το πρωί και το απόγευμα, όταν ο ήλιος είναι ζεστός, όλο το μέρος ξεχειλίζει από ζωή. Πάνω από όλη την οχλαγωγία, πάνω από την πιτσιρικαρία που παίζει ανάμεσα στα δοκάρια, και τους τσιγγάνους που ανάβουν την φωτιά κάτω από τις χύτρες τους, διαγράφεται καθαρά η φιγούρα του πριονιστή σκαρφαλωμένου πάνω στον κορμό του με την όψη στραμμένη στον ουρανό, κινούμενος πέρα δώθε με την ακρίβεια ρολογιού, σα να ρυθμίζει την έντονη δραστηριότητα που σημειώνεται ξαφνικά  σε αυτό το σημείο, το οποίο κάποτε προοριζόταν για την αιώνια ανάπαυση. Μόνο οι γηραιότεροι που κάθονται στις σανίδες και ζεσταίνουν τα κορμιά τους με τις τελευταίες ηλιαχτίδες, κάνουν καμιά φορά λόγο για τα οστά που είδαν κάποτε να μεταφέρονται στους δρόμους του  Πλασσάν με το θρυλικό καροτσάκι.

Όταν η νύχτα πέφτει το Αιρ Σαιν Μιτρ αδειάζει και ερημώνει, δίνοντας την εντύπωση μιας μεγάλης μαύρης τρύπας. Μπορεί κανείς να δει από μακριά να αργοσβήνει η θράκα από τις φωτιές των τσιγγάνων, και κάπου – κάπου σκιές γλιστρούν αθόρυβα μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Το μέρος αυτό μπορεί να γίνει πολύ τρομαχτικό, κυρίως την εποχή του χειμώνα.

Μια Κυριακή βράδυ, γύρω στις επτά η ώρα, ένας νεαρός άνδρας αλαφροπατώντας μέσα από το αδιέξοδο του Σαιν Μιτρ, και, περνώντας ξυστά από τους τοίχους, συνέχισε την πορεία του ανάμεσα στην ξυλεία της μάντρας. Ήταν αρχές του Δεκέμβρη του 1851. Ο καιρός ήταν ξηρός και παγωμένος. Η πανσέληνος είχε εκείνη την εκτυφλωτική λαμπρότητα, την τόσο χαρακτηριστική για τα χειμωνιάτικα φεγγάρια. Η μάντρα δεν είχε εκείνη την τρομαχτική όψη που έπαιρνε τις βροχερές νύχτες ˙ φωτισμένη από ένα παραπέτασμα λευκού φωτός, και τυλιγμένη σε μια βαθιά σιωπή και μια παγωμένη ακινησία, είχε πάρει μια απαλή, μελαγχολική όψη.

Για μερικές στιγμές ο νεαρός άνδρας κοντοστάθηκε στην άκρη της μάντρας και έριξε μια επιφυλακτική ματιά μπροστά του. Κουβαλούσε ένα μακρύ όπλο, του οποίου η χειρολαβή βρισκόταν κρυμμένη μέσα στο παλτό του, ενώ η κάνη ήταν στραμμένη στο έδαφος, λάμποντας μες στο φεγγαρόφωτο. Σφίγγοντας πάνω του το όπλο, εξέτασε με προσοχή τις τετράγωνες σκιές που σχημάτιζαν οι στοίβες της ξυλείας. Το έδαφος έμοιαζε σαν σκακιέρα, με μαύρα και λευκά τετράγωνα, που διαγράφονταν με ακρίβεια, καθώς τα φωτεινά σημεία εναλλάσσονταν με άλλα σκοτεινά. Οι βάσεις των στηριγμάτων των πριονιστών στο κέντρο του σκηνικού έριχναν μακριές, λεπτές απόκοσμες σκιές, δίνοντας την εντύπωση μιας τεράστιας γεωμετρικής φιγούρας σχεδιασμένης με μελάνι πάνω σε μια επιφάνεια χαρτιού. Στην υπόλοιπη μάντρα οι στοιβαγμένες σανίδες σχημάτιζαν ένα μεγάλο πεζούλι πάνω στο οποίο έπεφτε το φως, χαραγμένο εδώ κι εκεί από τις λεπτές μαύρες σκιές που πλαισίωναν τα διαφορετικά κομμάτια του ξύλου. Μέσα στην παγωμένη σιωπή κάτω από ένα τέτοιο χειμωνιάτικο φεγγάρι τα ακίνητα, ξαπλωμένα δοκάρια, άκαμπτα όπως ήταν από τον ύπνο και το κρύο, θύμιζαν τα πτώματα στο παλιό νεκροταφείο. Ο νέος άνδρας δεν έριξε παραπάνω από μία ματιά στον κενό χώρο˙ δεν υπήρχε πουθενά κανένα ζωντανό πλάσμα, κανένας ήχος, κανένας κίνδυνος να γίνει αντιληπτός. Τα σκοτεινά σημεία στο βάθος ήταν αυτά που τον ανησύχησαν περισσότερο, αλλά μετά από μια σύντομη εξέταση μάζεψε το κουράγιο του και βιαστικά διέσχισε την ξυλαποθήκη.

Μόλις αισθάνθηκε ασφαλής χαλάρωσε τον βηματισμό του. Τώρα είχε φτάσει στο πράσινο μονοπάτι κατά μήκος του τοίχου πίσω από τις στοιβαγμένες σανίδες. Συνέχισε να προχωρά βηματίζοντας αθόρυβα. Το παγωμένο χορτάρι έτριζε απαλά κάτω από τα πόδια του. Έμοιαζε συνεπαρμένος από ένα ευχάριστο συναίσθημα. Φαίνεται πως αυτό ήταν το αγαπημένο του μέρος, εκεί δεν υπήρχε τίποτα να φοβάται κι ό,τι έβλεπε ολόγυρα, του γεννούσε ευχαρίστηση. Δεν κρατούσε πλέον το όπλο του κρυμμένο. Το μονοπάτι εκτεινόταν σαν σκοτεινή τάφρος, και μόνο οι αχτίδες του φεγγαριού, ξεγλιστρώντας ανάμεσα στα στοιβαγμένα ξύλα, σχημάτιζαν φωτεινά μπαλώματα επάνω στο γρασίδι. Όλα έδειχναν, τόσο το σκοτάδι όσο και το φως, σα να κοιμούνται με ένα βαθύ, απαλό, θλιμμένο ύπνο. Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψουν την ειρηνική ηρεμία του τοπίου. Ο νέος κατηφόρισε ίσια κάτω στο μονοπάτι, και στάθηκε στο τέρμα του, εκεί που οι τοίχοι του Ζα Μεϊφράν σχημάτιζαν μια γωνία. Στο σημείο αυτό έστησε αυτί, για να βεβαιωθεί πως κανένας ήχος δεν ερχόταν από το διπλανό κτήμα. Τελικά, μην ακούγοντας κάτι, έσκυψε, έσπρωξε μια σανίδα προς το μέρος του και έκρυψε το όπλο του σε έναν σωρό από ξύλα.

Μια παλιά ταφόπλακα, ξεχασμένη από την εποχή που άδειαζαν το νεκροταφείο, έστεκε ακουμπισμένη στην γωνία σχηματίζοντας με αυτόν τον τρόπο ένα ψηλό και κάπως επικλινές κάθισμα. Η βροχή είχε φθείρει τις άκρες του, και τα βρύα το έτρωγαν σιγά – σιγά. Παρ’ όλα αυτά ένα τμήμα της επιγραφής, σμιλεμένης στην πλευρά που βυθιζόταν μέσα στο έδαφος, μπορούσε ακόμη και τώρα να γίνει διακριτή μέσα στο φεγγαρόφωτο:

«εδώ ετάφη… Μαρί… πέθανε…» το χέρι του χρόνου είχε σβήσει όλα τα υπόλοιπα.

Μόλις ο νεαρός άνδρας έκρυψε το όπλο του, τέντωσε ξανά τα αυτιά του με προσοχή και μην ακούγοντας κάτι για άλλη μια φορά, αποφάσισε να σκαρφαλώσει επάνω στην πέτρα. Ο τοίχος ήταν χαμηλός κι έτσι μπορούσε να ακουμπάει τους αγκώνες του στην κορυφή του. Όμως κοιτάζοντας πέρα από την σειρά των μουριών που συνόρευαν με τον τοίχο δεν μπόρεσε να δει κάτι άλλο εκτός από μια θάλασσα φωτός. Η πεδινή έκταση του Ζα Μεϊφράν απλωνόταν κάτω από το φεγγάρι σαν ένα ατέλειωτο σεντόνι αλεύκαντου λινού. Καμιά εκατοστή μέτρα πιο πέρα το αγροτόσπιτο με τα παράσπιτα ολόγυρα σχημάτιζαν ένα ακίνητο χειμωνιάτικο μπάλωμα. Ο νέος άνδρας κοιτούσε ακόμη προς εκείνη την κατεύθυνση, όταν ξαφνικά, ένα από τα ρολόγια της πόλης αργά και επιβλητικά σήμανε επτά. Μέτρησε τους χτύπους, κι ύστερα σάλταρε κάτω, προφανώς παραξενεμένος και ανακουφισμένος.

Κάθισε στην ταφόπλακα, έχοντας το ύφος κάποιου που είναι αποφασισμένος να περιμένει εκεί για κάμποση ώρα. Και για κανένα μισάωρο παρέμεινε ακίνητος και βυθισμένος στις σκέψεις, δείχνοντας να μην ενοχλείται από το κρύο, ενώ τα μάτια του κοιτούσαν επίμονα το μαύρο σκοτάδι. Είχε διαλέξει μια σκοτεινή γωνιά για να καθίσει, αλλά οι αχτίδες του ανατέλλοντος φεγγαριού τον είχαν σταδιακά πλησιάσει, και τελικά το κεφάλι του βρέθηκε λουσμένο από το φως.

Επρόκειτο για ένα δυνατό, γεροδεμένο παλικάρι, με όμορφο στόμα, και απαλή ντελικάτη επιδερμίδα που ανέδινε νιάτα. Έδειχνε γύρω στα δεκαεπτά, και ήταν όμορφος με έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο.

Το λεπτό, αδύνατο πρόσωπό του έμοιαζε βγαλμένο από την σμίλη κάποιου σπουδαίου γλύπτη˙ το μακρύ του μέτωπο, τα καλογραμμένα φρύδια, η κυρτή μύτη, το επίπεδο πιγούνι, τα προτεταμένα μήλα, έδιναν στο πρόσωπό του την εικόνα μιας εξαιρετικής στιβαρότητας. Ένα τέτοιο πρόσωπο γερνώντας, θα γινόταν πολύ οστεώδες, τόσο άσαρκο όσο εκείνο ενός περιπλανώμενου ιππότη. Αλλά σε αυτήν την νεανική φάση, με το πιγούνι και τα μάγουλα καλυμμένα ελαφρώς από απαλό χνούδι, η λανθάνουσα σκληρότητά του περιοριζόταν από την χαριτωμένη απαλότητα ορισμένων περιγραμμάτων που παρέμεναν ασχημάτιστα και παιδικά. Τα μάτια του, είχαν μια απαλή μαύρη απόχρωση, διατηρούσαν όλη την νεανικότητά τους, κι επιπλέον προσέδιδαν λεπτότητα στο κατά τα άλλα ρωμαλέο παρουσιαστικό του. Σίγουρα αυτός ο νεαρός δεν θα μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο του πόθου για όλες τις γυναίκες, γιατί απείχε μακράν από αυτό που κάποιος θα αποκαλούσε ωραίο αγόρι ˙ αλλά τα συνολικά χαρακτηριστικά του είχαν τέτοια παθιασμένη και φλογερή ζωντάνια, τέτοιον ενθουσιασμό και ενεργητικότητα, που έκαναν τα κορίτσια της περιοχής του, αυτά τα ηλιοκαμένα κορίτσια του Νότου, να τον ονειρεύονται, όσες φορές αυτός περνούσε ξαφνικά μπροστά από τις πόρτες τους, τα ζεστά βράδια του Ιούλη.

Παρέμεινε καθισμένος πάνω στην ταφόπλακα, τυλιγμένος σε σκέψεις, και προφανώς χωρίς να αντιλαμβάνεται τις φεγγαραχτίδες που τώρα έπεφταν επάνω στο στήθος και τα πόδια του. Ήταν μετρίου αναστήματος, γεροδεμένος. Είχε μακριά χέρια, χέρια εργάτη, που τα είχε ήδη σκληρύνει η δουλειά˙ τα πόδια στα οποία  φορούσε βαριές, σφιχτοδεμένες μπότες, έδειχναν μεγάλα και τετράγωνα. Ή γενική του εμφάνιση, και πιο συγκεκριμένα τα βαριά του άκρα πρόδιδαν την ταπεινή καταγωγή του. Ωστόσο, υπήρχε κάτι σε αυτόν, στον τρόπο που κρατούσε ψηλά τον λαιμό του και στην στοχαστική ματιά του, που υποδείκνυε μια εσωτερική αντίσταση κόντρα στην αποκτήνωση που φέρνει η χειρονακτική εργασία και η οποία είχε ήδη αρχίζει να φαίνεται στον τρόπο που το κορμί του κύρτωνε λες και τον τραβούσε το χώμα. Αναμφίβολα επρόκειτο για μια ευφυή φύση θαμμένη κάτω από το συντριπτικό βάρος της τάξης και του κοινωνικού του περιβάλλοντος, ένα από αυτά τα ευαίσθητα και ευγενικά πνεύματα, που κλεισμένα μέσα σε ένα σκληρό  περίβλημα, παλεύουν απεγνωσμένα να ελευθερωθούν από αυτό. Συνεπώς παρ’ όλον τον δυναμισμό του, έδειχνε συνεσταλμένος και ανήσυχος, αισθανόμενος μια ασυνείδητη ντροπή για τις ατέλειές του, μη γνωρίζοντας πως να τις διορθώσει. Αναμφίβολα ήταν ένα φιλότιμο αγόρι, που είχε μετατρέψει την άγνοιά του σε ενθουσιασμό, που η αντρική καρδιά του κυβερνιόταν από μια παιδιάστικη κρίση, ικανός να επιδείξει εξίσου την υποταγή μιας γυναίκας και την ανδρεία ενός ήρωα. Εκείνο το βράδυ φορούσε ένα παλτό και παντελόνι από πρασινωπό αλατζά. Ένα μαλακό τσόχινο καπέλο, τοποθετημένο χαλαρά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, του σκίαζε το πρόσωπο.  

Ο ήχος από το γειτονικό ρολόι που χτύπησε το μισάωρο, τον έβγαλε άξαφνα από την ονειροπόληση του. Συνειδητοποιώντας πως βρίσκεται λουσμένος μέσα στο λευκό φως του φεγγαριού, στύλωσε το βλέμμα του ίσια μπροστά με αγωνία. Έπειτα με μια απότομη κίνηση επέστρεψε πίσω στην σκιά, αλλά τώρα πια είχε χάσει τον ειρμό των σκέψεών του. Τώρα καταλάβαινε πως τα χέρια και τα πόδια του είχαν αρχίσει να παγώνουν, και ανασκουμπώθηκε με ανυπομονησία. Με ένα σάλτο στάθηκε ξανά πάνω στην πέτρα. Για άλλη μια φορά ξανακοίταξε προς το Ζα Μεϊφράν, που παρέμενε άδειο και σιωπηλό. Τελικά μην ξέροντας πως αλλιώς να σκοτώσει την ώρα του, πήδηξε κάτω, πήρε το όπλο του μέσα από τα στοιβαγμένα ξύλα, όπου το είχε κρυμμένο, και άρχισε να παίζει πειράζοντας την σκανδάλη. Το όπλο ήταν για την ακρίβεια μια μακρύκανη, βαριά καραμπίνα, που αναμφίβολα ανήκε σε κάποιον λαθρέμπορο. Η χοντροκομμένη χειρολαβή και η συμπαγής βάση της κάνης έδειχνε πως παλιότερα πυροδοτούνταν με τσακμακόπετρα αλλά πως στην πορεία κάποιος ντόπιος οπλοποιός το είχε μοντιφάρει έτσι ώστε να παίρνει καψούλια. Τέτοια όπλα μπορούσε να συναντήσει κάποιος σε αγροτόσπιτα, κρεμασμένα στον τοίχο πάνω από το τζάκι. Ο νεαρός χάιδεψε τρυφερά το όπλο του˙  είκοσι φορές, ή και περισσότερες τράβηξε την σκανδάλη, έσπρωξε το μικρό του δάχτυλο μέσα στην κάνη, και εξέτασε την χειρολαβή με προσοχή. Ώρα με την ώρα ο νεανικός του ενθουσιασμός μαζί με μια παιχνιδιάρικη διάθεση μεγάλωναν. Κατέληξε να κραδαίνει το όπλο του υψωμένο, σημαδεύοντας στο κενό, σαν δόκιμος που συμμετέχει σε στρατιωτικά γυμνάσια.

Πλέον η ώρα κόντευε οχτώ, και κρατούσε το όπλο του προτεταμένο για περισσότερο από ένα λεπτό, όταν ένα χαμηλόφωνο, λαχανιασμένο κάλεσμα σαν ανάσα, ακούστηκε από την κατεύθυνση του Μεϊφράν.

«Σιλβέρ, είσαι κει;» ρώτησε η φωνή.

Ο Σιλβέρ παράτησε την καραμπίνα του και με ένα σάλτο βρέθηκε πάνω στην ταφόπλακα.
«Ναι, ναι, απάντησε εξίσου χαμηλόφωνα… Περίμενε, θα σε βοηθήσω»

Ωστόσο πριν καν προλάβει να τεντώσει τα χέρια του, ένα κοριτσίστικο κεφάλι πρόβαλε πάνω από τον τοίχο. Με σπάνια ευλυγισία η κοπελίτσα είχε ανεβεί στον κορμό μιας μουριάς, σκαρφαλώνοντας σαν γατάκι. Η άνεση και η σιγουριά με την οποία κινούταν αποδείκνυε πως ήταν εξοικειωμένη με αυτήν την περίεργη  διαδρομή. Στην στιγμή βρέθηκε καθισμένη στην κορυφή του τοίχου. Έπειτα ο Σιλβέρ παίρνοντάς την στα χέρια του, την μετέφερε, η αλήθεια είναι όχι χωρίς αντίσταση, στο κάθισμα.

«Άσε με» είπε χαχανίζοντας, άσε με… μπορώ μια χαρά να κατέβω και μόνη μου»

Όταν τελικά βρέθηκε καθισμένη στην πλάκα:

«Με περίμενες για πολλή ώρα; …Έτρεχα, κι έχει πιαστεί η ανάσα μου»

Ο Σιλβέρ δεν απάντησε. Δεν έδειχνε να έχει διάθεση για γέλια, κοίταξε λυπημένος  την κοπέλα. Κάθισε στο πλάι της λέγοντας:

«Ήθελα να σε δω Μιέτ. Αν χρειαζόταν θα σε περίμενα κι όλη τη νύχτα… Φεύγω αύριο το πρωί, το ξημέρωμα»

Η Μιέτ είχε μόλις δει την καραμπίνα αφημένη πάνω στα χόρτα. Σοβάρεψε και μουρμούρισε:
«Α!... Ώστε αποφασίστηκε… να και το όπλο σου…»

Για λίγο απλώθηκε σιωπή.

«Ναι, απάντησε ο Σιλβέρ με σπασμένη φωνή, είναι το όπλο μου… Προτίμησα να το πάρω απόψε από το σπίτι ˙ αύριο το πρωί θα μπορούσε να με δει να το παίρνω  η θεία Ντιντ, κι αυτό θα την έβαζε σε ανησυχία… θα το κρύψω, και θα ’ρθω να το πάρω την ώρα που θα φεύγω».

Και, καθώς η Μιέτ έδειχνε να μην μπορεί να ξεκολλήσει την ματιά της από το όπλο που τόσο ανόητα είχε αφήσει στα χορτάρια, σηκώθηκε και το ξανάκρυψε μέσα στο σωρό από τις σανίδες.

«Μάθαμε σήμερα το πρωί, είπε καθώς επέστρεφε στην θέση του, πως οι επαναστάτες του Λαπαλύ και του Σαιν Μαρτάν ντε Βω  βρίσκονται εν κινήσει και πέρασαν το χτεσινό βράδυ στο Αλμπουάζ. Αποφασίσαμε να πάμε μαζί τους. Μερικοί από τους εργάτες του Πλασσάν, έχουν κιόλας φύγει από την πόλη, σήμερα το απόγευμα˙ όσοι απόμειναν να πάνε να συναντήσουν τ’ αδέρφια τους αύριο»

Είπε την λέξη αδέρφια με νεανική έμφαση.

«Η σύγκρουση μοιάζει αναπόφευκτη, πρόσθεσε, αλλά έχουμε το δίκιο με το μέρος μας και θα θριαμβεύσουμε».

Η Μιέτ άκουγε τον Σιλβέρ, κοιτάζοντας επίμονα μπροστά της, χωρίς να βλέπει τίποτα. Όταν αυτός έπαψε να μιλά, είπε απλά:

«Καλά»

Και, μετά από μια σύντομη παύση, συνέχισε:

«Με είχες προειδοποιήσει… ωστόσο εγώ είχα ακόμη ελπίδες… Τελοσπάντων αποφασίστηκε».

Κανένας από τους δυο δεν ήξερε τι άλλο να πει. Το πράσινο μονοπάτι στην ερημική γωνιά της ξυλαποθήκης βυθίστηκε πάλι σε μια μελαγχολική ακινησία˙ μόνο το ζωηρό φεγγάρι κυνηγούσε τις σκιές που έριχναν οι σωροί των ξύλων πάνω στο γρασίδι. Οι δυο νέοι πάνω στην ταφόπλακα παρέμεναν σιωπηλοί και ακίνητοι κάτω από το χλωμό φως. Ο Σιλβέρ πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση της Μιέτ, κι αυτή έγειρε στον ώμο του. Δεν αντάλλαξαν φιλιά, τίποτα πέρα από ένα αγκάλιασμα στο οποίο ο έρωτας είχε την αθώα τρυφερότητα της αδελφικής αγάπης.

Η Μιέτ ήταν τυλιγμένη σε ένα μακρύ καφέ παλτό με κουκούλα, που της έφτανε ως τα πόδια, κι άφηνε να φαίνονται μόνο το πρόσωπο και τα χέρια της. Οι γυναίκες του λαού στην Προβηγκία, οι χωρικές και οι εργάτριες, φορούν ακόμη αυτές τις φαρδιές κάπες, που τις αποκαλούν γουναρικά, μάλλον πρόκειται για ένα είδος ενδυμασίας που έχει βαθιές ρίζες μέσα στον χρόνο. Η Μιέτ φτάνοντας είχε ρίξει πίσω την κουκούλα της. Μεγαλωμένη στον καθαρό αέρα, και όντας θερμόαιμη δεν φορούσε ποτέ σκουφάκι. Το γυμνό της κεφάλι ακουμπούσε γεμάτο σφρίγος πάνω στον ασπρισμένο από το φως της σελήνης τοίχο. Αναμφίβολα ήταν ακόμα παιδί, αλλά ένα παιδί που εξελισσόταν σε γυναίκα. Είχε φτάσει σε εκείνη της αξιολάτρευτη αβέβαιη ηλικία όπου το κορίτσι μεταμορφώνεται σε νεαρή κοπέλα. Σε αυτήν την ηλικία υπάρχει μια τρυφερότητα μπουμπουκιού, ένα γοητευτικό αχνό περίγραμμα, που χαρακτηρίζει τα νεαρά κορίτσια. Τα γυναικεία χαρακτηριστικά προβάλλουν μέσα από την κοριτσίστικη λεπτότητα, η πλευρά της γυναίκας απελευθερώνει την πρώτη αμήχανη αιδημοσύνη, ενώ διατηρεί ακόμη κάποια στοιχεία παιδικότητας, κι ασυναίσθητα παίρνει όλες εκείνες τις πόζες που είναι τόσο ταιριαστές με το φύλο της. Για ορισμένα κορίτσια αυτή η φάση είναι άχαρη˙ αυτές μεγαλώνουν απότομα, γίνονται άσχημες γίνονται κιτρινιάρες και καχεκτικές σαν τα πρόωρα φυτά. Ωστόσο για την Μιέτ και όλες όσες είναι υγιείς και ζουν στο καθαρό αέρα, υπάρχει μια ηλικία γεμάτη γλυκιά χάρη, που έτσι και παρέλθει, δεν ξαναγυρνά ποτέ πια.

Η Μιέτ ήταν δεκατριών ετών, και παρόλο που ήταν γερή και ανεπτυγμένη, δεν έδειχνε για μεγαλύτερη, κι αυτό γιατί ακόμα φωτιζόταν το πρόσωπό της, ώρες  - ώρες από ένα φωτεινό και παιδιάστικο γέλιο. Επιπλέον σύντομα θα ήταν σε ηλικία γάμου, κι αυτό γιατί χάρη στο κλίμα και την τραχιά ζωή που έκανε, η γυναίκα που κρυβόταν μέσα της άνθιζε με γοργούς ρυθμούς. Είχε σχεδόν το ίδιο ύψος με τον Σιλβέρ, παχουλή και γεμάτη ζωή. Κι αυτή όπως το αγόρι της δεν είχε την συμβατική ομορφιά. Όχι πως ήταν άσχημη ˙ αλλά μπορούσε να θεωρηθεί ιδιαίτερη συγκρινόμενη με άλλες νέες καλλονές. Είχε υπέροχα μαλλιά, μαύρα και πυκνά, που φύτρωναν ελαφρώς ανασηκωμένα πάνω από το μέτωπό της, ξεχύνονταν προς τα πίσω σαν αφρισμένο κύμα, και έρρεαν γύρω από το κεφάλι και τον λαιμό της σαν μια θάλασσα από μαύρο μελάνι, ατίθασα και κυματιστά. Ήταν τόσο πυκνά που δυσκολευόταν να τα φέρει σε λογαριασμό. Την ενοχλούσαν. Τα έστριβε όσο πιο σφιχτά μπορούσε σχηματίζοντας σπείρες στο πάχος της παλάμης ενός μωρού, για να μικρύνει τον όγκο τους, κι ύστερα τα έδενε όλα μαζί στην βάση του λαιμού της. Δεν είχε και πολύ χρόνο για να ασχοληθεί με την εμφάνισή της, αλλά αυτός ο τεράστιος κότσος, ο φτιαγμένος βιαστικά χωρίς την βοήθεια κάποιου καθρέφτη, βγαλμένος από τα δάχτυλά της, παρουσίαζε μια επιβλητική χάρη. Βλέποντάς της έτσι στεφανωμένη με αυτό το φυσικό κράνος με το πλήθος τις μπούκλες να τυλίγουν τον λαιμό και του κροτάφους της σαν γούνα ζώου, θα μπορούσε κάποιος να καταλάβει το λόγο που κυκλοφορούσε με ακάλυπτο το κεφάλι, χωρίς ποτέ της να ανησυχεί για τις βροχές και την παγωνιά.

Κάτω από την σκούρα γραμμή των μαλλιών της, το μέτωπό της, πολύ χαμηλό, είχε το σχήμα και την χρυσαφιά απόχρωση του λεπτού μισοφέγγαρου. Τα μεγάλα εντυπωσιακά της μάτια, η ελαφρώς ανασηκωμένη μυτούλα, με τα πλατιά ρουθούνια, και τα χοντρά κατακόκκινα χείλη της, αν εξετάζονταν το καθένα ξεχωριστά θα μπορούσαν να θεωρηθούν άσχημα˙ ιδωμένες, ωστόσο, σαν σύνολο ανάμεσα στην εξαιρετική στρογγυλάδα και την φλογερή ζωντάνια του προσώπου της, όλες αυτές οι λεπτομέρειες, της προσέδιδαν μια παράξενα ακαταμάχητη ομορφιά. Όταν η Μιέτ γελούσε, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι, ακουμπώντας το απαλά στον δεξί της ώμο, έμοιαζε με αρχαία Βάκχη, ο λαιμός της διογκωμένος από μια ηχηρή χαρά, τα μάγουλά της στρογγυλεμένα σαν μικρού παιδιού, τα δόντια της μεγάλα και λευκά, οι μπούκλες των ατίθασων μαλλιών της που τινάζονταν σε κάθε ξέσπασμα ευθυμίας, κυματίζοντας σαν στεφάνι από αμπελόφυλλα. Για να συνειδητοποιήσει κάποιος πως επρόκειτο για ένα άγνωρο, μικρό δεκατριάχρονο κορίτσι, έπρεπε να προσέξει την αγνότητα η οποία συνόδευε το μεστό γυναικείο γέλιο της, το παιδικό ντελικάτο σαγόνι της, τους διάφανους, απαλούς κροτάφους της. Το πρόσωπο της Μιέτ, μαυρισμένο από τον ήλιο, έπαιρνε, ορισμένες ώρες της ημέρας, την χρυσοκίτρινη απόχρωση του κεχριμπαριού. Ένα απαλό μαύρο χνούδι είχε ήδη αρχίσει να σκιάζει το επάνω χείλος της. Οι βαριές δουλειές είχαν επίσης αρχίσει να παραμορφώνουν τα μικρά της χεράκια, τα οποία διαφορετικά, θα είχαν γίνει γοητευτικά, παχουλούτσικα και ντελικάτα. 

Η Μιέτ και ο Σιλβέρ παρέμειναν σιωπηλοί για πολλή ώρα. Έμεναν κι οι δυο συγκεντρωμένοι στις δικές τους ανήσυχες σκέψεις και, καθώς αναλογίζονταν τα άγνωστα τρομαχτικά πράγματα που έφερνε μαζί του το αύριο, σφιχταγκαλιάζονταν με ακόμα πιο μεγάλη ένταση. Οι καρδούλες τους χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό, καταλάβαιναν πόσο μάταιο και σκληρό θα ήταν να εκφράσουν το παράπονό τους με λόγια. Ωστόσο η κοπέλα, μη μπορώντας πλέον να συγκρατηθεί, πνιγμένη από τα συναισθήματά της, διατύπωσε, με μια φράση, την κοινή τους έγνοια.

«Θα ξανάρθεις, έτσι δεν είναι;» ψιθύρισε, σκύβοντας στον λαιμό του Σιλβέρ.

Ο Σιλβέρ δεν απάντησε αλλά, με έναν κόμπο στον λαιμό, φοβούμενος πως σε λίγο δεν θα άντεχε να συγκρατεί τα δάκρυά του, καθώς εκείνη ήδη έκλαιγε, την φίλησε αδελφικά στο μάγουλο, αφήνοντας κατά μέρος τις αναστολές του. Ύστερα ξαναχωρίστηκαν και έπεσαν πάλι σε νέα σιωπή.

Μετά από λίγο η Μιέτ άρχισε να τρέμει. Τώρα που βρισκόταν μακριά από την αγκαλιά του Σιλβέρ άρχισε να νιώθει το τσουχτερό κρύο. Κι όμως δεν θα έτρεμε έτσι, αν είχαν συναντηθεί το προηγούμενο βράδυ σε αυτό το ερημικό μονοπάτι, καθισμένοι στην ταφόπλακα, εκεί όπου για πολύ καιρό είχαν περάσει τόσες όμορφες στιγμές γεμάτες τρυφερότητα, μέσα στην ησυχία των παλιών νεκρών.

«Κρυώνω» είπε, καθώς σκέπαζε το κεφάλι της με την κουκούλα.

«Θες να περπατήσουμε λιγάκι;» ρώτησε ο νεαρός. Δεν έχει πάει ακόμη εννιά, μπορούμε να κάνουμε έναν περίπατο κατά μήκος του δρόμου.

Η Μιέτ σκέφτηκε ότι το πιθανότερο ήταν πως για κάμποσο καιρό δεν θα βίωνε την ευτυχία αυτών των συναντήσεων  κι όλων εκείνων των συζητήσεων που της έδιναν το κουράγιο να αντέχει την υπόλοιπη μέρα.

«Ναι, ας περπατήσουμε λιγάκι» είπε με ζέση, ας πάμε ως πέρα στον μύλο… θα μπορούσα να περάσω όλη την νύχτα μαζί σου αν θες».

Σηκώθηκαν από την ταφόπλακα και βρέθηκαν κρυμμένοι μέσα στην σκιά που έριχνε μια στοίβα από σανίδες. Εκεί η Μιέτ έλυσε την κάπα της, η οποία είχε μια καπιτονέ φόδρα με βαθυκόκκινους ρόμβους, και έριξε την μισή πάνω στους  ώμους του Σιλβέρ, σκεπάζοντάς τον ολόκληρο με αυτόν τον τρόπο, κρατώντας έτσι κοντά της, σφιχτοδεμένο μαζί της, κάτω από το ίδιο ρούχο. Πέρασε ο ένας το χέρι γύρω από την μέση του άλλου. Ήταν σαν να είχαν γίνει ένα ενιαίο πλάσμα, έτσι όπως περπατούσαν κάτω από τις πτυχώσεις του γούνινου παλτού, χάνοντας το ανθρώπινο σχήμα τους, προσπαθώντας να περπατούν με μικρά βήματα, προχωρώντας κατά μήκος του δρόμου, διασχίζοντας άφοβα τα λευκά μπαλώματα που σχημάτιζε το φεγγαρόφωτο μέσα στην ξυλαποθήκη. Η Μιέτ είχε τυλίξει τον Σιλβέρ κι αυτός είχε αφεθεί στις κινήσεις της τόσο φυσικά, λες κι αυτή η γούνινη κάπα υπηρετούσε, κάθε βράδυ, τον ίδιο σκοπό.




Ο δρόμος προς την Νίκαια, κατά μήκος και των δύο πλευρών του, πάνω στις οποίες ήταν χτισμένα τα επαρχιωτόσπιτα, πλαισιωνόταν, το έτος 1851, με δυο σειρές από πανάρχαιες φτελιές, γιγάντια και επιβλητικά απομεινάρια, που διατηρούσαν το σθένος τους και τα οποία το δημοτικό συμβούλιο αργότερα τα αντικατέστησε με μερικά μικρά πλατάνια. Όταν ο Σιλβέρ και η Μιέτ βρέθηκαν κάτω από τις φτελιές, που σχημάτιζαν με τα κλαδιά τους τρομαχτικές σκιές πάνω στο φεγγαροφωτισμένο μονοπάτι, συναντούσαν εδώ κι εκεί μαύρες σιλουέτες που γλιστρούσαν σιωπηλά μπροστά από τα σπίτια. Ήταν κι αυτοί, σαν κι εκείνους, κάποια ερωτευμένα ζευγαράκια, σφιχταγκαλιασμένα κάτω από τον ίδιο μανδύα, που βολτάριζαν μέσα στο φως του φεγγαριού.

Οι ερωτευμένοι των πόλεων του Νότου είχαν υιοθετήσει αυτό το είδος του περιπάτου. Τα αγόρια και τα κορίτσια του λαού, που αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να παντρευτούν, και που δεν έλεγαν όχι σε μερικές προκαταβολικές τρυφερότητες, δεν ξέρουν και πολλά μέρη που να μπορούν να πάνε, για να φιληθούν με την ησυχία τους, χωρίς να κινδυνεύουν να εκτεθούν και να καταλήξουν αντικείμενο κουτσομπολιών. Στην πόλη, παρόλο που οι γονείς δεν είναι τόσο αυστηροί, αν νοίκιαζαν ένα δωμάτιο, ώστε να μπορούν να συναντιούνται με την ησυχία τους, την επομένη θα αποτελούσαν το σκάνδαλο της περιοχής. Εκτός αυτού οι νέοι δεν έχουν την δυνατότητα, να καταφεύγουν στην εξοχή, προκειμένου να εξασφαλίσουν λίγη απομόνωση. Έτσι κατέληξαν στην μέση οδό: κατέφευγαν στα προάστια, στις ερημικές τοποθεσίες, στις δενδροστοιχίες των δρόμων, σε  όλα δηλαδή τα μέρη όπου υπάρχουν ελάχιστοι περαστικοί και πολλά σκοτεινά σημεία. Και, για μεγαλύτερη ασφάλεια, καθώς όλοι οι κάτοικοι λίγο πολύ γνωρίζονταν μεταξύ τους, φρόντιζαν να μην γίνονται αναγνωρίσιμοι, κρυμμένοι κάτω από εκείνα τα μεγάλα παλτά, που θα μπορούσαν να σκεπάσουν ολόκληρη οικογένεια. Οι γονείς έδειχναν ανοχή για αυτές τις βόλτες μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Δεν συνέβαινε άλλωστε το παραμικρό που να θίγει τα αυστηρά ήθη της επαρχίας. Όλοι γνώριζαν πως οι ερωτευμένοι δεν σταματούσαν στις σκοτεινές γωνίες, ούτε μέσα στα χωράφια, κι αυτό ήταν αρκετό για καλμάρει τα θορυβημένα πνεύματα της σεμνοτυφίας. Έτσι κι αλλιώς αυτός που περπατά δεν μπορεί να προχωρήσει σε κάτι περισσότερο από ένα απλό αγκάλιασμα. Παρ’ όλα αυτά τα πράγματα μπορεί να πάρουν άσχημη τροπή για ένα κορίτσι στην εξής περίπτωση: αν οι εραστές βρουν κάποιο μέρος για να καθίσουν.

Η αλήθεια είναι, πως δεν υπάρχει κάτι πιο συναρπαστικό από αυτούς τους ερωτικούς περιπάτους. Σε αυτό ακριβώς συνίσταται ολόκληρη η εφευρετικότητα και η δημιουργική φαντασία του Νότου. Σε αυτήν την αυθεντική μασκαράτα, την γεμάτη από αγνές απολαύσεις, προσιτές και στους πιο ταπεινούς. Το κορίτσι δεν έχει παρά να ανοίξει το παλτό της, κι αμέσως έχει έτοιμο ένα καταφύγιο για τον αγαπημένο της, τον κρατά σφιχτά πάνω στην καρδιά της, κρυμμένο στην θαλπωρή των ρούχων της, όπως οι νεαρές μεσοαστές καταχωνιάζουν τα ραβασάκια τους κάτω από τα κρεβάτια ή μέσα σε συρτάρια. Εδώ ο απαγορευμένος καρπός αποκτά μια ιδιαίτερη, απαλή γεύση. Τρώγεται μέσα στον καθαρό αέρα, συντροφιά με αγνώστους καταμεσής των μεγάλων δρόμων. Κι αυτό που μεγαλώνει την απόλαυση των φιλιών, είναι η βεβαιότητα πως μπορούν να αγκαλιάζονται μπροστά σε κόσμο, χωρίς τον φόβο να τιμωρηθούν, πως μπορούν να περνούν τα βράδια τους αγκαλιασμένοι δημοσίως, χωρίς να κινδυνεύουν να αναγνωριστούν και να καταλήξουν δακτυλοδεικτούμενοι. 

Όλα τα ζευγαράκια μοιάζουν μεταξύ τους. Και για τον αργοπορημένο περαστικό, που βλέπει αυτά τα ακαθόριστα σώματα να σουλατσάρουν, το μόνο που υπάρχει είναι η αγάπη που περιδιαβαίνει, και τίποτε άλλο, μια αγάπη χωρίς όνομα, που την μαντεύεις, χωρίς να την αναγνωρίζεις. Οι εραστές γνωρίζουν πως είναι καλά κρυμμένοι, μιλούν ψιθυριστά, νιώθουν σα στο σπίτι τους. Συνήθως παραμένουν σιωπηλοί, περπατούν άσκοπα και αθόρυβα, απολαμβάνοντας το αγκάλιασμά τους. Κάτι τέτοιο είναι πολύ ηδονικό και πολύ αγνό ταυτόχρονα. Το κλίμα είναι ο κύριος υπαίτιος. Εξ’ αιτίας του οι νεαροί ερωτευμένοι αναζητούν την απομόνωση που προσφέρουν οι ερημικές τοποθεσίες των προαστίων. Τις ήρεμες καλοκαιρινές νύχτες είναι αδύνατο να περάσει κανείς έξω από το Πλασσάν, χωρίς να συναντήσει κι ένα ζευγαράκι, κρυμμένο μέσα στις σκιές που ρίχνουν οι τοίχοι των σπιτιών. Συγκεκριμένα μέρη, όπως για παράδειγμα το Αιρ Σαιν Μιτρ, είναι γεμάτα από τέτοιος σκοτεινούς μεταμφιεσμένους, που προσπερνούν αργά ο ένας τον άλλο, αθόρυβα, γλιστρώντας απαλά μέσα στον ζεστό νυχτερινό αέρα. Θα μπορούσε κάποιος να πει, πως επρόκειτο για μια μυστηριακή γιορτή που τα αστέρια είχαν στήσει αποκλειστικά προς τιμήν των φτωχών ερωτευμένων. Όταν ο καιρός γινόταν υπερβολικά ζεστός και τα κορίτσια δεν φορούσαν πια τα γούνινα παλτά τους, αρκούνταν στο να τυλίγονται με τα πανωφόρια τους. Τον χειμώνα οι ερωτευμένοι περιγελούσαν την παγωνιά. Η Μιέτ και ο Σιλβέρ καθώς κατηφόριζαν τον δρόμο προς την Νίκαια, ούτε που πρόσεχαν την παγωμένη δεκεμβριάτικη νύχτα.

Οι δυο νέοι διέσχισαν το κοιμισμένο προάστιο, χωρίς να ανταλλάξουν μια λέξη. Απολάμβαναν σιωπηλά το ζεστό τους αγκάλιασμα. Οι καρδιές τους ήταν λυπημένες, η χαρά που δοκίμαζαν με το να βρίσκονται τόσο κοντά ο ένας στον άλλο σκιαζόταν από το δυσάρεστο συναίσθημα του αποχωρισμού, και τους φαινόταν πως δεν θα στέρευε ποτέ η γλυκύτητα και η πίκρα αυτής της σιωπής που έκανε τον βηματισμό τους αργό και ήρεμο. Όμως, σύντομα τα σπίτια άρχισαν να αραιώνουν, κι έφτασαν στο τέρμα του προαστίου. Εκεί βρίσκεται η είσοδος του Ζα Μεϊφράν, μια σιδερένια πόρτα τοποθετημένη ανάμεσα σε δυο γερές στήλες, μέσα από της γρίλιες της οποίας φαίνεται μια μακριά δεντροστοιχία από μουριές. Καθώς περνούσαν ο Σιλβέρ και η Μιέτ έριξαν ενστικτωδώς μια ματιά μέσα εκεί.

Πέρα από το  Ζα Μεϊφράν ο δρόμος κατηφορίζει παίρνοντας μια ελαφριά κλίση ως την κοιλάδα, την οποία διασχίζει ένα μικρό ποτάμι, ο Βιόρν, που το καλοκαίρι γίνεται ρυάκι και τον χειμώνα μετατρέπεται σε χείμαρρο. Οι σειρές των φτελιών εκτείνονταν στο μάκρος ολόκληρου του δρόμου εκείνη την εποχή, μετατρέποντας την ανοιχτή στράτα σε μια μεγαλειώδη λεωφόρο, που σχημάτιζε μια μακριά γραμμή από γιγάντια δέντρα κατά μήκος του λόφου, ο οποίος ήταν φυτεμένος με καλαμπόκι και αμπέλια.  Αυτή την δεκεμβριάτικη νύχτα, κάτω από το διάφανο, ψυχρό φως του φεγγαριού, τα φρεσκοοργωμένα χωράφια, που απλώνονταν προς δυο αντίθετες κατευθύνσεις, έμοιαζαν με τεράστια γκρίζα στρώματα που απορροφούσαν όλους τους ήχους από τον αέρα. Από μακριά ο υπόκωφος ήχος του Βιόρν προκαλούσε μια αχνή τρεμάμενη δόνηση σπάζοντας κάπως την βαριά σιωπή της εξοχής.

Την στιγμή οι δυο νέοι άρχισαν να κατηφορίζουν τον μεγάλο δρόμο, οι σκέψεις της Μιέτ στράφηκαν στο Ζα Μεϊφράν, το οποίο είχαν μόλις προσπεράσει.

«Δυσκολεύτηκα πολύ να το σκάσω απόψε το βράδυ, είπε… Με δυσκολία κατάφερα να το σκάσω από τον θείο μου. Κλειδώθηκε μέσα στο κελάρι, και νομίζω πως εκεί έχει κρύψει τα λεφτά του, γιατί σήμερα το πρωί φαινόταν πολύ τρομαγμένος εξαιτίας όλων αυτών που συμβαίνουν»

Ο Σιλβέρ την έσφιξε ακόμη πιο τρυφερά.

«Κάνε κουράγιο της είπε. Θα έρθει κάποτε η στιγμή, που θα μπορούμε να βλεπόμαστε ελεύθερα όλη μέρα… Δεν πρέπει να στενοχωριέσαι».

«Αχ, απάντησε το κορίτσι, κουνώντας το κεφάλι της, είσαι πολύ αισιόδοξος… Εγώ από την πλευρά μου, ώρες και φορές νιώθω τρομερά δυστυχισμένη. Δεν είναι η σκληρή δουλειά που με στενοχωρεί, τουναντίον, συχνά χαίρομαι με την αυστηρότητα του θείου μου, και με τις εργασίες που μου αναθέτει. Έκανε σωστά που με μεγάλωσε σαν χωρική, διαφορετικά θα μπορούσα να είχα πάρει τον κακό τον δρόμο, γιατί ξέρεις Σιλβέρ, είναι φορές που νομίζω πως είμαι καταραμένη… Τότε εύχομαι να πέθαινα… Ξέρεις εσύ, ποιον έχω στο μυαλό μου»
Καθώς πρόφερε αυτές τις τελευταίες λέξεις, η φωνή της κόπηκε από έναν λυγμό. Ο Σιλβέρ την διέκοψε με κάποια αυστηρότητα.

«Σώπα, της είπε. Μου υποσχέθηκες πως θα πάψεις να τα σκέφτεσαι όλα αυτά. Δεν είναι δικό σου το φταίξιμο.

Ύστερα πρόσθεσε σε ηπιότερο τόνο:

«Αγαπιόμαστε, έτσι δεν είναι; Όταν παντρευτούμε δεν θα έχεις πια καθόλου άσχημες στιγμές.»

«Το ξέρω, ψέλλισε η Μιέτ, είσαι καλός, μου δίνεις κουράγιο. Αλλά τι θα απογίνω; Μερικές φορές φοβάμαι τόσο και κάτι μέσα μου επαναστατεί. Είναι στιγμές που νιώθω πως έχω αδικηθεί, και τότε αισθάνομαι σα να θέλω να προκαλέσω κάτι κακό. Σου ανοίγω την καρδιά μου. Κάθε φορά που μου πετάνε κατάμουτρα το όνομα του πατέρα μου, νιώθω όλο το κορμί μου να καίγεται. Όταν τα παιδιά στον δρόμο μου φωνάζουν: Να! Η Σαντεγκρέιλ, βγαίνω εκτός εαυτού, θέλω να τα πιάσω και να τα δείρω».

Και μετά από μια βάναυση σιωπή, συνέχισε:

«Εσύ είσαι άνδρας, θα πας να πολεμήσεις… Είσαι τόσο τυχερός».

Ο Σιλβέρ την άφηνε να μιλά. Μετά από μερικά βήματα, της είπε με λυπημένη φωνή:

«Κάνεις λάθος Μιέτ, ο δικός σου θυμός είναι λάθος. Κανένας δεν πρέπει να επαναστατεί ενάντια στην δικαιοσύνη. Όσο για μένα, θα παλέψω για το κοινό συμφέρον˙ όχι για να πάρω κάποια προσωπική εκδίκηση.

«Το ίδιο κάνει, συνέχισε η κοπέλα, θα ήθελα να είμαι άνδρας και να χειρίζομαι ένα όπλο. Μου φαίνεται πως κάτω τέτοιο θα μου έκανε καλό».

Και καθώς ο Σιλβέρ παρέμενε αμίλητος, νόμισε πως τον είχε δυσαρεστήσει. Όλη η έξαψή της καταλάγιασε. Ψέλλισε με ικετευτική φωνή:

«Δε με θες πια; Είναι το φευγιό σου που με στενοχωρεί τόσο και μου γεννά τέτοιες ιδέες. Ξέρω καλά πως έχεις δίκιο, και πως πρέπει να είμαι ταπεινή…»

Άρχισε να κλαίει. Ο Σιλβέρ συγκινημένος έπιασε τα χέρια της και τα φίλησε.

«Κοίτα τώρα, της είπε τρυφερά, πως περνάς από τον θυμό στα δάκρυα σαν να ήσουν κανένα μωρό. Πρέπει να είσαι λογική. Δεν σε μαλώνω… Το μόνο που θέλω είναι να σε βλέπω πιο χαρούμενη, κι αυτό εξαρτάται κυρίως από εσένα την ίδια.»

Η οδυνηρή ανάμνηση των θλιβερών γεγονότων, που είχε ανακαλέσει η Μιέτ έριξε για λίγο ένα σύννεφο πάνω στους δύο ερωτευμένους. Συνέχισαν τον περίπατό τους με τα κεφάλια τους  σκυμμένα και τις σκέψεις τους αναστατωμένες. Μετά από κάμποση ώρα:

«Νομίζεις πως εγώ είμαι πιο χαρούμενος από σένα; Ρώτησε ο Σιλβέρ φέρνοντας άθελά του κατά νου την προηγούμενη κουβέντα τους. Αν η γιαγιά μου δεν με είχε περιμαζέψει και δεν με είχε μεγαλώσει, τι θα είχα απογίνει; Με εξαίρεση τον θείο μου Αντουάν που είναι κι αυτός εργάτης σαν κι εμένα και μου δίδαξε να αγαπώ την Δημοκρατία, όλοι οι υπόλοιποι συγγενείς μοιάζουν να φοβούνται πως θα τους μολύνω αν τους πλησιάσω».

Υπογράμμιζε τα λόγια του με έντονες κινήσεις, αλλά ξαφνικά σταμάτησε, κρατώντας την Μιέτ καταμεσής του δρόμου.

«Μάρτυράς μου ο Θεός, συνέχισε, δεν φθονώ και δεν μισώ κανέναν. Αλλά αν θριαμβεύσουμε θα πρέπει να πω δυο λογάκια σε αυτούς τους αξιότιμους κυρίους. Ο θείος Αντουάν ξέρει όλα τα σχετικά. Θα δεις μόλις γυρίσουμε. Θα ζήσουμε όλοι μας ελεύθεροι και ευτυχισμένοι».

Η Μιέτ τον τράβηξε απαλά προς τα μπρος, και συνέχισαν το περπάτημά τους.

«Αγαπάς πολύ την Δημοκρατία σου, είπε η νέα προσπαθώντας να αστειευτεί. Αγαπάς κι εμένα το ίδιο;»

Γέλασε, αλλά υπήρχε μια πικρία, κάπου βαθιά μέσα στο γέλιο της. Ίσως να σκεφτόταν την ευκολία με την οποία ο Σιλβέρ την άφηνε για τρέξει στην εκστρατεία του. Ο νεαρός άνδρας της απάντησε σε σοβαρό τόνο:

«Εσύ είσαι η γυναίκα μου. Σου έχω δώσει όλη μου την καρδιά. Αγαπώ την Δημοκρατία, βλέπεις, γιατί αγαπώ εσένα. Όταν παντρευτούμε θα χρειαστούμε μπόλικη ευτυχία, και για να εξασφαλίσουμε ένα μέρος από αυτήν την ευτυχία, πρέπει να φύγω αύριο το πρωί… Είσαι σίγουρη πως δεν θες να με πείσεις να μείνω σπίτι;

«Ω! όχι, είπε παθιασμένα το κορίτσι. Ένας άνδρας οφείλει να είναι δυνατός. Είναι όμορφο το να έχεις γενναιότητα!... Πρέπει να με συγχωρήσεις για την ζήλια μου. Θα ήθελα να ήμουν τόσο δυνατή όσο εσύ. Έτσι θα σου άρεσα περισσότερo, έτσι δεν είναι;»

Έμεινε σιωπηλή για ένα λεπτό, κι ύστερα πρόσθεσε με μια γοητευτική ζωηράδα και αφέλεια:

«Αχ, με πόση ευχαρίστηση θα σε φιλήσω, όταν επιστρέψεις».

Αυτό το ξέσπασμα της γενναίας και ερωτευμένης καρδιάς της, συγκίνησε βαθύτατα τον Σιλβέρ. Αγκάλιασε την Μιέτ και την φίλησε πολλές φορές στα μάγουλα. Η κοπέλα αντιστάθηκε για λίγο γελώντας. Όμως τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα.

Ολόγυρα στους δυο ερωτευμένους, η πλάση συνέχιζε τον ύπνο της μέσα σε μια βαθιά παγωμένη ακινησία. Είχαν φτάσει σχεδόν στα μισά του λόφου. Εκεί, στα αριστερά τους υπήρχε ένα αρκετά μεγάλο υψωματάκι, στην κορυφή του οποίου έλαμπαν, λουσμένα από το φεγγαρόφωτο τα ερείπια ενός ανεμόμυλου. Μόνο ο πύργος είχε απομείνει, με την μια πλευρά του ολότελα κατεστραμμένη. Εκεί οι δύο νέοι είχαν συμφωνήσει πως θα τελείωνε ο περίπατός τους. Είχαν διασχίσει ολόκληρο το προάστιο ως εδώ, χωρίς να ρίξουν ούτε μια ματιά στα χωράφια που πλαισίωναν την διαδρομή τους. Όταν ο Σιλβέρ σταμάτησε να φιλά την Μιέτ, σήκωσε το κεφάλι και πρόσεξε τον μύλο.

«Πόσο πολύ περπατήσαμε! Φώναξε. Να ο μύλος. Πρέπει να έχει ήδη πάει εννιάμιση, πρέπει να γυρίσουμε πίσω.

Η Μιέτ όμως μούτρωσε.

«Ας περπατήσουμε λίγο ακόμη, παρακάλεσε, μονάχα δυο βήματα ως το μικρό σταυροδρόμι… Ειλικρινά, μονάχα ως εκεί»

Ο Σιλβέρ χαμογέλασε, καθώς την έπιασε πάλι από την μέση. Έπειτα εξακολούθησαν να κατηφορίζουν τον λόφο, χωρίς να φοβούνται πλέον κάποιο αδιάκριτο μάτι, καθώς δεν είχαν συναντήσει κανέναν, από τότε που πέρασαν τα τελευταία σπίτια. Παρ’ όλα αυτά παρέμειναν καλυμμένοι με το μακρύ παλτό. Αυτό το γούνινο παλτό, το τόσο συνηθισμένο ρούχο, έμοιαζε με φυσική ερωτική φωλιά, που σκέπαζε την αγάπη τους. Ήταν τόσα πολλά τα ευτυχισμένα βράδια, που είχαν καταφύγει στην θαλπωρή του! Αν απλώς περπατούσαν πλάι – πλάι θα είχαν αισθανθεί μικροσκοπικοί και χαμένοι μέσα σε εκείνη την πελώρια έκταση των χωραφιών. Το παλτό τους προσέφερε ασφάλεια, τους έκανε να φαίνονται πιο μεγάλοι, σχηματίζοντας ένα μοναδικό πλάσμα. Κοιτούσαν μέσα από τις πτυχώσεις του παλτού, τα χωράφια που απλώνοντας και από τις δύο πλευρές του δρόμου, χωρίς να βιώνουν εκείνο το αίσθημα συντριβής που γεννά η θέα των μεγάλων, ανοιχτών εκτάσεων. Ήταν σα να κουβαλούσαν μαζί τους το σπίτι τους, και χαίρονταν την θέα της εξοχής, όπως κάποιος που την βλέπει από το παράθυρό του, απολαμβάνοντας αυτήν την ήρεμη μοναξιά, αυτό το πέπλο του κοιμισμένου φωτός, την φύση όπως διαγραφόταν αχνά μέσα στην μουντάδα της νύχτας και του χειμώνα, όλη γενικά την πεδιάδα, που, παρ’ όλη την γοητεία της, δεν μπορούσε να εισβάλει ανάμεσα στις ενωμένες καρδιές τους.

Είχαν σταματήσει την κουβέντα τους. Πλέον δεν μιλούσαν ούτε για τους άλλους, ούτε γι’ αυτούς τους ίδιους. Είχαν αφεθεί στην στιγμή, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, αναφωνώντας μπροστά στην θέα κάποιου όμορφου σημείου, ανταλλάσσοντας σύντομες κουβέντες κι ύστερα η προσοχή τους χάθηκε, και συνέχισαν να προχωρούν υπνωτισμένοι από την ζεστασιά που ανέδινε το αγκάλιασμά τους. Ο Σιλβέρ ξέχασε τους Δημοκρατικούς ενθουσιασμούς του, η Μιέτ λησμόνησε πως ο αγαπημένος της θα έφευγε σε μία ώρα, για πολύ καιρό, ίσως και για πάντα. Όπως τον παλιό καλό καιρό, όταν κανένα αντίο δεν συντάρασσε τους ειρηνικούς τους περιπάτους, αποξεχάστηκαν μέσα στην γλύκα της αγάπης τους.

Συνέχισαν το περπάτημά τους. Σε λιγάκι έφτασαν στον σταυροδρόμι, για το οποίο είχε κάνει λόγο η Μιέτ, στον παράδρομο που οδηγούσε μέσα από τα χωράφια σε ένα χωριουδάκι στις όχθες του Βιόρν. Όμως δεν σταμάτησαν εκεί, αλλά συνέχισαν να προχωρούν, υποκρινόμενοι πως δεν πρόσεξαν το μονοπάτι, που υποτίθεται πως είχαν συμφωνήσει να σταματήσουν. Λίγα λεπτά αργότερα ο Σιλβέρ ψιθύρισε: 
«Πρέπει να έχει πάει πολύ αργά, θα κουραστείς».

«Όχι, στ’ ορκίζομαι, δεν είμαι κουρασμένη, απάντησε το κορίτσι. Θα μπορούσα εύκολα να περπατάω έτσι για κάμποσο ακόμα».

Έπειτα πρόσθεσε με ικετευτική φωνή:

«Θέλεις; Θα μπορούσαμε να πάμε ως τους αγρούς του Σαιν Κλαιρ… Εκεί θα σταματήσουμε στ’ αλήθεια, θα επιστρέψουμε πίσω».

Ο Σιλβέρ υπνωτισμένος από το ρυθμικό βάδισμα της κοπέλας, δεν έφερε αντίρρηση. Συνέχισαν την ονειρική του πορεία. Πήγαιναν όσο πιο αργά μπορούσαν, τρέμοντας την στιγμή που έπρεπε να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής. Όσο προχωρούσαν, νόμιζαν πως προέκτειναν ως την αιωνιότητα αυτό το αγκάλιασμα που κρατούσε τον ένα δέσμιο του άλλου. Στην επιστροφή υπήρχε μόνο ο χωρισμός, το σκληρό αντίο.

Λίγο – λίγο, η κατηφόρα μετριαζόταν. Το κάτω μέρος της κοιλάδας ήταν γεμάτο από λιβάδια που απλώνοντας ως τον Βιόρν, ο οποίος ρέει στην άλλη πλευρά, κατά μήκος μιας σειράς λοφίσκων. Αυτά τα λιβάδια, που χωρίζονται από τον κεντρικό δρόμο με καλοφτιαγμένους φράχτες, είναι οι αγροί του Σαιν Κλαιρ.

«Ουφ! Στέναξε ο Σιλβέρ με την σειρά του, αντικρίζοντας τα πρώτα στρώματα του γρασιδιού, μπορούμε να συνεχίσουμε εξίσου ως την γέφυρα».

Ακούγοντάς τον η Μιέτ ξέσπασε σε γέλια. Τύλιξε τα χέρια της στον λαιμό του και του έδωσε ένα ηχηρό φιλί.

Στο σημείο που ξεκινούν οι φράχτες, υπήρχαν εκείνον τον καιρό, στο τέλος του μακριού δρόμου, δυο φτελιές, δυο κολοσσιαία δέντρα, μεγαλύτερα από όλα τα υπόλοιπα. Οι άδεντροι αγροί εκτείνονταν πέρα από τον κεντρικό δρόμο, σαν μακριά ταινία πράσινου μαλλιού, ως τις ιτιές και τις σημύδες του ποταμιού. Οι δυο ερωτευμένοι υπολόγιζαν πως θα τους χρειαζόταν ένα ολόκληρο τέταρτο για να καλύψουν αυτήν την απόσταση. Τελικά παρ’ όλη την αργοπορία τους, κάποτε έφτασαν ως την γέφυρα. Εκεί σταμάτησαν.

Εμπρός τους, ανοιγόταν ο δρόμος προς την Νίκαια, κατά μήκος του υψώματος απέναντι στην κοιλάδα˙ Όμως μπορούσαν να δουν μόνο ένα μικρό τμήμα του, καθώς σχημάτιζε μια απότομη στροφή, γύρω στα πεντακόσια μέτρα απόσταση από την γέφυρα, και εξαφανιζόταν ανάμεσα στα δασώδη υψώματα. Κοιτώντας από την άλλη πλευρά, αντίκρισαν την άλλη άκρη του δρόμου, αυτή που μόλις είχαν διασχίσει, και που συνδέει απευθείας το Πλασσάν με το  Βιόρν. Κάτω από το εντυπωσιακό χειμωνιάτικο φεγγαρόφωτο, έδινε την εντύπωση μιας μακριάς ασημένιας κορδέλας, με σκοτεινή μπορντούρα, καθώς πλαισιωνόταν από τις σειρές των φτελιών. Δεξιά και αριστερά η καλλιεργημένη γη έμοιαζαν με τεράστιες, γκρίζες, απροσδιόριστες θάλασσες, διακεκομμένες από αυτήν την κορδέλα, τον άσπρο από την παγωνιά δρόμο, που αστραποβολούσε σαν να ήταν περασμένος με μεταλλικό επίχρισμα. Πάνω ψηλά, στο ίδιο επίπεδο με τον ορίζοντα, έλαμπαν σαν λευκές φλογίτσες τα λίγα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών του προαστίου. Η Μιέτ κι ο Σιλβέρ, σιγά – σιγά, κάλυψαν περίπου την απόσταση μιας λεύγας. Έριξαν μια ματιά στον δρόμο που είχαν κάνει, γεμάτοι από σιωπηλό θαυμασμό γι’ αυτό το πελώριο κομμάτι γης που περιέβαλλε αμφιθεατρικά την ανοιχτή έκταση, και ενωνόταν με τον ανοιχτό ουρανό, λουσμένο από μια βροχή γαλαζωπού φωτός, σαν σειρές από βράχια κατά μήκος ενός γιγάντιου καταρράχτη. Αυτό το απόκοσμο τοπίο, αυτή η κολοσσιαία αποθέωση, ήταν ζωγραφισμένη επάνω σε έναν καμβά, ακινησίας και νεκρικής σιωπής. Επρόκειτο για το απόλυτο μεγαλείο.

Ύστερα οι δυο νέοι, αφού ξεκουράστηκαν ακουμπώντας στο στηθαίο της γέφυρας, έριξαν μια ματιά κάτω από τα πόδια τους. Ο  Βιόρν φουσκωμένος από τις βροχές, περνούσε από κάτω τους, με έναν υπόκωφο, συνεχόμενο ήχο. Κόντρα στο ρεύμα ή ακολούθως με την ροή του ποταμού, μέσα στο σκοτάδι που γέμιζε τα κοιλώματα, αχνοφαίνονταν οι μαύρες γραμμές των δέντρων που φύτρωναν στις όχθες˙ εδώ κι εκεί ξεγλιστρούσε κάποια φεγγαραχτίδα, αφήνοντας πάνω στην επιφάνεια του νερού ένα ίχνος λιωμένου μετάλλου, που έλαμπε και τρεμόπαιζε, όπως οι ηλιαχτίδες στα λέπια ενός άγριου ζώου. Αυτές οι λάμψεις εξακοντίζονταν με μια μυστηριώδη γοητεία κατά μήκος του γκρίζου χειμάρρου, ανάμεσα στο αξεδιάλυτο, φασματικό φύλλωμα. Θα μπορούσε κάποιος να την περάσει για στοιχειωμένη κοιλάδα, ένα μαγικό καταφύγιο μέσα στο οποίο ένας λαός από σκιές και λάμψεις ζούσε μια παραμυθένια ζωή.

Οι δυο ερωτευμένοι γνώριζαν πολύ καλά αυτό το τμήμα του ποταμού˙ τις ζεστές νύχτες του Ιουλίου έρχονταν συχνά εδώ, αναζητώντας λίγη δροσιά˙ είχαν περάσει πολλές ώρες κρυμμένοι στις συστάδες των ιτιών, στην δεξιά όχθη, στο σημείο που ξεκινούσε το πράσινο χαλί των αγρών του Σαιν Κλαιρ, φτάνοντας ως το νερό. Θυμούνταν και το παραμικρό φιδογύρισμα της όχθης, τις πέτρες πάνω στις οποίες πατούσαν για να διασχίσουν το  Βιόρν, που τότε ήταν λεπτός σαν ρυάκι, τα διάφορα πράσινα κοιλώματα μέσα στα οποία έπλαθαν τα τρυφερά τους όνειρα. Αυτός ήταν κι ο λόγος που τώρα η Μιέτ κοιτούσε από την γέφυρα την δεξιά όχθη του χειμάρρου με μάτια όλο προσδοκία.

«Αν ο καιρός ήταν πιο ζεστός, αναστέναξε, θα μπορούσαμε να κατέβουμε για να ξεκουραστούμε λιγάκι, προτού επιστρέψουμε πίσω στον λόφο…»

Έπειτα, μετά από μια μικρή παύση, με τα μάτια καρφωμένα στις όχθες του Βιόρν:

«Κοίτα, Σιλβέρ, εκείνον τον σκοτεινό όγκο εκεί κάτω, μπροστά στον υδατοφράχτη… θυμάσαι; … Είναι οι θάμνοι πάνω στους οποίους καθόμασταν την περασμένη γιορτή της Αγίας Δωρεάς.  

«Ναι, είναι οι θάμνοι», απάντησε ο Σιλβέρ με φωνή που μόλις ακουγόταν.

Ήταν εκεί όπου για πρώτη φορά είχαν τολμήσει να φιληθούν στα μάγουλα. Η ανάμνηση αυτή που αναδύθηκε από τα λόγια της κοπέλας, τους προκάλεσε μια γλυκιά εντύπωση, ένα συναίσθημα που αναμίγνυε τις περασμένες χαρές με τις αυριανές ελπίδες. Λες και φωτίστηκαν τα μάτια τους από την λάμψη μιας αστραπής, έτσι έλαμψαν ξανά στο μυαλό τους όλα οι όμορφες βραδιές που πέρασαν παρέα, ειδικά εκείνη η γιορτινή νύχτα της Αγίας Δωρεάς, την οποία θυμούνταν λεπτομερώς, τον μεγάλο ζεστό ουρανό, τις δροσερές ιτιές του Βιόρν, τα γλυκόλογα της αγάπης που αντάλλασσαν. Και ταυτόχρονα καθώς το παρελθόν επέστρεφε στις καρδιές τους με μια απαλή αίσθηση, φαντάστηκαν πως μπορούσαν να μαντέψουν το άγνωστο μέλλον, τα όνειρά τους να πραγματοποιούνται, και να προχωρούν στην ζωή πιασμένοι χέρι – χέρι, όπως έκαναν περπατώντας στον μεγάλο δρόμο, σκεπασμένοι ζεστά κάτω από το ίδιο γούνινο παλτό. Ύστερα παρασυρμένοι από την ονειροπόληση κοιτάχτηκαν στα μάτια, χαμογελώντας, βυθισμένοι μέσα στην λαμπερή ησυχία.

Ξαφνικά, ο Σιλβέρ, σήκωσε το κεφάλι του. Ξεμπλέχτηκε από τις πτυχώσεις του γούνινου παλτού, και τέντωσε τα αυτιά του. Η Μιέτ, έκπληκτη, τον μιμήθηκε χωρίς ωστόσο να καταλαβαίνει γιατί χωρίστηκε από αυτήν, με μια τόσο απότομη κίνηση.

Για ένα λεπτό, κάποιοι ακατάληπτοι ήχοι έρχονταν πίσω από τους λόφους, στο σημείο, όπου εξαφανίζεται ο δρόμος προς την Νίκαια. Ακούγονταν σαν τινάγματα από πολλές άμαξες που έρχονταν από κάποια απόσταση. Δεν ακούγονταν καθαρά, γιατί ο Βιόρν σκέπαζε με τους βρυχηθμούς του όλους τους άλλους θορύβους. Όμως σιγά – σιγά άρχισαν να ξεκαθαρίζουν, έμοιαζαν σαν βάδισμα στρατού που προήλαυνε. Σε λίγο άρχισε το απροσδιόριστο αυτό και ολοένα αυξανόμενο μουγκρητό, να ξεκαθαρίζει, και ακούγονταν ευδιάκριτες οι φωνές ενός πλήθους, ίδια με παράξενο δυνατό αέρα που πνέει ρυθμικά. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πως επρόκειτο για τους κεραυνούς μιας καταιγίδας που πλησίαζε ταχύτατα, ταράζοντας κιόλας την ηρεμίας της ατμόσφαιρας. Ο Σιλβέρ άκουγε προσεκτικά, χωρίς ωστόσο να μπορεί να ξεχωρίσει αυτές τις ανταριασμένες φωνές, καθώς οι λόφοι τις εμπόδιζαν να φτάσουν ως αυτόν ξεκάθαρα. Ξαφνικά, μετά από λίγο, ένας μαύρος όγκος εμφανίστηκε στην στροφή του δρόμου˙ και ακούστηκε ολοκάθαρα η Μαρσεγιέζα, τραγουδισμένη υπέροχα, με μια φλογερή και παθιασμένη ένταση.

«Αυτοί είναι!» φώναξε ο Σιλβέρ σε ένα ξέσπασμα χαράς και ενθουσιασμού.

Ξεκίνησε να τρέχει, σκαρφαλώνοντας τον λόφο, σέρνοντας μαζί του και την Μιέτ. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου υπήρχε ένα πρόσχωμα φυτεμένο με αιωνόβιες βελανιδιές, πάνω στο οποίο ανέβηκε μαζί με το κορίτσι, έτσι ώστε να αποφύγει να παρασυρθεί από το θορυβώδες πλήθος.

Μόλις έφτασαν στην κορυφή, μέσα στην σκιά των θάμνων, η νέα, κάπως χλωμή, κοίταξε λυπημένα εκείνους τους άνδρες, που με το μακρινό τραγούδι τους παρέσυραν τον Σιλβέρ μακριά από την αγκαλιά της. Της φαινόταν πως ολόκληρο το πλήθος ήρθε για να μπει ανάμεσά τους. Λίγα λεπτά πρωτύτερα ήταν τόσο χαρούμενοι, αγκαλιασμένοι, ολομόναχοι και χαμένοι μέσα στην απόλυτη ησυχία και την διακριτική λάμψη του φεγγαριού! Και τώρα ο Σιλβέρ με το κεφάλι γυρισμένο μακριά της, έμοιαζε να έχει ξεχάσει εντελώς την ύπαρξή της, έχοντας μάτια μόνο γι’ αυτούς τους άγνωστους, τους οποίους αποκαλούσε αδερφούς του.

Η ομάδα συνέχισε την πορεία της με έναν εντυπωσιακό ασυγκράτητο βηματισμό. Πραγματικά η εισβολή αυτών των ανδρών, που απαρτίζονταν από μερικές χιλιάδες, μέσα στο παγωμένο, ακίνητο, νεκρικό τοπίο, ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Ο δρόμος μετατράπηκε σε χείμαρρο, που έρρεε με ανθρώπινα κύματα, τα οποία έμοιαζαν να μην έχουν τελειωμό. Ολοένα και περισσότεροι εμφανίζονταν από την στροφή του δρόμου, και τα τραγούδια τους διόγκωναν ακόμη περισσότερο τη φασαρία αυτής της ανθρωποθύελλας. Όταν κατέφθασαν τα τελευταία τάγματα, ο πάταγος ήταν εκκωφαντικός. Η Μαρσεγιέζα γέμιζε την ατμόσφαιρα, έμοιαζε λες και τεράστια στόματα φυσούσαν σε γιγάντιες τρομπέτες, κι ο χάλκινος ήχος τους δονούσε όλες τις γωνιές της κοιλάδας. Η κοιμισμένη εξοχή βγήκε απότομα από τον ύπνο της˙ άρχισε να σείεται ολάκερη, σαν ταμπούρλο που το χτυπούν με μπαγκέτα˙ επαναλάμβανε με κάθε της αντήχηση τις παθιασμένες νότες του εθνικού ύμνου. 

Δεν ήταν πλέον μόνο το ανθρώπινο πλήθος που τραγουδούσε. Από το βάθος του ορίζοντα, από τους μακρινούς βράχους, την οργωμένη γη, τα λιβάδια, τις συστάδες των δέντρων, και τους πιο χαμηλούς θάμνους, έμοιαζε να έρχονται ανθρώπινες φωνές˙ το μεγάλο αμφιθέατρο που εκτεινόταν από το ποτάμι ως το Πλασσάν, ο γιγάντιος καταρράχτης από τον οποίο έρρεε το γαλαζωπό φεγγαρόφωτο, έμοιαζε σα να είχε γεμίσει από αμέτρητους αόρατους ανθρώπους που επευφημούσαν τους επαναστάτες. Και στα βάθη του Βιόρν, μέσα στο διάστικτο από μεταλλικές λάμψεις νερό, δεν υπήρχε ούτε μια σκοτεινή γωνιά που να μην φαντάζει πως κρύβει μέσα της ανθρώπους, οι οποίοι επαναλάμβαναν την κάθε επωδό με ακόμη μεγαλύτερο πάθος. Ολόκληρη η μεθόριος φώναζε για δικαιοσύνη και ελευθερία. Καθώς ο μικρός στρατός κατηφόριζε το ύψωμα, ο βρυχηθμός του πλήθους κυλούσε επίσης κατά κύματα που ξεσπούσαν ορμητικά κάνοντας ακόμη και τις πέτρες στον δρόμο να τρέμουν.

Ο Σιλβέρ, χλωμός από συγκίνηση, συνέχιζε να ακούει και να κοιτάζει μπροστά του. Οι επαναστάτες που προπορεύονταν ως επικεφαλείς αυτού του θορυβώδους χειμάρρου, που έμοιαζε τρομαχτικός μέσα στο σκοτάδι, πλησίαζαν με ταχύτατο ρυθμό προς την γέφυρα.
«Νόμιζα, ψιθύρισε η Μιέτ, πως δεν θα περνούσατε μέσα από το  Πλασσάν».

«Μάλλον άλλαξαν το σχέδιο των επιχειρήσεων, απάντησε ο Σιλβέρ˙ πράγματι κανονικά έπρεπε να βαδίσουμε ως την πρωτεύουσα της περιφέρειας, ακολουθώντας τον δρόμο της Τουλόν, προσπερνώντας από τα αριστερά το Πλασσάν και το Ορσέρ. Πρέπει να άφησαν το Αλμπουάζ απόψε το απόγευμα και να πέρασαν το Τουλέτ το ίδιο βράδυ».

 Ο επικεφαλής της παράταξης είχε ήδη φτάσει στο ύψος που κρύβονταν οι δυο νέοι. Μέσα σε αυτόν τον μικρό στρατό επικρατούσε μεγαλύτερη τάξη από αυτήν που θα περίμενε κάποιος από ένα μάτσο απειθάρχητους άνδρες. Οι εφεδρείες από τις διάφορες πόλεις και χωριά, σχημάτιζαν διαφορετικά τάγματα, που το καθένα απείχε κάμποσα βήματα από τα υπόλοιπα. Ήταν φανερό πως αυτά τα τάγματα υπάκουαν στα προστάγματα συγκεκριμένων αρχηγών. Επιπλέον ο ρυθμός με τον οποίο κατηφόριζαν τον λόφο τους ένωνε σε μια ενιαία μάζα ανίκητης δύναμης. Ήταν γύρω στους τρεις χιλιάδες άνδρες, όλοι τους ενωμένοι και παρασυρμένοι από μια κοινή θύελλα αγανάκτησης. Με δυσκολία θα μπορούσε κάποιος να ξεχωρίσει, μέσα από τις σκιές που έριχναν στο δρόμο οι γύρω λόφοι, τις αλλόκοτες λεπτομέρειες αυτής της σκηνής. Ωστόσο, πολύ κοντά στο σημείο, όπου είχαν καταφύγει η Μιέτ και ο Σιλβέρ, το ύψωμα χαμήλωνε  δίνοντας την θέση του σε ένα μικρό μονοπατάκι που ακολουθούσε την κοίτη του Βιόρν, και το φως του φεγγαριού περνούσε μέσα από αυτό το κενό, ρίχνοντας μια λωρίδα φωτός κατά μήκος του δρόμου. Όταν οι πρώτοι επαναστάτες έφτασαν σε αυτό το φωτεινό σημείο, φωτίστηκαν ξαφνικά από μια έντονα λευκή λάμψη, που αποκάλυψε, με μοναδική ακρίβεια, κάθε λεπτομέρεια των προσώπων και των ρούχων τους. Καθώς οι λογίς εξεγερμένοι συνέχιζαν να περνούν, οι δυο νέοι τους έβλεπαν να ξεπηδούν, ατρόμητοι και ασυγκράτητοι, μέσα από το σκοτάδι που τους περιέβαλλε.

Την ώρα που οι πρώτοι άνδρες περνούσαν μέσα στο φως, η Μιέτ με μια ενστικτώδη κίνηση γραπώθηκε από τον Σιλβέρ, παρ’ όλο που ήξερε πως ήταν ασφαλής, και δεν υπήρχε περίπτωση να τους πάρει κανένας είδηση. Πέρασε το χέρι της γύρω από τον λαιμό του νεαρού άνδρα, και στήριξε το κεφάλι της πάνω στον ώμο του. Με την κουκούλα ανασηκωμένη, έτσι ώστε να της πλαισιώνει το χλωμό της πρόσωπο, κοιτούσε επίμονα στην φωτεινή εστία, την οποία διέσχιζαν με γοργούς ρυθμούς, αυτά τα παράξενα πρόσωπα, με την όψη τους αλλοιωμένη από τον ενθουσιασμό, και τα μαύρα, ανοιχτά στόματά τους γεμάτα από τους μανιασμένους ήχους της Μαρσεγιέζας. Ο Σιλβέρ, που τον ένιωθε να τρέμει σκυμμένος στο πλάι της, ψιθύριζε στο αυτί της τα ονόματα των διάφορων επαναστατών, καθώς αυτοί περνούσαν από μπροστά τους.

Η παράταξη προχωρούσε οργανωμένη σε σειρές οχτώ ανδρών. Επικεφαλείς τους ήταν κάμποσοι μεγαλόσωμοι, τύποι, με τετράγωνα κεφάλια, που έδειχναν να κατέχουν την δύναμη του Ηρακλή και την αγαθοσύνη των γιγάντων. Σίγουρα η Δημοκρατία είχες βρει στα πρόσωπά τους, τους πιο πιστούς και ακλόνητους υπερασπιστές. Στους ώμους τους κουβαλούσαν μεγάλα τσεκούρια, που η φρεσκοακονισμένες γωνίες τους, άστραφταν στο φως του φεγγαριού.

«Αυτοί είναι οι ξυλοκόποι από τα δάση του Σέιγ, είπε ο Σιλβέρ. Όλοι μαζί συνέστησαν το ενιαίο σώμα των σκαπανέων… Ένα σήμα των αρχηγών τους αρκεί, για να βαδίσουν ως το Παρίσι, και να γκρεμίσουν τα τείχη της πόλης με τα τσεκούρια τους, όπως ακριβώς θα έκοβαν τις γερασμένες αγριοβελανιδιές στα βουνά…»

Ο νεαρός άνδρας μιλούσε με περηφάνια για τις τεράστιες γροθιές των αδελφών του. Όταν είδε να καταφτάνει, πίσω από τους ξυλοκόπους, μια ομάδα ηλιοκαμένων εργατών με πυκνές γενειάδες, συνέχισε:

«Η εφεδρεία του Λαπαλύ. Από εκεί ξεκίνησε η εξέγερση. Οι άνδρες με τις μπλούζες είναι οι εργάτες που επεξεργάζονται τους κομμένους κορμούς των βελανιδιών˙ οι άλλοι με τα βελούδινα γιλέκα, πρέπει να είναι κυνηγοί και ανθρακωρύχοι που ζουν στις εκβολές του Σέιγ… Οι κυνηγοί γνώριζαν τον πατέρα σου Μιέτ. Έχουν καλά  όπλα και τα χειρίζονται άψογα. Αχ! Μακάρι κι εμείς να ήμασταν τόσο καλά οπλισμένοι! Μας λείπουν οι καραμπίνες. Κοίτα, οι εργάτες έχουν μόνο ρόπαλα!»

Η Μιέτ συνέχιζε να κοιτάζει και να ακούει, χωρίς να μιλά. Ακούγοντας τον Σιλβέρ να κάνει λόγο για τον πατέρα της το αίμα ανέβηκε απότομα στα μάγουλά της. Το πρόσωπό της κοκκίνισε, καθώς κοιτούσε τους κυνηγούς γεμάτη θυμό και συνάμα συμπάθεια. Μετά από αυτό άρχισε λίγο – λίγο να εμψυχώνεται από την πυρετική δόνηση που της προκαλούσαν τα τραγούδια των επαναστατών.
  
Η παράταξη, που μόλις είχε ξεκινήσει να τραγουδάει την Μαρσεγιέζα από την αρχή, συνέχισε να κατηφορίζει ορμητικά, σα να την παρέσυρε κάποιος ορμητικός άνεμος. Μετά τους άνδρες του Λαπαλύ, ακολούθησε μια νέα ομάδα εργατών, ανάμεσα στους οποίους υπήρχε ένας ικανός αριθμός πολιτών που φορούσαν παλτά.

«Αυτοί είναι οι άνδρες του Σαιν Μαρτάν ντε Βω, συμπέρανε ξανά ο Σιλβέρ. Αυτό το προάστιο ξεσηκώθηκε σχεδόν την ίδια εποχή με το Λαπαλύ … τα αφεντικά πήγαν με το μέρος των εργατών. Είναι πλούσιοι άνθρωποι Μιέτ˙ Πλούσιοι άνθρωποι που θα μπορούσαν να ζουν ήσυχοι στα σπίτια τους κι όμως είναι διατεθειμένοι να ρισκάρουν την ζωή τους για να υπερασπιστούν την ελευθερία. Αυτοί οι πλούσιοι είναι άξιοι θαυμασμού… Υπάρχει έλλειψη σε όπλα˙ μετά βίας βρίσκονται μερικές καραμπίνες… Βλέπεις, Μιέτ, αυτούς τους άνδρες που έχουν περασμένο στο αριστερό τους μπράτσο ένα κόκκινο περιβραχιόνιο; Αυτοί είναι οι επικεφαλείς».  

Όμως ο Σιλβέρ δεν τους προλάβαινε. Οι παρατάξεις έτρεχαν κάτω τον λόφο ταχύτερα από τα λόγια του. Μιλούσε ακόμα για τους ανθρώπους του Σαιν Μαρτάν ντε Βω, όταν δύο τάγματα είχαν κιόλας περάσει από το φωτισμένο σημείο του δρόμου.
«Είδες; Μόλις πέρασαν  οι επαναστάτες του Αλμπουάζ και του Τουλέτ. Αναγνώρισα τον Μπουργκά, τον σιδηρουργό… Μάλλον σήμερα ενώθηκαν με τους υπόλοιπους… Κοίτα τους πώς τρέχουν!»

Η Μιέτ τώρα έσκυβε μπροστά, για να βλέπει πιο καλά τα τάγματα που της περιέγραφε ο νεαρός. Το τρέμουλο που την είχε πιάσει ξεκινούσε από το στήθος της κι έφτανε ως τον λαιμό της. Εκείνη την στιγμή έκανε την εμφάνισή του ένα τάγμα μεγαλύτερο και πιο καλά οργανωμένο από τα προηγούμενα. Οι επαναστάτες που το συγκροτούσαν, φορούσαν, σχεδόν όλοι, μπλε μπλούζες και κόκκινα ζωνάρια γύρω από την μέση τους. Ήταν σα να φορούσαν κάποια στολή. Ανάμεσά τους, βρισκόταν ένας άνδρας, καθισμένος στην ράχη ενός αλόγου, έχοντας ένα σπαθί στο πλευρό του. Και οι περισσότεροι από αυτούς τους αυτοσχέδιους στρατιώτες είχαν καραμπίνες, παλιές καραμπίνες ή μουσκέτα της χωροφυλακής.

«Αυτούς δεν τους ξέρω, είπε ο Σιλβέρ. Ο άνδρας επάνω στο άλογο πρέπει να είναι ο αρχηγός, για τον οποίο έχω ακούσει να μιλάνε. Έφερε μαζί του τους εξεγερμένους του Φαβρόλ και των γύρω χωριών. Όλες οι παρατάξεις θα έπρεπε να είναι εξοπλισμένες με τον ίδιο τρόπο».

Δεν προλάβαινε να πάρει ανάσα.

«Α! Να οι χωρικοί», φώναξε.

Πίσω από τους κατοίκους του Φαβρόλ, κατέφθαναν μικρές ομάδες των δέκα, άντε το πολύ είκοσι, ανδρών. Όλοι φορούσαν την κοντή ζακέτα των χωρικών του Νότου. Τραγουδούσαν κραδαίνοντας δικράνια και δρεπάνια. Κάθε χωριουδάκι είχε στείλει όσους άνδρες ήταν ικανοί να πολεμήσουν.

Ο Σιλβέρ, που αναγνώριζε το κάθε τάγμα από τον επικεφαλής του, τα απαριθμούσε με πυρετικό ενθουσιασμό.

«Το τάγμα του Σαβανόζ! είπε. Αποτελείται μόνο από οκτώ άνδρες, που όμως αξίζουν για εκατό˙ Ο θείος Αντουάν τους γνωρίζει… Να ετούτοι απ’ το Ναζέρ! Να κι εκείνοι απ’ το Πουζόλ! όλοι είναι εδώ, κανένας δεν έχασε το κάλεσμα… Να κι αυτοί από το Βαλκεράς! Στάσου, αυτός είναι ο εφημέριός τους , εκεί, ανάμεσά τους, έχω ακούσει γι’ αυτόν, είναι ένας καλός δημοκράτης».

Είχε πανιάσει. Τώρα που το κάθε τάγμα αποτελούνταν μονάχα από λίγους επαναστάτες, έπρεπε να τους κατονομάζει ακόμα πιο γρήγορα, και η βιασύνη του άγγιζε τα όρια της φρενίτιδας.

«Α! Μιέτ, συνέχισε, τι όμορφη παρέλαση! Ροζάν! Βερνού! Κορμπιέρ! Κι ακολουθούν κι άλλοι ακόμα, θα δεις… Αυτοί εδώ έχουν μόνο τα δρεπάνια τους , αλλά θα θερίσουν τους στρατιώτες, έτσι, όπως θερίζουν το τριφύλλι στους αγρούς  τους… Σαιντ Ετρόπ! Μαζέ! Λεγκάρντ! Μαρσάν! όλη η νότια πλαγιά του Σέιγ!… Πάει, η νίκη είναι δική μας! Όλη η χώρα είναι με το μέρος μας. Κοίτα τα όπλα αυτών των ανδρών είναι σκληρά και μαύρα σαν το σίδερο. Να κι ετούτοι από το Προυινά! Κι απ’ το Ρος Νουάρ! Οι τελευταίοι είναι λαθρέμποροι˙ έχουν καραμπίνες… Κι άλλα δρεπάνια και δικράνια, οι εξεγερμένοι της επαρχίας δεν έχουν τελειωμό. Καστέλ λε Βιέ! Σαιντ Αν! Γκράιγ! Εστουρμέλ! Μυρνταράν! »
Κάπως έτσι ολοκλήρωσε, με την φωνή του πνιγμένη από τον ενθουσιασμό του, την απαρίθμηση αυτών των ανδρών, που εξαφανίζονταν ταχύτατα, σα να τους κατάπινε μια τεράστια δίνη. Σηκώθηκε, λάμποντας από χαρά, δείχνοντας τους επαναστάτες με μια νευρική φιγούρα. Η Μιέτ ακολούθησε τις κινήσεις του. Ο δρόμος που ανοιγόταν από κάτω της, την τραβούσε σαν τα βάθη ενός γκρεμού. Γραπώθηκε από τον λαιμό του νεαρού άνδρα, για να μην  γλιστρήσει κάτω στην πλαγιά. 

Ένα μοναδικό μεθύσι έμοιαζε να έχει καταλάβει αυτούς τους άνδρες, οι οποίοι βρίσκονταν κάτω από την επήρεια της φασαρίας, του σθένους και της ελπίδας. Αυτά τα πλάσματα, τα ορατά στο φως μιας φεγγαραχτίδας, οι νεαροί, οι μεσήλικες, οι ηλικιωμένοι, που κράδαιναν τα πιο παράξενα όπλα, και φορούσαν τις πιο διαφορετικές ενδυμασίες, από εργατικές φόρμες ως μεσοαστικά πανωφόρια˙  αυτό το ατέλειωτο ποτάμι από ανθρώπινα πρόσωπα που η στιγμή και οι δεδομένες συνθήκες του έδιναν μια έκφραση φανατισμένου ενθουσιασμού, πήραν λίγο -  λίγο, μπροστά στα έκπληκτα μάτια της κοπελίτσας την μορφή ενός ορμητικού, μανιασμένου χειμάρρου. Υπήρχαν στιγμές, που της φαινόταν πως δεν περπατούσαν πλέον με την δική τους θέληση, αλλά παρασύρονταν από την Μαρσεγιέζα, καθεαυτή, από αυτό το βραχνό τραγούδισμα  με τους εξαίσιους ήχους. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα λόγια, το μόνο που άκουγε ήταν ο συνεχόμενος ήχος, που ξεκινούσε από χαμηλά φτάνοντας ως τις πιο υψηλές νότες, διαπεραστικές σαν νύχια, που μπήγονται μέσα σε ζωντανή σάρκα. 

Ο βρυχηθμός της εξέγερσης, αυτό το κάλεσμα στην μάχη και τον θάνατο, με τα οργισμένα ξεσπάσματα, την φλογερή δίψα για ελευθερία, το μίγμα οργής και υποταγής, συντάραξαν την καρδιά της, διαπερνώντας την ολοένα και βαθύτερα σε κάθε ξέσπασμα, και της προκάλεσαν έναν πόνο, εξίσου αισθησιακό με εκείνον που βιώνει μια παρθενομάρτυς που στέκεται χαμογελώντας κάτω από το μαστίγιο. Και το πλήθος συνέχιζε να κυλάει μέσα στην θορυβώδη θάλασσα των ήχων. Η παρέλαση όλων αυτών των ανθρώπων, στην πραγματικότητα δεν κράτησε παρά λίγα λεπτά, που στους δυο νέους, φάνηκαν σαν αιώνας. 

Στ’ αλήθεια, η Μιέτ ήταν παιδί. Είχε χάσει το χρώμα της βλέποντας το πλήθος να πλησιάζει, είχε κλάψει για το φευγιό του αγαπημένου της˙ αλλά ήταν ένα γενναίο παιδί, μια φλογερή φύση, που εύκολα πυροδοτούσε τον ενθουσιασμό της. Έτσι φλογερά ήταν και τα συναισθήματα, που λίγο – λίγο την είχαν κυριέψει ολοκληρωτικά. Είχε μεταμορφωθεί σε αγόρι. Ήταν έτοιμη να αρπάξει ένα όπλο και να ακολουθήσει τους επαναστάτες. Τα λευκά της δόντια, καθώς οι καραμπίνες και τα δρεπάνια προήλαυναν, φάνηκαν να μακραίνουν και να γίνονται πιο κοφτερά, ανάμεσα στα κόκκινα αρμονικά της χείλη, σαν τους κυνόδοντες νεαρού λύκου που θέλει να δαγκώσει. Και καθώς άκουγε τον Σιλβέρ να απαριθμεί τα τάγματα της περιφέρειας με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα, της φαινόταν πως κι βηματισμός της παράταξης επιτάχυνε ακόμη περισσότερο με κάθε λέξη του αγοριού. Σύντομα, ό,τι απόμεινε, έμοιαζε με σύννεφο ανθρώπινης σκόνης, που σκόρπισε στον άνεμο. Όλα άρχισαν να γυρίζουν. Έκλεισε τα μάτια της. Χοντρά, καυτά δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της. Κι ο Σιλβέρ είχε επίσης δάκρυα στα μάτια.

«Δεν βλέπω τους άνδρες που ξεκίνησαν από το Πλασσάν απόψε το απόγευμα», ψιθύρισε.

Προσπάθησε να διακρίνει το τέλος της στρατιάς που ήταν ακόμη κρυμμένο στο σκοτάδι. Ξαφνικά φώναξε θριαμβευτικά:

«Α! εδώ!... Κουβαλούν την σημαία, κάποιος τους εμπιστεύτηκε την σημαία!»

Ύστερα θέλησε να κατέβει από το ύψωμα, για να συναντήσει τους συντρόφους του. Εκείνη την στιγμή, ωστόσο, οι επαναστάτες σταμάτησαν. Οι διαταγές μεταδόθηκαν κατά μήκος ολόκληρης της παράταξης. Η Μαρσεγιέζα έσβησε στα χείλη των ανθρώπων, και το μόνο που ακουγόταν ήταν το συγκεχυμένο μουρμουρητό, του πλήθους, που συνέχισε να πάλλεται. Ο Σιλβέρ, μπόρεσε να ακούσει τις διαταγές που από στόμα σε στόμα διαδίδονταν σε όλο το σύνταγμα, και που καλούσαν τους άνδρες του Πλασσάν στην κεφαλή της πορείας. Καθώς το κάθε τάγμα παραμέριζε για να περάσει η σημαία, ο νεαρός, τραβώντας και την Μιέτ μαζί του, άρχισε να κατηφορίζει το ύψωμα.

«Έλα, της είπε, θα φτάσουμε πριν από αυτούς στην άλλη άκρη της γέφυρας».

Όταν έφτασαν επάνω, ανάμεσα στην οργωμένη γη, άρχισαν να τρέχουν κατά μήκος ενός μύλου, του οποίου ο υδατοφράχτης έφραζε το ποτάμι. Στην συνέχεια διέσχισαν τον Βιόρν πάνω σε μια σχεδία την οποία είχαν αφήσει εκεί οι μυλωνάδες. Έπειτα έκοψαν δρόμο μέσα από τους αγρούς του Σαιν Κλαιρ, ενώ συνέχιζαν να κρατιούνται από το χέρι, τρέχοντας αδιάκοπα, χωρίς να ανταλλάσουν μια λέξη. Η παράταξη σχημάτιζε, καταμεσής του κεντρικού δρόμου, μια μαύρη γραμμή την οποία ακολούθησαν κατά μήκος του φράκτη. Υπήρχαν κάποια κενά ανάμεσα στα γαϊδουράγκαθα. Ο Σιλβέρ και η Μιέτ πήδηξαν πάνω στον δρόμο, περνώντας μέσα από ένα τέτοιο κενό.

Παρ’ όλη την παράκαμψη που είχαν κάνει, έφτασαν ταυτόχρονα με τους ανθρώπους του Πλασσάν. Ο Σιλβέρ αντάλλαξε μερικές χειραψίες˙ μάλλον υπέθεσαν πως είχε πληροφορηθεί για την αλλαγή της πορείας τους, και είχε έρθει για να τους συναντήσει. Η Μιέτ με το πρόσωπό της μισοκρυμμένο μέσα στην κουκούλα της, του κοιτούσε εξεταστικά.
«Ε! είναι η Σαντεγκρέιλ , είπε ένας άνδρας προερχόμενος από τα περίχωρα  του Πλασσάν, η ανιψιά του Ρεμπυφά, του κολίγου που δουλεύει στο Ζα Μεϊφράν.

«Από πού ξεφύτρωσες πάλι εσύ βρε γαλιάντρα; φώναξε μια άλλη φωνή.

Ο Σιλβέρ, χλωμός από ενθουσιασμό, δεν σκέφτηκε την ενόχληση που θα ένιωθε η αγαπημένη του από τα πειράγματα των εργατών. Η Μιέτ, συγχυσμένη, τον κοίταξε, σαν να ικέτευε για βοήθεια. Αλλά πριν προλάβει να ανοίξει καν το στόμα του, μια νέα φωνή ακούστηκε από το πλήθος, που είπε με σκληρότητα:

«Ο πατέρας της είναι στα κάτεργα, δεν θέλουμε μαζί μας την κόρη ενός κλέφτη κι ενός φονιά.»

Η Μιέτ πάνιασε.

«Λες ψέματα, διαμαρτυρήθηκε˙ αν ο πατέρας μου σκότωσε, ωστόσο δεν υπήρξε ποτέ του κλέφτης.»

Και καθώς ο Σιλβέρ χλώμιασε και άρχισε να τρέμει χειρότερα από την ίδια, σφίγγοντας απειλητικά τις γροθιές του:

«Άστο, του είπε, αυτό θα το τακτοποιήσω εγώ…»

Ύστερα γυρνώντας κατά το πλήθος, επανέλαβε με μια κραυγή:

«Λες ψέματα, λες ψέματα! Ποτέ δεν πήρε μια δεκάρα από κανένα. Το ξέρεις καλά. Γιατί τον προσβάλεις, όταν ξέρεις πως δεν είναι εδώ, για να υπερασπιστεί τον εαυτό του;»

Τέντωσε το κορμί της, γεμάτη οργή. Η φλογερή ημιάγρια καρδιά της φαινόταν πως μπορούσε να αντέξει με σχετική ψυχραιμία την κατηγορία για φόνο˙ αλλά τα περί κλοπής την εξόργισαν. Το ήξεραν και γι’ αυτό συχνά της πετούσαν αυτήν την κατηγόρια κατάμουτρα, με μια μοχθηρία που άγγιζε την ηλιθιότητα.

Ο άνδρας που είχε μόλις αποκαλέσει τον πατέρα της ληστή, στην ουσία επαναλάμβανε τα όσα είχε ακούσει να λέγονται εδώ και χρόνια. Μπροστά στην  έντονη αντίδραση του κοριτσιού, οι εργάτες έβαλαν τα γέλια. Ο Σιλβέρ έσφιγγε ακόμα τις γροθιές του. Το πράγμα θα είχε άσχημη εξέλιξη, αν, ένας κυνηγός από το Σέιγ, που καθόταν στην προεξοχή ενός βράχου, στην άκρη του δρόμου, περιμένοντας το σύνθημα της εκκίνησης, δεν αποφάσιζε να την υπερασπιστεί.

«Η μικρή έχει δίκιο, είπε. Ο Σαντεγκρέιλ  ήταν έναν από εμάς. Τον γνώριζα. Κανένας δεν ξέρει τα αληθινά γεγονότα της υπόθεσής του. Εγώ, προσωπικά πάντα πίστευα την αλήθεια των όσων δήλωσε μπροστά στους δικαστές. Ο χωροφύλακας, τον οποίο σκότωσε με μια σφαίρα, την ώρα που κυνηγούσε, είναι σίγουρο πως τον είχε βάλει στο σημάδι. Ένας άνδρας οφείλει να υπερασπίζεται τον εαυτό του! Αλλά ο Σαντεγκρέιλ, ήταν ένας τίμιος άνδρας, δεν έκλεβε.

Όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, η ομολογία αυτού του λαθροκυνηγού ήταν αρκετή για βρει η Μιέτ κι άλλους υπερασπιστές. Αρκετοί εργάτες δήλωσαν επίσης πως είχαν γνωρίσει τον Σαντεγκρέιλ.

«Ναι, ναι, είναι αλήθεια, είπαν. Δεν ήταν κλέφτης. Υπάρχουν αρκετά καθάρματα στο Πλασσάν, που θα έπρεπε να βρίσκονται στην φυλακή αντί γι’ αυτόν… Ο Σαντεγκρέιλ  ήταν αδελφός μας… Έλα τώρα μικρούλα, ηρέμησε.»

Ποτέ πιο πριν η Μιέτ δεν είχε ακούσει κάποιον να λέει καλό λόγο για τον πατέρα της. Συνήθως τον αποκαλούσαν ζητιάνο, εγκληματία, ενώ τώρα βρήκε μερικούς καλούς ανθρώπους που μιλούσαν γι’ αυτόν με συμπάθεια, και δήλωναν πως ήταν τίμιος άνθρωπος. Μετά ξέσπασε σε λυγμούς, ξαναβρήκε το συναίσθημα που η Μαρσεγιέζα είχε ξυπνήσει στην ψυχή της, και αναλογίστηκε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να ευχαριστήσει αυτούς τους άνδρες που έδειξαν τόση καλοσύνη στην δυστυχία της. Για μια στιγμή της πέρασε από το μυαλό να τους σφίξει το χέρι, σαν να ήταν αγόρι. Αλλά η καρδιά της βρήκε κάτι καλύτερο. Κοντά της καθόταν ο επαναστάτης που κουβαλούσε την σημαία. Άγγιξε το κοντάρι της σημαίας και, αντί για ευχαριστίες, είπε με παρακλητική φωνή:

«Δώστε το σ’ εμένα. Θα το μεταφέρω εγώ»

Οι αγαθοί εργάτες, κατάλαβαν την ευγενική αγνότητα αυτής της ευχαριστίας.

«Έτσι πρέπει, φώναξαν όλοι μαζί, η Σαντεγκρέιλ , θα κουβαλήσει την σημαία.»

Ένας ξυλοκόπος παρατήρησε πως αυτό θα την κούραζε γρήγορα, και πως δεν θα μπορούσε να πάει μακριά.

«Ω! Είμαι δυνατή, είπε με περηφάνια, ανασκουμπώνοντας τα μανίκια της, και δείχνοντας τα δυνατά της μπράτσα που ήταν ήδη τόσο μεγάλα, όσο αυτά μιας γινομένης γυναίκας.

Και καθώς κάποιος της πρότεινε την σημαία:

«Στάσου», είπε πάλι.

Έβγαλε με μια κίνηση το παλτό της, και το ξαναφόρεσε αφού πρώτα το γύρισε από την ανάποδη, έτσι ώστε να φαίνεται η εσωτερική κόκκινη φόδρα. Έδειχνε, κάτω από το λευκό φως του φεγγαριού, σαν να ήταν τυλιγμένη με έναν πορφυρό χιτώνα, που της έφτανε ως τους αστραγάλους. Η κουκούλα της πιασμένη στην άκρη του κότσου της, έμοιαζε με φρυγικό σκουφί. Πήρε την σημαία, σφίγγοντας το κοντάρι πάνω στο στήθος της, και στάθηκε ευθυτενής ανάμεσα στις πτυχές του κόκκινου μανδύα της, που ανέμιζε ολόγυρά της. Με την έκφραση ενός ξέφρενου παιδιού, τα σγουρά της μαλλιά, τα μεγάλα υγρά μάτια της, τα μισάνοιχτα γελαστά της χείλια, έλαμπε από περηφάνια, καθώς ύψωνε την σημαία προς τον ουρανό. Εκείνη την στιγμή, ήταν η Κυρά – Λευτεριά.   

   Οι επαναστάτες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Αυτοί οι άνθρωποι του Νότου, με την έντονη φαντασία, καταλήφθηκαν από ενθουσιασμό βλέποντας την απροσδόκητη εμφάνιση, αυτού του μεγάλου κόκκινου κοριτσιού που έσφιγγε νευρικά την σημαία τους πάνω στο στήθος της. Φωνές ακούστηκαν από τους συγκεντρωμένους:

«Γεια σου Σαντεγκρέιλ ! Να μας ζήσεις  Σαντεγκρέιλ ! Θα την πάρουμε μαζί μας, θα μας φέρει γούρι!»

Θα συνέχισαν τις επευφημίες για πολλή ώρα, αν δεν ερχόταν η διαταγή να ξεκινήσουν πάλι. Και καθώς η ομάδα ανασυντασσόταν, η Μιέτ έσφιξε το χέρι του Σιλβέρ, που στεκόταν δίπλα της ακριβώς και ψιθύρισε στο αυτί του:

«Ακούς! Θα παραμείνω μαζί σου. Χαίρεσαι;»

Ο Σιλβέρ χωρίς να της απαντήσει, της έσφιξε κι αυτός το χέρι. Βαθιά συγκινημένος, του ήταν αδύνατο να αντισταθεί στον ενθουσιασμό που είχε συνεπάρει τους συντρόφους του. Η Μιέτ του φαινόταν τόσο όμορφη, τόσο σπουδαία, σαν αγία! Καθώς ανέβαιναν το λόφο την έβλεπε μπροστά του,  να ακτινοβολεί μέσα σε μια κόκκινη δόξα. Πλέον είχε γίνει ένα με την άλλη λατρευτή του αγαπημένη, την Δημοκρατία. Θα ήθελε να είχε αρχίσει κιόλας την δράση, με το όπλο του στον ώμο. Αλλά οι επαναστάτες κινούνταν αργά. Είχαν σαφείς διαταγές να κάνουν όσο το δυνατό λιγότερο θόρυβο. Έτσι το τάγμα προχωρούσε ανάμεσα στις δυο σειρές των φτελιών, όμοιο με γιγάντιο φίδι, που παλλόταν σε κάθε του κίνηση. Η παγωμένη Δεκεμβριάτικη νύχτα, είχε ξανά βυθιστεί στην σιωπή, και μόνο ο Βιόρν φαινόταν να βρυχάται μεγαλόφωνα.

Φτάνοντας στα πρώτα σπίτια του προαστίου, ο Σιλβέρ έτρεξε μπροστά για να πάρει το όπλο του από το Αιρ Σαιν Μιτρ, το οποίο βρήκε να κοιμάται κάτω από το φεγγαρόφωτο. Όταν ξαναβρήκε τους επαναστάτες, αυτοί είχαν φτάσει κιόλας στην Ρωμαϊκή Πύλη. Η Μιέτ έσκυψε και του είπε με το παιδικό της χαμόγελο:

«Νιώθω σαν να βρίσκομαι στην λιτανεία της γιορτής της Αγίας Δωρεάς, και πως κουβαλάω το λάβαρο της Παναγίας.»

με την επιφύλαξη και διατήρηση παντός δικαιώματος  © 2020