Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Émile Zola - Η περιουσία των Ρουγκόν Κεφάλαιο 4

Émile Zola - Η περιουσία των Ρουγκόν Κεφάλαιο 4

Ο Αντουάν Μακάρ επέστρεψε στο Πλασσάν μετά από την πτώση του Ναπολέοντα. Είχε την απίστευτη τύχη να απολυθεί πριν από τις τελευταίες και μοιραίες εκστρατείες της Αυτοκρατορίας. Είχε συρθεί από τον ένα στρατώνα στον άλλο, χωρίς τίποτα να τον αποσπάσει από την αποβλάκωση της στρατιωτικής ζωής. Αυτός ο τρόπος ζωής ολοκλήρωσε την εξέλιξη των φυσικών του ελαττωμάτων. Η οκνηρία του έγινε δικαιολογημένη˙ η κρασοκατάνυξη, η  οποία του κόστισε αμέτρητες τιμωρίες, κατέληξε να φαίνεται στα μάτια του, ως η πλέον αληθινή θρησκεία.  Αλλά αυτό που τον κατέστησε αχρειότερο των αχρείων ήταν η βαθιά περιφρόνηση που απέκτησε για όλους τους φτωχοδιάβολους, δηλαδή όσους έχυναν ιδρώτα για να κερδίσουν το καθημερινό τους ψωμί.

«Έχω λεφτά πίσω στην πατρίδα, έλεγε συχνά στους συντρόφους του˙ μόλις τελειώσω την θητεία μου, θα μπορώ να ζω σαν αληθινός αστός».

Αυτή του η πεποίθηση σε συνδυασμό με την βλακώδη άγνοιά του, τον εμπόδισαν να ανέλθει έστω και ως τον βαθμό του δεκανέα.

Από την ημέρα της αναχώρησής του, δεν είχε έρθει να περάσει ούτε μια μέρα στο Πλασσάν, καθώς ο αδερφός του έβρισκε συνεχώς χίλιες δυο προφάσεις, για να τον κρατήσει σε απόσταση. Συνεπώς αγνοούσε εντελώς τον δόλιο τρόπο με τον οποίο ο Πιέρ είχε αρπάξει την περιουσία της μητέρας τους. η Αντελαΐντ με την φανερή αδιαφορία της, δεν μπήκε στον κόπο να του γράψει ούτε δυο λέξεις, έστω για να του πει πως ήταν καλά. Η σιωπή που συνόδευε γενικώς τις αναρίθμητες εκκλήσεις του για χρήματα, δεν του προκάλεσε την παραμικρή υποψία˙ η τσιγκουνιά του Πιέρ αρκούσε για να εξηγήσει το γιατί δεν λάμβανε έστω κι ένα εικοσόφραγκο από καιρού εις καιρόν. Αυτό ωστόσο μεγάλωσε την αντιπάθεια που ένιωθε για τον αδερφό του, ο οποίος τον άφηνε να μαραζώνει στην υπηρεσία, ενώ προηγουμένως του είχε υποσχεθεί πως θα εξαγόραζε την θητεία του. 

Ορκίστηκε μάλιστα πως μόλις θα επέστρεφε σπίτι δεν θα ανεχόταν πια να υπακούει σαν να ήταν μικρό παιδί και επιπλέον θα διεκδικούσε το μερτικό του από την περιουσία, για να ζήσει, καταπώς του άρεσε. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής, μέσα στην ταχυδρομική άμαξα ονειρευόταν μια υπέροχη ζωή μέσα στη νωχέλεια. Ήταν τρομερό όταν είδε τα φτιαγμένα από άμμο παλάτια του να γκρεμίζονται. Όταν έφτασε στο προάστιο κι έψαξε μάταια να βρει τον φράχτη των Φουκ, έμεινε άναυδος.  Υποχρεώθηκε να ρωτήσει προκειμένου να πληροφορηθεί την νέα διεύθυνση της μητέρας του. Εκεί εκτυλίχθηκε μία τρομερή σκηνή. Η Αντελαΐντ ατάραχη τον ενημέρωσε για την εκποίηση της περιουσίας. Έγινε έξαλλος, μάλιστα έφτασε ως το σημείο να σηκώσει το χέρι του εναντίον της. Η φτωχή γυναίκα έλεγε και ξανάλεγε:

«Ο αδερφός σου πήρε τα πάντα˙ μου έδωσε να καταλάβω πως θα φροντίσει για σένα».

Τελικά έφυγε και έτρεξε κατευθείαν στο σπίτι του Πιέρ, ο οποίος είχε ήδη πληροφορηθεί την επιστροφή του και ήταν έτοιμος να τον δεχτεί, ώστε να τον ξαποστείλει οριστικά, ειδικά αν ο Αντουάν τολμούσε να ξεστομίσει καμιά βαριά κουβέντα.

«Ακούστε, του είπε ο λαδέμπορος εκδηλώνοντας  μια απόμακρη ψυχρότητα, μη με χολοσκάτε ειδάλλως θα σας πετάξω έξω από την πόρτα. Εκτός αυτού δεν σας γνωρίζω. Δεν φέρουμε το ίδιο όνομα. Μου φτάνει η λύπη μου για την κακή συμπεριφορά της μητέρας μου, δεν θα ανεχτώ να έρχονται εδώ και τα μπάσταρδά της για να με προσβάλλουν. Ήμουν θετικά διακείμενος απέναντι στο άτομό σας, αλλά εφόσον είστε τόσο αυθάδης, δεν προτίθεμαι να κάνω το παραμικρό για εσάς, ούτε καν το απολύτως ελάχιστο».

Ο Αντουάν παραλίγο να πνιγεί από τον θυμό του.

«Και τα λεφτά μου, ξεφώνησε, θα μου τα επιστρέψεις, παλιοκλέφτη, ή θα χρειαστεί να σε σύρω στα δικαστήρια;»

Ο Πιέρ ανασήκωσε τους ώμους:

«Δεν πήρα εγώ τα χρήματά σας, απάντησε με απόλυτη ηρεμία. Η μητέρα μου διέθεσε την περιουσία της κατά το δοκούν. Δεν υπάρχει περίπτωση να ανακατευτώ στις υποθέσεις της. Έχω ήδη εγκαταλείψει αυτοβούλως κάθε ελπίδα για κληρονομιά. Οι δόλιες κατηγορίες σας δεν μπορούν να με βλάψουν.

Και καθώς ο Αντουάν ερεθισμένος από την πρωτοφανή ψυχραιμία του αδερφού του, προσπάθησε να ψελλίσει κάτι, ο Πιέρ του πέταξε στα μούτρα την απόδειξη που είχε υπογράψει η Αντελαΐντ. Το διάβασμα αυτού του χαρτιού επέφερε το τελειωτικό χτύπημα στον ήδη συντετριμμένο Αντουάν.

«Εντάξει λοιπόν, είπε σε πιο ήρεμο τόνο, τώρα ξέρω τι μου απομένει να κάνω».

  Η αλήθεια ήταν πως στην πραγματικότητα δεν ήξερε τι να κάνει. Η αδυναμία του να βρει έναν άμεσο τρόπο για να πάρει το μερίδιό του μαζί με την εκδίκησή του, αύξαινε ακόμη πιο πολύ την οργή του. Επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του και την υποχρέωσε να υποστεί μία εξευτελιστική ανάκριση. Η δύστυχη γυναίκα μπορούσε μονάχα να του υποδείξει τον Πιέρ ως αυτουργό της όλης ιστορίας.

«Νομίζεις, της φώναξε αγενέστατα, πως μπορείς να με κάνεις να τρέχω πέρα – δώθε σαν μπαλάκι; Σύντομα θα μάθω ποιος από τους δυο σας έχει το παραδάκι. Ή μπας και το ξεκοκάλισες ήδη…;»

Και υπαινισσόμενος το περασμένο της παραστράτημα, την ρώτησε αν τα έχει με κάποιον αλήτη κι αν έδωσε σε εκείνον την τελευταία της πεντάρα. Δεν χαρίστηκε ούτε στον πατέρα του, εκείνον τον μπεκρούλιακα τον Μακάρ, όπως τον αποκαλούσε, που την ξεζούμιζε ως τον θάνατό του και που άφησε τα παιδιά του στους πέντε δρόμους. Η ταλαίπωρη γυναίκα τον άκουγε άναυδη. Χοντρά δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της. Προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της, έντρομη σα μικρό παιδί και απαντούσε στις ερωτήσεις του γιου της με τον ίδιο τρόπο που θα απολογούταν μπροστά σε ένα δικαστή, ορκιζόταν πως είχε καλή διαγωγή κι όλη την ώρα επαναλάμβανε πως δεν έχει φράγκο, αφού ο Πιερ πήρε τα πάντα. Με τα πολλά τελικά ο Αντουάν κατέληξε να την πιστέψει.

«Α! Το σκουλήκι! Μουρμούρισε˙ ώστε γι’ αυτό δεν φρόντισε να εξαγοράσει την θητεία μου».

Αναγκάστηκε να κοιμηθεί στο σπίτι της μητέρας του, πάνω σε ένα αχυρόστρωμα που βρισκόταν πεταμένο σε μια γωνιά. Είχε επιστρέψει με αδειανές τις τσέπες κι ότι τον έκανε περισσότερο έξαλλο ήταν πως ο ίδιος βρισκόταν χωρίς το ελάχιστο εισόδημα, παρατημένος σαν το σκυλί στους πέντε δρόμους, χωρίς λίγη ζεστασιά ή ένα μέρος να μείνει ενώ ο αδερφός του έκανε χρυσές δουλειές και τρωγόπινε βασιλικά. Μιας και δεν είχε χρήματα για να αγοράσει καινούργια ρούχα βγήκε από το σπίτι, την επομένη με τον μανδύα του συντάγματος και το στρατιωτικό του παντελόνι. Για καλή του τύχη ανακάλυψε στο πάτο ενός ντουλαπιού ένα παλιό σακάκι από κιτρινωπό βελούδο, τριμμένο και μπαλωμένο, το οποίο άλλοτε ανήκε στο Μακάρ. Με αυτήν την αλλόκοτη ενδυμασία κατέβηκε στην πόλη, για να πει την ιστορία του και να ζητήσει το δίκιο του.

Οι άνθρωποι, στους οποίους προσέτρεξε για συμβουλές, τον αντιμετώπισαν με μια περιφρόνηση που του έφερε δάκρυα οργής. Στην επαρχία ο κόσμος στέκεται αμείλικτος απέναντι στις ξεπεσμένες οικογένειες. Σύμφωνα με την κοινή γνώμη, ήταν αυτονόητο πως κάποτε οι Ρουγκόν Μακάρ θα αλληλοσπαράσσονταν. Οι θεατές, αντί να μπουν στην μέση και να τους ξεχωρίσουν, προτιμούσαν να τους δουν τους να τρώγονται. Εκείνη την εποχή ο Πιερ πάσχιζε να ξεπλύνει τις βρωμιές του παρελθόντος. Όλοι γελούσαν με τη κατεργαριά του˙ κάποιοι έφτασαν στο σημείο να πουν, πως καλά έκανε, αν όντως πήρε τα χρήματα, και αυτό θα ήταν ένα καλό μάθημα για όλους τους άσωτους ανθρώπους της πόλης.

Ο Αντουάν γύρισε πίσω αποθαρρυμένος. Ένας δικηγόρος τον συμβούλεψε, με περιφρονητική διάθεση, να μαζέψει τα άπλυτά του και να γυρίσει στο σπιτάκι του, αφού βέβαια φρόντισε να σιγουρευτεί πως ο νεαρός δεν είχε τα απαιτούμενα χρήματα για να προχωρήσει σε κάποια μήνυση. Σύμφωνα με τον δικηγόρο, η υπόθεση ήταν ιδιαίτερα περιπλεγμένη, οι αντιδικίες θα τραβούσαν σε μάκρος και η επιτυχής έκβαση ήταν αμφίβολη. Επιπλέον η όλη διαδικασία απαιτούσε χρήματα, πάρα πολλά χρήματα.

Το ίδιο βράδυ ο Αντουάν έγινε ακόμη πιο βάναυσος με την μητέρα του˙ μην έχοντας σε ποιον να ξεσπάσει, άρχισε πάλι να την κατηγορεί για τα ίδια πράγματα˙ κράτησε ξύπνια την δυστυχισμένη γυναίκα ως τα βαθιά μεσάνυχτα κι αυτή έτρεμε από τον φόβο και την ντροπή της. Η Αντελαΐντ του ομολόγησε πως ο Πιέρ της χορηγούσε ένα επίδομα. Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Αντουάν σιγουρεύτηκε πως ο αδερφός του είχε βάλει στο χέρι τα πενήντα χιλιάδες φράγκα. Μα μέσα στον εκνευρισμό του, υποκρίθηκε πως διατηρούσε τις αμφιβολίες του και δεν έπαψε να ανακρίνει την τσακισμένη γυναίκα κάνοντας δήθεν πως συνέχιζε να πιστεύει ότι αυτή έφαγε την περιουσία της με διάφορους εραστές.

«Έλα τώρα, το ξέρω πως ο πατέρας μου δεν ήταν ο μόνος», είπε στο τέλος με χυδαιότητα.

Μετά από αυτό το τελευταίο ξέσπασμα, η μητέρα του κατέρρευσε τρέμοντας πάνω σε ένα παλιό ντιβάνι και πέρασε εκεί όλη την νύχτα κλαίγοντας με αναφιλητά.




Ο Αντουάν σύντομα κατάλαβε πως μονάχος του και χωρίς εισοδήματα, δεν μπορούσε να τα βάλει με τον αδερφό του. Αρχικά προσπάθησε να πάρει την Αντελαΐντ με το μέρος του˙ μια κατηγορία προερχόμενη από την ίδια σίγουρα θα είχε μεγαλύτερη βαρύτητα. Αλλά αυτή η φτωχή γυναίκα, η τόσο μαλθακή και τόσο ράθυμη, μόλις άκουσε την πρόταση του Αντουάν αρνήθηκε σθεναρά να ενοχλήσει τον μεγαλύτερο γιο της.

«Είμαι μια άθλια, ψέλλισε. Έχεις κάθε δίκιο να θυμώνεις. Αλλά θα με έτρωγαν οι τύψεις αν οδηγούσα ένα από τα παιδιά μου στην φυλακή. Όχι, χίλιες φορές να με δείρεις».

Ο Αντουάν είδε πως με τα δάκρυα δεν έβγαινε τίποτα και αρκέστηκε να της πει πως της άξιζε η τιμωρία της και πως δεν αισθανόταν τον παραμικρό οίκτο για εκείνη. Το βράδυ η Αντελαΐντ ταραγμένη όπως ήταν από τους απανωτούς καυγάδες με τον γιο της, έπαθε μία από τις συνηθισμένες της νευρικές κρίσεις που την κρατούσαν άκαμπτη, με τα μάτια ανοιχτά, σαν πεθαμένη. Ο νεαρός άνδρας την πέταξε στο κρεβάτι της˙ ύστερα χωρίς να της ρίξει δεύτερη ματιά, αναποδογύρισε όλο το σπίτι για να δει μήπως έκρυβε κάπου τίποτε οικονομίες. Ανακάλυψε γύρω στα σαράντα φράγκα. Τα πήρε και, ενώ η μητέρα του παρέμενε εκεί, ακίνητη και χωρίς ανάσα, αυτός βγήκε αθόρυβα στον δρόμο που οδηγούσε στην Μασσαλία.

Του είχε έρθει μία καινούργια ιδέα. Σκέφτηκε πως ο Μουρέ ο εργάτης που δούλευε στα πιλοποιία και είχε παντρευτεί την αδερφή του, την Ούρσουλα, μάλλον δεν είχε πληροφορηθεί την ατιμία του Πιέρ και αναμφίβολα θα ήθελε να προστατέψει τα συμφέροντα της συζύγου του. Δυστυχώς  όμως ο Μουρέ αποδείχτηκε τελείως διαφορετικός από αυτό που περίμενε ο Αντουάν. Του ξεκαθάρισε πως είχε συνηθίσει να φροντίζει την Ούρσουλα σαν να ήταν ορφανή και πως δεν ήθελε, με καμία δύναμη, να έχει πάρε δώσε με την οικογένειά της. οι δουλειές του πήγαιναν περίφημα. Ο Αντουάν μετά από την ψυχρή υποδοχή που του επιφύλαξαν, βιάστηκε να πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Αλλά πριν φύγει θέλησε να εκδικηθεί για την κρυφή περιφρόνηση που διάβασε στα μάτια του γαμπρού του˙ παρατηρώντας πως η αδερφή του έδειχνε κάπως χλωμή και καταπτοημένη είπε με σκληρόκαρδη πανουργία στον άνδρα της, την ώρα που ετοιμαζόταν για την αναχώρησή του:

«Φρόντισε όσο μπορείς την αδερφή μου, ήταν πάντα της αδύναμη και βλέπω πως έχει χειροτερέψει˙ μπορεί κάποια μέρα να την χάσεις».

Τα δάκρυα που βούρκωσαν τα μάτια του Μουρέ τον έπεισαν πως είχε ξύσει μια ανοιχτή πληγή. Σε τελική ανάλυση αυτοί οι εργάτες το παράκαναν με την επίδειξη της υποτιθέμενης ευτυχίας τους.

Μετά την επιστροφή του στο Πλασσάν, συνειδητοποίησε για τα καλά πως τα χέρια του ήταν εντελώς δεμένα κι αυτό τον έκανε να απειλεί θεούς και δαίμονες. Για έναν ολόκληρο μήνα περιδιάβαινε στην πόλη. Όργωνε τους δρόμους, διηγούμενος το δράμα του σε όποιος ευκαιρούσε να τον ακούσει. Όποτε κατάφερνε να αποσπάσει κανένα φράγκο από την μητέρα του, πήγαινε σε κάποιο καπηλειό, κι εκεί βροντοφώναζε πως ο αδερφός του ήταν ένα κάθαρμα και πως σύντομα θα είχε νέα του. Σε κάτι τέτοια μέρη, η αλληλεγγύη που βασιλεύει μεταξύ των μπεκρήδων του εξασφάλισε ευήκοα ώτα˙ όλος ο βούρκος της πόλης του πήρε το μέρος˙ έβριζαν χωρίς σταματημό εκείνο το τέρας τον Ρουγκόν που άφησε χωρίς ψωμί έναν τίμιο στρατιώτη, και η συζήτηση συνήθως τελείωνε με την καταδίκη όλων, αδιακρίτως, των πλουσίων. Ο Αντουάν για να τελειοποιήσει το εκδικητικό του πλάνο, συνέχισε να πηγαινοέρχεται ολούθε φορώντας τον μανδύα και το παντελόνι από τον στρατό καθώς και εκείνο το παμπάλαιο κίτρινο σακάκι από βελούδο, παρόλο που η μητέρα του προσφέρθηκε να του αγοράσει καλύτερα ρούχα. Επιδείκνυε τα κουρέλια του, βολτάροντας κάθε Κυριακή στα πιο πολυσύχναστα σημεία της λεωφόρου Σωβέρ.

Μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις του ήταν το να περνάει δέκα φορές την ημέρα έξω από το κατάστημα του Πιέρ. Μερικές φορές μεγάλωνε επίτηδες με το δάχτυλό του τις τρύπες από το σακάκι του, βράδυνε το βήμα του και έπιανε επίτηδες κουβέντα μπροστά στην πόρτα του μαγαζιού, ώστε να μπορεί να παραμένει για περισσότερη ώρα στον δρόμο. Μάλιστα φρόντιζε τακτικά να έχει μαζί του και κάποιον από τους μπεκρήδες φίλους του, που του παραστεκόταν σαν συνεργός˙ του διηγιόταν, μεγαλόφωνα, την υπεξαίρεση των πενήντα χιλιάδων φράγκων, διανθίζοντας την κουβέντα του με βρισιές και απειλές, έτσι ώστε να τον ακούει όλη η γειτονιά και να φτάνουν όλες οι κατηγόριες στον παραλήπτη τους, ως το βάθος του λαδάδικου.

«Στο τέλος, έλεγε απελπισμένη η Φελισιτέ, θα καταλήξει να ζητιανεύει έξω από το σπίτι μας».

Η μικροσκοπική ματαιόδοξη γυναίκα, υπέφερε τρομερά από αυτό το σκάνδαλο. Έφτασε ως το σημείο να μετανιώνει κάπως για τον γάμο της με τον Ρουγκόν˙ η οικογένεια του συζύγου της παραήταν φρικτή. Θα έδινε τα πάντα για να σταματήσει ο Αντουάν να παρελαύνει ντυμένος με τα αποφόρια του. αλλά ο Πιέρ πανικόβλητος από τον διαρκή έλεγχο του αδερφού του, απαγόρευε να γίνεται και η παραμικρή αναφορά σε αυτόν. Κάθε φορά που η γυναίκα του προσπαθούσε να τον πείσει πως ίσως θα ήταν καλύτερα να δώσει στον Αντουάν λίγα χρήματα προκειμένου να τον ξεφορτωθεί, αυτός της απαντούσε οργισμένα:

«Όχι, τίποτα, ούτε δεκάρα τσακιστή. Άσ’ τον να ψοφολογήσει!».

Στο τέλος όμως υποχρεώθηκε να παραδεχτεί πως η συμπεριφορά του Αντουάν είχε καταντήσει ανυπόφορη. Μια μέρα η Φελισιτέ επιθυμώντας να βάλει ένα τέλος στην όλη υπόθεση, κάλεσε αυτόν τον «άνθρωπο», όπως τον αποκάλεσε η ίδια παίρνοντας ταυτόχρονα ένα απαξιωτικό ύφος. Αυτός ο «άνθρωπος» ετοιμαζόταν πάλι να αρχίσει το υβρεολόγιό του, καταμεσής του δρόμου, όπου στεκόταν μαζί με έναν από τους φίλους του, ακόμα πιο κουρελή από δαύτον. Και οι δυο ήταν σκνίπα στο μεθύσι.

«Για έλα, μας ζητάνε από εκεί μέσα», είπε ο Αντουάν στον σύντροφό του με κοροϊδευτική φωνή.
  
Η Φελισιτέ πισωπάτησε ψελλίζοντας:

«Με εσένα κατ’ ιδίαν θέλω να μιλήσω».

«Αμ δε! Της απάντησε ο νεαρός άνδρας, το φιλαράκι από δω είναι εντάξει παιδί. Μπορεί να ακούει τα πάντα. Θα είναι ο μάρτυράς μου».

Ο μάρτυρας κάθισε βαρύς σε μια καρέκλα. Δεν έβγαλε το καπέλο του και άρχισε να κοιτάζει ολόγυρά του, με εκείνο το ζαβλακωμένο χαμόγελο των αλκοολικών και των χυδαίων ανθρώπων που αισθάνονται πως έχουν το πάνω χέρι. Η Φελισιτέ, καταντροπιασμένη, κάθισε μπροστά στην πόρτα του καταστήματος, για να μη βλέπουν οι περαστικοί την ανεκδιήγητη συντροφιά που είχε καλέσει. Ευτυχώς ο σύζυγός της ήρθε να την βγάλει από την δύσκολη θέση. Ένας βίαιος καυγάς ξέσπασε ανάμεσα σε αυτόν και τον αδερφό του. Ο Αντουάν του οποίου το υβρεολόγιο μπορούσε να τσακίσει κόκαλα, επανέλαβε πάνω από είκοσι φορές τις, ξανά και ξανά, τις ίδιες κατηγορίες. Στο τέλος μάλιστα ξέσπασε σε κλάματα κι ο σύντροφός του παραλίγο να κάνει το ίδιο. Ο Πιέρ είχε υπερασπιστεί τον εαυτό του κρατώντας μια κόσμια στάση.

«Για να δούμε, είπε τελικά, είσαι δυστυχισμένος και προσωπικά αισθάνομαι λύπη για σένα. Παρόλο που με προσέβαλες σκληρότατα, δεν ξεχνώ πως έχουμε την ίδια μητέρα. Όμως αν τελικά σου δώσω κάτι, ξέρε πως το κάνω από την καλή μου την καρδιά και όχι επειδή σε φοβάμαι… Θα ήθελες εκατό φράγκα για να βγεις από την δύσκολη θέση;»

Αυτή η απροσδόκητη προσφορά των εκατό φράγκων έφερε ζαλάδα στον σύντροφο του Αντουάν. Έριξε μια ματιά γεμάτη ικανοποίηση στον φίλο του το νόημα της οποίας ήταν ξεκάθαρο: «Αφού το αφεντικό προσφέρει εκατό φράγκα τέρμα οι βρισιές και τα καντήλια». Αλλά ο Αντουάν ήθελε να βγάλει όσο το δυνατόν περισσότερα από την ευνοϊκή διάθεση του αδερφού του. Τον ρώτησε αν πρόκειται περί φάρσας˙ αυτός απαιτούσε το μερτικό του, δηλαδή τα δέκα χιλιάδες φράγκα.

«Κάνεις λάθος, κάνεις λάθος», τραύλισε ο φίλος του.

Τελικά, μόλις ο Πιέρ, χάνοντας την υπομονή του, απείλησε να πετάξει και τους δύο έξω ο Αντουάν μείωσε τις απαιτήσεις του και μονομιάς δεν ζητούσε περισσότερα από χίλια φράγκα. Συνέχισαν να διαφωνούν για δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά σχετικά με το μέγεθος του ποσού. Τότε επενέβη η Φελισιτέ. διάφοροι περίεργοι είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται έξω από το μαγαζί.

«Ακούστε, είπε, με κατηγορηματικό ύφος, ο σύζυγός μου θα σας δώσει διακόσια φράγκα, κι εγώ αναλαμβάνω να σας αγοράσω μία ολοκληρωμένη γκαρνταρόμπα και να σας νοικιάσω ένα δωμάτιο για έναν χρόνο».

Ο Ρουγκόν ενοχλήθηκε. Αλλά ο σύντροφος του Αντουάν, συνεπαρμένος από τον ενθουσιασμό του, φώναξε:

«Η συμφωνία έκλεισε, ο φίλος μου δέχεται».

Πράγματι ο Αντουάν δήλωσε απρόθυμα πως συμφωνεί. Καταλάβαινε πως δεν τον έπαιρνε να ζητήσει περισσότερα. Συμφωνήθηκε να του στείλουν τα χρήματα και τα ρούχα την ερχόμενη ημέρα και λίγες μέρες αργότερα, μόλις η Φελισιτέ έβρισκε το κατάλληλο δωμάτιο γι’ αυτόν, θα μπορούσε να εγκατασταθεί εκεί. Την ώρα που έφευγαν, ο μεθύστακας που συνόδευε τον νεαρό άνδρα ήταν τόσο σεβαστικός όσο αναιδής υπήρξε προηγουμένως˙ υποκλίθηκε στην ομήγυρη πάνω από δέκα φορές με έναν αδέξιο αέρα ταπείνωσης, μουρμουρίζοντας πολλές ευχαριστίες, λες και τα δώρα του Ρουγκόν προορίζονταν γι’ αυτόν.
  
Μια εβδομάδα αργότερα ο Αντουάν μετακόμισε σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο στην παλιά συνοικία, το οποίο η Φελισιτέ, εκπληρώνοντας τις υποσχέσεις της με το παραπάνω, προκειμένου να τους αφήσει πλέον ήσυχους, εξόπλισε με ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και κάμποσες καρέκλες. Η Αντελαΐντ δεν λυπήθηκε καθόλου που έφυγε ο γιος της˙ εδώ και τρεις μήνες, δηλαδή όσο καιρό αυτός έμεινε μαζί της, ήταν υποχρεωμένη να τρώει σκέτο ψωμί και να πίνει μονάχα νερό. Πολύ γρήγορα ο Αντουάν σκόρπισε τα διακόσια φράγκα στο φαί και το πιοτό. Ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκε να επενδύσει τα λεφτά του σε κάποια δουλίτσα που θα του εξασφάλιζε ένα εισόδημα. Μόλις έμεινε ξανά χωρίς δεκάρα, όντας άνεργος, και χωρίς την παραμικρή διάθεση για δουλειά, προσπάθησε να βάλει για άλλη μια φορά χέρι στο πορτοφόλι του Ρουγκόν. Όμως τα πράγματα πλέον είχαν αλλάξει και δεν κατάφερε να τους εκβιάσει. 

Ο Πιέρ δραττόμενος της ευκαιρίας τον πέταξε έξω κακήν κακώς, απαγορεύοντας του να πατήσει άλλη φορά το πόδι του στην οικία του. Ο Αντουάν άρχισε πάλι τις κατηγορίες αλλά αυτή την φορά όλα ήταν μάταια: Η πόλη που είχε πληροφορηθεί για την γενναιοδωρία του αδερφού του, καθώς η Φελισιτέ φρόντισε να την διατυμπανίσει παντού, έδωσε άδικο στον Αντουάν, και τον χαρακτήρισε ως τεμπέλη. Εν τω μεταξύ η πείνα τον θέριζε. Απείλησε πως θα γινόταν λαθρέμπορος, σαν τον πατέρα του, και θα διέπραττε εγκλήματα που θα ντρόπιαζαν την τιμή της οικογενείας τους. Ο Ρουγκόν ανασήκωσε τους ώμους: ήξεραν πως παραήταν δειλός για να διακινδυνεύσει το τομάρι του. Τελικά γεμάτος από βουβή οργή ενάντια στους στενούς συγγενείς του και ολόκληρη την κοινωνία εν γένει, ο Αντουάν αποφάσισε να ψάξει για δουλειά.

Είχε γνωρίσει σε ένα καπηλειό των προαστίων, έναν καλαθοποιό, ο οποίος εργαζόταν κατ’ οίκον. Προσφέρθηκε να τον βοηθήσει. Σε λίγο καιρό έμαθε να πλέκει καλάθια και κοφίνια. Αυτή η δουλειά μπορεί ήταν τραχιά και κακοπληρωμένη, όμως του εξασφάλιζε σίγουρες πωλήσεις. Σύντομα δούλευε για λογαριασμό του. Αυτό το επάγγελμα τον ευχαριστούσε καθώς δεν ήταν ιδιαίτερα κοπιαστικό. Μπορούσε ακόμα να επιδίδεται στο ραχάτι του, κι αυτό ακριβώς ήταν ό,τι επιθυμούσε περισσότερο. Στρωνόταν στην δουλειά, μονάχα, όταν δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, πλέκοντας με φούρια καμιά ντουζίνα καλάθια τα οποία έπειτα πουλούσε στην αγορά. Όσο καιρό του βαστούσαν τα λεφτά, σουλατσάριζε εδώ κι εκεί, παίρνοντας σβάρνα τις ταβέρνες, κι έπειτα λιαζόταν για τη χώνεψη˙ ύστερα μετά από μιας μέρας νηστεία, ξανάπιανε τις χορταρένιες βέργες του γκρινιάζοντας χαμηλόφωνα και βρίζοντας τους πλούσιους και την αργόσχολη ζωή τους. 

Το εμπόριο καλαθιών όταν γίνεται με αυτούς του ρυθμούς, δεν είναι ιδιαίτερα αποδοτικό˙ η δουλειά από μόνη της δεν απέφερε αρκετά για μπορεί να πληρώνει το καθημερινό του μεθύσι, όμως ο Αντουάν είχε βρει έναν τρόπο να εφοδιάζεται τις λυγαριές που χρειαζόταν με ελάχιστο κόστος. Δεν αγόραζε τις πρώτες ύλες του στο Πλασσάν, ισχυριζόμενος πως εφοδιαζόταν μια φορά το μήνα τα υλικά του από ένα γειτονικό χωριό, που πουλούσαν φθηνότερα. Στην πραγματικότητα όμως μάζευε τις λυγαριές από τον Βιόρν, τις νύχτες που δεν είχε φεγγάρι. Μάλιστα μια φορά ένας αγρονόμος τον έπιασε επ’ αυτοφώρω, και υποχρεώθηκε να περάσει λίγες μέρες στην φυλακή. Από τότε και στο εξής ξεκίνησε να παρασταίνει τον παράφορο δημοκράτη. Υποστήριζε πως ο ίδιος καθόταν ήσυχος καπνίζοντας την πίπα του στην οχθη του ποταμού, όταν ήρθε ο αγρονόμος και τον συνέλαβε. Και προσέθετε:

«Θα ήθελαν να με ξεφορτωθούν, γιατί ξέρουν ποια είναι τα πιστεύω μου. Αλλά εγώ δεν φοβάμαι αυτά τα πλούσια αποβράσματα».

Τελικά μετά από μια δεκαετία ασωτίας και τεμπελιάς, ο Μακάρ θεώρησε πως παρακουράστηκε από την τόση βαριά δουλειά. Ονειρευόταν διαρκώς να βρει έναν τρόπο για να ζει άνετα χωρίς να είναι υποχρεωμένος να κάνει το παραμικρό. Η απραξία του δεν μπορούσε να τρέφεται με σκέτο νερό και ψωμί. Δεν ήταν σαν ορισμένος οκνούς ανθρώπους που ανέχονται την πείνα προκειμένου να κάθονται με τα χέρια σταυρωμένα. Ήθελε και καλό φαΐ και ωραίο ραχάτι. Κάποια στιγμή έλεγε να εργαστεί ως υπηρέτης κοντά σε κάποιον ευγενή της συνοικίας του Σαιν Μαρκ. Αλλά ένας φίλος του, που δούλευε ως ιπποκόμος, τον κατατρόμαξε περιγράφοντάς του τις απαιτήσεις των αφεντάδων του. Ο Μακάρ είχε σιχαθεί τα καλάθια και βλέποντας πως πλησίαζε η μέρα που θα υποχρεωνόταν να πληρώνει για τις απαραίτητες πρώτες ύλες του, σκέφτηκε στα σοβαρά τον ενδεχόμενο να επιστρέψει στον στρατό, τον οποία προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα από την ζωή του τεχνίτη, όμως εκείνη την κρίσιμη ώρα γνώρισε μια γυναίκα που με την παρουσία της ανέτρεψε τα σχέδιά του.

Η Ζοζεφίνα Γκαβοντάν, γνωστή σε όλη την πόλη με το παρανόμι η Φίνα, ήταν μια ψηλή και εύσωμη γυναίκα, τριάντα περίπου ετών. Το τετράγωνο πρόσωπό της είχε ανδρικές αναλογίες γύρω από το σαγόνι και το χείλη της φύτρωναν κάμποσες αραιές αλλά υπερβολικά μακριές τρίχες. Έδινε την εντύπωση δυναμικής γυναίκας, τέτοιας που η γροθιά της θα μπορούσε να κάνει κάμποσα κεφάλια να γυρίσουν. Οι ανοιχτοί της ώμοι και τα τεράστια μπράτσα της ενέπνεαν έναν τεράστιο σεβασμό στα πιτσιρίκια, που δεν τολμούσαν ούτε καν να χαμογελάσουν στην θέα του μουστακιού της. Μολαταύτα η Φίνα είχε μια απαλή φωνούλα, αδύναμη και καθάρια σαν μικρού παιδιού. Όσοι την ήξεραν βεβαίωναν πως ήταν ήσυχη σαν αρνάκι, παρά την επιβλητική της εμφάνιση. Ήταν δουλευταρού με τα όλα της, και θα μπορούσε να έχει ένα σημαντικό κομπόδεμα, αν δεν είχε μια μεγάλη αδυναμία στα ηδύποτα. Τρελαινόταν για το ανιζέτ. Συχνά, τα βράδια της Κυριακής έπρεπε να την μεταφέρουν σηκωτή ως το σπίτι της.

Όλη τη βδομάδα δούλευε γερά σαν ζώο. Έκανε τρεις και τέσσερις δουλειές, πουλούσε φρούτα ή βραστά κάστανα στην αγορά, ανάλογα με την εποχή, φρόντιζε το νοικοκυριό για ορισμένες εύπορες οικογένειες, αναλάμβανε την λάντζα στα σπίτια που δινόταν κάποια δεξίωση και στον ελεύθερο χρόνο της επιδιόρθωνε παλιές καρέκλες. Κυρίως με την τελευταία της ιδιότητα ήταν γνωστή σε όλη την πόλη. Στον γαλλικό νότο οι ψάθινες καρέκλες είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς.

Ο Αντουάν Μακάρ είχε γνωρίσει τη Φίνα στην αγορά. Όταν ερχόταν να πουλήσει τα καλάθια του τον χειμώνα, καθόταν, για να ζεσταθεί, κοντά στην σόμπα που μαγείρευε τα κάστανά της. Θαύμαζε το κουράγιο της, αυτός, που φοβόταν και την ελάχιστη εργασία. Με τον καιρό, ανακάλυψε κάτω από την φαινομενική τραχύτητα αυτής της ψωμωμένης γυναίκας, την συνεσταλμένη της πλευρά καθώς και πολλές κρυμμένες αρετές. Συχνά την έβλεπε να μοιράζει με τις χούφτες τα γλυκά κάστανα στα ρακένδυτα αλητάκια που στέκονταν εκστατικά γύρω από την αχνιστή χύτρα της. Άλλες φορές, όταν ο επιθεωρητής της αγορανομίας την απόδιωχνε, έμοιαζε έτοιμη να μπήξει τα κλάματα, ξεχνώντας προφανώς πως διέθετε δύο γερές γροθιές. 

Ο Αντουάν κατέληξε να σκέφτεται πως αυτή ακριβώς ήταν η γυναίκα που χρειαζόταν. Θα δούλευε και για τους δυο και θα έβαζε σε τάξη του νοικοκυριό τους. Θα γινόταν το υποζύγιο του, ένα υπάκουο, ακούραστο ζώο. Κι όσο για την αγάπη της στα λικέρ, την θεωρούσε ως κάτι το φυσιολογικό. Αφού ζύγισε προσεκτικά τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας ένωσης της έκανε πρόταση γάμου. Η Φίνα πέταξε από την χαρά της. Κανένας άνδρας ως τώρα δεν είχε βρει το θάρρος να την προσεγγίσει. Παρόλο που της είπαν πως ο Αντουάν ήταν ο χειρότερος των καθαρμάτων, δεν είχε την δύναμη να αρνηθεί αυτόν τον γάμο, που η γερή ιδιοσυγκρασία της επιθυμούσε εδώ και καιρό. Από την πρώτη νύχτα του γάμου, ο Αντουάν φρόντισε να εγκατασταθεί στο σπίτι της γυναίκας του, στην οδό Σιβαντιέρ, που βρισκόταν κοντά στην αγορά˙ το νέο του σπίτι αποτελούταν από τρία δωμάτια, πιο άνετα και με καλύτερη επίπλωση από τη δική του, και καθώς άπλωνε την αρίδα του στο διπλό στρώμα του νέου του κρεβατιού έριξε ολόγυρα μια ματιά γεμάτη ικανοποίηση.

Τις πρώτες ημέρες όλα φαίνονταν να πηγαίνουν περίφημα. Η Φίνα ήταν διαρκώς απασχολημένη, όπως και πριν, με τις διάφορες δουλειές της. Τον Αντουάν τον κατέλαβε ένας είδος έγγαμης φιλοτιμίας, γεγονός που εξέπληξε και τον ίδιο, και έπλεξε μέσα σε μια βδομάδα, όσα καλάθια θα έφτιαχνε άλλοτε σε ένα μήνα. Αλλά την Κυριακή ξέσπασε ο πόλεμος. Μέσα στο σπίτι υπήρχε ένα σεβαστό χρηματικό ποσό το οποίο βάλθηκαν να το ξοδέψουν, κατά τον συνήθη τους τρόπο. Αργά την νύχτα, όταν πλέον ήταν και οι δύο τύφλα στο μεθύσι, άρχισαν να παίζουν ξύλο με μανία, χωρίς να είναι σε θέση, την επόμενη ημέρα, να θυμηθούν πως ξεκίνησε ο σκοτωμός. Ως τις δέκα το βράδυ ήταν όλο τρυφερότητες ο ένας για τον άλλο˙ μετά ο Αντουάν βάλθηκε να χτυπάει βάναυσα την Φίνα, η οποία εξοργισμένη, άφησε κατά μέρος την πραότητά της και του ξεπλήρωσε με μπουνιές τα χαστούκια που της είχε ρίξει. Την επομένη, επέστρεψε δυναμικά στην δουλειά της, σα να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Αλλά ο άνδρας της, κακιωμένος ως εκεί που δεν πάει, ξύπνησε αργά και πέρασε την υπόλοιπη ημέρα του καπνίζοντας στην λιακάδα.

Από εκείνη την στιγμή, ο Μακάρ υιοθέτησε τον τρόπο ζωής που θα ακολουθούσαν για το υπόλοιπο του βίου τους. Η μεταξύ τους σιωπηρή συμφωνία όριζε πως η γυναίκα θα ήταν αυτή που με τον ιδρώτα της θα συντηρούσε τον άνδρα. Η Φίνα που είχε μία έμφυτη αγάπη για τη δουλειά, τα δέχτηκε όλα αδιαμαρτύρητα. Είχε αγγελική υπομονή, αρκεί να μην έπινε, θεωρώντας εντελώς φυσιολογική την οκνηρία του ανδρός της, και μάλιστα προσπαθούσε να τον απαλλάξει κι από την ελάχιστη δραστηριότητα. Η μικρή της αδυναμία, το ανιζέτ, δεν την έκανε κακιά, αλλά δίκαιη˙ τις βραδιές που αποξεχνιόταν μπροστά από ένα μπουκάλι με το αγαπημένο της ηδύποτο, αν ο Αντουάν αποφάσιζε να πιάσει τον τσακωμό, έπεφτε πάνω του με νύχια και με δόντια επικρίνοντάς τον για την τεμπελιά και την αχαριστία του. Οι γείτονες με τον καιρό συνήθισαν τις περιοδικές συρράξεις που ξεσπούσαν στο σπίτι του ζευγαριού. Και οι δύο μάχονταν με ευσυνειδησία˙ η γυναίκα χαστούκιζε σαν μητέρα που καταχερίζει το άτακτο παιδί της˙ αλλά ο άνδρας, όντας ύπουλος και μνησίκακος, υπολόγιζε τα χτυπήματά του και, σε πολλές περιπτώσεις, παραλίγο να σακατέψει την δύστυχη γυναίκα.

«Θα καλοπεράσεις, αν μου σπάσεις κανένα χέρι ή πόδι, του έλεγε αυτή. Ποιος θα σε ταΐζει τότε, αρχιτεμπέλαρε;»

Πέρα από αυτά τα βίαια σκηνικά, ο Αντουάν έβρισκε σχετικά υποφερτή την νέα του ζωή. Ντυνόταν καλά, έτρωγε κι έπινε μέχρι σκασμού. Είχε εγκαταλείψει εντελώς την καλαθοπλεκτική˙ μερικές φορές, όταν παραβαριόταν, ξεκίναγε με στόχο να φτιάξει καμιά ντουζίνα˙ αλλά συχνά κολλούσε στο πρώτο και δεν αξιωνόταν ούτε αυτό να ολοκληρώσει. Είχε κάτω από έναν καναπέ, μια αρμαθιά από καλάμια, που έμεναν αχρησιμοποίητα για είκοσι ολόκληρα χρόνια.




Οι Μακάρ απέκτησαν τρία παιδιά, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Η Λίζα  ήταν η πρωτότοκη, γεννημένη στα 1827, ένα χρόνο μετά τον γάμο, δεν έμεινε για πολύ με την οικογένειά της. Ήταν ένα παχουλό και όμορφο παιδί, υγιέστατο, και ολόγερο, που έμοιαζε εξαιρετικά στην μητέρα του. Ωστόσο δεν κληρονόμησε την τυφλή αφοσίωση και τις αντοχές της. Από τον Μακάρ πήρε την έντονη ανάγκη για άνεση και καλοπέραση. Σαν παιδί ήταν πρόθυμη να δουλέψει ολόκληρη την μέρα με αντάλλαγμα ένα μεγάλο κομμάτι γλυκό. Μόλις που είχε πατήσει στα επτά της χρόνια, όταν μια γειτόνισσα των Μακάρ, η σύζυγος του ταχυδρομικού διευθυντού, την συμπάθησε πολύ και την πήρε ως μαθητευόμενη υπηρέτρια. Όταν μάλιστα έχασε τον άνδρα της , στα 1839, πήγε να ζήσει στο Παρίσι και πήρε μαζί της τη Λίζα. Την είχε σχεδόν υιοθετήσει.

Η δεύτερη κόρη, η Ζερβαίζ, που γεννήθηκε την αμέσως επόμενη χρονιά, ήταν ανάπηρη εκ γενετής. Πιθανώς η μητέρα της την συνέλαβε σε μια νύχτα μέθης, μια από εκείνες τις επαίσχυντες νύχτες των ξυλοδαρμών, οπότε η μικρή γεννήθηκε με το δεξιό μηρό συστραμμένο και λεπτότερο κι αυτό ίσως ήταν μια αλλόκοτη κληρονομική αναπαραγωγή της κακοποίησης που υπέστη η μητέρα της σε κάποια στιγμή πάλης και άγριου μεθυσιού. Η Ζερβαίζ παρέμεινε αδύναμη και η Φίνα, βλέποντάς την έτσι χλωμή και εύθραυστη, της έδινε να πιει ανιζέτ, με την πρόφαση πως, το παιδάκι, χρειαζόταν ένα δυναμωτικό. Αυτό προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη αδυναμία στο φτωχό πλασματάκι. Μεγαλώνοντας εξελίχθηκε σε ένα ψηλό κορίτσι, του οποίου τα λεπτά φορέματα, που της έπεφταν πάντα πολύ φαρδιά, κρέμονταν γύρω από το σώμα της λες και ήταν άδεια. Μπορεί το σώμα της να ήταν λιγνό και στραβοκάνικο, αλλά το πρόσωπό της ήταν γλυκό και κουκλίστικο, με ένα μικρό χλωμό κεφαλάκι, ολοστρόγγυλο και ντελικάτο. Ακόμη και το σωματικό της ελάττωμα, με τον καιρό πήρε μια κάποια χάρη. Το κορμί της λικνιζόταν σε κάθε της βήμα με ένα είδος ρυθμικής ταλάντευσης. 

Ο γιος των Μακάρ, ο Ζαν, γεννήθηκε τρία χρόνια αργότερα. Ήταν ένα γεροδεμένο παιδί, που σε καμία περίπτωση δεν θύμιζε την ασθενική Ζερβαίζ. Είχε πάρει από την μητέρα του, όπως και η μεγαλύτερη αδερφή του, χωρίς όμως να της μοιάζει ως προς την εξωτερική εμφάνιση. Ήταν ο πρώτος, από τους Ρουγκόν – Μακάρ που έφερε ένα πρόσωπο κάπως παχουλό με κανονικές αναλογίες, το οποίο απέπνεε την ψυχρότητα μιας σοβαρής, αν και όχι υπερβολικά έξυπνης ιδιοσυγκρασίας. Το αγόρι μεγάλωνε έχοντας ένα όνειρο, που ήθελε να πραγματοποιήσει πάση θυσία: να εξασφαλίσει για τον εαυτό του μια ανεξάρτητη θέση. Πήγαινε τακτικά στο σχολειό και βασάνιζε το μυαλό του προκειμένου να το κάνει να χωρέσει λίγη αριθμητική και κάμποση ορθογραφία. Στη συνέχεια πήγε να εργαστεί ως μαθητευόμενος, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες προσπάθειες με ένα πείσμα άξιο επαίνου, καθώς ο ίδιος χρειαζόταν μια ολάκερη μέρα, για να μάθει όσα οι άλλοι έπιαναν σε μια ώρα.

Όσο καιρό τα φτωχά μικράκια αποτελούσαν μια επιβάρυνση για τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ο Αντουάν ήταν μέσα στην γκρίνια. Τα έβλεπε ως άχρηστα στόματα που ροκάνιζαν το δικό του μερίδιο. Είχε ορκιστεί, τα ίδια όπως κι αδερφός του, να μην κάνει άλλα παιδιά, καθώς αυτά τα αδηφάγα παράσιτα ήταν ικανά να τον αφήσουν στην ψάθα. Το λόγια δεν αρκούν για να περιγράψουν το πώς οδυρόταν, όταν κάθονταν και οι πέντε στο τραπέζι και η μητέρα έδινε τα καλύτερα κομμάτια στον Ζαν, την Λίζα και την Ζερβαίζ.

«Έτσι μπράβο, σκλήριζε, μπούκωσέ τα, βάλε τους να φάνε του σκασμού!»

Κάθε φορά που η Φίνα αγόραζε για τα μωρά της ένα ρουχαλάκι ή ένα ζευγάρι παπούτσια, αυτός κατέβαζε τα μούτρα και τριγύριζε συννεφιασμένος για αρκετές ημέρες. Α! όλα κι όλα, αν το ήξερε, δεν θα αποκτούσε ποτέ αυτά τα κακομαθημένα, που εξαιτίας τους υποχρεωνόταν να αγοράζει μόνο τέσσερα σόλδια καπνό την ημέρα και να τρώει συχνά πατάτες ραγού, τις οποίες σιχαινόταν.

Αργότερα, μόλις ο Ζαν και η Ζερβαίζ ξεκίνησαν να κερδίσουν τα πρώτα τους εικοσάρικα, κατάλαβε πως τα παιδιά είχαν και τα θετικά τους. Η Λίζα δεν έμενε πλέον μαζί τους. Δεχόταν ανενδοίαστα να τον συντηρούν τα δύο του παιδιά, όπως τόσο καιρό παρασιτούσε εις βάρος της μητέρας τους. Ο ίδιος λειτουργούσε βάσει οργανωμένου σχεδίου. Μόλις η μικρή Ζερβαίζ έγινε οκτώ χρονών, πήγε να σπάζει αμύγδαλα στο εργαστήρι ενός γείτονα˙ εκεί κέρδιζε δέκα σόλδια την ημέρα, τα οποία τσέπωνε ο πατέρας της, ενώ η Φίνα δεν τόλμησε ποτέ να ζητήσει αναφορά για το που πήγαιναν αυτά τα λεφτά. Ύστερα το κορίτσι μπήκε ως μαθητευόμενη σε ένα καθαριστήριο, και μόλις άρχισε να δουλεύει κανονικά και να πληρώνεται με δύο φράγκα την ημέρα, ο μισθός της περνούσε ακολούθως από τα χέρια της, στις τσέπες του Μακάρ. Ο Ζαν που μάθαινε την τέχνη του ξυλουργού, έβλεπε τους μισθούς του να κάνουν φτερά με τον ίδιο τρόπο, κάθε φορά που ο Μακάρ προλάβαινε να τον τσακώσει πριν ο νεαρός προλάβει να δώσει τα λεφτά στη μητέρα του. Κι όσες φορές ο Μακάρ δεν πρόφταινε να τα αρπάξει, πράγμα που τύχαινε καμιά φορά, γινόταν φοβερά κατσούφης. Το γινάτι του βαστούσε ίσα με μια βδομάδα, έριχνε φαρμακερές ματιές στην γυναίκα και τα παιδιά του, έξυνε τα νύχια του για καυγά αν και διατηρούσε μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια  που τον εμπόδιζε να παραδεχτεί την αιτία του εκνευρισμού του. Όταν ερχόταν η επόμενη ημέρα πληρωμής, έστηνε καρτέρι και μόλις έβαζε στο χέρι το πενιχρό εισόδημα του νεαρού, εξαφανιζόταν για μέρες.

Η Ζερβαίζ, αναθρεμμένη μέσα στην κακοποίηση, παρατημένη στους δρόμους με τα υπόλοιπα χαμίνια, έγινε μητέρα στα δεκατέσσερά της χρόνια. Ο πατέρας του μωρού δεν είχε καν πατήσει τα δεκαοχτώ. Δούλευε περιστασιακά ως βυρσοδέψης και άκουγε στο όνομα Λαντιέ. Ο Μακάρ αρχικά έπνεε τα μένεα. Έπειτα, όταν έμαθε πως η μητέρα του Λαντιέ, μια προκομμένη γυναίκα, ήθελε να αναλάβει τη φροντίδα του βρέφους, ηρέμησε κάπως. Ωστόσο κράτησε μαζί του την Ζερβαίζ, η οποία του απέφερε ήδη είκοσι πέντε σόλδια και απέφευγε να κάνει κουβέντα για γάμο. Τέσσερα χρόνια αργότερα, η Ζερβαίζ γέννησε κι ένα αγοράκι, το οποίο επίσης ανέλαβε η μητέρα του Λαντιέ. Ο Μακάρ αυτή την φορά έκανε τα στραβά μάτια. Και όταν η Φίνα προσπάθησε δειλά να του πει πως το σωστό θα ήταν να προσεγγίσουν τον βυρσοδέψη και να ρυθμίσουν αυτήν την κατάσταση, που προκαλούσε τα κουτσομπολιά του κόσμου, της απάντησε κοφτά πως δεν θα έδινε την κόρη του, παρά μόνο αργότερα, «όταν ο διαφθορέας θα γινόταν αντάξιος της νύφης και θα είχε αρκετά χρήματα, για να στήσει το νοικοκυριό τους».

Αυτή η περίοδος ήταν η καλύτερη στην ζωή του Αντουάν Μακάρ. Ντυνόταν σαν αστός, με ρεντιγκότες και παντελόνια από φίνο ύφασμα. Καλοξυρισμένος και λιγάκι παχύς, σε τίποτα δεν θύμιζε πια τον κουρελή αλήτη του παρελθόντος που αλώνιζε στα κρασοπουλειά. Πλέον σύχναζε στα καφενεία, διάβαζε τις εφημερίδες και βολτάριζε στην οδό Σωβέρ. Υποδυόταν τον κύριο, για όσο καιρό είχε χρήματα στις τσέπες του. Όταν βρισκόταν σε αδεκαρίες, παρέμενε στο σπίτι, αγανακτισμένος επειδή έπρεπε να περιοριστεί στο χαμόσπιτό του, χωρίς την δυνατότητα να απολαύσει την ωραίο του καφεδάκι˙ εκείνες τις μέρες κατηγορούσε όλη την ανθρωπότητα για την φτώχεια του, πλάνταζε από θυμό και επιθυμία, σε σημείο που η Φίνα, τον λυπόταν και του έδινε το τελευταίο ασημένιο νόμισμα του σπιτιού, προκειμένου να περάσει το απόγευμά του σε κάποιο καφενείο. Ο κύριος αυτός ήταν αρρωστημένα εγωιστής. Η Ζερβαίζ, η οποία έφερνε στο σπίτι γύρω στα εξήντα φράγκα τον μήνα, φορούσε κάτι άθλια τσίτια από βαμβακερό εμπριμέ, την ώρα που ο πατέρας της έραβε μαύρα μεταξωτά γιλέκα στον καλύτερο ράφτη του Πλασσάν.

Τον Ζαν, αυτό το γεροδεμένο αγόρι που κέρδιζε τρία με τέσσερα φράγκα την ημέρα, τον καταλήστευε με ακόμα μεγαλύτερη θρασύτητα. Το καφενείο στο οποίο ο πατέρας του περνούσε μέρες ολόκληρες, βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το εργαστήρι που εργαζόταν ο νεαρός. Έτσι το παιδί, την ώρα που πλάνιζε ή πριόνιζε τα ξύλα ήταν υποχρεωμένο να βλέπει στην απέναντι μεριά, τον πατέρα του να ρίχνει ζάχαρη στον καφέ του ή να παίζει χαρτιά με κάποιον μικροεισοδηματία. Φυσικά τα λεφτά που πόνταρε ο γέρος ήταν του Ζαν. Το παιδί δεν πατούσε ποτέ στο καφενείο, αφού το έλειπαν ακόμα και τα πέντε σόλδια, που του χρειάζονταν, για πιεί ένα ποτηράκι μπορντώ. Ο Αντουάν φερόταν στον γιο του, σαν να ήταν μικρό κορίτσι, δεν τον άφηνε λεπτό από τα μάτια του, και απαιτούσε ενδελεχή αναφορά για τις δραστηριότητές του. 

Αν το δύσμοιρο αγόρι, παρασυρμένο από τίποτε φίλους του, έκανε κοπάνα στις γύρω εξοχές, στην όχθη του Βιόρν ή στους πρόποδες των Γκαρίγκ, ο πατέρας του μάνιαζε, τον βαρούσε και του κρατούσε μούτρα επειδή ο μισθός του θα ήταν μικρότερος κατά τέσσερα φράγκα, στο τέλος του δεκαπενθήμερου. Έτσι κρατούσε τον γιο του δεμένο χειροπόδαρα, φτάνοντας ως το σημείο να θεωρεί που του ανήκαν ακόμα και οι κοπέλες που γλυκοκοίταζε ο γιος του. Στο σπίτι των Μακάρ έρχονταν αρκετές φίλες της Ζερβαίζ, νεαρές εργάτριες ηλικίας από δεκάξι έως δεκαοχτώ ετών, κάτι κορίτσια δυνατά και γελαστά, άγουρες έφηβες έτοιμες να βλαστήσουν τα άνθη του πειρασμού, που ορισμένα βράδια γέμιζαν τον χώρο με νιότη και ευθυμία. Ο φτωχός Ζαν, αποστερημένος από κάθε ευχαρίστηση, περιορισμένος μέσα στο σπίτι λόγω έλλειψης χρημάτων, κοιτούσε αυτά τα κορίτσια με μάτια που γυάλιζαν από λαχτάρα˙ δυστυχώς όμως η καταπίεση τον είχε κάνει ιδιαίτερα συνεσταλμένο˙ όταν έπαιζε με τις συντρόφους της αδερφής του, δεν τολμούσε να τις αγγίξει, ούτε με τα ακροδάχτυλά του. Τότε ο Μακάρ συνήθιζε να ανασηκώνει απαξιωτικά τους ώμους:

«Τι μπουνταλάς!» μουρμούριζε με έναν αέρα ειρωνικής ανωτερότητας.

Και ήταν ο ίδιος που φιλούσε τα κορίτσια στον λαιμό, κάθε φορά που η γυναίκα του γυρνούσε το κεφάλι της. Μάλιστα, με μία μικρή πλύστρα, στην οποία ο Ζαν έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση, έγινε περισσότερο εκδηλωτικός. Ένα ωραίο βράδυ σχεδόν του την άρπαξε μέσα από τα χέρια. Ο παλιάνθρωπος περηφανευόταν κι από πάνω για τη λεβεντιά του.

Κάποιοι άνδρες ζουν εις βάρος των ερωμένων τους. Ο Αντουάν Μακάρ απομυζούσε την γυναίκα και τα παιδιά του με ανάλογη αναισχυντία και ιταμότητα. Δεν έδειχνε ίχνος ντροπής κάθε φορά που λεηλατούσε το σπίτι του και πήγαινε έξω, για να διασκεδάσει, αφήνοντας σύξυλη την οικογένειά του. Και παρά τα αίσχη του, η έπαρση δεν τον εγκατέλειπε ποτέ˙ επέστρεφε από το καφενείο, μονάχα για να χλευάσει πικρόχολα την εξαθλίωση που τον περίμενε στο σπίτι. Έβρισκε το φαγητό απαίσιο, αποκαλούσε την Ζερβαίζ ηλίθια, έλεγε στον Ζαν πως δεν θα γίνει ποτέ άνδρας. Βουτηγμένος στις δικές του εγωιστικές απολαύσεις, έτριβε τα χέρια του κάθε φορά που είχε φάει την καλύτερη μερίδα˙ ύστερα κάπνιζε την πίπα του, φυσώντας αργά τον καπνό του, ενώ τα δύο ταλαίπωρα παιδιά του, τσακισμένα από την κούραση, αποκοιμιόνταν με το κεφάλι πάνω στο τραπέζι. Έτσι περνούσε ο Μακάρ τις μέρες του μες στην τεμπελιά και τις απολαύσεις. Θεωρούσε απόλυτα φυσιολογικό το να κάθεται όλη μέρα σαν μοσχαναθρεμμένη κόρη, να απλώνει την αρίδα του στους πάγκους κάποιας ταβέρνας, ή να σουλατσάρει με την δροσούλα στην λεωφόρο Σωβέρ η στην Μέιλ. Έφτασε ως το σημείο να διηγείται τις ερωτικές του περιπέτειες μπροστά στον γιο του, ο οποίος τον άκουγε ενώ τα μάτια του βούρκωναν από την στέρηση. Τα παιδιά δεν αντιδρούσαν, γιατί έτσι είχαν μάθει, ακολουθώντας το παράδειγμα της μητέρας τους, η οποία φερόταν σαν ταπεινή υπηρέτρια του άνδρα της.

Η Φίνα, αυτή η γεροδεμένη γυναίκα που του τις έβρεχε για τα καλά, κάθε φορά που ήταν κι οι δύο τύφλα στο μεθύσι, όντας ξεμέθυστη τον έτρεμε και τον άφηνε να κυβερνά δεσποτικά το σπίτι τους. Κάθε βράδυ της έκλεβε τα λεφτά που έβγαζε κατά την διάρκεια της ημέρας στην αγορά, κι αυτή ούτε μία φορά δεν βρήκε την δύναμη να διαμαρτυρηθεί, πέρα από κάποια μασημένα λόγια. Μερικές φορές, όποτε ξέμενε από λεφτά στα μισά την βδομάδας, την κατηγορούσε, την δύσμοιρη, που σκοτωνόταν στην δουλειά, πως ήταν άχρηστη και δεν έκανε καλή διαχείριση. Η Φίνα, ήρεμη σαν αρνάκι, του απαντούσε, με την απαλή, καθαρή φωνή της, που δημιουργούσε μια αλλόκοτη αντίθεση με το ογκώδες παρουσιαστικό της, πως δεν ήταν πλέον είκοσι χρονών και δεν μπορούσε να βγάζει λεφτά με την ίδια ευκολία. Για να παρηγορηθεί, αγόραζε ένα λίτρο ανιζέτ, και το έπινε παρέα με την κόρη της, σερβιρισμένο σε μικρά ποτηράκια, τα οποία κατέβαζε μονοκοπανιά, τα βράδια, όταν ο Αντουάν επέστρεφε πίσω στο καφενείο. Αυτή ήταν όλη κι όλη η κραιπάλη τους. Ο Ζαν πήγαινε να ξαπλώσει˙ οι δυο γυναίκες παρέμεναν καθισμένες στο τραπέζι, με ορθάνοιχτα τα αυτιά τους, έτοιμες να εξαφανίσουν το μπουκάλι και τα μικρά ποτηράκια, στο άκουσμα του παραμικρού θορύβου.

Συχνά, όταν ο Μακάρ αργούσε να επιστρέψει, κατέληγαν μεθυσμένες, από τις πολλές μικρές δόσεις, που κατέβαζαν, χωρίς να συνειδητοποιούν την ποσότητα που είχαν πιει. Παραζαλισμένες, κοιτάζοντας η μία την άλλη με ένα αχνό χαμόγελο, κατέληγαν και οι δυο, μάνα και κόρη, να τραυλίζουν. Κόκκινα σημάδια άρχιζαν να εμφανίζονται στα μάγουλα της Ζερβαίζ˙ το ντελικάτο, κουκλίστικο πρόσωπό της, έπαιρνε μία έκφραση αποβλακωμένης ευδαιμονίας, και δεν υπήρχε πιο σπαραξικάρδιο θέαμα, από την εικόνα αυτού του αδύναμου, χλωμού παιδιού, τύφλα στο μεθύσι, με το ηλίθιο χαμόγελο των μπεκρήδων απλωμένο επάνω στα υγρά του χείλια. Η Φίνα, κουλουριασμένη στην καρέκλα της άρχιζε να βαραίνει. Μερικές φορές έχαναν την εγρήγορσή τους, ή τελοσπάντων δεν είχαν πλέον το κουράγιο να μαζέψουν το μπουκάλι και τα ποτηράκια, όταν άκουγαν τα βήματα του Αντουάν, που ανέβαινε την σκάλα. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι μπουνιές ανταλλάσσονταν απλόχερα ανάμεσα στους Μακάρ. Ο Ζαν υποχρεωνόταν να σηκωθεί από το κρεβάτι, για να χωρίσει το πατέρα και την μητέρα του, και να βάλει έπειτα την αδερφή του να ξαπλώσει, ειδάλλως ήταν ικανή να κοιμηθεί, επιτόπου, στο πάτωμα.

Κάθε πολιτική παράταξη τυχαίνει  να έχει ανάμεσα στα μέλη της και κάποια γελοία, ανήθικα υποκείμενα. Ο Αντουάν Μακάρ αλλοτριωμένος από το μίσος και τον φθόνο, γεμάτος από όνειρα εκδίκησης ενάντια σε ολόκληρη την κοινωνία, υποδέχτηκε την εγκαθίδρυση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, θεωρώντας το ως απαρχή μιας περιόδου ευμάρειας, κατά την οποία θα μπορούσε να γεμίσει τις τσέπες του με τα λεφτά του γείτονά του, ή και να στραγγαλίσει τον γείτονα σε περίπτωση που αυτός δυσανασχετούσε. Η καφενόβια ζωή του και όλα τα άρθρα των εφημερίδων τα οποία διάβαζε χωρίς ωστόσο, να τα καταλαβαίνει τον μετέτρεψαν σε έναν ανυπόφορο φαφλατά, που εξέφραζε τις πιο αλλοπρόσαλλες πολιτικές θεωρίες. Μόνο όποιος έχει τύχει να ακούσει, στην επαρχία, σε κάποιο καπηλειό, έναν από αυτούς τους μοχθηρούς, που κακοχωνεύουν τα όσα διαβάζουν, θα μπορέσει να συλλάβει το μέγεθος της κακεντρεχούς βλακείας που έδερνε τον Μακάρ. Και έτσι όπως δεν έβαζε γλώσσα μέσα του, είχε υπηρετήσει στον στρατό και περνιόταν για άνδρας δραστήριος και πνευματώδης, είχε αποκτήσει το δικό του αφοσιωμένο ακροατήριο, που αποτελούταν από κάμποσους αφελείς. Χωρίς να ηγείται ο ίδιος κάποιας παράταξης, είχε πετύχει να συγκεντρώσει ολόγυρά του, μια ομάδα εργατών, που έπαιρναν την μανιασμένη ζήλεια του για τίμια και ειλικρινή αγανάκτηση.

Αμέσως μετά το ξέσπασμα της επανάστασης του Φεβρουαρίου, πίστεψε πως το Πλασσάν του ανήκε, και καθώς έκοβε βόλτες πάνω – κάτω στους δρόμους, ο κοροϊδευτικός τρόπος με τον οποίο κοίταζε τους μικρεμπόρους, που στέκονταν κατατρομαγμένοι έξω από τις εισόδους των καταστημάτων τους, δήλωνε ξεκάθαρα πως:

«Ήρθε η μέρα μας, μικρά μου πουλάκια, θα σας κάνουμε να κελαηδήσετε και να πείτε κι ένα τραγούδι!»

Η αδιαντροπιά του είχε ξεπεράσει κάθε όριο˙ υποδυόταν τον ρόλο του κατακτητή και του δυνάστη. Έφτασε ως το σημείο να πάψει να πληρώνει για όσα κατανάλωσε στο καφενείο, κι ο καφετζής, ένας απλοϊκός ανθρωπάκος που έτρεμε ακόμα και την ματιά του Αντουάν, δεν τολμούσε να του παρουσιάσει τον λογαριασμό. Αμέτρητοι ήταν οι καφέδες που ήπιε εκείνη την περίοδο˙ καμιά φορά καλούσε και τους φίλους του, κι ωρυόταν με τις ώρες, πως οι φτωχοί πέθαιναν από την πείνα και οι πλούσιοι όφειλαν να μοιραστούν τα αγαθά τους. ο ίδιος βέβαια δεν είχε δώσει ποτέ δεκάρα τσακιστή σε κάποιο φτωχό.

Ο βασικός λόγος που μετατράπηκε σε έναν τόσο φανατισμένο δημοκρατικό, ήταν το ότι έλπιζε να εκδικηθεί επιτέλους τους Ρουγκόν, οι οποίοι εξέφραζαν στα ανοιχτά την υποστήριξή τους στο αντιδραστικό κίνημα. Α! Τι θρίαμβος θα ήταν αυτός! Αν μια μέρα ο Πιέρ και η Φελισιτέ βρίσκονταν στο έλεός του! Γιατί παρόλο που το ζεύγος Ρουγκόν δεν τα κατάφερε και πολύ καλά με τις επιχειρήσεις, είχαν τουλάχιστον κατορθώσει να εισχωρήσουν στην αστική τάξη, ενώ εκείνος, ο Μακάρ, είχε παραμείνει στους εργάτες. Αυτό τον έκανε έξαλλο. Ίσως να τον πίκραινε ακόμη περισσότερο και το γεγονός ότι είχαν γιο δικηγόρο, έναν γιατρό κι έναν δημόσιο υπάλληλο, ενώ ο δικός του ο Ζαν δούλευε σε μαραγκούδικο και η Ζερβαίζ του στα πλυντήρια. Όταν συνέκρινε την οικογένεια Μακάρ με αυτήν των Ρουγκόν, ντρεπόταν ακόμα περισσότερο για λογαριασμό της γυναίκας του, η οποία πουλούσε κάστανα στην αγορά και τα βράδια, επιδιόρθωνε τις παλιές λιγδιασμένες καρέκλες της συνοικίας. Τι ήταν σε τελική ανάλυση ο Πιέρ; Αδερφός του. Άρα είχαν και οι δύο τα ίδια δικαιώματα πάνω στην καλοπέραση. Άσε δε που αυτός ο αδερφός έπαιζε τον αριστοκράτη με τα λεφτά που του είχε υπεξαιρέσει. Κάθε φορά που ο Μακάρ καταπιανόταν με αυτό το ζήτημα εκρήγνυτο από τον θυμό του˙ οδυρόταν με τις ώρες, επαναλαμβάνοντας όλες τις παλιές κατηγορίες, και ποτέ δεν κουραζόταν να λέει: 

«Αν ο αδερφός βρισκόταν εκεί που έπρεπε, εγώ θα ήμουν σήμερα ο εισοδηματίας».

Και αν κάποιος τον ρωτούσε, που θα έπρεπε να βρίσκεται ο αδερφός του, αυτός απαντούσε: «Στα κάτεργα!» με φωνή που παλλόταν από θυμό.

Το μίσος του μεγάλωσε ακόμα περισσότερο, όταν οι Ρουγκόν συγκέντρωσαν γύρω τους όλους τους συντηρητικούς και απέκτησαν, στο Πλασσάν, μια ορισμένη επιρροή. Κάθε φορά που, αραγμένος στο καφενείο, άρχιζε τις γνωστές παρλαπίπες του, περιέγραφε το φημισμένο κίτρινο σαλόνι σαν άντρο ληστών, σαν σύναξη κακούργων που κάθε βράδυ ορκίζονταν στα στιλέτα τους πως θα έκοβαν τον λαιμό του λαού. Για να ξεσηκώσει τους πεινασμένους εναντίον του Πιέρ, έφτασε στο σημείο να διαδώσει την φήμη πως ο αποσυρμένος λαδέμπορος δεν ήταν τόσο φτωχός όσο παρουσιαζόταν, αλλά έκρυβε τους θησαυρούς του από απληστία και τον φόβο των ληστών. Με την τακτική του αυτή ξεσήκωνε τους φτωχούς ανθρώπους, επαναλαμβάνοντας τις πλέον απίστευτες και γελοίες ιστορίες, τις οποίες συχνά κατέληγε να πιστεύει και ο ίδιος. Προσπαθούσε να συγκαλύψει, όχι με ιδιαίτερη επιτυχία, την προσωπική του εμπάθεια και λαχτάρα για εκδίκηση, κάτω από το παραπέτασμα ενός υποτιθέμενου, αγνού πατριωτισμού˙ επειδή όμως επαναλάμβανε συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, και είχε μια υπερβολικά δυνατή φωνή, κανένας δεν τολμούσε να αμφισβητήσει την ειλικρίνεια των προθέσεών του.

Κατά βάθος όλα τα μέλη αυτής της οικογένειας είχα τα ίδια ζωώδη πάθη. Η Φελισιτέ που ήξερε καλά πως οι παρατραβηγμένες θεωρίες του Μακάρ πήγαζαν από την καταπιεσμένη οργή του και τον πικρόχολο φθόνο του, θα πλήρωνε ευχαρίστως προκειμένου να τον κάνει να σωπάσει. Δυστυχώς όμως της έλειπαν τα χρήματα και επιπλέον δεν ήθελε να υποψιαστεί ο γαμπρός της το παραμικρό σχετικά με το επικίνδυνο παιχνίδι που έπαιζε ο άνδρας της. Ο Αντουάν δημιουργούσε προβλήματα στη σχέση των Ρουγκόν με τους ευκατάστατους κατοίκους της νέας πόλης. Αρκούσε που ήταν συγγενής τους. Ο Γκρανού και ο Ρουντιέ τους μέμφονταν επειδή είχαν ένα τέτοιο υποκείμενο στην οικογένειά τους. Όλα αυτά έκαναν την Φελισιτέ να αναρωτιέται αγωνιωδώς για το πώς θα μπορούσαν να καθαρίσουν αυτήν την ρετσινιά.

Της φαινόταν τερατώδες και απαράδεκτο το ότι ο κύριος Ρουγκόν είχε έναν αδερφό του οποίου η γυναίκα πουλούσε γλυκά κάστανα και που ο ίδιος ζούσε μέσα σε μια εκφυλιστική απραξία. Είχε μάλιστα φτάσει στο σημείο να ανησυχεί για την επίτευξη των μυστικών τους σχεδίων, καθώς ο Αντουάν απολάμβανε να τους εκθέτει με τον χειρότερο τρόπο. Όταν της ανέφεραν τις μομφές που εξέφραζε δημοσίως αυτός ο άνδρας ενάντια στο κίτρινο σαλόνι, την έπιαναν ρίγη στη σκέψη πως ο γαμπρός της ήταν ικανός μες στην απελπισία του να γκρεμίσει τις ελπίδες τους με ένα σκάνδαλο.
  
Ο Αντουάν που ήξερε πόση δυσαρέσκεια προξενούσε η συμπεριφορά του στους Ρουγκόν και επιθυμούσε να τους εξαντλήσει την υπομονή, γινόταν μέρα την ημέρα όλο και πιο ακραίος στις απόψεις του. Στο καφενείο, φρόντιζε να μιλάει τακτικά για τον «αδερφό, του τον Πιέρ» με μια φωνή που κέντριζε το ενδιαφέρον των παρευρισκομένων˙ στον δρόμο, αν τύχαινε να πέσει πάνω σε κάποιο αντιδραστικό, που σύχναζε στον κύκλο του κίτρινου σαλονιού, πετούσε μερικές βρισιές στα χαμηλόφωνα, με τέτοια αναίδεια που προκαλούσε την αγανάκτηση του καθωσπρέπει κυρίου, ο οποίος φρόντιζε το ίδιο κιόλας βράδυ, να επαναλάβει τα πάντα ενώπιον των Ρουγκόν, κατηγορώντας τους εμμέσως γι’ αυτό το κακό συναπάντημα.

Μια μέρα ο Γκρανού κατέφθασε σε έξαλλη κατάσταση.

«Ειλικρινά, άρχισε να φωνάζει με το που πάτησε το πόδι του στο κατώφλι της πόρτας, δεν υποφέρεται πλέον˙δεν τολμάει πλέον κανείς να κάνει ένα βήμα κι αρχίζουν οι προσβολές».
Και προσέθεσε απευθυνόμενος στον Πιέρ:

«Κύριε, όταν κάποιος έχει έναν αδερφό σαν τον δικό σας, κόβει κάθε επαφή μαζί του. Περπατούσα ήσυχα μπροστά από την πλατεία της Υπονομαρχίας, όταν αυτό το κτήνος, περνώντας από δίπλα μου, ψιθύρισε μερικά λόγια ανάμεσα στα οποία διέκρινα ξεκάθαρα τη λέξη παλιοκάθαρμα».

Η Φελισιτέ χλώμιασε και θεώρησε χρέος της να παρουσιάσει κάποιες δικαιολογίες στον Γκρανού˙ αλλά αυτός δεν ήθελε να ακούσει τίποτα, κι όλο έλεγε πως θα σηκωθεί και θα φύγει. Ο μαρκήσιος έσπευσε να ηρεμήσει τα πνεύματα.

«Είναι πολύ παράξενο που αυτός ο τρισάθλιος σας αποκάλεσε παλιοκάθαρμα˙ είστε σίγουρος πως προόριζε για εσάς αυτή την βρισιά;

Ο Γκρανού μπερδεύτηκε˙ στο τέλος όμως παραδέχτηκε πως ίσως ο Αντουάν να είχε πει: «Ώστε ακόμα πας σε αυτό το παλιοκάθαρμα».

Ο μαρκήσιος ντε Καρναβάν χάιδεψε το σαγόνι του, για να καλύψει το χαμόγελο που έσκασε άθελα του στα χείλη του.

Ύστερα ο Ρουγκόν με πρωτοφανή ψυχραιμία συμπλήρωσε: «Κι εγώ το ίδιο υποψιάζομαι. Το παλιοκάθαρμα για εμένα προοριζόταν. Χαίρομαι που λύθηκε αυτή η παρεξήγηση. Κύριοι, σας παρακαλώ να αποφεύγετε αυτόν τον άνδρα, τον οποίο και επισήμως αποκηρύσσω».

Όμως η Φελισιτέ δεν αντιμετώπισε με την ίδια αταραξία το όλο θέμα˙αρρώσταινε έπειτα από κάθε σκηνή που δημιουργούσε ο Μακάρ˙περνούσε νύχτες ολόκληρες προβληματιζόμενη για τα όσα θα μπορούσαν να σκέπτονται αυτοί οι κύριοι.

Λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα, ο Ρουγκόν έλαβε μία ανώνυμη, τρισέλιδη επιστολή γεμάτη από φρικτές ύβρεις, στην οποία αναφερόταν πως, αν ποτέ θριάμβευε η συντηρητική παράταξη τότε θα δημοσιεύονταν οι σκανδαλώδεις ερωτικές περιπέτειες της Αντελαΐντ σε κάποια εφημερίδα μαζί με μία αναφορά στην κλοπή που είχε διαπράξει ο Πιέρ, όταν υποχρέωσε τη μητέρα του, που είχε χάσει τα λογικά της από τις ακολασίες, να υπογράψει την απόδειξη των πενήντα χιλιάδων φράγκων. Αυτή η επιστολή ήταν ένα βαρύ πλήγμα για τον Ρουγκόν. Η Φελισιτέ δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και επέκρινε τον άνδρα της για την πρόστυχη και αποκρουστική του οικογένεια˙ το ζευγάρι δεν αμφέβαλε ούτε για μια στιγμή πως αυτό το γράμμα ήταν δουλειά του Αντουάν.

«Πρέπει να ξεφορτωθούμε, είπε συννεφιασμένος ο Πιέρ, πάση θυσία αυτόν τον κανάγια. Το όλο πράγμα κατάντησε υπερβολικά ενοχλητικό».

Παρόλα αυτά ο Μακάρ ακολουθώντας την πάγια τακτική του, βρήκε συνεργούς στην εκστρατεία του ενάντια στους Ρουγκόν και μάλιστα μέσα από τον κοινό τους συγγενικό περιβάλλον. Αρχικά υπολόγιζε στον Αριστίντ, καθώς είχε διαβάσει τα τρομερά του άρθρα στον Ανεξάρτητο. Αλλά ο νεαρός άνδρας πέρα από την ορμή του ζηλωτή που τον διακατείχε, δεν ήταν τόσο βλάκας ώστε να συνεργαστεί με ένα υποκείμενο σαν τον θείο του. Δεν ήθελε να έχει την παραμικρή συνδιαλλαγή μαζί του και φρόντιζε πάντα να το κρατάει σε απόσταση, γεγονός που οδήγησε τον Αντουάν να βλέπει τον ανεψιό του με κάποια καχυποψία. Στις ταβέρνες, όπου ο Μακάρ μεσουρανούσε, διάφοροι καλοθελητές έφταναν ως ο σημείο να υποστηρίζουν πως ο Αριστίντ ήταν πράκτορας του κατεστημένου. Ηττημένος από αυτήν την πλευρά, ο Μακάρ δεν είχε άλλη επιλογή από το να βολιδοσκοπήσει τα παιδιά της αδερφής του, της Ούρσουλας.  

Η Ούρσουλα είχε πεθάνει στα 1839, και έτσι εκπληρώθηκε η δυσοίωνη προφητεία του αδερφού της. Το κλονισμένο νευρικό σύστημα που κληρονόμησε από την μητέρα της, είχε εξελιχθεί σταδιακά σε φθίση, η οποία την κατάτρωγε αργά αλλά σταθερά. Άφησε πίσω της τρία παιδιά: μία δεκαοκτάχρονη κόρη, την Ελέν, παντρεμένη με έναν υπάλληλο και δύο γιους, ο μεγάλος ο Φρανσουά, ήταν ήδη ένας νέος άνδρας είκοσι τριών ετών και ο μικρός, ήταν ένα μικρούλη ασθενικό εξάχρονο πλασματάκι, που άκουγε στο όνομα Σιλβέρ. Ο θάνατος της γυναίκας του, την οποία υπεραγαπούσε, χτύπησε τον Μουρέ σαν κεραυνός. Έσυρε την καταρρακωμένη του ύπαρξη για έναν ακόμη χρόνο, παραμελώντας την εργασία του και χάνοντας όλες του τις οικονομίες. Έπειτα, ένα πρωινό, βρέθηκε απαγχονισμένος μέσα στην ντουλάπα, όπου κρέμονταν ακόμα τα ρούχα της Ούρσουλας. Ο μεγαλύτερος γιος του, που γνώριζε καλά από εμπόριο, προσελήφθη ως υπάλληλος στην επιχείρηση του θείου του Ρουγκόν, για να αντικαταστήσει τον Αριστίντ, ο οποίος είχε μόλις φύγει από το σπίτι.

Ο Ρουγκόν, άσχετα με το βαθύ μίσος που έτρεφε για τους Μακάρ, υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες τον ανεψιό του, ο οποίος ήταν εργατικός και νηφάλιος. Χρειαζόταν έναν αφοσιωμένο νέο να τον βοηθήσει με τις επιχειρηματικές του υποθέσεις. Επιπλέον, όλο εκείνο το διάστημα που οι Μουρέ ζούσαν ευτυχισμένοι, έκανε τον Ρουγκόν να αισθάνεται βαθύτατο θαυμασμό για αυτήν την οικογένεια που ήξερε πώς να κερδίζει χρήματα, οπότε φρόντισε να συμφιλιωθεί με την αδερφή του. Ίσως επίσης να ήθελε, παίρνοντας τον Φρανσουά ως υπάλληλό του, να του προσφέρει ένα είδος αποζημίωσης˙ είχε αδικήσει την μητέρα και δίνοντας δουλειά στον γιο απέφευγε τις τύψεις˙ ακόμα και οι παλιάνθρωποι έχουν αγαθές προθέσεις μερικές φορές. Αυτή του η απόφαση του βγήκε σε καλό. Στο πρόσωπο του ανεψιού του βρήκε τον ιδανικό συνεργάτη. Και αν ο οίκος των Ρουγκόν δεν δημιούργησε περιουσία εκείνη την εποχή, γι’ αυτό σίγουρα δεν ευθυνόταν αυτό το ήρεμο και σχολαστικό αγόρι, που έμοιαζε γεννημένο για να περνά την ζωή του πίσω από τον πάγκο της ταμειακής, ανάμεσα σε νταμιτζάνες λαδιού και καφάσια με παστό μπακαλιάρο. Παρόλο που είχε μια έντονη φυσιογνωμική ομοιότητα με την μητέρα του, πήρε το θετικό και τετράγωνο μυαλό του πατέρα του. Ο τρόπος ζωής του μικρεμπόρου με την μεθοδική οργάνωση και τις ασφαλείς επενδύσεις που απαιτούσε, του ασκούσε μία ενστικτώδη έλξη.

Τρεις μήνες μετά την άφιξή του, ο Πιέρ συνεχίζοντας το πλάνο αποζημίωσης που είχε σχεδιάσει, τον πάντρεψε με την Μαρτ, την μικρότερη κόρη του, την οποία δεν ήξερε πως αλλιώς να την ξεφορτωθεί. Οι δυο νέοι ερωτεύτηκαν σφόδρα ο ένας τον άλλο μέσα σε διάστημα λίγων ημερών. Μια μοναδική περίσταση αναμφίβολα καθόρισε και αύξησε την αγάπη τους: έμοιαζαν εκπληκτικά μεταξύ τους, σαν να ήταν αδέρφια. Ο Φρανσουά, από την Μεριά της Ούρσουλας είχε το πρόσωπο της γιαγιάς του, Αντελαΐντ. Η περίπτωση της Μάρτ ήταν πιο περίπλοκη, ήταν επίσης φτυστή η Αντελαΐντ, παρόλο που ο Πιέρ Ρουγκόν δεν έφερε κανένα από τα χαρακτηριστικά της  μητέρας του˙ η εξωτερική ομοιότητα είχε προσπεράσει μία γενιά και επανεμφανίστηκε στην κόρη με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. 

Ωστόσο τα κοινά στοιχεία του ζευγαριού σταματούσαν εκεί˙ στον Φρανσουά μπορούσε κάποιος να διακρίνει το άξιο τέκνο του πιλοποιού Μουρέ, συγκροτημένο και κάπως υποτονικό ενώ η Μαρτ εμφάνιζε την νευρικότητα και την ψυχική αστάθεια της γιαγιάς της. Η κοπέλα ήταν πράγματι το μακρινό, παράξενο και ακριβές αντίγραφο της γιαγιάς της. Ίσως να ήταν αυτή ακριβώς η παράλληλη φυσιογνωμική ομοιότητα και ψυχολογική ετερότητα που έκανε τους δύο νέους να πέσουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.  Από το 1840 ως το 1844 απέκτησαν τρία παιδιά. Ο Φρανσουά παράμεινε κοντά στον θείο του, μέχρι την στιγμή που ο Ρουγκόν αποφάσισε να αποσυρθεί. Ο Πιέρ επιθυμούσε να πουλήσει την επιχείρηση στον ανεψιό του, αλλά ο νεαρός άνδρας ήξερε πως υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να αποκτήσει μία καλή περιουσία κάνοντας εμπόριο στο Πλασσάν˙ αρνήθηκε την προσφορά και πήγε να εγκατασταθεί στην Μασσαλία παίρνοντας μαζί του και τις λιγοστές οικονομίες του.

Ο Μακάρ σύντομα εγκατέλειψε την ιδέα του να πάρει με το μέρος του αυτό το γεροδεμένο, εργατικό αγόρι, του οποίου την προκοπή, ως τυπικός τεμπελχανάς, θεωρούσε ως απληστία και πονηριά. Ωστόσο πίστευε πως είχε βρει τον συνεργό που αναζητούσε στον δεύτερο γιο του Μουρέ, τον Σιλβέρ, που ήταν κιόλας δεκαπέντε ετών. Όταν βρήκαν τον Μουρέ να κρέμεται ανάμεσα στα φουστάνια της γυναίκας του, ο μικρούλης Σιλβέρ δεν πήγαινε ακόμα στο σχολείο. Ο μεγάλος του αδερφός, που δεν ήξερε τι να κάνει με αυτό το φτωχό πλασματάκι, το πήρε μαζί του στο σπίτι του θείου του. Ο θείος δυσανασχέτησε όταν είδε τον Φρανσουά να καταφθάνει με το παιδί˙ δεν επιθυμούσε να το παρακάνει με την εξιλέωση στο βαθμό που να υποχρεωθεί να τρέφει ένα άχρηστο στόμα. Ο Σιλβέρ, τον οποίο και η Φελισιτέ κοιτούσε με μισό μάτι, μεγάλωσε μέσα στα δάκρυα, σαν δύσμοιρο ορφανό, μέχρι που η γιαγιά του, σε μία από τις σπάνιες επισκέψεις της στους Ρουγκόν, το λυπήθηκε και ζήτησε να το πάρει κοντά της. Ο Πιέρ καταχάρηκε˙ παρέδωσε το παιδί, χωρίς να κάνει λόγο για την παραμικρή αύξηση του πενιχρού βοθήματος που έδινε στην Αντελαΐντ και το οποίο από εδώ κι εμπρός θα έπρεπε να αρκεί και για τους δυο.

Η Αντελαΐντ ήταν τότε περίπου εβδομήντα ετών. Εδώ και πολλά χρόνια ζούσε μια ζωή μοναχική, και δεν ήταν πλέον το λεπτό και φλογερό κορίτσι που κάποτε έτρεχε να κρυφτεί στην αγκαλιά του λαθροθήρα Μακάρ. Είχε γίνει σκληρή και δύσκαμπτη, ζώντας χωμένη στην καλύβα της, στο αδιέξοδο του Σαιν Μιτρ, σε αυτήν την ήσυχη και σκοτεινή τρύπα, όπου ζούσε μέσα σε πλήρη απομόνωση, κι από την οποία δεν έφευγε σχεδόν ποτέ, τρεφόμενη αποκλειστικά με πατάτες και ξερά λαχανικά. Βλέποντάς την κάποιος στον δρόμο θα μπορούσε να την περάσει για μία από εκείνες τις ηλικιωμένες καλόγριες που προχωρούν μηχανικά, και που όντας μια ζωή στο μοναστήρι, έχασαν κάθε ενδιαφέρον για τα εγκόσμια. Το χλωμό της πρόσωπο, πάντα προσεκτικά καλυμμένο με ένα λευκό κεφαλομάντηλο, έμοιαζε με πρόσωπο νεκρής, μια κενή μάσκα, ειρηνικό και βυθισμένο στην απόλυτη αδιαφορία. Η μακρόχρονη σιωπηλή άσκηση την έκανε μουγκή˙ το ανήλιαγο σπίτι της, μέσα στο οποίο αντίκριζε για χρόνια τα ίδια αντικείμενα, έσβησε το φως των ματιών της, που είχαν γίνει θολά σαν το νερό του βάλτου. Η απόλυτη παραίτηση, ο αργός ψυχικός και σωματικός θάνατος, μεταμόρφωσαν σιγά - σιγά  την τρελή ροδιά σε γέρικη ελιά. Όταν κάρφωνε κάπου, μηχανικά, τα μάτια της, κοιτάζοντας χωρίς να βλέπει, φαινόταν, μέσα από τις άδειες και βαθιές τρύπες των ματιών της, το απόλυτο ψυχικό κενό.

Τίποτα δεν είχε απομείνει από την περασμένη αισθησιακή της φλόγα, μονάχα η φθορά της σάρκας κι ένα γεροντικό τρέμουλο στα χέρια. Κάποτε είχε αγαπήσει με την ζωώδη ορμή της λύκαινας, όμως τώρα σερνόταν καταρρέοντας αργά προς τον τάφο, και σε κάθε της βήμα απέπνεε μια οσμή από πολυκαιρισμένα ξερά φύλλα. Τα νεύρα της είχαν πάθει ζημιά εξαιτίας των διακαών πόθων που αλληλοσπαράσσονταν όλα αυτά τα χρόνια της υποχρεωτικής και ακούσιας ερωτικής αποχής. Η ανάγκη της για έρωτα, μετά τον θάνατο του Μακάρ, αυτού του άνδρα που της ήταν τόσο απαραίτητος, σιγόκαιγε μέσα της και την κατάτρωγε, όπως συμβαίνει και με τις καλόγριες που δεν τολμούν να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους.  Μια έκλυτη ζωή πιθανώς να μην την κούραζε και να μην την αποχαύνωνε τόσο, όσο αυτή αίσθηση του ανικανοποίητου που προέκυψε από την απομόνωσή της, η οποία τελικά κατέστρεψε τον οργανισμό της.

Μερικές φορές ακόμα και τώρα, αυτή η απονεκρωμένη και χλωμή γριά γυναίκα, η οποία έδειχνε σα να μην είχε πλέον ούτε σταγόνα αίμα μέσα της, πάθαινε νευρικές κρίσεις, που την διαπερνούσαν σαν ηλεκτρικό ρεύμα και γαλβάνιζαν τον οργανισμό της επαναφέροντας την, με φριχτό τρόπο, πίσω στην ζωή για λίγη ώρα. Έπεφτε παραλυμένη στο κρεβάτι της, με τα μάτια γουρλωμένα˙ μετά την έπιανε κάτι σαν λόξιγκας και χτυπιόταν˙ είχε την τρομακτική δύναμη που αποκτούν οι υστερικοί σε παρόμοιες περιπτώσεις και που πρέπει κάποιος να τους δέσει για να μην αυτοτραυματιστούν. Αυτή η επιστροφή στα παλιά της πάθη, αυτές οι απότομες κρίσεις, συντάρασσαν με ένα θλιβερό τρόπο το φτωχό, πονεμένο της σώμα. Φαίνεται πως τα φλογερά νεανικά της πάθη ξεσπούσαν επάνω στο κρύο και γερασμένο της σώμα. Όταν συνερχόταν, παραπατούσε έχοντας ένα αποσβολωμένο, γεμάτο τρόμο βλέμμα, που έκανε τους κουτσομπόληδες του προαστίου να λένε: «Πάλι ήπιε, η τρελόγρια».

Το παιδικό χαμόγελο του μικρού Σιλβέρ ήταν γι’ αυτήν η τελευταία χλωμή αχτίδα που χάρισε λίγη ζεστασιά στο παγωμένο της κορμί. Ζήτησε να την δώσουν το παιδί γιατί την είχε κουράσει η μοναξιά και την τρομοκρατούσε η σκέψη, πως θα πέθαινε ολομόναχη κατά την διάρκεια κάποιας κρίσης. Με τον μικρούλη να τρέχει ολόγυρά της, αισθανόταν ασφαλής απέναντι στον θάνατο. Χωρίς να εγκαταλείψει την σιωπή της, χωρίς να απαλύνει τις μηχανικές της κινήσεις, αισθανόταν γι’ αυτόν μια ανείπωτη αγάπη. Ακίνητη και αμίλητη, τον κοίταζε να παίζει για ώρα πολλή, ακούγοντας με απόλαυση την ανυπόφορη φασαρία που γέμιζε την φτωχική καλύβα. Αυτός ο τάφος είχε αρχίσει να δονείται από τους φασαριόζικους ήχους του Σιλβέρ, ο οποίος καβαλούσε σκουπόξυλα, στούκαρε πάνω στις πόρτες, έκλαιγε και γέμιζε τον τόπο με φωνές. Όλα αυτά έφερναν την Αντελαΐντ πίσω στον κόσμο˙ τον φρόντιζε με την πιο αξιολάτρευτη αδεξιότητα˙ αυτή που στα νιάτα της ξεχνούσε να είναι μητέρα για να μπορεί να γίνεται ερωμένη, τώρα γευόταν τις θεϊκές απολαύσεις της μητρότητας νίβοντάς του το μουτράκι, ντύνοντάς τον και φροντίζοντας την εύθραυστη ύπαρξή του. Ήταν το στερνό ξύπνημα της αγάπης, ένα τελευταίο ημερωμένο πάθος που οι ουρανοί παραχώρησαν σε αυτήν τη γυναίκα, την τόσο αναγκεμένη και διψασμένη για αγάπη. Ήταν συγκινητική η αγωνία αυτής της καρδιάς που έζησε περικυκλωμένη από έντονες επιθυμίες και τώρα πέθαινε γεμάτη αγάπη για ένα παιδί.

Ήταν ήδη υπερβολικά απονεκρωμένη, σε βαθμό που να μην μπορεί να εκφράζεται με το συνηθισμένο, πολυλογούδικο τρόπο των καλών και στρουμπουλών γιαγιάδων˙ έτρεφε μια μυστική λατρεία για το ορφανό, με την συστολή μικρού κοριτσιού, χωρίς να ξέρει πώς να τον αγκαλιάσει. Μερικές φορές τον έπαιρνε στα γόνατά της και τον περιεργαζόταν με τα θολά της μάτια για ώρα πολλή. Όταν ο μικρούλης, τρομαγμένος από το λευκό και ανέκφραστο πρόσωπό της, έβαζε τα κλάματα, φαινόταν μπερδεμένη, δεν ήξερε τι να κάνει και τον άφηνε βιαστικά κάτω στο πάτωμα, χωρίς να του κάνει ούτε μια αγκαλίτσα. Ίσως να έβρισκε στον εγγονό της μια μακρινή ομοιότητα με τον Μακάρ τον λαθροθήρα.

Ο Σιλβέρ μεγάλωνε κοντά στη γιαγιά του. Με παιδιάστικη τρυφερότητα  αποκαλούσε την γιαγιά του, θεία Ντιντ, ένα όνομα που τελικά κόλλησε στην γριά γυναίκα˙ η λέξη θεία είναι πολύ συνηθισμένη στην Προβηγκία και χρησιμοποιείται με χαϊδευτική διάθεση. Το παιδί έτρεφε μια μοναδική αγάπη για την γιαγιά του που δεν αναμειγνυόταν με τον παραμικρό σεβαστικό φόβο. Όταν ήταν ακόμα πολύ μικρούλης και την έβλεπε να παθαίνει τις νευρικές της κρίσεις, έφευγε μακριά της κλαίγοντας, κατατρομαγμένος από την παραμορφωμένη όψη της˙ ύστερα επέστρεφε επιφυλακτικά, μετά το τέλος της κρίσης, έτοιμος να το ξαναβάλει στα πόδια, λες και φοβόταν πως η ταλαίπωρη γυναίκα θα σηκωνόταν για να τον δείρει. Αργότερα, όταν έγινε πλέον δώδεκα χρονών, παρέμενε κοντά της με γενναιότητα, προσέχοντάς την, να μην πέσει από το κρεβάτι και τραυματιστεί. Στεκόταν για ώρες κρατώντας την σφιχτά στα χέρια του, για να καλμάρει κάπως τους άγριους σπασμούς που την συντάρασσαν. Στα διαλλείματα ηρεμίας που διαδέχονταν τις απανωτές κρίσεις κοιτούσε γεμάτος οίκτο το βασανισμένο της πρόσωπο και το κάτισχνο κορμί της, που τυλιγμένο μέσα στα κουρέλια της, έμοιαζε λες και ήταν σαβανωμένο. Αυτά τα μυστικά δράματα που επαναλαμβάνονταν κάθε μήνα, αυτή η γριά γυναίκα η άκαμπτη σαν πτώμα, αυτό το παιδί που έσκυβε από πάνω της παρατηρώντας την καθώς συνερχόταν, δημιουργούσαν μέσα στο ημίφως της καλύβας μια αλλόκοτη εικόνα βουβού τρόμου και σπαραχτικής τρυφερότητας.

Όταν η θεία Ντιντ ανακτούσε πλήρως τις αισθήσεις της, σηκωνόταν επάνω με κάποια δυσκολία κι άρχιζε να κάνει το νοικοκυριό της χωρίς να κάνει την παραμικρή ερώτηση στον Σιλβέρ˙ δεν θυμόταν τίποτα και το παιδί, με μια ενστικτώδη φρόνηση, απέφυγε να κάνει έστω και την ελάχιστη αναφορά στην σκηνή που μόλις είχε διαδραματιστεί. Αυτές κυρίως, οι επαναλαμβανόμενες κρίσεις, ήταν που είχαν δημιουργήσει ένα βαθύτατο δέσιμο ανάμεσα στον εγγονό και την γιαγιά του. Αλλά όπως αυτή τον αγαπούσε χωρίς να το εκφράζει με λόγια, έτσι κι αυτός κρατούσε μυστική την αγάπη του για εκείνη, σαν να τον εμπόδιζε κάποια ντροπή. Γιατί παρόλο που αισθανόταν μεγάλη ευγνωμοσύνη για εκείνη που τον είχε περιμαζέψει και τον μεγάλωνε, δεν μπορούσε παρά να την θεωρεί ως ένα παράξενο πλάσμα, θύμα κάποιου άγνωστου δαίμονα, το οποίο όφειλε να λυπάται και να σέβεται. Αναμφίβολα μέρα με την μέρα το καντήλι της ζωής της λιγόστευε. Έμοιαζε με πτώμα που ο Σιλβέρ δεν άντεχε να αγκαλιάσει. Έτσι περνούσε η ζωή τους, μέσα σε μια μελαγχολική σιωπή, την οποία έσπαγε μονάχα η δόνηση μιας απεριόριστης αγάπης.

Η βαριά και μελαγχολική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία μεγάλωσε ο Σιλβέρ το χάρισε μια γενναία καρδιά, γεμάτη από ενθουσιώδεις διαθέσεις. Πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε έναν σοβαρό, συμπονετικό, νεαρό άνδρα που αναζητούσε απεγνωσμένα κάποια καθοδήγηση. Έμαθε ελάχιστη γραφή και αριθμητική πηγαίνοντας το ρωμαιοκαθολικό σχολείο των Χριστιανών Αδελφών, το οποίο υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει σε ηλικία δώδεκα ετών, προκειμένου να μάθει μία τέχνη. Ούτε τα βασικά δεν πρόλαβε να μάθει. Ωστόσο διάβαζε με μανία ό,τι έπεφτε στα χέρια του και κάπως έτσι απέκτησε μια παράξενη κατάρτιση˙ είχε μια ιδέα για ένα πλήθος θεμάτων, ατελή και κακοχωνεμένη, γι’ αυτό δεν κατάφερε ποτέ να ξεκαθαρίσει τα πράγματα μέσα στο κεφάλι του. Όταν ήταν πολύ μικρούλης είχε την συνήθεια να πηγαίνει για παιχνίδι έξω από το εργαστήρι ενός αρχιμάστορα τροχοποιού, ενός καλού ανθρώπου που λεγόταν Βιάν και ζούσε εκεί που άρχιζε το τυφλό δρομάκι, μπροστά από το Αιρ Σαιν Μιτρ, όπου και αποθήκευε τη ξυλεία του. 

Ο Σιλβέρ πηδούσε πάνω στους τροχούς από τις λυμένες άμαξες που προορίζονταν για επισκευή, και διασκέδαζε σέρνοντας τα βαριά εργαλεία που τα μικρά του χεράκια μπορούσαν με δυσκολία να σηκώσουν˙ μια από τις μεγαλύτερες χαρές του ήταν το να βοηθά τους εργάτες βαστώντας για λογαριασμό του κάποια κομμάτια ξύλου ή φέρνοντάς τους τα εξαρτήματα που χρειάζονταν. Έτσι, μόλις μεγάλωσε αρκετά, ήταν φυσικό να μπει ως εκπαιδευόμενος στην επιχείρηση του Βιάν, ο οποίος είχε συμπαθήσει αυτό το μικρό χαμίνι που μια ζωή μπλεκόταν μες τα πόδια του και ζήτησε από την Αντελαΐντ να τον αφήσει να έρθει, αρνούμενος να δεχτεί λεφτά για την διατροφή και την μαθητεία του μικρού. Ο Σιλβέρ δέχτηκε με μεγάλη προθυμία και ονειρευόταν από τώρα την στιγμή που θα επέστρεφε στην φτωχή θεία Ντιντ όλα όσα είχε ξοδέψει γι’ αυτόν.

Μέσα σε ελάχιστο διάστημα έγινε ένας εξαίρετος τεχνίτης. Αλλά είχε υψηλότερες προσδοκίες. Έχοντας δει στο εργαστήρι ενός καροποιού  στο Πλασσάν, μια όμορφη, καινούργια άμαξα, να γυαλίζει από το βερνίκι, είπε πως κάποια μέρα θα έφτιαχνε κι αυτός τέτοια οχήματα. Αυτή η άμαξα εντυπώθηκε στο μυαλό του σαν ένα σπάνιο και μοναδικό έργο τέχνης, σαν κάτι το ιδανικό που όφειλε να κατακτήσει. Οι καρότσες που επεξεργαζόταν στου Βιάν και τις οποίες πρόσεχε σαν τα μάτια του, έμοιαζαν πλέον ανάξιες της προσοχής του. ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στο τοπικό τεχνικό σχολείο. Εκεί έπιασε φιλίες με ένα νεαρό, ο οποίος είχε εγκαταλείψει το κολέγιο και που του χάρισε μία πραγματεία περί γεωμετρίας. Βυθίστηκε σε αυτήν την μελέτη, χωρίς κάποιον οδηγό, σπαζοκεφαλιάζοντας για βδομάδες προκειμένου να κατανοήσει τις απλούστερες έννοιες του κόσμου. Κάπως έτσι έγινε σαν εκείνους τους πολυμαθείς μαστόρους που υπογράφουν με σταυρό, αλλά παίζουν την άλγεβρα στα δάχτυλα του χεριού τους.

Τίποτα δεν καταστρέφει ένα πνεύμα περισσότερο από αυτήν την εκπαίδευση την καμωμένη από σκόρπιες κι ασύνδετες γνώσεις χωρίς στέρεες βάσεις. Σε γενικές γραμμές αυτά τα σπαράγματα επιστήμης δημιουργούν μία απόλυτα ψευδή ιδέα σχετικά με τις υπέρτατες αλήθειες και εγκλωβίζουν τους ημιμαθείς μέσα σε μια αφόρητη ηλιθιότητα. Στον Σιλβέρ τα ψιχία της κλεμμένης γνώσης δεν έκαναν άλλο παρά να αυξήσουν τις φλογερές φιλοδοξίες του. Είχε επίγνωση της αμάθειάς του. Καταλάβαινε πως υπήρχαν πράγματα που υπερέβαιναν την αντιληπτική του ικανότητα, στα οποία μάλιστα είχε προσδώσει μία θεϊκή διάσταση και αγωνιζόταν με έναν τρόπο αγνό, αθώο, σχεδόν θρησκευτικό να ανυψωθεί και να φτάσει ως αυτές τις υψηλές σκέψεις και μεγαλειώδεις συλλήψεις, οι οποίες για την ώρα του διέφευγαν. Ήταν ένας αφελής, ένας μεγαλειώδης αφελής που παρέμενε στο κατώφλι του ναού, γονατιστός μπροστά στα αναμμένα κεριά, τα οποία από μακριά του έμοιαζαν με αστέρια.

Η καλύβα στο αδιέξοδο του Σαιν Μιτρ αποτελούταν βασικά από ένα μεγάλο δωμάτιο του οποίου η πόρτα οδηγούσε κατευθείαν στον δρόμο˙ αυτό το δωμάτιο με το λιθόστρωτο πάτωμα, που χρησίμευε ταυτόχρονα ως κουζίνα και τραπεζαρία, είχε ως μοναδικά έπιπλα μερικές ψάθινες καρέκλες, ένα τραπέζι που στηριζόταν σε τρία πόδια, και ένα παλιό σεντούκι που η Αντελαΐντ είχε μετατρέψει σε καναπέ στρώνοντας ένα μάλλινο πανί επάνω στο καπάκι του. Στην αριστερή πλευρά, επάνω στο μεγάλο τζάκι βρισκόταν ένα γύψινο αγαλματάκι της Παρθένου Μαρίας, περικυκλωμένο από τεχνητά άνθη. Η Παναγία είναι η πατροπαράδοτη προστάτιδα μητέρα όλων των προβηγκιανών γυναικών, ασχέτως με το πόσο θρησκευόμενες είναι. Ένας διάδρομος οδηγούσε από το δωμάτιο σε μια μικρή αυλή στο πίσω μέρος του σπιτιού, στην οποία βρισκόταν ένα πηγάδι. Στα αριστερά του διαδρόμου ήταν η κάμαρα της θείας Ντιντ, ένα στενό δωμάτιο επιπλωμένο με ένα σιδερένιο κρεβάτι και μια καρέκλα˙ στην δεξιά πλευρά υπήρχε ένα ακόμη πιο μικρό δωμάτιο που χωρούσε μετά βίας ένα ράντζο κι εκεί κοιμόταν ο Σιλβέρ. Ο νεαρός είχε βρει τον τρόπο να κατασκευάσει μια σειρά από ράφια που έφταναν ως το ταβάνι, ώστε να κρατάει κοντά του όλα εκείνα τα αγαπημένα και ετερόκλητα βιβλία που αγόρασε με τις οικονομίες του από ένα γειτονικό παλαιοπωλείο. Τα βράδια, όταν μελετούσε, κρεμούσε τη λάμπα του από ένα καρφί πάνω από το προσκέφαλό του. Αν η γιαγιά του πάθαινε κάποια κρίση, μπορούσε με δυο δρασκελιές να βρεθεί αμέσως στο πλευρό της.  

Η ζωή του νεαρού άνδρα παρέμενε κάπως παιδική. Περνούσε τον καιρό του στο μοναχικό του καμαράκι. Κι αυτός, σαν τον πατέρα του απεχθανόταν τα καπηλειά και τις Κυριακάτικες τσάρκες. Οι συνάδελφοί του πλήγωναν τις ουράνιες απολαύσεις του με τις χυδαίες διασκεδάσεις τους. Προτιμούσε να μελετά και να σπάζει το κεφάλι του με κάποιο σχετικά απλό γεωμετρικό πρόβλημα. Από τότε που ανέλαβε αυτός τις μικρές εξωτερικές εργασίες του νοικοκυριού τους, η θεία Ντιντ έπαψε να βγαίνει από το σπίτι κι έκοψε κάθε επαφή ακόμα και με την οικογένειά της. Μερικές φορές ο νεαρός σκεφτόταν αυτήν την εγκατάλειψή της˙ κοιτούσε αυτήν την φτωχή γριά γυναίκα που έμενε δυο βήματα μακριά από τα παιδιά της κι ωστόσο αυτοί την ξεχνούσαν λες κι ήταν πεθαμένη˙ όλο αυτό τον έκανε να την αγαπάει ακόμα περισσότερο, σαν να ήθελε να αναπληρώσει όλη εκείνη την αγάπη που η γιαγιά του δεν εισέπραττε από τους υπόλοιπους. Είχε την αμυδρή εντύπωση πως μάλλον η θεία Ντιντ εξιλεωνόταν για κάποια παλιά της αμαρτήματα και τότε έλεγε στον εαυτό του: «Γεννήθηκα για να της προσφέρω την άφεση».

Μια φύση τόσο φλογερή κι ωστόσο πειθαρχημένη σαν αυτή του Σιλβέρ δεν μπορούσε παρά να έχει σε μεγάλη υπόληψη τις δημοκρατικές ιδέες. Τις νύχτες, διάβαζε ξανά και ξανά ένα βιβλίο του Ρουσσώ που είχε ανακαλύψει στο παλιατζίδικο ανάμεσα σε κάτι παμπάλαιες κλειδαριές. Έμενε ξύπνιος διαβάζοντάς το ως τα χαράματα. Μέσα στο όραμα της πανανθρώπινης ευτυχίας, που θέλγει όλους τους φτωχούς, οι λέξεις ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα ηχούσαν στα αυτιά του σαν καμπάνες που στο βροντερό και ιερό τους άκουσμα οι πιστοί γονατίζουν. Έτσι λοιπόν, όταν πληροφορήθηκε την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας στην Γαλλία, πίστεψε πως όλοι πλέον θα ζούσαν μέσα σε παραδείσια μακαριότητα. Οι γνώσεις του, καίτοι ατελείς τον έκαναν να βλέπει μακρύτερα από τους άλλους εργάτες, οι φιλοδοξίες του δεν σταματούσαν στην εξασφάλιση του επιούσιου άρτου˙ αλλά η βαθύτατη αφέλειά του σε συνδυασμό με την άγνοια του αληθινού κόσμου, τον κρατούσαν αιχμάλωτο μέσα σε μια ουτοπία, ένα ονειρικό κήπο της Εδέμ, όπου βασίλευε η αιώνια δικαιοσύνη. Ο παράδεισός του αυτός ήταν για πολύ καιρό το μοναδικό του καταφύγιο μέσα στο οποίο αποξεχνιόταν.

Όταν άρχισε να συνειδητοποιεί πως τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά για τους δημοκρατικούς δοκίμασε έναν απέραντο πόνο˙ τότε απέκτησε ένα διαφορετικό όραμα: να επιβάλει την ευτυχία στους ανθρώπους έστω και με το ζόρι. Κάθε πράξη που κατά την γνώμη του έβλαπτε τα συμφέροντα του λαού ξυπνούσε μέσα του μια εκδικητική αγανάκτηση. Παρόλο που ήταν ευαίσθητος σαν μικρό παιδί συνταρασσόταν από άγρια πολιτικά μίση. Αυτός που δεν θα μπορούσε να βλάψει ούτε μερμήγκι υποστήριζε αδιαλείπτως πως έπρεπε να πάρουν τα όπλα. Η ελευθερία ήταν το μεγάλο του πάθος, ένα πάθος απόλυτο, πέρα από κάθε λογική το οποίο υπηρετούσε με όλη τη φλογερή δύναμη της καρδιάς του. Τυφλωμένος από τον ενθουσιασμό του, ήταν ταυτόχρονα υπερβολικά αμαθής και υπερβολικά μορφωμένος  και γι’ αυτό δεν μπορούσε να είναι καθόλου ανεκτικός με τις ανθρώπινες αδυναμίες˙ χρειαζόταν μια ιδανική κυβέρνηση που να διέπεται από τις αρχές της πλήρους δικαιοσύνης και της πλήρους ελευθερίας. Εκείνη ακριβώς την εποχή, ο θείος του ο Μακάρ σκέφτηκε να στρέψει το νεαρό αγόρι ενάντια στους Ρουγκόν. Πίστευε πως αυτό το τρελόπαιδο θα μπορούσε να κάνει τρομερή δουλειά, αρκεί κάποιος να το χειραγωγούσε κατάλληλα. Αυτό ήταν το πανούργο σχέδιο του Μακάρ.

Για να δελεάσει τον Σιλβέρ και να τον φέρει με τα νερά του, ο Αντουάν υποκρινόταν πως έτρεφε αμέριστο θαυμασμό για τις απόψεις του. Δεν έκανε όμως καλή αρχή και παραλίγο να αποτύχει στο όλο εγχείρημα: θεωρούσε τον θρίαμβο της Δημοκρατίας ως το ξεκίνημα μιας εποχής γεμάτης από ξεγνοιασιά, ρεμπελιό και ατέλειωτο φαγοπότι, γεγονός που έθιγε τις πνευματικές αξιώσεις του ανεψιού του. Γρήγορα ωστόσο κατάλαβε το λάθος του, και βούτηξε για τα καλά μέσα σε ένα απύθμενο χάσμα μεγαλόσχημων κενολογιών τις οποίες ο Σιλβέρ αποδέχτηκε ως ικανοποιητική απόδειξη των δημοκρατιών φρονημάτων του θείου του. Σύντομα θείος και ανεψιός συναντιούνταν δυο και τρεις φορές την εβδομάδα. Κατά την διάρκεια των μακριών τους συζητήσεων, όπου η μοίρα της χώρας αποφασιζόταν ξεκάθαρα, ο Αντουάν προσπαθούσε να πείσει το νεαρό πως το σαλόνι των Ρουγκόν αποτελούσε το κύριο εμπόδιο στην ευημερία της Γαλλίας. Αλλά ξαναέκανε το λάθος να αποκαλέσει την μητέρα του «παλιόγρια» μπροστά στον Σιλβέρ. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να του αποκαλύψει τα περασμένα σκάνδαλα της φτωχής ηλικιωμένης. 

Ο νέος κατακόκκινος από ντροπή τον άκουγε χωρίς να διακόπτει. Δεν είχε ζητήσει ο ίδιος να μάθει όλα αυτά τα πράγματα και τέτοιου είδους εξομολογήσεις τον έκαναν να αισθάνεται φρικτά καθώς πλήγωναν την σεβάσμια τρυφερότητα που αισθανόταν για την θεία Ντιντ. Έκτοτε περιέβαλλε την γιαγιά του με ακόμα μεγαλύτερη φροντίδα, φυλούσε γι’ αυτήν τα πιο γλυκά του χαμόγελα και της χάριζε ματιές γεμάτες συγχώρεση. Όταν ο Μακάρ συνειδητοποίησε τη χαζομάρα του, θέλησε να εκμεταλλευτεί την αγάπη του Σιλβέρ για την γιαγιά του κατηγορώντας τον Ρουγκόν για την απομόνωση και την ανέχεια της Αντελαΐντ. Για τον εαυτό του υποστήριζε πως υπήρξε υπόδειγμα καλού γιου, ενώ ο αδερφός του είχε φερθεί απαράδεκτα˙ ο Πιέρ είχε κλέψει την μητέρα του, και τώρα που αυτή ήταν πάμφτωχη εκείνος την περιφρονούσε. Ο Αντουάν επανερχόταν συνέχεια σε αυτό το θέμα συζήτησης. Στο τέλος ο Σιλβέρ αγανάκτησε ενάντια στον θείο του Πιέρ προς μεγάλη ικανοποίηση του Αντουάν.

Σε κάθε επίσκεψη του νεαρού επαναλαμβάνονταν οι ίδιες σκηνές. Ο Σιλβέρ κατέφθανε , το βράδυ, την ώρα που η οικογένεια Μακάρ δειπνούσε. Ο πατέρας κατάπινε τις πατάτες ραγού ρουθουνίζοντας. Ξεδιάλεγε τα κομμάτια από το λαρδί και ακολουθούσε με τα μάτια το πιάτο, όταν αυτό περνούσε στα χέρια του Ζαν και της Ζερβαίζ.

«Βλέπεις Σιλβέρ, έλεγε με συγκρατημένη οργή, την οποία μάταια προσπαθούσε να κρύψει κάτω από ένα πέπλο ειρωνικής αδιαφορίας, και σήμερα πατάτες, κάθε μέρα πατάτες! Δεν τρώμε πλέον τίποτε άλλο πέρα από αυτές. Το κρέας είναι για τους πλούσιους. Είναι αδύνατο να τα βγάλω πέρα όταν έχω δυο παιδιά που τρώνε για δέκα».

Η Ζερβαίζ και ο Ζαν χαμήλωναν το κεφάλι και δεν τολμούσαν να κόψουν ούτε μια φέτα ψωμί. Ο Σιλβέρ που ζούσε στον κόσμο του δεν έπαιρνε είδηση το δράμα που παιζόταν. Με την ήρεμη φωνή του, σήκωνε θύελλα, λέγοντας τα εξής:

«Όμως θείε μου, πρέπει κι εσύ να βρεις κάποια δουλειά».

«Α! ναι, γελούσε ο Μακάρ, χτυπημένος εκεί που πονούσε περισσότερο, θες να δουλέψω, ε; Να επιτρέψω δηλαδή σε αυτούς του ζήτουλες τους πλουσίους να τρέφονται από τις σάρκες μου. Θα κέρδιζα τουλάχιστον γύρω στα είκοσι σόλδια την ημέρα και θα μου έφευγε και η πίστη. Να κάτι που αξίζει τον κόπο!»

«Ο καθένας κερδίζει ό,τι καλύτερο μπορεί, του απαντούσε ο νέος άνδρας. είκοσι σόλδια είναι κι αυτά κάτι και μπορούν να βοηθήσουν την οικογένεια… εκτός αυτού υπήρξες στρατιώτης, γιατί λοιπόν δεν αναζητάς κάποιον διορισμό;»

Η Φίνα παρενέβαινε τότε, με μια απερισκεψία, για την οποία σύντομα θα μετάνιωνε.

«Αυτό του λέω κι εγώ συνέχεια, έλεγε. Ο αγορανόμος ψάχνει για κάποιον βοηθό˙ του μίλησα για τον άνδρα μου κι αυτός φάνηκε θετικά διακείμενος…»

Τότε ο Μακάρ την διέκοπτε με μια αιχμηρή ματιά:

«Ε! Για βγάλε τον σκασμό, γρύλιζε προσπαθώντας να συγκρατήσει τον θυμό του. Αυτές οι γυναίκες δεν ξέρουν τι λένε! Κανένας δεν θα με κάνει υποχείριό του. Οι απόψεις μου πάνω σε αυτό το θέμα είναι γνωστές».

Κάθε φορά που του πρότειναν κάποια θέση εργασίας, την απέρριπτε με έναν ανάλογο εκνευρισμό. Παρόλα αυτά δεν έπαυε να γυρεύει δουλειά, μόνο και μόνο για να μπορεί στην συνέχεια να την απορρίπτει προβάλλοντας τις πιο απίθανες δικαιολογίες. Όταν κάποιος επέμενε πάνω σε αυτό το ζήτημα, γινόταν έξω φρενών.

Αν ο Ζαν έπιανε την εφημερίδα ο πατέρας του, έλεγε αμέσως:

«Το καλό που σου θέλω, να πας για ύπνο αμέσως. Αύριο δεν θα έχεις ξυπνημό και θα πάει άλλη μια μέρα χαμένη… αυτό το γαϊδούρι την περασμένη βδομάδα έφερε οχτώ φράγκα λιγότερα στο σπίτι! Θα συνεννοηθώ με το αφεντικό του, για να μην του δίνει πλέον τα λεφτά στο χέρι. Από εδώ και μπρος θα τα δίνει απευθείας σε εμένα».

Ο Ζαν πήγαινε να ξαπλώσει, για να μην ακούει τις επικρίσεις του πατέρα του. Δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τον Σιλβέρ˙ η πολιτική τον ενοχλούσε και έβρισκε τον ξάδερφό του λιγάκι «σαλεμένο». Όταν παρέμεναν μόνο οι γυναίκες, αν για κακή τους μοίρα, μετά το μάζεμα του τραπεζιού ξεκινούσαν κάποια συζήτηση στα ψιθυριστά, ο Μακάρ ξεσπάθωνε πάλι:

«Α! Οι τεμπέλες! Φώναζε. Δεν έχετε τίποτα να μαντάρετε; Μέσα στα κουρέλια κυκλοφορούμε… Άκουσε εδώ Ζερβαίζ, ήμουν στης αφεντικίνας σου σήμερα, και μου είπε για του λόγου ένα δυο ωραία πραγματάκια. Είσαι μια άχρηστη, ένα σκέτο μηδενικό».

Η Ζερβαίζ που ήταν πια είκοσι ετών κοπέλα, ακούγοντας τον πατέρα της να την προσβάλει έτσι μπροστά στον ξάδερφό της, γινόταν κόκκινη σαν παπαρούνα. Κι ο Σιλβέρ από την πλευρά του ερχόταν σε πολύ δύσκολη θέση. Ένα βράδυ είχε φτάσει κάπως αργά στο σπίτι του θείου του, όταν αυτός είχε ήδη ξεπορτίσει και βρήκε τη μάνα με την κόρη, τύφλα μεθυσμένες μπροστά από ένα άδειο μπουκάλι. Έκτοτε δεν μπορούσε να δει τη ξαδέρφη του χωρίς να του έρθει στο μυαλό το άθλιο θέαμα εκείνης της νύχτας, το βραχνό της γέλιο και τους μεγάλους κόκκινους λεκέδες στα μικρά, χλωμά μάγουλά της. Τον τρόμαζαν επίσης τα διάφορα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν για λογαριασμό της. Μεγαλώνοντας σαν μοναχός που είχε πάρει όρκο αγνότητας, της έριχνε συχνά κλεφτές ματιές, έχοντας την βασανιστική περιέργεια του μαθητή που στέκεται μπροστά σε μια ολοκληρωμένη γυναίκα.

Όταν οι δύο γυναίκες έπιαναν τις βελόνες και έβγαζαν τα μάτια τους μαντάροντας τα παλιά του πουκάμισα, ο Μακάρ που είχε πιάσει την αναπαυτικότερη θέση, άπλωνε νωχελικά την αρίδα του, πίνοντας και καπνίζοντας, απολαμβάνοντας την νωθρότητά του. Ήταν η ώρα που ο άθλιος υποκρίταρος κατηγορούσε τους πλούσιους που ρουφούν το αίμα του λαού. Ήταν τρομερά αγανακτισμένος με τους κυρίους της νέας πόλης, που ζούσαν μέσα στην απραξία και υποχρέωναν τους φτωχούς να τους συντηρούν. Τα ψήγματα κομμουνιστικών ιδεών που επέλεγε κάθε πρωί από τις εφημερίδες αποκτούσαν μια γκροτέσκα και τερατώδη διάσταση όταν τα έβαζε αυτός στο στόμα του. Έκανε λόγο για την έλευση μιας εποχής, όπου κανένας δεν θα ήταν υποχρεωμένος να δουλεύει. Φυσικά δεν ξεχνούσε ούτε για μια στιγμή το βαθύ μίσος που έτρεφε για τους Ρουγκόν. Από τα νεύρα του δυσκολευόταν να χωνέψει τις πατάτες που μόλις είχε φάει.

«Είδα πάλι σήμερα, συνήθιζε να λέει,  αυτή την καρακάξα τη Φελισιτέ να αγοράζει ένα κοτόπουλο από την αγορά… Κατάλαβες; Αυτοί οι παλιοκλέφτες τρώνε το ωραίο τους κοτοπουλάκι!»

«Η θεία Ντιντ, του απαντούσε ο Σιλβέρ, υποστηρίζει πως ο θείος Πιέρ σου φέρθηκε καλά, όταν επέστρεψες από την στρατιωτική σου θητεία. Δεν είναι αλήθεια πως ξόδεψε ένα σεβαστό ποσό, για να σε ντύσει και να σε στεγάσει;»

«Ένα σεβαστό ποσό! Κραύγαζε ο Μακάρ εξαγριωμένος. Η γιαγιά σου είναι τρελή! … αυτές τις φήμες τις διαδίδουν οι ίδιοι οι κλέφτες, για να μου κλείσουν το στόμα. Ποτέ μου δεν πήρα τίποτα από αυτούς».

Η Φίνα έκανε ξανά το σφάλμα να παρέμβει, υπενθυμίζοντας στον άνδρα της πως είχε εισπράξει διακόσια φράγκα, πλήρη ρουχισμό και τα ενοίκια ενός έτους. Ο Αντουάν της φώναζε να σωπάσει, και συνέχιζε με αυξανόμενη οργή:

«Διακόσια φράγκα! Ωραία πράγματα! Εγώ θέλω το μερτικό μου, που αντιστοιχεί σε δέκα χιλιάδες φράγκα. Α! ναι, μιλάς για την τρύπα στην οποία με πέταξαν σαν το σκυλί, και για την παλιατσαρία, την ρεντιγκότα που μου χάρισε ο Πιέρ, γιατί δεν μπορούσε πλέον να την φορά ο ίδιος, τόσο βρώμικη και τρύπια που ήταν!»

Φυσικά έλεγε ψέματα. Όμως κανένας δεν τολμούσε να τον πάει κόντρα έτσι όπως ήταν θυμωμένος. Μετά από λίγο στρεφόταν στον Σιλβέρ και του έλεγε:

«Είσαι ακόμα αρκετά αφελής, ώστε να τους υπερασπίζεσαι. Κατάκλεψαν τη μητέρα σου και αυτή η καλή γυναίκα δεν θα είχε πεθάνει, αν αυτοί την είχαν φροντίσει.

«Όχι, δεν έχεις δίκιο θείε μου, έλεγε ο νεαρός άνδρας, η μητέρα μου δεν πέθανε από έλλειψη φροντίδας και ξέρω καλά πως ο πατέρας μου δεν θα δεχόταν ποτέ ούτε μια δεκάρα από την οικογένεια της γυναίκας του».

«Αηδίες! Τώρα κάτι μας είπες! Ο πατέρας σου θα έπαιρνε τα λεφτά, όπως και κάθε άλλος στην θέση του. Μας λεηλάτησαν και ήρθε η ώρα να πάρουμε πίσω όσα μας αναλογούν».

Ύστερα ο Μακάρ για εκατοστή φορά, άρχιζε να διηγείται την ιστορία των πενήντα χιλιάδων φράγκων. Ο ανεψιός του, που την ήξερε απέξω, καθώς και όλες τις παραλλαγές με την οποία την εμπλούτιζε κατά καιρούς, τον άκουγε με κάμποση ανυπομονησία.

«Αν ήσουν άνδρας, έλεγε καταληκτικά ο Αντουάν, θα ερχόσουν μια μέρα μαζί μου, και θα κάναμε μεγάλο σαματά στο σπίτι των Ρουγκόν. Δεν θα φεύγαμε προτού μας δώσουν τα λεφτά μας».

Όμως ο Σιλβέρ έπαιρνε ένα σοβαρό ύφος και απαντούσε με ειλικρίνεια στον θείο του:

«Αν αυτοί οι ταλαίπωροι μας έκλεψαν, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς! Δεν τα θέλω τα λεφτά τους. Βλέπεις θείε μου δεν είναι δική μας δουλειά η τιμωρία των συγγενών μας. Φέρθηκαν άσχημα και κάποια μέρα θα το πληρώσουν ακριβά».

«Α! Για δέστε έναν μεγάλο μπουμπούνα! Ωρυόταν ο θείος. Όταν θα πάρουμε το πάνω χέρι, τότε θα δεις για πότε θα τους συγυρίσω ο ίδιος, προσωπικά. Ο καλός θεούλης μας έχει από καιρό ξεχασμένους! Τι παλιόσογο, τι παλιόσογο κι αυτό που μας έτυχε! Ακόμα κι αν πέθαινα από την πείνα, κανένα από αυτά τα καθάρματα δεν θα μου πετούσε ένα ξεροκόμματο».

Όποτε ο Μακάρ καταπιανόταν με αυτό το θέμα δεν έλεγε να κουραστεί. Επιδείκνυε τα τραύματα που του είχε προκαλέσει η ζήλια, η οποία τον κατέτρωγε. Γινόταν τρελός από θυμό, όταν αναλογιζόταν πως ήταν ο μόνος άτυχος στην οικογένεια, που υποχρεωνόταν να τρώει πατάτες, ενώ οι υπόλοιποι μπορούσαν να φάνε όσο κρέας τραβούσε η όρεξή τους. Κάτι τέτοιες σκέψεις τον έκαναν να περνάει γενεές δεκατέσσερις όλο του το σόι.

«Ναι, ναι, επαναλάμβανε γεμάτος πικρία, θα με άφηναν να ψοφολογήσω σαν το σκυλί».

Η Ζερβαίζ χωρίς να σηκώνει το κεφάλι, ή να αφήνει στιγμή την βελόνα από τα χέρια της, έλεγε μερικές φορές διστακτικά:

«Ωστόσο, μπαμπά, ο ξάδερφός μου ο Πασκάλ ήταν πολύ καλός μαζί μας, πέρυσι, όταν είχες αρρωστήσει.

«Σε κοίταξε χωρίς να ζητήσει ούτε μια δεκάρα, άρχισε πάλι να μιλάει η Φίνα, σιγοντάροντας την κόρη της και συχνά μου έδινε στα κρυφά ένα πεντόφραγκο, για να σου φτιάξω ζωμό».

«Αυτός! Που ευχαρίστως θα με ξεπάστρευε αν δεν είχα μία τόσο γερή κράση! Φώναζε πάλι ο Μακάρ. Βουλώστε το πια, ηλίθιες! Αφήνετε τον καθένα να σας κάνει ό,τι θέλει. Όλοι θα ήθελαν να με δουν πεθαμένο. Την επόμενη φορά που θα αρρωστήσω, σας απαγορεύω να φέρετε τον ανεψιό μου, γιατί δεν αισθάνομαι καθόλου ασφαλής, όταν βρίσκομαι στα χέρια του. Είναι ένα γιατρουδάκι της πεντάρας και δεν κουράρει ούτε έναν ασθενή της προκοπής».

Όταν άρχιζε ο Μακάρ δεν σταματούσε με τίποτα.

«Είναι σαν εκείνη την μικρή οχιά τον Αριστίντ, έλεγε, ένας υποκριτής, ένας προδότης. Μήπως σε ξεγέλασαν τα άρθρα του στον Ανεξάρτητο, Σιλβέρ; Θα ήσουν μεγάλο κορόιδο μα την πίστη μου. Ανοησίες γραμμένες σε κακά γαλλικά. Πάντα το έλεγα πως αυτός ο δημοκρατικός της πεντάρας τα έχει κάνει πλακάκια με τον πατέρα του και μας δουλεύει ψιλό γαζί. Θα δεις πως θα τα γυρίσει σε λίγο καιρό… κι ο αδερφός του ο περίφημος Εζέν, αυτό το τούβλο για τον οποίο οι Ρουγκόν κάνουν τόση φασαρία! Έχουν το θράσος να υποστηρίζουν πως έχει δήθεν μια καλή θέση στο Παρίσι! Τις ξέρω εγώ καλά αυτές τις περιβόητες θέσεις. Τον έχουν προσλάβει στην οδό της Ιερουσαλήμ. Είναι ένας χαφιές…

«Ποιος σου είπε τέτοιο πράγμα; Δεν ξέρεις τι λες», τον διέκοπτε ο Σιλβέρ, που ένιωθε θιγμένο το φιλότιμό του με όλες αυτές τις ψευδείς κατηγορίες του θείου του.

«Α! Ώστε δεν ξέρω τι λέω; Έτσι νομίζεις; Κι εγώ σου λέω πως είναι χαφιές… Πρόσεχε μονάχα, μήπως η τόση σου καλοσύνη σε βάλει σε μπελάδες. Είσαι παιδί ακόμα. Δεν θέλω βέβαια να κακολογήσω τον αδερφό σου τον Φρανσουά˙ μα αν ήμουν στη θέση σου δεν θα μου άρεσε καθόλου ο άθλιος τρόπος που σου φέρεται. Τόσα λεφτά κερδίζει στην Μασσαλία κι όμως ποτέ δεν σου έχεις στείλει ούτε καν ένα εικοσόφραγκο, έτσι, για χαρτζιλίκι. Αν μια μέρα βρεθείς σε ανάγκη, θα σε συμβούλευα να μη μπεις καν στον κόπο να απευθυνθείς σε δαύτον».

«Δεν έχω την ανάγκη κανενός, απαντούσε ο νεαρός με περήφανο και λιγάκι θιγμένο ύφος. Η εργασία μου αρκεί για εμένα και την θεία Ντιντ. Είσαι σκληρός θείε μου».

«Εγώ απλώς λέω την αλήθεια, αυτό είναι όλο… θέλω να σου ανοίξω τα μάτια. Η οικογένειά μας είναι ένα παλιόσογο˙ είναι θλιβερό αλλά έτσι έχουν τα πράγματα. Ακόμα κι ο μικρός Μαξίμ, ο γιος του Αριστίντ, εκείνο το εννιάχρονο κακομαθημένο, μου βγάζει την γλώσσα κάθε φορά που με συναντάει. Να μου το θυμηθείς, αυτό το παιδί μια μέρα θα δείρει τη μητέρα του, και θα κάνει άγια. Ό,τι και να λες, όλοι οι αυτοί οι τύποι δεν αξίζουν την τύχη τους˙ αλλά αυτά συμβαίνουν συνεχώς στις οικογένειες, οι καλοί υποφέρουν ενώ οι κακοί φτιάχνουν περιουσίες».

Όλα αυτά τα άπλυτα που ο Μακάρ έβγαζε στην φόρα μπροστά στον ανεψιό του με τόση αυταρέσκεια, αηδίαζαν βαθύτατα το νεαρό άνδρα. Θα προτιμούσε να επέστρεφε στις ονειροπολήσεις του. Μόλις άρχιζε να χάνει την υπομονή του, ο Αντουάν έβαζε τα μεγάλα μέσα, προκειμένου να στρέψει το αγόρι ενάντια στους συγγενείς τους.

«Υπερασπίσου τους! Υπερασπίσου τους!» έλεγε με μια φαινομενική ηρεμία. «Εγώ από την πλευρά μου, έχω κάνει το κουμάντο μου, ώστε να αποφεύγω τα πάρε – δώσε μαζί τους. Κι αν τα λέω όλα αυτά είναι επειδή λυπάμαι την φτωχή μητέρα μου, στην οποία όλοι έχουν φερθεί με τον πιο αποκρουστικό τρόπο».

«Αυτοί είναι οι άθλιοι», ψιθύριζε ο Σιλβέρ.

«Ω! Δεν έχεις ιδέα, δεν καταλαβαίνεις τίποτα και δεν ακούς και τίποτα. Δεν υπάρχουν βρισιές που να μη χρησιμοποιούν οι Ρουγκόν, ενάντια σε αυτήν την δύστυχη γυναίκα. Ο Αριστίντ έχει πει στο γιο του να μην την πλησιάζει. Η Φελισιτέ όλο λέει πως θα την στείλει σε άσυλο τρελών».

Ο νεαρός άσπρος σαν το χαρτί, διέκοπτε απότομα τον θείο του.

«Αρκετά! Φώναζε, δεν θέλω να ξέρω τίποτε άλλο. Φτάνει ως εδώ».

‘Θα σωπάσω, αφού τα λόγια μου σε ενοχλούν, απαντούσε ο μπαγαπόντης κάνοντας τον καλό. Ωστόσο υπάρχουν και μερικά ακόμη πράγματα τα οποία θα έπρεπε να γνωρίζεις, εκτός κι αν θες να σε πιάσουν κορόιδο».
   
Ο Μακάρ, όση ώρα πάλευε να στέψει τον Σιλβέρ ενάντια στους Ρουγκόν απολάμβανε να βλέπει τα μάτια του νεαρού να γεμίζουν από δάκρυα αγωνίας. Τον απεχθανόταν, ίσως και περισσότερο από τους άλλους, γιατί ήταν άψογος στην δουλειά του και δεν μεθούσε ποτέ. Εξαντλούσε όλη του την μοχθηρία προκειμένου να επινοήσει τα πιο φριχτά ψέματα, για να φαρμακώσει την καρδιά του φτωχού αγοριού˙ έπειτα απολάμβανε την χλωμάδα του, το τρέμουλο των χεριών του, τις λυπημένες ματιές του με την ευχαρίστηση του παλιανθρώπου που πέτυχε να χτυπήσει στο ευαίσθητο σημείο του θύματός του. Κι όταν πίστευε πως είχε πληγώσει και στεναχωρήσει αρκετά τον Σιλβέρ, άρχιζε να καταπιάνεται επιτέλους με τα ζητήματα της πολιτικής.

«Με διαβεβαίωσαν, έλεγε χαμηλώνοντας την ένταση της φωνής του, πως οι Ρουγκόν ετοιμάζονται για το μεγάλο χτύπημα».

«Χτύπημα;» ρωτούσε ο Σιλβέρ με ενδιαφέρον.

«Ναι, μία από αυτές τις νύχτες, θα συλλάβουν όλους του καλούς πολίτες αυτής της πόλης και θα τους ρίξουν στην φυλακή».

Ο νέος αρχικά διατηρούσε τις αμφιβολίες του. Όμως ο θείος του διέθετε λεπτομερείς πληροφορίες: έκανε λόγο για λόγο για μαύρες λίστες, έδινε τα ονόματα όσων ήταν καταγεγραμμένοι εκεί μέσα, υποδείκνυε τον τρόπο, την ώρα ακόμα και τις συνθήκες υπό τις οποίες θα διεξαγόταν η συνωμοσία. Σταδιακά ο Σιλβέρ παρασυρόταν από αυτά τα παραμύθια και σύντομα παραληρούσε ενάντια στους εχθρούς της δημοκρατίας.

«Πρέπει να τους εμποδίσουμε, για να πάψουν να προδίδουν την πατρίδα. Και τι σκοπεύουν να κάνουν με τους πολίτες που θα συλλάβουν;

«Ρωτάς τι θα τους κάνουν!» απαντούσε ο Μακάρ με ένα ξερό συγκρατημένο γέλιο, μα φυσικά θα τους τουφεκίσουν μέσα στα βαθιά μπουντρούμια των φυλακών».

Και, καθώς ο νεαρός, αποσβολωμένος από τον τρόμο, τον κοιτούσε άναυδος, προσέθετε:

«Κι αυτοί δεν θα είναι οι πρώτοι που θα πεθάνουν εκεί κάτω. Για πέρνα ένα βράδυ έξω από το δικαστικό μέγαρο, και θα ακούσεις πιστολιές και τριγμούς οδόντων».

«Α, Τα τέρατα!» μουρμούριζε ο Σιλβέρ.

Από εκεί και πέρα, θείος και ανεψιός, έπιαναν την υψηλή πολιτική.  Η Φίνα και η Ζερβαίζ, βλέποντας τους έτσι συνεπαρμένους, πήγαιναν να ξαπλώσουν, διακριτικά κι αθόρυβα, χωρίς να τις πάρουν είδηση. Οι δύο άνδρες έμεναν έτσι ως τα μεσάνυχτα, σχολιάζοντας τα νέα που έφταναν από το Παρίσι και συζητώντας για την επερχόμενη και αναπόφευκτη σύγκρουση. Ο Μακάρ επέκρινε με πικρία τους άνδρες της παράταξής του˙ ο Σιλβέρ φαντασιωνόταν, χωρίς ανταπόκριση, το ιδανικό της ελευθερίας. Οι συζητήσεις τους είχαν κάτι το παράξενο. Από την μια ο θείος έπινε ασταμάτητα και ο ανεψιός μεθούσε με  σκέτο ενθουσιασμό. Ωστόσο ο Αντουάν δεν κατάφερνε να αποσπάσει από τον νεαρό δημοκρατικό καμία ιδέα ή σχέδιο που θα μπορούσε να βλάψει τους Ρουγκόν˙ μάταια προσπαθούσε να τον πιέσει, καθώς ο μικρός επικαλούταν μονάχα την αιώνια δικαιοσύνη, η οποία αργά ή γρήγορα θα τιμωρούσε τους κακούς.

Πραγματικά το παλικαράκι, παθιαζόταν κάθε φορά που έλεγε πως έπρεπε να πάρουν τα όπλα και να εξουδετερώσουν τους εχθρούς της Δημοκρατίας˙ αλλά μόλις αυτοί οι εχθροί έβγαιναν από την σφαίρα του ονείρου και αποκτούσαν το πρόσωπο του θείο Πιέρ ή κάποιου άλλου γνωστού, στρεφόταν στους ουρανούς κι άφηνε σε αυτούς την εφαρμογή της τιμωρίας, προκειμένου να αποφύγει την φρίκη του να βάψει τα δικά του χέρια με αίμα. Το πιθανότερο είναι πως θα είχε πάψει να επισκέπτεται τον Μακάρ, του οποίου η φθονερή οργή τον έκανε να νιώθει δυσφορία, αν δεν είχε δοκιμάσει την απόλαυση του να μιλάει ελεύθερα, εκεί μέσα, για την αγαπημένη του Δημοκρατία. Όπως και να έχει ο θείος του επηρέασε καθοριστικά την εξέλιξη του αγοριού˙ του ερέθιζε τα νεύρα με τις αδιάκοπες θεωρητικολογίες του˙ κατάφερε να τον κάνει να προσδοκεί την ένοπλη πάλη, την επίτευξη της πανανθρώπινης ευτυχίας μέσα από την βία.

Μόλις ο Σιλβέρ έγινε δεκαέξι ετών, ο Μακάρ τον μύησε στην μυστική οργάνωση των Ορεινών μια πανίσχυρη παράταξη που η επιρροή της απλωνόταν πάνω σε όλη την Νότια Γαλλία. Από εκείνη την στιγμή ο νεαρός δημοκράτης κοιτούσε με λαίμαργο βλέμμα την καραμπίνα του λαθρέμπορου, που η Αντελαϊντ είχε κρεμάσει επάνω στο τζάκι. Μια νύχτα, την ώρα που η γιαγιά του κοιμόταν την καθάρισε και την επιδιόρθωσε. Ύστερα τη ξανακρέμασε στο καρφί της και περίμενε. Συνέχισε να ονειρεύεται επικές μάχες, ομηρικές συρράξεις, ιπποτικές αναμετρήσεις από τις οποίες οι υπερασπιστές της ελευθερίας θα έβγαιναν νικητές και θα αποθεώνονταν από όλον τον κόσμο.

Ο Μακάρ παρά την αποτυχία των προσπαθειών του, δεν αποθαρρυνόταν. Σκεφτόταν πως θα μπορούσε και μόνος του να κανονίσει τους Ρουγκόν, αν ποτέ του δινόταν η ευκαιρία να τους στριμώξει σε μια σκοτεινή γωνιά. Ο θυμός που γεννούσε μέσα του η ζήλεια και η πείνα μεγάλωσε ακόμη περισσότερο εξαιτίας κάποιων απανωτών ατυχιών που τον υποχρέωσαν να επιστρέψει στην δουλειά του. Κατά τις πρώτες ημέρες του 1850, η Φίνα πέθανε εντελώς απροσδόκητα από πνευμονία, την οποία άρπαξε ένα βράδυ που έπλενε τα ασπρόρουχα της οικογένειας στον Βιόρν, καθώς στην επιστροφή, κουβαλούσε το βρεγμένο της μπόγο στην πλάτη˙ όταν έφτασε σπίτι της, τσακισμένη από το βάρος του φορτίου της, στάζοντας από τον ιδρώτα και την υγρασία, έπεσε χάμω και δεν ξανασηκώθηκε πια.

Ο θάνατός της συγκλόνισε τον Μακάρ. Έχασε την κυριότερη πηγή εισοδήματός του. Όταν, έπειτα από μερικές ημέρες, πούλησε τη χύτρα στην οποία η γυναίκα του έβραζε τα κάστανα και τα σύνεργα με τα οποία επιδιόρθωνε τις χαλασμένες καρέκλες, βλαστήμησε τον Θεό, που του πήρε αυτήν τη δυνατή, ρωμαλέα γυναίκα, για την οποία συχνά ντρεπόταν, αλλά που την πραγματική της αξία μόλις τώρα συνειδητοποιούσε. Τώρα έπεσε πάνω στα εισοδήματα των παιδιών του με πρωτοφανή απληστία. Αλλά ένα μήνα αργότερα, Ζερβαίζ, απηυδισμένη από τις συνεχείς απαιτήσεις του, το έσκασε μαζί με τα δύο της παιδιά και τον Λαντιέ, του οποίου η μητέρα είχε επίσης πεθάνει. Οι δύο εραστές βρήκαν καταφύγιο στο Παρίσι. Ο Αντουάν καταρρακωμένος, την καταράστηκε να ξεψυχήσει στο άσυλο, όπως όλοι οι αλήτες του είδους της. Οι βρισιές, ωστόσο δεν βελτίωσαν την κατάστασή του, η οποία, οπωσδήποτε πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ο Ζαν πολύ σύντομα ακολούθησε το παράδειγμα της αδερφής του. Περίμενε να έρθει η ημέρα της πληρωμής και κανόνισε να τσεπώσει ο ίδιος τον μισθό του. Είπε σε έναν φίλο του, ο οποίος με την σειρά του τα πρόφτασε όλα στον Αντουάν, την ώρα που έφευγε, πως δεν ήθελε πλέον να ταΐζει τον ακαμάτη πατέρα του και πως αν ο γέρο – Μακάρ τολμούσε να τον φέρει πίσω δια της βίας δεν θα ακουμπούσε ξανά ούτε το πριόνι, ούτε την πλάνη.

Την επόμενη ημέρα, όταν ο Αντουάν, αφού αναζήτησε χωρίς επιτυχία το γιο του, βρέθηκε ολομόναχος και αδέκαρος μέσα στο σπίτι, όπου επί είκοσι συναπτά έτη καλοπερνούσε, έπαθε κάτι σαν μανιακή παράκρουση, άρχισε να κλοτσάει τα έπιπλα και να ξεστομίζει τις πιο τερατώδεις κατάρες. Έπειτα κάθισε κάτω εξαντλημένος κι άρχισε να σέρνεται και να θρηνολογεί σαν άρρωστος που υποφέρει από πόνους. Όντως, ο φόβος πως θα υποχρεωνόταν να εργαστεί για να ζήσει τον αρρώσταινε στην κυριολεξία. Όταν ο Σιλβέρ πέρασε να τον δει, διαμαρτυρήθηκε με δάκρυα στα μάτια για την αχαριστία των παιδιών του. Δεν υπήρξε τάχα καλός πατέρας γι’ αυτά τα δύο; Ο Ζαν και η Ζερβαίζ ήταν τέρατα που τον ξεπλήρωναν πολύ άσχημα για όλα όσα τους είχε προσφέρει. Και τώρα τον εγκατέλειψαν, γιατί είχε γεράσει και δεν μπορούσαν πια να πάρουν κάτι άλλο από αυτόν.
«Μα θείε μου, είπε ο Σιλβέρ, είσαι ακόμα νέος και μπορείς να εργαστείς».

Ο Μακάρ βήχοντας, διπλωμένος στα δυο, κούνησε απελπισμένα το κεφάλι του, σα να έλεγε πως δεν θα μπορούσε να αντέξει στην παραμικρή ταλαιπωρία για μεγάλο διάστημα. Την ώρα που ο ανεψιός του ετοιμαζόταν να φύγει, δανείστηκε από αυτόν δέκα φράγκα. Έζησε για ένα μήνα πουλώντας με το κομμάτι τα παλιά ρούχα των παιδιών του σε έναν παλιατζή, και με τον ίδιο τρόπο ξεπούλησε, σιγά – σιγά, και όλη την οικοσκευή του σπιτιού του. Σύντομα δεν του απέμεινε τίποτα παρεκτός από ένα τραπέζι, μία καρέκλα, το κρεβάτι του και τα ρούχα που φορούσε. Κατέληξε μάλιστα να ανταλλάξει το κρεβάτι του από ξύλο καρυδιάς με ένα ράντζο. Όταν πλέον είχε βγάλει τα πάντα στο σφυρί, άρχισε να κλαίει από αγανάκτηση. Και με τη θανατερή χλομάδα του ανθρώπου που έχει παραιτηθεί μέχρι αυτοκτονίας, έψαξε να βρει την αρμαθιά από καλάμια, που είχε ξεχασμένη σε κάποια γωνιά εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα. Καθώς την έπιανε, του φάνηκε πως σήκωνε βουνό. Όπως και έχει ξανάρχισε να πλέκει καλάθια και κοφίνια οικτίροντας την ανθρωπότητα για την εγκατάλειψή του.

Ειδικά εκείνη την εποχή μιλούσε συνέχεια για την αναδιανομή του πλούτου των πλουσίων. Είχε καταντήσει τρομερός. Με τα φλογερά του κηρύγματα ξεσήκωνε τα καπηλειά και οι οργισμένες ματιές του, του εξασφάλιζαν απεριόριστη πίστωση. Επιπλέον δούλευε μονάχα όταν δεν μπορούσε να τσεπώσει κανένα πεντόφραγκο από τον Σιλβέρ ή κάποιον άλλο σύντροφό του. Δεν ήταν πια ο «Κύριος» Μακάρ ο καλοξυρισμένος εργάτης, που φορούσε τα κυριακάτικα ρούχα του και τις καθημερινές και καμωνόταν τον αστό˙ ξανάγινε ο μεγάλος, βρώμικος φτωχοδιάβολος που κερδοσκοπούσε επενδύοντας στα κουρέλια του. Η Φελισιτέ δεν τολμούσε τώρα πια να κατεβαίνει στην αγορά καθώς αυτός βρισκόταν εκεί αρκετά συχνά, για να πουλήσει τα καλάθια του. Μάλιστα μια φορά προκάλεσε ένα φριχτό επεισόδιο. Μαζί με την μιζέρια του μεγάλωνε και το μίσος του ενάντια στους Ρουγκόν. Ορκιζόταν, απειλώντας θεούς και δαίμονες, που θα απέδιδε μοναχός του την δικαιοσύνη, αφού οι πλούσιοι είχαν συνωμοτήσει εναντίον του, για να τον κάνουν να δουλέψει.

Σε αυτήν την ψυχική κατάσταση υποδέχτηκε το πραξικόπημα με τη θερμή και θορυβώδη ζέση του κυνηγόσκυλου που οσμίζεται το θήραμα. Καθώς οι ελάχιστοι τίμιοι φιλελεύθεροι της πόλης ανήμποροι να συνεννοηθούν παρέμειναν χωρισμένοι άνοιξε ο δρόμος για να γίνει ο Μακάρ ένας από τους εξέχοντες παράγοντες της εξέγερσης. Οι εργάτες καίτοι δεν είχαν την καλύτερη άποψη γι’ αυτόν το χαραμοφάη υποχρεώθηκαν, όταν ήρθε η ώρα να τον δεχτούν ως αρχηγό και μπροστάρη τους. Όμως τις πρώτες ημέρες επικρατούσε ησυχία στην πόλη και ο Μακάρ πίστευε πως τα σχέδιά του ναυάγησαν. Μόλις ωστόσο κατέφθασαν οι ειδήσεις για τον ξεσηκωμό των αγροτικών πληθυσμών, οι ελπίδες του αναζωπυρώθηκαν. Για τίποτα στον κόσμο δε θα εγκατέλειπε τώρα το Πλασσάν˙ έτσι σκαρφίστηκε κάποιο πρόσχημα για να μην ακολουθήσει τους εργάτες, οι οποίο το πρωί της Κυριακής ξεκίνησαν για να ενωθούν με εξεγερμένους του Λαπαλύ και του Σαιν Μαρτάν ντε Βω.

Το βράδυ της ίδιας ημέρας τον βρήκε να κάθεται σε κάποια παρακμιακή ταβέρνα της παλιάς συνοικίας με λίγους φίλους. Εκεί ήρθε ένας σύντροφος για να τον ειδοποιήσει πως οι αντάρτες απείχαν λίγα μόλις μίλια μακριά από το Πλασσάν. Τα νέα αυτά είχαν μόλις φτάσει με έναν αγγελιαφόρο, ο οποίος κατάφερε να εισχωρήσει στην πόλη και ανέλαβε να ανοίξει τις πύλες για το σύνταγμα. Επικράτησε ένα θριαμβευτικό ξέσπασμα. Ειδικά ο Μακάρ παραληρούσε από τον ενθουσιασμό του. Η απροσδόκητη άφιξη των ανταρτών του φαινόταν ως θείο δώρο προορισμένο αποκλειστικά για το δικό του όφελος. Τα χέρια του έτρεμαν με την σκέψη πως σύντομα θα κρατούσε τους Ρουγκόν από τον λαιμό.

Ο Αντουάν μαζί με τους φίλους του εγκατέλειψε βιαστικά την ταβέρνα. Όλοι οι δημοκρατικοί που δεν είχαν ακόμα εγκαταλείψει την πόλη συγκεντρώθηκαν αμέσως στη λεωφόρο Σωβέρ. Αυτήν την συγκέντρωση είχε δει ο Ρουγκόν την ώρα που έτρεχε να κρυφτεί στο σπίτι της μητέρας του. Όταν η ομάδα των εργατών έφτασε στην αρχή της οδού ντε λα Μπαν, ο Μακάρ, που σκόπιμα είχε μείνει πιο πίσω από τους υπόλοιπους, διέταξε να περιμένουν μαζί του τέσσερις από τους συντρόφους του, κάτι μεγαλόσωμους τύπους, χαμηλής ευφυΐας, πάνω στους οποίους ασκούσε κάποια επιρροή. Τους έπεισε σχετικά εύκολα πως ήταν απαραίτητο να εμποδίσουν άμεσα τους εχθρούς της Δημοκρατίας, καθώς μόνο έτσι θα απέφευγαν τα μεγαλύτερα δεινά. Στην πραγματικότητα φοβόταν μήπως το σκάσει ο Πιέρ, μέσα στην αναστάτωση και τον χαμό που θα προκαλούσε η είσοδος των ανταρτών στην πόλη. Οι τέσσερις φουσκωτοί τον ακολούθησαν με υποδειγματική υπακοή και φτάνοντας στο σπίτι των Ρουγκόν βάλθηκαν να χτυπούν με βία την πόρτα. Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή η Φελισιτέ έδειξε αξιοθαύμαστη ψυχραιμία. Κατέβηκε κάτω για να ανοίξει την κεντρική πόρτα της εισόδου.

«Θέλουμε να ανεβούμε πάνω στο σπίτι σου, της είπε επιτακτικά ο Μακάρ.

«Πολύ καλά κύριοι, ανεβείτε» απάντησε με μια ειρωνική προθυμία, υποκρινόμενη πως δήθεν δεν αναγνώρισε τον γαμπρό της.

Μόλις έφτασαν επάνω, ο Μακάρ τη διέταξε να φωνάξει τον άνδρα της.

«Ο άνδρας μου δεν είναι εδώ, του απάντησε με αυξανόμενη ηρεμία, βρίσκεται σε ταξίδι για τις δουλειές του˙ πήρε την ταχυδρομική άμαξα για την Μασσαλία στις έξι απόψε το βράδυ.

Ο Αντουάν στο άκουσμα αυτής της ξεκάθαρης δήλωσης έκανε μια χειρονομία που πρόδιδε την οργή του. Μπήκε βιαστικά στο σαλόνι, πέρασε στο υπνοδωμάτιο, γύρισε ανάποδα το κρεβάτι, έψαξε πίσω από τις κουρτίνες και κάτω από τα έπιπλα. Οι τέσσερεις μπράβοι του, τον βοηθούσαν. Ερευνούσαν το διαμέρισμα για ένα τέταρτο της ώρας. Η Φελισιτέ καθόταν ήσυχη στον καναπέ του σαλονιού της και έδενε τα κορδόνια του κομπινεζόν της, κάνοντας την αγουροξυπνημένη που τάχα την είχαν πιάσει στον ύπνο και δεν είχε προλάβει να ντυθεί κατάλληλα. 

«Είναι αλήθεια, λοιπόν, ώστε το έβαλε στα πόδια ο δειλός! Μουρμούριζε ο Αντουάν επιστρέφοντας στο σαλόνι.

Παρόλα αυτά συνέχισε να τον γυρεύει διατηρώντας μια δόση καχυποψίας. Διαισθανόταν πως ο Πιέρ δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει το παιχνίδι του πάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή. Πλησίασε την Φελισιτέ η οποία χασμουριόταν. 
«Αν μας αποκαλύψεις το μέρος στο οποίο κρύβεται ο άνδρας σου, σου υπόσχομαι να μην τον πειράξουμε.

«Σας είπα την αλήθεια, του απάντησε αυτή ανυπόμονα. Δεν μπορώ να σας παραδώσω τον άνδρα μου, εφόσον δεν βρίσκεται εδώ. Ψάξατε παντού, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν αφήστε με στην ησυχία μου».

Ο Μακάρ απόρησε με την ψυχραιμία της και θα την χτυπούσε στα σίγουρα, όταν ένας πνιχτός ήχος έφτασε στα αυτιά του, από τον δρόμο. Ήταν το σύνταγμα των ανταρτών που έμπαινε στην οδό ντε λα Μπαν.

Έτσι, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το κίτρινο σαλόνι, αφού πρώτα κούνησε την γροθιά του απειλητικά ενάντια στην νύφη του, την αποκάλεσε γριά κότα και απείλησε πως θα επιστρέψει σύντομα. Στη βάση της σκάλας, πήρε παράμερα έναν από τους άνδρες της συνοδείας του, έναν σκαφτιά ονόματι Κασούτ, το πιο γομάρι από του τέσσερεις, και τον διέταξε να καθίσει στο πρώτο σκαλί και να μη το κουνήσει από εκεί μέχρι νεωτέρας διαταγής.

«Να έρθεις και να με ειδοποιήσεις αμέσως, άμα δεις αυτόν τον κανάγια, του επάνω ορόφου, να επιστρέφει».

Ο άνδρας κάθισε κάτω βαρύς. Όταν βγήκε στο πεζοδρόμιο, ο Μακάρ σήκωσε το βλέμμα του ψηλά και είδε τη Φελισιτέ να σκύβει έξω από το παράθυρο του κίτρινου σαλονιού και να παρακολουθεί την παρέλαση των ανταρτών σαν μην ήταν τίποτα περισσότερο από ένα στρατιωτικό άγημα,  που διέσχιζε την πόλη υπό την συνοδεία των ήχων της μπάντας. Αυτό το τελευταίο δείγμα ηρεμίας τον εκνεύρισε τόσο πολύ που, για μια στιγμή, μπήκε στον πειρασμό να ανέβει επάνω και να πετάξει την γριά γυναίκα στον δρόμο. Ακολούθησε το σύνταγμα μουρμουρίζοντας ανάμεσα από τα δόντια του:

«Ναι, ναι κοίταξέ μας καθώς περνάμε. Θα δούμε αν και αύριο θα μπορείς να κάθεσαι και να χαζεύεις από το ωραίο σου μπαλκόνι».

Ήταν γύρω στις έντεκα την νύχτα η ώρα που οι αντάρτες μπήκαν στην πόλη από τη Ρωμαϊκή Πύλη. Οι εναπομείναντες εργάτες του Πλασσάν φρόντισαν ανοίξουν την Πύλη, αγνοώντας τις θρηνωδίες του φύλακα, από τον οποίο απέσπασαν τα κλειδιά δια της βίας. Αυτός ο άνδρας, ο τόσο πιστά αφοσιωμένος στο καθήκον του, τα έχασε μπροστά σε αυτήν την κοσμοπλημύρα, και να σκεφτεί κανείς πως, ως τώρα, φρόντιζε να περνάει από την πύλη μονάχα ένα άτομο τη φορά κι αυτό κατόπιν εξονυχιστικής εξέτασης˙ τώρα δεν μπορούσε να κάνει άλλο από το να μουρμουρίζει πως είχε ατιμωθεί. Οι άνδρες του Πλασσάν βάδιζαν επικεφαλής του συντάγματος, οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο και τους υπόλοιπους. 

Η Μιέτ που βρισκόταν στην πρώτη σειρά με τον Σιλβέρ στα αριστερά της κρατούσε υψωμένο το λάβαρό της με περισσό καμάρι, τώρα μάλιστα που αισθανόταν, πίσω από τα κλειστά πατζούρια, τις τρομαγμένες ματιές των αστών που είχαν πεταχτεί από τα κρεβάτια τους. Οι αντάρτες πέρασαν από την οδό της Ρώμης και την οδό ντε λα Μπαν με επιφυλακτική βραδύτητα˙ σε κάθε διασταύρωση φοβούνταν πως μπορεί να τους υποδέχονταν με μια ομοβροντία από ντουφεκιές, παρόλο που γνώριζαν την ειρηνική ιδιοσυγκρασία των κατοίκων. Όμως η πόλη έμοιαζε νεκρή. Σπανίως ακουγόταν κάποιο πνιχτό επιφώνημα πίσω από τα παράθυρα των σπιτιών. Μόλις πέντε ή έξι παραθυρόφυλλα άνοιξαν όλα κι όλα˙ κάποιοι γέροι συνταξιούχοι πρόβαλαν  με τις νυχτικιές του κι ένα κερί αναμμένο στο χέρι και έσκυβαν προς τα έξω για να δουν καλύτερα˙ μόλις όμως διέκριναν το ψηλό κόκκινο κορίτσι που έμοιαζε σα να σέρνει έναν στρατό από μαύρους δαίμονες στο κατόπι της, βιάζονταν να ξανακλείσουν το παράθυρο, έντρομοι από αυτό το διαβολικό θέαμα.

Η σιωπή της πόλης που έμοιαζε να κοιμάται, καθησύχασε τους αντάρτες που αποφάσισαν να περάσουν από τα σοκάκια της παλιά συνοικίας και από εκεί πέρασαν στην αγορά και την πλατεία του Δημαρχείου, οι οποίες συνδέονταν με έναν σύντομο αλλά ευρύ δρόμο. Αυτοί οι δύο ανοιχτοί χώροι, φυτεμένοι με κάτι ασθενικά δεντράκια, φωτίζονταν έντονα από την λάμψη του φεγγαριού. Το κτίριο του Δημαρχείου, που είχε ανακαινιστεί προσφάτως, έμοιαζε έτσι όπως στεκόταν κάτω από τον κρυστάλλινο ουρανό σαν μεγάλος χιονισμένος λόφος, μέσα στον οποίο ξεχώριζε το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου με τις λεπτές μαύρες γραμμές του και τα αραβουργήματα, τα καμωμένα από σφυρήλατο σίδερο. Πάνω σε αυτό το μπαλκόνι στέκονταν αρκετοί άνθρωποι, τους οποίους μπορούσε κάποιος να ξεχωρίσει με ευκολία, ο δήμαρχος, ο διοικητής Σικαρντό, τρεις ή τέσσερις δημοτικοί σύμβουλοι, και κάμποσοι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι. Στο ισόγειο, οι πόρτες ήταν κλειστές. Οι τρεις χιλιάδες δημοκρατικοί που γέμιζαν τις δύο πλατείες, σταμάτησαν, σήκωσαν ψηλά τα κεφάλια τους και ετοιμάστηκαν να σπάσουν τις πόρτες με μια κλωτσιά.

Η παρουσία του αντάρτικου συντάγματος μια τόσο προχωρημένη ώρα κατέλαβε τις αρχές εξαπίνης. Πριν πάει στο δημαρχείο ο διοικητής Σικαρντό πρόλαβε να πάει για να φορέσει την στολή του. Αμέσως μετά έτρεξε να ξυπνήσει τον δήμαρχο. Όταν ο φρουρός της Ρωμαϊκής Πύλης, τον οποίοι οι αντάρτες άφησαν ελεύθερο, ήρθε να του ανακοινώσει πως οι κακούργοι είχαν πλέον μπει μέσα στην πόλη, ο διοικητής δεν είχε ακόμα προλάβει να συγκεντρώσει σχεδόν κανέναν, παρεκτός από ένα μικρό τμήμα της χωροφυλακής. Δεν είχε καν την δυνατότητα να ειδοποιήσει τη χωροφυλακή, παρόλο που οι στρατώνες τους βρίσκονταν εκεί κοντά. Έπρεπε να βιαστεί, για να κλειδώσει τις πόρτες του δημαρχείου, ώστε να προβούν στην συνέχεια στην απαραίτητες διαπραγματεύσεις. Πέντε λεπτά αργότερα ένα χαμηλό συνεχόμενο βουητό, ανακοίνωνε την άφιξη των ανταρτών.

Ο κύριος Γκαρσονιέ, με το μίσος που έτρεφε ενάντια στην Δημοκρατία, θα ήθελε πραγματικά να ήταν σε θέση, να προβάλλει αντίσταση. Όμως, όντας ιδιαίτερα σώφρων, καταλάβαινε πως μία σύγκρουση θα ήταν τελείως μάταιη, βλέποντας ολόγυρά του μονάχα μερικούς, μισοκοιμισμένους άνδρες. Έτσι, οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν μεγάλη διάρκεια. Μόνο ο Σικαρντό επέμενε πεισματικά˙ ήθελε να πολεμήσει και υποστήριζε πως είκοσι άνδρες θα αρκούσαν για να λογικεύσουν αυτόν τον συρφετό των τριών χιλιάδων. Ο κύριος Γκαρσονιέ ανασήκωσε τους ώμους και δήλωσε πως το μόνο που τους απέμενε ήταν να παραδοθούν διατηρώντας την αξιοπρέπειά τους. καθώς η βουή του πλήθους μεγάλωνε, βγήκε έξω στο μπαλκόνι, ακολουθούμενος από τους υπόλοιπους παριστάμενους. Σιγά – σιγά επικράτησε ησυχία. Κάτω, μέσα στην σκοτεινή και παλλόμενη μάζα των ανταρτών τα ντουφέκια και τα δρέπανα  φεγγοβολούσαν στο σεληνόφωτο.

«Ποιοι είστε και τι θέλετε;» Φώναζε ο δήμαρχος με δυνατή φωνή.

Τότε είναι άνδρας που φορούσε παλτό, ένας αγρότης του Λαπαλύ, προχώρησε ένα βήμα εμπρός.

«Ανοίξτε την πόρτα, είπε χωρίς να απαντήσει στις ερωτήσεις του κυρίου Γκαρσονιέ. Αποφύγετε μια εμφύλια σύγκρουση.

- Σας καλώ να αποσυρθείτε, άρχισε πάλι ο δήμαρχος. Διαμαρτύρομαι εν ονόματι του νόμου».

Αυτά τα λόγια προκάλεσαν εκκωφαντικές κραυγές από την μεριά του πλήθους. Μόλις κόπασε λιγάκι η οχλαγωγία, μπόρεσαν να φτάσουν ως το μπαλκόνι οι εξής οργισμένες φωνές:

«Στο όνομα του νόμου έχουμε έρθει κι εμείς εδώ.

- Έχεις χρέος, σα δημόσιος λειτουργός, να σέβεσαι τους θεμελιώδεις νόμους αυτής της χώρας, το Σύνταγμα, το οποίο μόλις παραβιάστηκε κατάφωρα.

 - Ζήτω το Σύνταγμα, Ζήτω η Δημοκρατία!»

Τότε, καθώς ο κύριος Γκαρσονιέ πάλευε για να ακουστεί ή φωνή του, και συνέχιζε να επικαλείται του δημόσιου αξιώματός του, ο αγρότης από το Λαπαλύ, που στεκόταν κάτω από το μπαλκόνι τον διέκοψε με έντονη σφοδρότητα.

«Δεν είσαι πια παρά ο λειτουργός ενός καταργημένου θεσμού˙ ήρθαμε να σε απαλλάξουμε από τις αρμοδιότητές σου.

Ως εκείνη την στιγμή ο διοικητής Σικαρντό δάγκωνε οργισμένα το μουστάκι του και σιγοψιθύριζε διάφορες βρισιές. Στην θέα των ραβδιών και των δρεπανιών έγινε έξαλλος˙ κατέβαλλε απεγνωσμένες προσπάθειες προκειμένου να μην φερθεί σε αυτούς τους ψευτοστρατιώτες που δεν διέθεταν καν αληθινά όπλα, όπως θα τους άξιζε. Αλλά μόλις άκουσε εκείνον τον τύπο με το παλτουδάκι και το μαντήλι δεμένο στο λαιμό του, να δηλώνει πως απολύει τον δήμαρχο, δεν άντεξε να παραμείνει σιωπηλός και φώναξε:

«Βρε ξυπόλητο τάγμα! Ας είχα μονάχα τέσσερις άνδρες κι έναν δεκανέα, και θα κατέβαινα κάτω, να σας τραβήξω τα αυτιά και να σας μάθω τι θα πει σεβασμός!»

Δεν χρειαζόταν κάτι περισσότερο για να προκληθεί η πιο τρομερή αναταραχή. Μια ιαχή βγήκε από το στόμα του πλήθους την ώρα που ορμούσαν για να σπάσουν τις πόρτες του δημαρχείου. Ο κύριος Γκαρσονιέ, έντρομος έσπευσε να εγκαταλείψει το μπαλκόνι, ικετεύοντας τον Σικαρντό να φανεί λογικός, διαφορετικά δεν θα γλίτωναν την αιματοχυσία. Σε δυο λεπτά, οι πόρτες υποχώρησαν, το πλήθος εισέβαλε στο δημαρχείο και αφόπλισε τους χωροφύλακες. Ο δήμαρχος και οι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι συνελήφθησαν. Ο Σικαρντό αρνήθηκε να παραδώσει το σπαθί του κι αν δεν επενέβαινε ο αρχηγός του συντάγματος του Τουλέτ, ένας άνδρας με τεράστια αυτοκυριαρχία, ποιος ξέρει τι θα του είχαν κάνει οι μαινόμενοι αντάρτες. Μόλις το δημαρχείο πέρασε στην εξουσία των δημοκρατικών, οδήγησαν τους αιχμαλώτους σε ένα μικρό καφενείο στην αγορά και τους κράτησαν εκεί φρουρούμενους.

Ο επαναστατικός στρατός κανονικά θα απέφευγε τη διαδρομή μέσα από το Πλασσάν, αλλά οι επικεφαλής του αποφάσισαν πως λίγη τροφή και μερικές ώρες ανάπαυσης ήταν απαραίτητες για τους άνδρες τους. Αντί λοιπόν να πάνε κατευθείαν στην πρωτεύουσα της περιφέρειας το σύνταγμα εξαιτίας μιας αδικαιολόγητης αδυναμίας και ενός κακού επιτελικού σχεδιασμού παρέκλινε στα αριστερά, κάνοντας μία παράκαμψη, η οποία επρόκειτο να οδηγήσει στην ολοκληρωτική καταστροφή. Προχωρούσαν κατά μήκος του οροπεδίου του Σαιν Ρουρ, σε απόσταση 40 περίπου χιλιομέτρων και ήταν ακριβώς η προοπτική αυτής της μακριάς οδοιπορίας που οδήγησε στην απόφαση να μπουν στην πόλη, παρά το προχωρημένο της ώρας. Τώρα η ώρα θα ήταν γύρω στις περασμένες εντεκάμισι.
  
Όταν ο κύριος Γκαρσονιέ πληροφορήθηκε πως οι αντάρτες αναζητούσαν τρόφιμα προσφέρθηκε να φροντίσει ο ίδιος για τον εφοδιασμό τους. Δεδομένων των δύσκολων συγκυριών έκανε μια σωστή εκτίμηση της κατάστασης. Αυτοί οι τρεις χιλιάδες πεινασμένοι άνδρες έπρεπε να ικανοποιηθούν˙ δεν συνέφερε το Πλασσάν να τους βρει το ξημέρωμα στρατοπεδευμένους στα πεζοδρόμια˙ αν έφευγαν πριν την αυγή, το πέρασμά τους από την κοιμισμένη πόλη θα έμοιαζε απλώς με κακό όνειρο που τελείωσε. Έτσι, παρόλο που παρέμενε αιχμάλωτος ο κύριος Γκαρσονιέ, συνοδευόμενος από δύο φρουρούς, συνεννοήθηκε με τους αρτοποιούς και φρόντισε να μοιραστούν όλες οι προμήθειες που κατάφερε να συγκεντρώσει ανάμεσα στους αντάρτες.

Κατά τη μία η ώρα οι τρεις χιλιάδες πεινασμένοι, καθισμένοι στο έδαφος οκλαδόν με τα όπλα τους παρά πόδας, άρχισαν να τρώνε. Η αγορά και η πλατεία  του Δημαρχείου μετατράπηκαν σε υπαίθριες τραπεζαρίες. Παρά το δριμύ ψύχος υπήρχε καλή διάθεση ανάμεσα στο συρρέον πλήθος που διακρινόταν με κάθε λεπτομέρεια κάτω από το δυνατό φως της σελήνης. Οι ξεθεωμένοι άνδρες καταβρόχθιζαν με όρεξη τις μερίδες τους και χουχούλιαζαν τα δάχτυλά τους, για να ζεσταθούν˙ από το βάθος των γύρω δρόμων φαίνονταν αχνά, σκοτεινές φιγούρες που κάθονταν στα κατώφλια των σπιτιών και συχνά ξεσπούσαν σε γέλια. Πίσω από τα παράθυρα, παίρνοντας θάρρος, οι γυναίκες καλυμμένες με τα μεταξωτά τους κεφαλομάντηλα, παρακολουθούσαν με περιέργεια το δείπνο των τρομερών ανταρτών, αυτών των αιμοδιψών που πήγαιναν στην δημόσια βρύση της αγοράς, για να πιουν λίγο νερό μέσα από τις χούφτες των χεριών τους.

Την ώρα που γινόταν η κατάληψη του δημαρχείου, η χωροφυλακή, που βρισκόταν λίγα μέτρα πιο κάτω, στην οδό Κανκουάν, η οποία οδηγεί κατευθείαν στην αγορά, έπεσε επίσης στα χέρια των ανταρτών. Οι χωροφύλακες αιφνιδιάστηκαν στα κρεβάτια τους και αφοπλίστηκαν μέσα σε λίγα λεπτά. Η ώθηση του πλήθους είχε σπρώξει τη Μιέτ και τον Σιλβέρ προς αυτήν την κατεύθυνση. Το κορίτσι που συνέχιζε να σφίγγει το κοντάρι της σημαίας επάνω στο στήθος της, βρέθηκε κολλημένη επάνω στους τοίχους του στρατώνα, την ώρα που ο νεαρός άνδρας παρασυρμένος από το ανθρώπινο ποτάμι, μπήκε στο εσωτερικό και βοηθούσε τους συντρόφους του να αποσπάσουν από τους χωροφύλακες όσα τουφέκια είχαν προλάβει να αρπάξουν μέσα στην βιάση τους. Ο Σιλβέρ αγριεμένος, μεθυσμένος από την ορμή της ομάδας του, επιτέθηκε σε έναν μεγαλόσωμο χωροφύλακα ονόματι Ρενγκάντ, με τον οποίο χρειάστηκε να παλέψει για λίγα λεπτά. Επιτέλους με μια απότομη κίνηση κατάφερε να του αρπάξει το τουφέκι. Αλλά η κάνη χτύπησε απότομα τον Ρενγκάντ στο πρόσωπο, τραυματίζοντάς τον στο δεξί του μάτι. Αίμα άρχισε να τρέχει και κάμποσο από αυτό πετάχτηκε ως τα χέρια του Σιλβέρ, γεγονός που τον συνέφερε απότομα. Κοίταξε τα χέρια του κι αμέσως πέταξε κάτω το τουφέκι˙ έπειτα βγήκε έξω τρέχοντας, τρελαμένος, τινάζοντας τα δάχτυλά του.

«Είσαι πληγωμένος! Φώναξε η Μιέτ.

- Όχι, όχι της απάντησε με πνιγμένη φωνή, μόλις σκότωσα έναν χωροφύλακα.

- Είναι πράγματι νεκρός;

- Δεν έχω ιδέα, το πρόσωπό του ήταν μέσα στα αίματα, έλα γρήγορα».

Πήρε να τρέχει τραβώντας από κοντά και το κορίτσι. Μόλις έφτασαν στην αγορά την έβαλε να καθίσει σε ένα πέτρινο πεζούλι. Της ζήτησε να τον περιμένει εκεί. Κοιτούσε συνεχώς τα χέρια του κι όλο ψέλλιζε κάτι. Η Μιέτ με δυσκολία κατάλαβε τελικά πως ήθελε να πάει στη γιαγιά του, να την φιλήσει και να την αποχαιρετήσει προτού φύγουν.

«Ε, καλά τότε, πήγαινε, του είπε εκείνη. Μην ανησυχείς για μένα. Μονάχα πλύνε πρώτα τα χέρια σου».

Όμως ο νέος έφυγε βιαστικά, κρατώντας τα χέρια του σε απόσταση από το υπόλοιπο κορμί του και ούτε του πέρασε από το μυαλό να τα ξεπλύνει, παρόλο που προσπέρασε κάμποσες βρύσες στο διάβα του. Από την στιγμή που αισθάνθηκε το ζεστό αίμα του Ρενγκάντ επάνω στο δέρμα του, μονάχα μια ιδέα είχε καρφωθεί στο μυαλό του, το να τρέξει ως της θείας Ντιντ και να βουτήξει τα χέρια του στο πηγάδι της αυλίτσας που είχαν στο πίσω μέρος του σπιτιού. Μόνο έτσι πίστευε πως θα κατάφερνε να σβήσει αυτό το αίμα. Ήταν λες και επέστρεφε πίσω στην εποχή της ήρεμης και γαλήνιας παιδικής του ηλικίας, αισθανόταν την ακαταμάχητη ανάγκη να κρυφτεί πίσω από τις φούστες της γιαγιάς του, έστω και για ένα λεπτό. Έφτασε με κομμένη την ανάσα. Η θεία Ντιντ δεν είχε πέσει ακόμα στο κρεβάτι, γεγονός που υπό άλλες συνθήκες θα προκαλούσε την κατάπληξη του Σιλβέρ. Αλλά τώρα, ούτε καν πρόσεξε μπαίνοντας τον θείο Ρουγκόν, που καθόταν σε μια γωνιά, επάνω στο παλιό ντιβάνι. Δεν περίμενε καν να ακούσει τις ερωτήσεις της φτωχής, γριάς γυναίκας.

«Γιαγιά, της είπε βιαστικά, πρέπει να με συγχωρήσεις… Θα φύγω μαζί με τους άλλους… Βλέπεις, έχω αίματα… Νομίζω πως σκότωσα έναν χωροφύλακα.

- Σκότωσες έναν χωροφύλακα!» Επανέλαβε η θεία Ντιντ με μια αλλόκοτη φωνή.

Τα μάτια της άστραψαν καθώς πρόσεξε τους ματωμένους λεκέδες. Απότομα γύρισε προς το πεζούλι του τζακιού.

«Πήρες το όπλο, είπε˙ πού είναι το όπλο;»

Ο Σιλβέρ, που είχε αφήσει το τουφέκι στην Μιέτ, της ορκίστηκε πως ήταν ασφαλές. Και για πρώτη φορά η Αντελαΐντ έκανε έναν υπαινιγμό για τον λαθρέμπορο Μακάρ μπροστά στον εγγονό της.

«Θα το φέρεις πίσω το όπλο; Μου το υπόσχεσαι! Είπε με πρωτοφανή ένταση… Είναι το μόνο πράγμα που μου απέμεινε από εκείνον… Σκότωσες έναν χωροφύλακα˙ ήταν οι χωροφύλακες, εκείνοι που μου τον σκότωσαν».

Συνέχισε να καρφώνει με το βλέμμα της τον Σιλβέρ, με έναν αέρα αδυσώπητης ικανοποίησης, χωρίς να της περνάει από το μυαλό η ιδέα, να εμποδίσει τον εγγονό της. Δεν του ζήτησε την παραμικρή εξήγηση, δεν έκλαψε, δεν έκανε τίποτα από όσα θα έκαναν όλες εκείνες οι αφοσιωμένες γιαγιάδες που ανησυχούν και για την ελάχιστη γρατσουνιά των εγγονιών τους. Όλο της το είναι βρισκόταν συγκεντρωμένο σε μία μοναδική σκέψη, την οποία τελικά εξέφρασε φλεγόμενη από περιέργεια:

«Με το τουφέκι σκότωσες τον χωροφύλακα;» Ρώτησε.

Αναμφίβολα ο Σιλβέρ παράκουσε ή δεν κατάλαβε καλά.

«Ναι, της απάντησε… Πάω να πλύνω τα χέρια μου».

Μόνο όταν επέστρεψε από το πηγάδι αντιλήφθηκε την παρουσία του θείου του. Ο Πιέρ είχε πανιάσει ακούγοντας τα λόγια του νεαρού. Η Φελισιτέ είχε δίκιο, όλο του το σόι είχε βαλθεί να τον καταστρέψει. Ορίστε τώρα ένας ανεψιός του σκοτώνει χωροφύλακες! Ποτέ δεν θα έπαιρνε την θέση του εφοριακού, αν δεν εμπόδιζε αυτόν τον παρανοϊκό από το να ακολουθήσει τους αντάρτες. Είχε σταθεί μπροστά στην πόρτα, αποφασισμένος να μην τον αφήσει να φύγει.

«Άκουσε, είπε στον Σιλβέρ, ο οποίος βλέποντάς τον εκεί είχε μείνει άφωνος, είμαι η κεφαλή της οικογενείας και σου απαγορεύω να βγεις από αυτό το σπίτι. Βάζεις σε κίνδυνο τόσο τη δική σου, όσο και τη δική μας τιμή. Αύριο θα φροντίσω να περάσεις τα σύνορα».
Ο Σιλβέρ ανασήκωσε τους ώμους.

«Άσε με να περάσω, του απάντησε με ηρεμία. Δεν είμαι καταδότης˙ δεν θα φανερώσω την κρυψώνα σου, μείνε ήσυχος».

Και καθώς ο Ρουγκόν συνέχιζε να μιλάει για την τιμή της οικογενείας και την αυθεντία που κατείχε ως γηραιότερος, ο νεαρός του αντιγύρισε:

«Σοβαρά το εννοείς όταν λες πως ανήκω στην οικογένειά σου; Ως τώρα με απέρριπτες… σήμερα, ο φόβος σε έσπρωξε ως εδώ, γιατί το ξέρεις καλά πως έφτασε η ώρα της κρίσης. Γι’ αυτό μέριασε, να περάσω! Εγώ δεν έχω λόγο να κρύβομαι˙ έχω ένα καθήκον να εκπληρώσω».

Ο Ρουγκόν δεν κουνούσε ρούπι. Τότε η θεία Ντιντ που είχε ακούσει τα λόγια του Σιλβέρ συνεπαρμένη από ένα είδος έκστασης, έπιασε με το ρυτιδωμένο της χέρι το μπράτσο του γιου της.

«Κάνε στην άκρη, Πιέρ, είπε, το παιδί πρέπει να φύγει».

Ο νεαρός άνδρας, έσπρωξε ελαφρά τον θείο του και πετάχτηκε έξω. Ο Ρουγκόν, αφού ξανάκλεισε πίσω του, προσεκτικά, την πόρτα, είπε στην μητέρα του με οργισμένη και απειλητική διάθεση.

«Αν τον βρει καμία συμφορά το φταίξιμο θα είναι δικό σου… είσαι μια θεοπάλαβη γριά γυναίκα, δεν έχεις καταλάβει τι έκανες μόλις τώρα».

Αλλά η Αντελαΐντ δεν έδειχνε να τον ακούει˙ πήγε να ρίξει μερικά αμπελόκλαδα στην φωτιά που αργόσβηνε και παράλληλα μουρμούριζε χαμογελώντας απαλά:

«Τον έχω μάθει πλέον… θα μείνει μακριά για κάμποσους μήνες˙ ύστερα θα γυρίσει πίσω σ’ εμένα πιο γερός από πρώτα».

Χωρίς αμφιβολία εννοούσε τον Μακάρ.

Εν τω μεταξύ, ο Σιλβέρ επέστρεψε τρέχοντας πίσω στην αγορά. Ενώ πλησίαζε στο μέρος που είχε αφήσει τη Μιέτ, άκουσε μεγάλη φασαρία και είδε ένα πλήθος συγκεντρωμένο, γεγονός που τον έκανε να ταχύνει το βήμα του. Μια φριχτή σκηνή είχε μόλις συμβεί. Διάφοροι περίεργοι έκοβαν βόλτες ανάμεσα στους αντάρτες την ώρα που οι τελευταίοι έτρωγαν ήσυχα το φαγητό τους. Ανάμεσα σε αυτούς τους περίεργους ήταν και ο Ζυστέν, ο γιος του κολίγου Ρεμπυφά, ένας εικοσάχρονος αξιοθρήνητος, αρρωστιάρης που έτρεφε ένα αδυσώπητο μίσος ενάντια στη ξαδέρφη του, τη Μιέτ. Στο σπίτι της έλεγε συχνά πως πήγαινε χαράμι το ψωμί που της έδιναν, και της φερόταν σα να ήταν κανένα ζητιανάκι του δρόμου, που περιμάζεψαν από φιλανθρωπία. Το πιθανότερο είναι πως η νέα είχε αρνηθεί να γίνει ερωμένη του. Λεπτός, χλωμός, με υπερβολικά μακριά άκρα, με στραβοχυμένο πρόσωπο, την εκδικούταν για την δική του ασχήμια και για την περιφρόνηση που το ωραίο δυνατό κορίτσι μάλλον του είχε δείξει. Επιθυμούσε διακαώς να δει τον πατέρα του να την πετάει έξω από την πόρτα του σπιτιού τους. Γι’ αυτόν τον λόγο την κατασκόπευε ασταμάτητα. Εδώ και κάμποσο καιρό γνώριζε για της συναντήσεις της με τον Σιλβέρ˙  περίμενε την κατάλληλη στιγμή, για να τα καρφώσει όλα στον Ρεμπυφά.
   
Εκείνο το βράδυ, όταν την είδε να φεύγει από το σπίτι γύρω στις οκτώ, του μίσος του γι’ αυτήν ξεχείλισε και δεν μπορούσε πλέον να σωπαίνει άλλο. Ο Ρεμπυφά, μόλις έμαθε τα καθέκαστα, έγινε τρελός από θυμό κι έλεγε πως θα  έδιωχνε κλοτσηδόν αυτήν την ξεσκολισμένη, έτσι και τολμούσε να επιστρέψει στο σπίτι. Ο Ζυστέν πήγε να ξαπλώνει απολαμβάνοντας προκαταβολικά την σκηνή που θα επακολουθούσε, την επομένη. Όμως μετά από λίγο αισθάνθηκε την έντονη παρόρμηση να πάρει αποβραδίς μία πρώτη γεύση της εκδίκησής του. Ξαναντύθηκε κι έφυγε. Ίσως κάπου να συναντούσε τη Μιέτ. Αν την πετύχαινε θα της φερόταν με τον χειρότερο τρόπο. 

Κάπως έτσι έτυχε να γίνει μάρτυρας της άφιξης των ανταρτών τους οποίους και πήρε στο κατόπι ως το δημαρχείο έχοντας το αδιόρατο προαίσθημα πως κάπου εκεί θα βρίσκονταν και οι δύο ερωτευμένοι. Και πράγματι, είδε, επιτέλους,  τη ξαδέρφη του καθισμένη στο πεζούλι, όπου περίμενε τον Σιλβέρ. Βλέποντάς την τυλιγμένη στην μακριά γούνινη κάπα της με την κόκκινη σημαία πλάι της, με την πλάτη ακουμπισμένη σε μια κολόνα της αγοράς, άρχισε να χαχανίζει και να ξεστομίζει χυδαιότητες. Το κορίτσι, είχε μείνει εμβρόντητο και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ακούγοντας όλες αυτές τις προσβολές ξέσπασε σε αναφιλητά. Κι ενώ αυτή τρανταζόταν από τους λυγμούς, σκύβοντας το κεφάλι και κρύβοντας το πρόσωπό της, ο Ζυστέν την αποκάλεσε κόρη του κατάδικου και της φώναζε πως ο γέρο – Ρεμπυφά θα την χόρευε στο ταψί, αν πότε τολμούσε να επιστρέψει πίσω στο Ζα Μεϊφράν.

Για ένα τέταρτο της ώρας την είχε έτσι, να τρέμει και να χτυπιέται. Κάποιοι μάλιστα είχαν σχηματίσει ένα κύκλο και χασκογελούσαν ηλιθιωδώς παρακολουθώντας αυτήν τη θλιβερή εικόνα. Τελικά επενέβησαν μερικοί αντάρτες και απείλησαν να τιμωρήσουν παραδειγματικά το νεαρό, αν δεν άφηνε αμέσως ήσυχη τη Μιέτ. Αλλά ο Ζυστέν, παρόλο που υποχρεώθηκε να υποχωρήσει, συνέχιζε να δηλώνει πως δεν τους φοβάται. Πάνω στην ώρα έκανε την εμφάνισή του και ο Σιλβέρ. Μόλις τον είδε, ο νεαρός Ρεμπυφά αναπήδησε, λες κι ετοιμαζόταν να το βάλει στα πόδια˙ φοβόταν τον Σιλβέρ, γιατί ήξερε πως ήταν πιο δυνατός από τον ίδιο. Από την άλλη ο πειρασμός παραήταν μεγάλος για να του αντισταθεί, οπότε πέταξε μερικές τελευταίες προσβολές προς το κορίτσι, μπροστά στα μάτια του αγαπημένου της.

«Α! Καλά το ήξερα, φώναζε, πως ο τροχοποιός δεν θα ήταν μακριά. Μας παράτησες για να τρέξεις πίσω από αυτόν τον θεοπάλαβο, έτσι δεν είναι; Ανόητο κορίτσι! Και δεν έχεις κλείσει καν τα δεκάξι! Για πότε, λοιπόν, τα βαφτίσια;»

Έκανε ακόμα μερικά βήματα προς τα πίσω, βλέποντας τον Σιλβέρ να σφίγγει τις γροθιές του.

«Και έχε το νου σου, συνέχισε στον ίδιο άθλιο και περιπαιχτικό τόνο, μη τολμήσεις να ξαναπατήσεις στο σπίτι μας. Γιατί διαφορετικά δεν θα χρειαστείς μαμή. Ο πατέρας μου θα σε ξεγεννήσει με κλωτσιές, κατάλαβες;

Μετά από αυτές τις χυδαιότητες δεν είναι να απορεί κανείς, που κατέληξε να το βάλει στα πόδια, ουρλιάζοντας, με μελανιασμένο το πρόσωπό του. Ο Σιλβέρ με μια δρασκελιά έπεσε πάνω του με όλο του το σώμα και του έριξε μια τρομερή μπουνιά κατευθείαν στα μούτρα. Δεν τον κυνήγησε. Όταν στράφηκε στην Μιέτ την είδε να στέκεται όρθια και να σκουπίζει βιαστικά τα δάκρυά της με την παλάμη του χεριού της. Καθώς την κοίταζε με τρυφερότητα, για να την παρηγορήσει, αυτή έκανε μια ξαφνική και απότομη χειρονομία.

«Όχι, είπε, δεν πρόκειται να κλάψω άλλο, θα δεις… Καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Τώρα πια δεν αισθάνομαι την παραμικρή ενοχή, που έφυγα από το σπίτι. Είμαι ελεύθερη».

Ξαναέπιασε την σημαία και οδήγησε η ίδια τον Σιλβέρ πίσω, ανάμεσα στους υπόλοιπους αντάρτες. Θα ήταν τότε γύρω στις δύο η ώρα, το πρωί. Το ψύχος είχε γίνει τόσο δριμύ, που οι δημοκρατικοί είχαν σηκωθεί και έκοβαν βόλτες για να ζεσταθούν, την ώρα που αποτελείωναν το ψωμί τους. Τελικά οι επικεφαλής  έδωσαν το σύνθημα της αναχώρησης. Οι αντάρτες ανασυντάχθηκαν. Οι αιχμάλωτοι τοποθετήθηκαν στο μέσο˙ εκτός από τον κύριο Γκαρσονιέ και τον διοικητή Σικαρντό, οι αντάρτες είχαν συλλάβει τον κύριο Περό, τον εφοριακό, και πολλούς άλλους δημόσιους λειτουργούς.

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε κι ο Αριστίντ που έκοβε βόλτες ανάμεσα στις ομάδες. Το καλό αυτό παλικάρι, μπροστά σε αυτήν την εντυπωσιακή δύναμη των επαναστατών σκέφτηκε πως θα ήταν απερισκεψία να μην παραμείνει φίλος των δημοκρατικών˙ αλλά  καθώς από την άλλη πλευρά, δεν ήθελε να εκτεθεί υπερβολικά, φρόντισε απλώς να έρθει για να τους αποχαιρετήσει, με το χέρι πάντα στην δέστρα, παραπονούμενος με πίκρα που το καταραμένο αυτό τραύμα δεν του επέτρεπε να κρατήσει όπλο. Ανάμεσα στο πλήθος, συνάντησε και τον αδερφό του, τον Πασκάλ, ο οποίος κρατούσε ένα βαλιτσάκι με χειρουργικά εργαλεία κι ένα φορητό κουτί πρώτων βοηθειών. Ο γιατρός του ανακοίνωσε με τον συνήθη ήρεμο τρόπο του, πως προτίθετο να ακολουθήσει τους εργάτες. Ο Αριστίντ στο άκουσμα αυτών των λόγων σκέφτηκε ενδόμυχα, τι μεγάλο κορόιδο ήταν ο αδερφός του. Μετά από λίγο φρόντισε να ξεγλιστρήσει μακριά από τους υπόλοιπους, φοβούμενος μήπως του φορτώσουν την περιφρούρηση της πόλης, πράγμα που θα μπορούσε να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνο για τον ίδιο.

Οι επαναστάτες ήξεραν πως δεν ήταν δυνατό να κρατήσουν το Πλασσάν κάτω από τον έλεγχό τους. Η πόλη διακατεχόταν από ένα τόσο έντονο αντιδραστικό πνεύμα που η εγκατάσταση μιας τοπικής δημοκρατικής επιτροπής, σε αντίθεση με άλλες περιοχές, έμοιαζε σχεδόν ουτοπική. Έτσι θα είχαν απλώς φύγει, χωρίς τη λήψη περαιτέρω μέτρων, αν ο Μακάρ, παρασυρμένος από τα προσωπικά του μίση, δεν προσφερόταν να διατηρήσει την εποπτεία της πόλης με τον όρο να του παραχωρήσουν μία ομάδα είκοσι αποφασισμένων ανδρών. Και πράγματι του έδωσαν τους είκοσι άνδρες που είχε ζητήσει κι αφού τέθηκε επικεφαλής τους, ξεκίνησε θριαμβευτικά, για να πάει ως το δημαρχείο και να το καταλάβει. Την ίδια στιγμή το σύνταγμα διέσχιζε την λεωφόρο Σωβέρ και εξερχόταν από την Μεγάλη Πύλη αφήνοντας πίσω του έρημους κι εγκαταλειμμένους τους δρόμους που διέσχιζε με την ορμητικότητα ενός ασυγκράτητου ποταμού. Η δημοσιά έλαμπε ολόλευκη κάτω από το φως του φεγγαριού. Η Μιέτ είχε αρνηθεί το μπράτσο που της προσέφερε ο Σιλβέρ˙ προχωρούσε γενναία, σταθερή κι ευθυτενής κρατώντας πάντα ψηλά την κόκκινη σημαία με τα δυο της χέρια, χωρίς να παραπονιέται για το κρύο που μελάνιαζε τα δάχτυλά της. 

με την επιφύλαξη και διατήρηση παντός δικαιώματος  © 2020 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου