Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Émile Zola - Η περιουσία των Ρουγκόν Κεφάλαιο 5

Émile Zola - Η περιουσία των Ρουγκόν Κεφάλαιο 5

Ο μεγάλος δρόμος εκτεινόταν ως πέρα μακριά, ολόλευκος κάτω από το φως του φεγγαριού. Ο επαναστατικός στρατός συνέχιζε την ηρωική του πορεία, μέσα στην παγωμένη και λαμπερή ερημιά. Η ηρωική πνοή που σκορπούσαν η Μιέτ και ο Σιλβέρ, αυτά τα δυο μεγάλα παιδιά που διψούσαν για αγάπη και ελευθερία, διέθετε μια ιερή γενναιοδωρία που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αδιάντροπες υποκρισίες των Μακάρ και των Ρουγκόν. Η κρυστάλλινη φωνή του λαού, κατά διαστήματα, βροντολαλούσε σκεπάζοντας τις συζητήσεις του κίτρινου σαλονιού και τις θεωρητικολογίες του θείου Αντουάν. Και η χυδαία φάρσα, η κακόγουστη κωμωδία μετατράπηκε σε ένα μεγάλο ιστορικό δράμα.



Αφήνοντας το Πλασσάν οι αντάρτες ακολούθησαν τον δρόμο που οδηγούσε στο Ορσέρ. Υπολόγιζαν να φτάσουν σε αυτήν την πόλη γύρω στις δέκα η ώρα το πρωί. Ο δρόμος ακολουθεί την πορεία του Βιόρν, φιδογυρίζοντας ανάμεσα στους λοφίσκους, κάτω από τους οποίους ρέει ο χείμαρρος. Στα αριστερά, απλώνεται η πεδιάδα, σαν ένα τεράστιο πράσινο χαλί, διάστικτη από πολλά γκρίζα χωριουδάκια που προβάλλουν εδώ κι εκεί. Στα δεξιά, η αλυσίδα των Γκαρίγκ προβάλλει την γυμνές κορφές της, τις άγονες πετρώδεις ανοιχτωσιές τους μεγάλους ογκόλιθους στο χρώμα της σκουριάς που μοιάζουν λες κι έχουν ροδοψηθεί από τον καυτό ήλιο. Ο κεντρικός δρόμος κατά μήκος της όχθης του ποταμού περνάει ανάμεσα από τεράστιους βράχους κι από τα κενά τους, σε κάθε βήμα, φαίνονται κάποια τμήματα της πεδιάδας. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο άγριο και εντυπωσιακά μεγαλειώδες από αυτόν τον δρόμο, τον χαραγμένο επάνω στις βουνοπλαγιές. Τις νύχτες ειδικά, αυτά τα μέρη γεννούν ένα βαθύ αίσθημα μυστικού δέους. 

Κάτω από το χλωμό φως, οι αντάρτες προχωρούσαν λες και διέσχιζαν τη λεωφόρο μιας αρχαίας, ξεχασμένης πολιτείας, που πλαισιωνόταν κι από της δυο της πλευρές με εγκαταλειμμένα ερείπια ναών˙ το φεγγάρι μεταμόρφωνε τον κάθε βράχο σε σπασμένη κολώνα, σε πεσμένο κιονόκρανο ή σε ένα τείχος διάτρητο από μυστηριώδη ανοίγματα. Στην κορυφή κοιμόταν ο σκοτεινός όγκος των Γκαρίγκ βουτηγμένος σε μια γαλακτώδη απόχρωση μοιάζοντας με γιγάντια κυκλώπεια πόλη της οποίας οι πύργοι, οι οβελίσκοι, τα σπίτια και τα μεγάλα αίθρια μισοκρύβονταν  ανάμεσα στα σύννεφα˙ και κάτω στο βάθος, από την πλευρά της πεδιάδας, απλωνόταν ένας ωκεανός από διάχυτο φως, ακαθόριστο και αχανές, πάνω από το οποίο ξετυλιγόταν ο λαμπερός μανδύας μίας φωταυγούς ομίχλης. Ο επαναστατικός στρατός θα μπορούσε εύκολα να φανταστεί πως ακολουθούσε έναν δρόμο καμωμένο από τα χέρια μυθικών γιγάντων, μιας στράτας χτισμένης στην άκρια μιας φωσφορίζουσας θάλασσας κι ετοιμαζόταν να περικυκλώσει κάποια άγνωστη Βαβέλ.

Εκείνη τη νύχτα ο Βιόρν, στα ριζά των βράχων που πλαισίωναν το δρόμο, βρυχώταν  με τη βραχνή φωνή του. Ανάμεσα σε αυτό το ασυγκράτητο βούισμα του χειμάρρου, οι επαναστάτες μπόρεσαν να ξεχωρίσουν τον οξύ και θρηνητικό ήχο μιας καμπάνας που σήμαινε συναγερμό. Τα σκόρπια χωριά της πεδιάδας, από την άλλη πλευρά του ποταμού, είχαν ξεσηκωθεί με καμπανοκρουσίες και το άναμμα συνθηματικών πυρών. Ως τη χαραυγή, το διαρκώς εν κινήσει σύνταγμα, που φαινόταν σα να το καταδίωκε ασταμάτητα ο επίμονος ήχος ενός πένθιμου κώδωνα, είδε την επανάσταση να διαδίδεται κατά μήκος της κοιλάδας ίδια με γραμμή πυρίτιδας που αναφλέγεται. Οι αναμμένες φωτιές μέσα στο σκοτάδι θύμιζαν σταγόνες από αίμα˙ από μακριά ερχόταν ο απόηχος τραγουδιών˙ οι αποστάσεις εκμηδενισμένες μέσα στις γαλακτερές αναθυμιάσεις της σελήνης, χάνονταν μέσα σε μια αόριστη περιδίνηση που τη διατάρασσαν ξαφνικά ρίγη θυμού. Για ολόκληρα χιλιόμετρα το σκηνικό παρέμενε αναλλοίωτο.

Αυτοί οι άνδρες, καθώς προήλαυναν τυφλωμένοι από τον πυρετό των Παρισινών γεγονότων τα οποία ενέπνεαν τις καρδιές των δημοκρατικών, ήταν συνεπαρμένοι από το θέαμα αυτής της μακριάς λωρίδας γης που συνταρασσόταν από την εξέγερση. Μεθυσμένοι από το ενθουσιώδες όνειρο ενός γενικευμένου ξεσηκωμού, πίστευαν πως η Γαλλία τους ακολουθούσε, νόμιζαν πως έβλεπαν, πέρα από τον Βιόρν, ατέλειωτες γραμμές ανδρών που έτρεχαν, όπως κι αυτοί, για να υπερασπιστούν τη Δημοκρατία. Και το απλοϊκό τους πνεύμα με την αφέλεια και τη ψευδαίσθηση του υποτιθέμενου επαναστατημένου πλήθους, οραματιζόταν μία εύκολη και σίγουρη νίκη. Θα μπορούσαν να συλλάβουν και να εκτελέσουν ως προδότη οποιονδήποτε θα τολμούσε να τους πει, εκείνη την ώρα, πως μόνο αυτοί είχαν το κουράγιο να επιτελέσουν το καθήκον τους, ενώ η υπόλοιπη χώρα, συντετριμμένη από τον τρόμο, αφηνόταν να στραγγαλιστεί.

Το ηθικό τους αναπτερωνόταν ακόμα περισσότερο από την υποδοχή που τους επεφύλασσαν οι λιγοστές μικρές πόλεις που βρίσκονταν χτισμένες στις βουνοπλαγιές του Γκαρίγκ, κατά μήκος του δρόμου. Μόλις ο μικρός στρατός κοντοζύγωνε, οι κάτοικοι συγκεντρώνονταν, για να τους προϋπαντήσουν˙ οι γυναίκες έτρεχαν κατά πάνω τους και τους εύχονταν μια γρήγορη νίκη˙ οι άνδρες μισοντυμένοι, περνούσαν στις γραμμές τους, αφού πρώτα φρόντιζαν να αρπάξουν το πρώτο όπλο που έπεφτε στα χέρια τους. Η ίδια πανηγυρική υποδοχή επαναλαμβανόταν σε κάθε χωριό, ηχηρά καλωσορίσματα και μακρόσυρτοι αποχαιρετισμοί.

Λίγο πριν χαράξει, το φεγγάρι εξαφανίστηκε πίσω από τα Γκαρίγκ˙ οι αντάρτες συνέχισαν τη γρήγορη πορεία τους μέσα στο πυκνό σκοτάδι της χειμωνιάτικης νύχτας˙ δεν μπορούσαν πλέον να διακρίνουν ούτε την κοιλάδα ούτε τις πλαγιές˙ άκουγαν μόνο το ξερό παράπονο των καμπάνων που χτυπούσαν μέσα από τα βάθη της σκοτεινιάς, σαν αόρατα τύμπανα, κρυμμένα άγνωστο που, οι οποίες τους κέντριζαν με το απεγνωσμένο κάλεσμά τους.

Η Μιέτ και ο Σιλβέρ προχωρούσαν μπροστά, όπως και οι υπόλοιποι σύντροφοί τους, γεμάτοι βιασύνη και ανυπομονησία. Κατά τα ξημέρωμα το κορίτσι ήταν τσακισμένο από την εξάντληση. Προχωρούσε με μικρά, βιαστικά βηματάκια, ανήμπορη να ακολουθήσει τις μεγάλες δρασκελιές των γεροδεμένων ανδρών που την περιέβαλλαν. Αλλά έβαζε όλη της την καρτερία για να μην διαμαρτυρηθεί˙ για τίποτα στον κόσμο δεν θα παραδεχόταν πως δεν είχε την δύναμη ενός αγοριού. Στα πρώτα χιλιόμετρα ο Σιλβέρ της είχε προσφέρει το μπράτσο του˙ έπειτα βλέποντας πως η σημαία γλιστρούσε σιγά – σιγά από τα μουδιασμένα χέρια της, θέλησε να την πάρει, για να την ανακουφίσει˙ εκείνη όμως ενοχλήθηκε και του επέτρεψε μονάχα να την κρατάει με το ένα χέρι ενώ η ίδια συνέχιζε να την κουβαλάει στον ώμο της. Με αυτόν τον τρόπο συνέχισε την ηρωική στάση της, με το πείσμα ενός παιδιού, χαμογελώντας στο νεαρό άνδρα, κάθε φορά που αυτός της έριχνε κάποια ματιά γεμάτη από τρυφερή ανησυχία. Όταν όμως κρύφτηκε το φεγγάρι, αφέθηκε στην κάλυψη που της προσέφερε το σκοτάδι. Ο Σιλβέρ την ένιωσε να πέφτει πιο βαριά επάνω στο μπράτσο του. Τώρα έπρεπε να κουβαλάει ο ίδιος την σημαία και να την κρατάει ταυτόχρονα γερά από την μέση, για να την προφυλάξει από κάποιο παραπάτημα. Παρόλα αυτά η κοπέλα συνέχιζε χωρίς το παραμικρό παράπονο.

«Έχεις κουραστεί πολύ, φτωχή μου Μιέτ; Ρώτησε την σύντροφό του.

- Ναι, είμαι κάπως κουρασμένη, απάντησε αυτή με ξεψυχισμένη φωνή.

- Θες να ξεκουραστούμε, για λίγο;

Δεν του απάντησε˙ όμως αυτός κατάλαβε πως το κορίτσι τρέκλιζε. Γι’ αυτό εμπιστεύτηκε την σημαία σε έναν σύντροφό του και βγήκε από τις γραμμές, σχεδόν κουβαλώντας την κοπέλα στην αγκαλιά του. Αυτή προσπάθησε να αντισταθεί, την ενοχλούσε που έδινε την εντύπωση ενός αδύναμου, μικρού κοριτσιού. Όμως αυτός την καθησύχασε, λέγοντάς της πως γνώρισε ένα συντομότερο δρόμο, που μείωνε στο μισό την απόσταση. Μπορούσαν να ξεκουραστούν για μια ολόκληρη ώρα και να φτάσουν στο Ορσέρ ταυτόχρονα με τους υπόλοιπους.

Τότε ήταν περίπου έξι η ώρα το πρωί. Μια ελαφριά ομίχλη ανέβαινε από τον Βιόρν. Η νύχτα παρέμενε ακόμα πυκνή. Οι δυο νέοι σκαρφάλωσαν σχεδόν στα τυφλά κατά μήκος της βουνοπλαγιάς των Γκαρίγκ, ώσπου έφτασαν πάνω σε έναν βράχο. Εκεί κάθισαν. Ολόγυρά τους απλωνόταν μια σκοτεινή άβυσσος. Έμοιαζαν σαν να ήταν εγκλωβισμένοι πάνω σε έναν ύφαλο, περιτριγυρισμένοι από το απόλυτο κενό. Και μέσα από αυτό το κενό, όταν ο υπόκωφος κρότος από τα βήματα του μικρού στρατού είχε πλέον σβήσει, δεν μπορούσαν να ακούσουν τίποτα πια, εκτός από δυο καμπάνες, η μία εκ των οποίων ακουγόταν ξεκάθαρα, από κάπου εκεί κοντά, μάλλον από κάποιο χωριό που βρισκόταν χτισμένο στην άκρη του δρόμου, ενώ ο ήχος της δεύτερης έφτανε στα αυτιά τους με δυσκολία, από κάπου μακριά λες και απαντούσε στα θερμά παρακάλια της πρώτης με απόμακρους λυγμούς. Θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί πως αυτές οι δυο καμπάνες διηγούνται η μία στην άλλη, μέσα από την απεραντοσύνη του χάους την θλιβερή ιστορία ενός κόσμου που χάνεται.

Η Μιέτ και ο Σιλβέρ, ξαναμμένοι από το γρήγορο περπάτημά τους, δεν αισθάνονταν αρχικά το κρύο. Παρέμεναν σιωπηλοί, ακούγοντας με ανείπωτη θλίψη τους ήχους του σήμαντρου που έκανε τη νύχτα να δονείται. Δεν μπορούσαν καν, να δουν ο ένας τον άλλο. Η Μιέτ ήταν φοβισμένη. Αναζήτησε το χέρι του Σιλβέρ και το κράτησε μέσα στο δικό της. Μετά από την πυρετική ορμή που για ώρες τους κρατούσε εκτός εαυτού, αυτή η απότομη παύση και η μοναξιά, τους έκανε να νιώθουν τσακισμένοι και συνάμα έκπληκτοι, λες και είχαν μόλις ξυπνήσει από ένα παράξενο όνειρο. Τους φαινόταν πως ένα κύμα τους είχε πετάξει ως την άκρη του δρόμου και πως μετά από αυτό η θάλασσα αποτραβιόταν. Μια ακαταμάχητη δύναμη τους βύθιζε σε έναν ασυνείδητο λήθαργο˙ ξέχασαν τον ενθουσιασμό τους˙ δεν σκέφτονταν πλέον την ομάδα των ανδρών τους οποίους επρόκειτο να ξανασυναντήσουν σε μερικές ώρες˙ είχαν αφεθεί στην μελαγχολική γοητεία που τους ασκούσε η αίσθηση πως ήταν μόνοι, μέσα στο άγριο σκοτάδι, με τα χέρια τους ενωμένα.

«Μήπως δεν με θέλεις πλέον μαζί σου; Ρώτησε τελικά το κορίτσι. Μπορούσα να περπατάω μια χαρά όλη την νύχτα στο πλάι σου˙ αλλά έτρεχαν τόσο πολύ που μου πιάστηκε η ανάσα.

- Γιατί να μη σε θέλω; Της απάντησε το αγόρι.

- Δε ξέρω. Φοβάμαι πως δεν σου αρέσω πια. Θα ήθελα να κάνω μεγάλα βήματα σαν εσένα, να προχωράω συνεχώς, ασταμάτητα. Τώρα εσύ θα νομίζεις πως είμαι κανένα μωρό.

Ο Σιλβέρ χαμογέλασε μέσα στο σκοτάδι και η Μιέτ, παρόλο που δεν μπορούσε να τον δει, το μάντεψε. Έπειτα συνέχισε με φωνή που ξεχείλιζε από αποφασιστικότητα:

«Δεν πρέπει να μου φέρεσαι σα να ήμουν η αδερφή σου˙ κάποια μέρα θα γίνω η γυναίκα σου».

Έσπρωξε τον Σιλβέρ επάνω στο στήθος της. Τον έσφιξε δυνατά μέσα στην αγκαλιά της και είπε:

«Θα παγώσουμε από το κρύο, ας μείνουμε έτσι κοντά ο ένας στον άλλο, για να ζεσταθούμε».

Βυθίστηκαν στην σιωπή. Ως τώρα, οι δυο νέοι αγαπούσαν ο ένας τον άλλο με μια αδελφική τρυφερότητα. Μέσα στην απειρία τους, συνέχιζαν να θεωρούν ως φιλία εκείνη την έντονη έλξη που τους έσπρωξε να σφιχταγκαλιάζονται και να παρατείνουν την επαφή των κορμιών τους πολύ περισσότερο από όσο θα έκαναν δυο αδέρφια μεταξύ τους. Αλλά στο βάθος αυτών των παιδιάστικων χαδιών, μαινόταν, με αυξανόμενη ορμή καθώς περνούσε ο καιρός, η θύελλα που έκανε το αίμα της Μιέτ και του Σιλβέρ να παίρνει φωτιά. Με τα χρόνια και την γνώση που αυτά θα έφερναν μαζί τους, θα γεννιόταν από αυτό το ειδύλλιο ένα φλογερό πάθος, τροφοδοτούμενο από το μεσογειακό τους ταμπεραμέντο. Κάθε κορίτσι που κρέμεται από τον λαιμό ενός αγοριού είναι ήδη γυναίκα, έστω και ασυνείδητα, κι ένα χάδι αρκεί για να την ξυπνήσει ολοκληρωτικά. Όταν οι ερωτευμένοι φιλιούνται στα μάγουλα, στην πραγματικότητα αναζητούν ψηλαφητά ο ένας τα χείλια του άλλου. Ένα φιλί επισφραγίζει τον έρωτα. Εκείνη την συγκεκριμένη ολοσκότεινη και παγωμένη νύχτα του Δεκέμβρη, κάτω από το λυπητερό κλάμα της καμπάνας, η Μιέτ και ο Σιλβέρ αντάλλαξαν ένα από αυτά τα φιλιά, που φέρνουν ως τα χείλη όλο το αίμα της καρδιάς.

Παρέμειναν σιωπηλοί με τα σώματά τους ενωμένα. Η Μιέτ είπε «Με αυτόν τον τρόπο θα ζεσταθούμε», και πράγματι περίμεναν πως με αυτόν τον αθώο τρόπο θα έβρισκαν λίγη ζεστασιά. Σύντομα αισθάνθηκαν μια θερμότητα να διαπερνάει τα ρούχα τους˙ η επαφή των σωμάτων τους άρχισε να τους καίει, τα στήθη τους συντονίστηκαν αναπνέοντας στον ίδιο ρυθμό. Τους κατέκλυσε μια ευχάριστη χαύνωση, η οποία τους βύθισε σε μια πυρετώδη υπνηλία. Δεν κρύωναν πια˙ μικρές λάμψεις πετούσαν μπροστά από τα κλειστά τους ματόκλαδα και αισθάνονταν έναν βόμβο να ανεβαίνει από το κεφάλι τους. Αυτή η κατάσταση της επίπονης ευτυχίας, που κράτησε για κάμποσα λεπτά, τους φάνηκε ατελείωτη. Κι έπειτα σαν μέσα σε όνειρο το χείλη τους συναντήθηκαν. Φιλήθηκαν για ώρα, αχόρταγα. Τους φαινόταν πως φιλιούνταν για πρώτη φορά. Τρόμαξαν και απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλο. Ύστερα, μόλις η νύχτα πάγωσε τον πυρετό τους, παρέμειναν καθισμένοι σε κάποια απόσταση, μέσα σε μια κατάσταση πρωτόγνωρης σύγχυσης.

Στο μεταξύ οι δυο καμπάνες συνέχιζαν τον δυσοίωνο διάλογό τους μέσα στην σκοτεινή άβυσσο που περιέβαλλε τους δύο νέους. Η Μιέτ τρέμοντας, φοβισμένη, δεν τολμούσε πλέον να πλησιάσει τον Σιλβέρ. Δεν ήξερε καν, αν αυτός ήταν ακόμα εκεί, καθώς δεν τον άκουγε να κάνει την παραμικρή κίνηση. Και οι δύο ήταν γεμάτοι από την αψιά αίσθηση του φιλιού τους˙  ήθελαν να πουν τόσα πολλά, λόγια ευγνωμοσύνης και πάνω από όλα ήθελαν κι άλλα φιλιά˙ αλλά ντρέπονταν τόσο πολύ για την τόση τους ευτυχία, που θα προτιμούσαν να μην την δοκιμάσουν για δεύτερη φορά, από το να χρειαστεί να μιλήσουν μεγαλόφωνα για όλο αυτό. Αν το γρήγορο περπάτημα δεν είχε κάνει το αίμα τους να βράζει, αν η πυκνή νυχτερινή σκοτεινιά δεν είχε λειτουργήσει σαν συνεργός τους, θα συνέχιζαν για κάμποσο καιρό ακόμα να φιλιούνται απλώς στο μάγουλο, σαν δυο καλοί παιδικοί φίλοι. 

Η αιδώς κυριάρχησε στη Μιέτ. Μετά το παθιασμένο φιλί του Σιλβέρ που της άνοιξε την καρδιά του μέσα σε αυτό το ευλογημένο σκοτάδι, θυμήθηκε τις προσβολές του Ζυστέν. Λίγες ώρες νωρίτερα είχε ακούσει, χωρίς να κοκκινίσει εκείνο το αγόρι, να την αποκαλεί ξεδιάντροπη˙ εκείνος τότε είχε κάνει λόγο για κάτι βαφτίσια, της είχε φωνάξει πως ο πατέρας του θα την ξεγεννούσε με κλωτσιές, αν τολμούσε ποτέ να επιστρέψει στο Ζα Μεϊφράν, και αυτή είχε κλάψει χωρίς να καταλαβαίνει τι σήμαιναν όλα αυτά, είχε κλάψει, γιατί μάντευε μονάχα κάποιον ηθικό κατήφορο. Τώρα, καθώς γινόταν γυναίκα, αναρωτιόταν, γεμάτη αθωότητα, αν το φιλί, του οποίου το καυτό αποτύπωμα αισθανόταν ακόμα, αρκούσε για να συμβεί αυτό που είχε αναφέρει ο ξάδερφός της. Έτσι λοιπόν την έπιασαν τύψεις κι άρχισε να κλαίει.

«Τι συμβαίνει; Γιατί κλαις; Ρώτησε ο Σιλβέρ με φωνή γεμάτη αγωνία.

- Άσε με, ψέλλισε αυτή, δεν ξέρω».

Ύστερα η κοπέλα, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, μουρμούρισε ανάμεσα στους λυγμούς της:

«Α! είμαι τόση λυπημένη. Όταν ήμουν δέκα χρονών οι άνθρωποι μου πετούσαν πέτρες. Σήμερα μου φέρονται σα να ήμουν καμιά ξετσίπωτη. Ο Ζυστέν είχε δίκιο που με προσέβαλε μπροστά σε όλον τον κόσμο. Μόλις διαπράξαμε μία μεγάλη αμαρτία, Σιλβέρ.

Ο νεαρός άνδρας, ανήσυχος, την πήρε ξανά στην αγκαλιά του, προσπαθώντας να την παρηγορήσει.

«Σ’ αγαπώ! Της ψιθύρισε. Είμαι ο αδερφός σου. Γιατί λες πως κάναμε κάτι κακό; Αγκαλιαστήκαμε επειδή έκανε κρύο. Ξέρεις καλά πως έτσι αγκαλιαζόμαστε κάθε βράδυ την ώρα που πρόκειται να χωρίσουμε.

- Όχι όπως κάναμε μόλις τώρα, του απάντησε με χαμηλωμένη τη φωνή της. βλέπεις, αυτό δεν πρέπει να το ξανακάνουμε˙ αυτό που κάναμε μάλλον ήταν απαγορευμένο, γιατί με έκανε να αισθανθώ πολύ διαφορετικά. Τώρα οι άνδρες θα με βλέπουν και θα με περιγελούν. Και δεν θα μπορώ πλέον να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, το δίκιο θα είναι με το μέρος τους».

Το αγόρι παρέμεινε σιωπηλό, ανίκανο να βρει μια λέξη για να ηρεμίσει το ταραγμένο πνεύμα αυτό του μεγάλου δεκατριάχρονου κοριτσιού έτρεμε κατατρομαγμένο εξαιτίας του πρώτου της ερωτικού φιλιού. Την πλησίασε διακριτικά ελπίζοντας πως το άγγιγμά του θα την ανακούφιζε, μέσα από την ζεστασιά της επαφής τους. Όμως αυτή αντιστάθηκε και συνέχισε να λέει:

«Αν το θέλεις, θα μπορούσαμε να φύγουμε, να εγκαταλείψουμε αυτόν τον τόπο. Δεν μπορώ πια να επιστρέψω πίσω στο Πλασσάν˙ ο θείος μου θα με τσακίσει στο ξύλο και σε όλη την πόλη θα είμαι δακτυλοδεικτούμενη…»

Κι έπειτα συμπλήρωσε με ένα απότομο ξέσπασμα:

«Όχι είμαι καταραμένη, σου απαγορεύω να αφήσεις την θεία Ντιντ και να με ακολουθήσεις. Πήγαινέ με ως τον κεντρικό δρόμο κι από κει συνέχισε χωρίς εμένα.

- Μιέτ, Μιέτ, της απάντησε ικετευτικά ο Σιλβέρ, πως μπορείς να λες κάτι τέτοιο!

- Ναι, πρέπει να φύγεις μακριά μου. Λογικέψου. Για όλους είμαι ο αποδιοπομπαίος τράγος. Αν επέστρεφα μαζί σου, θα έπρεπε να με υπερασπίζεσαι όλη την ώρα. Δεν το θέλω αυτό».

Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο νέος την ξαναφίλησε στο στόμα, ψιθυρίζοντας:

«Θα γίνεις η γυναίκα μου, κανένας δεν θα τολμήσει πλέον να σε βλάψει.

- Ω! σε παρακαλώ, του απάντησε με έναν αδύναμο λυγμό, μην με φιλάς έτσι. Με πονάς.

Κι έπειτα από μια σύντομη παύση η νέα συνέχισε:

«Το ξέρεις πως είναι αδύνατο να γίνω τώρα δα, η γυναίκα σου. Είμαστε τόσο μικροί. Θα υποχρεωνόμουν να περιμένω και στο μεταξύ θα πέθαινα από την ντροπή μου. Δεν έχει νόημα να διαμαρτύρεσαι. Έτσι κι αλλιώς θα υποχρεωθείς να με παρατήσεις σε κάποια γωνιά».

Τότε ο Σιλβέρ, χάνοντας όλο του το κουράγιο, άρχισε να κλαίει. Τα δάκρυα ενός άνδρα έχουν μια σπαραξικάρδια τραχύτητα. Ο Μιέτ, τρομαγμένη από την αίσθηση του φτωχού αγοριού που σπάραζε μέσα στα χέρια της, τον φίλησε στο πρόσωπο, ξεχνώντας πως αυτό της έκαιγε τα χείλια. Το σφάλμα ήταν δικό της. Ήταν ανόητο από μέρους της να τα χάνει έτσι μπροστά στη γλυκόπικρη εμπειρία ενός φιλιού. Δεν καταλάβαινε γιατί έκανε όλες αυτές τις θλιβερές σκέψεις, την ώρα που ο αγαπημένος της την αγκάλιασε με έναν τρόπο πρωτόγνωρο, όπως δεν είχε κάνει ποτέ πριν. Και τον έσφιξε επάνω στο στήθος της, σα να του ζητούσε συγγνώμη που τον πόνεσε τόσο. Τα δυο πληγωμένα παιδιά, έτσι όπως στέκονταν το ένα κρατώντας το άλλο σφιχτά, γεμάτα αγωνία και δάκρυα, έκαναν ακόμα πιο μελαγχολική την σκοτεινιά εκείνης της δεκεμβριάτικης νύχτας. Από μακριά οι καμπάνες συνέχιζαν το αδιάκοπο παράπονό τους, που θύμιζε λαχανιασμένο βογκητό.

«Καλύτερα να πεθάνω, επαναλάμβανε ο Σιλβέρ ανάμεσα στους λυγμούς του, μακάρι να πέθαινα…

- Μην κλαις άλλο και συγχώρα με, ψέλλισε η Μιέτ. Θα φανώ δυνατή, θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις».

Το αγόρι σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια του και είπε:

«Έχεις δίκιο, δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω στο Πλασσάν. Όμως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να το βάλουμε κάτω. Αν βγούμε νικητές από αυτόν τον αγώνα, θα πάω να βρω την θεία Ντιντ, και θα την πάρουμε μαζί μας, όπου κι αν πάμε. Αν ηττηθούμε…»

Σε αυτό το σημείο σταμάτησε.

«Αν ηττηθούμε;… επανέλαβε χαμηλόφωνα η Μιέτ.

- Τότε ας γίνει το θέλημα του Θεού! Συνέχισε ο Σιλβέρ ψιθυρίζοντας. Εγώ δεν θα είμαι πια εκεί γύρω κι εσύ θα χρειαστεί να μείνεις για να φροντίσεις την φτωχή γυναίκα. Αυτό θα είναι και το καλύτερο.

- Ναι, όπως είπες κι ο ίδιος πριν από λίγο, ο θάνατος θα ήταν προτιμότερος».

Αυτή η θανατερή προσδοκία τους έκανε να αγκαλιαστούν με ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Η Μιέτ ευχόταν να πεθάνει πλάι στον Σιλβέρ˙ αυτός βέβαια είχε μιλήσει μόνο για τον εαυτό του, αλλά η ίδια ήξερε πως ευχαρίστως θα τον ακολουθούσε στον τάφο. Εκεί η αγάπη τους θα απολάμβανε μεγαλύτερη ελευθερία από εκείνη που τους παρείχε τώρα ετούτη η ζωή. Η θεία Ντιντ θα πέθαινε επίσης, οπότε θα ερχόταν να τους συναντήσει. Όλο αυτό έμοιαζε με αιφνίδιο προαίσθημα, μια ευχή για κάποια απόκοσμη ευτυχία, την οποία οι ουρανοί, με τους θλιμμένους ήχους της καμπάνας, έμοιαζε σαν να υπόσχονταν πως σύντομα θα εκπληρώσουν. Νεκροί! Νεκροί! Οι καμπάνες επαναλάμβαναν την ίδια λέξη με αυξανόμενο πάθος και οι δυο ερωτευμένοι αφέθηκαν στο κάλεσμα της νύχτας˙ πίστευαν πως έπαιρναν μια πρόγευση του αιώνιου ύπνου, την ώρα βυθίζονταν ξανά σε κάτι που έμοιαζε σαν όνειρο, καθώς τα χείλια τους συναντιούνταν για ακόμα μία φορά.

Η Μιέτ δεν αντιστεκόταν τώρα πια. Ήταν η ίδια τώρα που κόλλησε το στόμα της επάνω στου Σιλβέρ, αναζητώντας με μια σιωπηλή ζέση την ευχαρίστηση που αρχικά δεν είχε μπορέσει να αντέξει. Το όνειρο του επερχόμενου θανάτου την έκανε να πάρει φωτιά˙ δεν κοκκίνιζε πλέον από ντροπή, είχε κολλήσει το σώμα της επάνω στον αγαπημένο της, φαινόταν σαν να ήθελε να απολαύσει όσο δεν πάει, προτού την σκεπάσει το μαύρο χώμα, εκείνες τις πρωτόγνωρες ηδονές, από τις οποίες είχε πάρει μόλις μια ελάχιστη γεύση και την ενοχλούσε το ότι δεν μπορούσε να προσπελάσει δια μιας, εκείνη την άγνωστη περιοχή που της προκαλούσε έντονο πόνο. Πέρα από το φιλί, μάντευε πως υπήρχε κάτι άλλο, που την τρόμαζε και την έθελγε, μέσα στην φρενίτιδα που της προκαλούσαν οι αφυπνισμένες της αισθήσεις. Παραδόθηκε ολοκληρωτικά˙ ικέτεψε τον Σιλβέρ να σκίσει το πέπλο, με την αναίσχυντη αθωότητα της παρθένας. Αυτός, τρελαμένος από τα χάδια της, ξεχειλίζοντας από την τέλεια ευτυχία, χωρίς δύναμη, χωρίς να επιθυμεί τίποτα περισσότερο, έμοιαζε σα να μην πιστεύει πως υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή από αυτήν.

Όταν η Μιέτ απέμεινε χωρίς άλλη ανάσα, και αισθάνθηκε πως κόπασε κάπως η έντονη απόλαυση του αρχικού εναγκαλισμού, είπε:

«Δεν θέλω να πεθάνω ξέροντας πως δεν με αγαπάς, είπε με ξεψυχισμένη φωνή˙ θέλω να με αγαπάς όσο το δυνατόν περισσότερο…»

Έχασε τα λόγια της, από ντροπή, αλλά επειδή δεν ήξερε ούτε κι ίδια τι ακριβώς ζητούσε. Κάτι μέσα της επαναστατούσε σιωπηρά, μια ανάγκη για αιώνια ευτυχία.

Μέσα στην αθωότητά της, έμοιαζε με παιδί που χτυπάει πεισματάρικα το πόδι του, γιατί κάποιος του αρνήθηκε ένα παιχνίδι.

«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, επαναλάμβανε αδύναμα ο Σιλβέρ».

Η Μιέτ όμως κούνησε το κεφάλι σαν να έλεγε πως αυτό δεν ήταν αλήθεια και πως ο νέος της έκρυβε κάτι. Η δυναμική και ελεύθερη φύση της διέθετε το μυστικό εκείνο ένστικτο που διακρίνει όλα όσα αξίζουν σε αυτήν την ζωή. Γι’ αυτό αρνούταν να πεθάνει μέσα στην άγνοια. Και αυτήν την επανάσταση του αίματος και των νεύρων της ομολογούσε με αφέλεια, μέσα από τα τυφλά και φλογερά της αγγίγματα, τους αναστεναγμούς της και τις παρακλήσεις της.

Μετά από λίγο, κάπως πιο ήρεμη, ακούμπησε το κεφάλι της στο ώμο του νεαρού άνδρα και παρέμεινε σιωπηλή. Ο Σιλβέρ χαμήλωσε το κεφάλι και την φίλησε παρατεταμένα. Αυτή γευόταν εκείνα τα φιλιά αργά, αναζητώντας το νόημά τους, το κρυμμένο τους άρωμα. Τα εξερευνούσε, τα άκουγε να χτυπούν στις φλέβες της, διερωτώμενη αν σε αυτά περιεχόταν όλη αγάπη, όλο το πάθος. Ένας λήθαργος την κατέλαβε, αποκοιμήθηκε απαλά, χωρίς να παύει ωστόσο να γεύεται μέσα στην λήθη της, τα χάδια του Σιλβέρ. Αυτός την σκέπασε με την μεγάλο κόκκινο παλτό της, καλύπτοντας ταυτόχρονα και τον εαυτό του. Δεν αισθάνονταν πλέον το κρύο. Όταν ο Σιλβέρ ακούγοντας την κανονική ανάσα της Μιέτ, κατάλαβε πως αυτή είχε αποκοιμηθεί, χάρηκε, γιατί αυτή η ανάπαυση θα τους βοηθούσε να συνεχίσουν την πορεία τους με ανανεωμένες τις δυνάμεις τους. Αποφάσισε να την αφήσει να κοιμηθεί για καμιά ώρα. 

Ο ουρανός παρέμενε σκοτεινός˙ πολύ αμυδρά, από την ανατολή, μια λευκή γραμμή προανήγγειλε τον ερχομό της μέρας. Πίσω από τους δυο ερωτευμένους πρέπει να απλωνόταν ένα πευκόδασος, του οποίου την μελωδική αφύπνιση άκουσε το αγόρι μέσα στην αύρα του πρωινού. Στο μεταξύ οι θρηνωδίες της καμπάνας μετέφεραν ακόμα πιο έντονα τις δονήσεις τους, μέσα στο τρεμάμενο αέρα, νανουρίζοντας την Μιέτ με τον ίδιο τρόπο που προηγουμένως ακομπανιάριζαν τον παθιασμένο πυρετό της.

Οι δυο νέοι, μέχρι εκείνη την ταραγμένη νύχτα, βίωναν απλώς ένα από εκείνα τα απολύτως αθώα ειδύλλια που ανθούν ανάμεσα στους ανθρώπους της εργατικής τάξης, σε αυτούς τους απόκληρους της κοινωνίας, τους απλοϊκούς, στους οποίους μπορεί να συναντήσει κάποιος ακόμα και σήμερα έρωτες αθώους και πρωτόγονους, που θυμίζουν κάπως βουκολικό μυθιστόρημα του Λόγγου.

Η Μιέτ θα ήταν με το ζόρι εννέα ετών, την εποχή που ο πατέρας της μπήκε στην φυλακή για τον φόνο του χωροφύλακα. Η δίκη του Σαντεγκρέιλ άφησε εποχή και πολλοί τη θυμούνται ακόμα. Ο λαθροκυνηγός παραδέχτηκε ευθέως την ενοχή του˙ ορκιζόταν ωστόσο πως ο χωροφύλακας τον σημάδευε με την κάνη του τουφεκιού του «απλώς προσπαθούσα να προστατέψω τον εαυτό μου, είπε στους δικαστές, πρόκειται για νόμιμη άμυνα και όχι φόνο». Ποτέ δεν άλλαξε την γραμμή υπεράσπισής του. Στάθηκε αδύνατο για τον πρόεδρο του δικαστηρίου να τον πείσει πως ενώ ένας χωροφύλακας έχει το δικαίωμα να πυροβολήσει έναν λαθροκυνηγό, ο λαθροκυνηγός δεν έχει το δικαίωμα να πυροβολήσει το χωροφύλακα. Ο Σαντεγκρέιλ γλίτωσε την γκιλοτίνα λόγω των προθέσεών του και του πρότερου εντίμου βίου του. Αυτός  άνδρας έκλαψε σα μωρό, όταν του έφεραν να δει την κορούλα του, λίγο πριν την αναχώρησή του για την Τουλόν. 

Η μικρούλα, που είχε χάσει τη μητέρα της από τότε που ήταν ακόμα στην κούνια, έμεινε αρχικά μαζί με τον παππού της στο Σαβανόζ, ένα χωριό κοντά στα περάσματα του Σέιγ. Όταν χάθηκε ο λαθροθήρας, ο γεράκος και το μικρό κορίτσι υποχρεώθηκαν να ζουν από τις ελεημοσύνες. Οι κάτοικοι του Σαβανόζ, όλοι τους κυνηγοί, προσφέρθηκαν να βοηθήσουν τα φτωχά πλάσματα που ο κατάδικος άφησε πίσω του. Ωστόσο ο παππούς σύντομα πέθανε από τη θλίψη του. Η Μιέτ απέμεινε ολομόναχη και θα κατέληγε να ζητιανεύει στους πέντε δρόμους, αν οι γείτονες δεν θυμούνταν πως είχε κάποια θεία, στο Πλασσάν. Κάποιος πονόψυχος είχε την καλοσύνη να μεταφέρει ως εκεί το παιδάκι, ωστόσο η θεία της την υποδέχτηκε μάλλον άσχημα.

Η Ευλαλία Σαντεγκρέιλ παντρεμένη με τον κολίγο Ρεμπυφά ήταν μια μεγάλη, μαυριδερή διαβολογυναίκα που κυβερνούσε το σπίτι της με σιδερένια πυγμή. Έσερνε τον άνδρα της από την μύτη, καθώς έλεγαν οι κακές γλώσσες του προαστίου στο Πλασσάν. Η αλήθεια ήταν πως ο Ρεμπυφά, που διψούσε για δουλειές και κέρδη, αισθανόταν ένα είδος σεβασμού γι’ αυτήν την γιγάντισσα, η οποία συνδύαζε μια ασυνήθιστα μεγάλη δύναμη με μια σπάνια ψυχραιμία και οικονομία.

Χάρη σε εκείνη, η οικογένειά τους πρόκοβε. Ο κολίγος άρχισε να γκρινιάζει, όταν επιστρέφοντας το βράδυ στο σπίτι του, βρήκε εγκατεστημένη εκεί μέσα την Μιέτ. Αλλά η γυναίκα του τον αποστόμωσε λέγοντας με την τραχιά φωνή της:

«Εχ! Η μικρή είναι γεροδεμένη˙ θα μας φανεί χρήσιμη σαν υπηρέτρια˙ θα την ταΐζουμε και θα γλιτώνουμε μισθούς».

Αυτός ο υπολογισμός καλάρεσε στον Ρεμπυφά. Έφτασε ως το σημείο να ψηλαφίσει τα μπράτσα του παιδιού, για να δηλώσει κατόπιν με ικανοποίηση πως το παιδάκι ήταν ιδιαίτερα δυνατό για την ηλικία του. Η Μιέτ ήταν τότε εννέα ετών. Από την επόμενη κιόλας ημέρα άρχισε η εκμετάλλευσή της. Οι εργασίες μιας αγρότισσας του Νότου είναι πιο ελαφριές από εκείνες του Βορρά. Σπάνια θα τις δει κάποιος να σκάβουν το χώμα, να κουβαλούν τα φορτώματα και γενικά να κάνουν ανδρικές δουλειές. Μαζεύουν τα στάχυα, τις ελιές και τα φύλλα από τις μουριές˙ η πιο κοπιαστική τους υποχρέωση είναι το ξεχορτάριασμα. Η Μιέτ δούλευε με όρεξη. Η ζωή της υπαίθρου της χάριζε χαρά και υγεία. Όσο καιρό ζούσε η θεία της όλο γελούσε. Η άξια γυναίκα, παρόλη την χοντροκοπιά της, αγαπούσε την Μιέτ σα να ήταν δικό της παιδί˙ δεν την άφηνε να κάνει τις αγγαρείες που συχνά ο άντρας της πήγαινε να της φορτώσει, λέγοντάς του:

«Α! Για κοίτα ένα ξυπνοπούλι! Μα δεν καταλαβαίνεις, μωρέ όρνιο πως, αν την παρακουράσεις σήμερα, δε θα μπορεί να πάρει τα πόδια της αύριο;»

Αυτό το επιχείρημα ήταν αποφασιστικό. Ο Ρεμπυφά χαμήλωνε το κεφάλι και κουβαλούσε ο ίδιος το φορτίο που ήθελε να βάλει στους ώμους του κοριτσιού.

Η Μιέτ θα ζούσε την απόλυτη ευτυχία κάτω από την μυστική προστασία της θείας Ευλαλίας, αν δεν είχε τις παρενοχλήσεις από τον ξάδερφό της, που τότε ήταν δεκάξι χρονών και που περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του μισώντας και καταδιώκοντάς την. Οι πιο ευτυχισμένες στιγμές του Ζυστέν ήταν όταν κατάφερνε, με κάποιο χοντρό ψέμα του, να τη βάλει σε μπελάδες. Κάθε φορά που της έβαζε τρικλοποδιές ή την έσπρωχνε απότομα, υποκρινόμενος πως δεν την είχε προσέξει, γελούσε και ένιωθε την ικανοποίηση που αισθάνονται οι κακόβουλοι άνθρωποι με τις δυστυχίες των συνανθρώπων τους. Η Μιέτ ωστόσο τον κοιτούσε με τα μεγάλα μαύρα, παιδικά της μάτια με ένα βλέμμα που άστραφτε από θυμό και βουβή αξιοπρέπεια κι αυτό έκοβε τα χάχανα του θρασύδειλου νεαρού. Κατά βάθος φοβόταν τρομερά τη ξαδέρφη του.



  
Το κορίτσι πλησίαζε στα έντεκα, όταν, εντελώς ξαφνικά, η θεία Ευλαλία πέθανε. Από εκείνη την ημέρα όλα άλλαξαν στο σπίτι. Ο Ρεμπυφά άρχισε σταδιακά να αντιμετωπίζει την Μιέτ ως απλή εργάτρια. Τη φόρτωνε με ένα σωρό από βαριές εργασίες και τη χρησιμοποιούσε ως υποζύγιο. Αυτή δεν παραπονιόταν ποτέ, γιατί πίστευε πως έπρεπε να του χρωστάει ευγνωμοσύνη. Τα βράδια, ξεθεωμένη από την κούραση, θρηνούσε για την θεία της, εκείνη την τρομερή γυναίκα της οποίας της κρυμμένη καλοσύνη συνειδητοποιούσε μόλις τώρα. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν η σκληρή δουλειά που την στενοχωρούσε˙ την ευχαριστούσε η δύναμή της, και ένιωθε περήφανη για τα δυνατά της χέρια και τους στιβαρούς της ώμους. Αυτό που την ενοχλούσε ήταν ο γεμάτος καχυποψία έλεγχος του θείου της, οι ατέλειωτες επικρίσεις του, και ο εκνευριστικός τρόπος που της φερόταν σα να ήταν ο αφέντης της. Πλέον ήταν σαν ξένη μέσα σε αυτό το σπίτι. Ακόμα και ένας ξένος θα είχε καλύτερη αντιμετώπιση από εκείνη. 

Ο Ρεμπυφά εκμεταλλευόταν αδίστακτα την μικρή, φτωχή συγγενή του υποκρινόμενος πως την κρατάει κοντά του από φιλανθρωπία. Το κορίτσι του ξεπλήρωνε στο δεκαπλάσιο την σκληρή του φιλοξενία και δεν περνούσε μέρα που να μην ακούει κατσάδες για το ψωμί που έτρωγε. Ειδικά ο Ζυστέν έκανε τα πάντα για να την πληγώνει. Από την στιγμή που πέθανε η μητέρα του, βλέποντας πόσο απροστάτευτη ήταν πλέον η Μιέτ, εξαντλούσε όλη του την μοχθηρία προκειμένου να της κάνει ανυπόφορη την ζωή. Το πιο καταχθόνιο μαρτύριο που σκαρφίστηκε ήταν το να της μιλάει διαρκώς για τον πατέρα της. Το φτωχό κορίτσι, μέχρι τότε ζούσε μακριά από τις κακίες του κόσμου, κάτω από την προστασία της θείας της, η οποία είχε απαγορεύσει σε όλους να αναφέρουν τις λέξεις κάτεργα ή κατάδικος μπροστά στη μικρή, δυσκολευόταν να καταλάβει την σημασία αυτών των λόγων. Και ήταν ο Ζυστέν αυτός που φρόντισε να τις της μάθει, παρουσιάζοντας τη δική του εκδοχή για τη δολοφονία του χωροφύλακα και την καταδίκη του Σαντεγκρέιλ. 

Δεν τσιγκουνευόταν στις αποκρουστικές λεπτομέρειες: οι κατάδικοι είχαν μια μπάλα δεμένη στο πόδι τους, δούλευαν δεκαπέντε ώρες την ημέρα, ο θάνατος ήταν η οριστική τους καταδίκη˙ το κάτεργο ήταν ένας φρικιαστικός τόπος, τον οποίο φρόντιζε να σκιαγραφεί με τα πιο μελανά χρώματα. Η Μιέτ τον άκουγε, αποσβολωμένη, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Μερικές φορές την έπιανε στα ξαφνικά ένα βίαιο ξέσπασμα που υποχρέωνε τον Ζυστέν να υποχωρήσει βιαστικά κάτω από την απειλή της σφιγμένης γροθιάς της. Όπως και να έχει, δεν χόρταινε να απολαμβάνει αυτή την σκληρή μύηση της κοπέλας στα βάσανα της φυλακής. Όταν ο πατέρας του, μπροστά στην παραμικρή απροσεξία της κοπέλας, της έβαζε τις φωνές, ο ξάδερφός της δεν έχανε ευκαιρία να πεταχτεί κι αυτός για να την γεμίσει προσβολές εκ του ασφαλούς. Και αν εκείνη προσπαθούσε να δικαιολογηθεί της έλεγε:

«Εχ! Το αίμα νερό δεν γίνεται. Θα καταλήξεις στα κάτεργα σαν τον πατέρα σου».

Τότε η Μιέτ ξεσπούσε σε κλάματα, χτυπημένη κατάστηθα, συντετριμμένη από την ντροπή και τελείως αδύναμη.

Εκείνη την εποχή η Μιέτ είχε ήδη αρχίσει να μεταμορφώνεται σε γυναίκα. Η νιότη της μόλις που είχε αρχίσει να ανθίζει κι αυτό την έκανε να αντιστέκεται στα βασανιστήρια με εξαιρετικό σθένος. Σπάνια το έβαζε κάτω, εκτός από τις φορές που η έμφυτη περηφάνια της λύγιζε κάτω από το βάρος των προσβολών του ξαδέρφου της. Πολύ γρήγορα ήταν σε θέση να αντέξει, χωρίς το παραμικρό δάκρυ, τις ασταμάτητες επιθέσεις αυτού του θρασύδειλου, που φρόντιζε πάντα να έχει το νου του, κάθε φορά που της μιλούσε, φοβούμενος μήπως του ρίξει καμιά γροθιά στο πρόσωπο. Η κοπέλα είχε βρει τον τρόπο να τον αποστομώνει κοιτάζοντάς τον επίμονα. 

Σε πολλές περιπτώσεις της είχε περάσει από το μυαλό η ιδέα να το σκάσει από το Ζα Μεϊφράν. Αλλά δεν το έκανε καθώς το φιλότιμό της επαναστατούσε στην σκέψη πως το έβαζε στα πόδια, γιατί δεν άντεχε στις δοκιμασίες. Στα σίγουρα κέρδιζε άξια το ψωμί που έτρωγε και δεν έκανε κατάχρηση της φιλοξενίας των Ρεμπυφά˙ και αυτή η βεβαιότητα της γεννούσε ένα αίσθημα αξιοπρέπειας. Γι’ αυτό λοιπόν παρέμενε εκεί, συνεχίζοντας τον αγώνα της, σκληραγωγώντας τον εαυτό της, ζώντας με την αδιάκοπη σκέψη της αντίστασης. Η τακτική της ήταν να εργάζεται χωρίς πολλά λόγια και να αντιμετωπίζει όλα τα σκληρά λόγια που άκουγε με μια σιωπηρή περιφρόνηση. Καταλάβαινε πως ο θείος της κέρδιζε τόσα πολλά από τους κόπους της που δεν θα επηρεαζόταν εύκολα από τα υπονοούμενα του Ζυστέν ο οποίος επιθυμούσε ολόψυχα να την πετάξουν έξω από το σπίτι. Αψηφώντας την κακομεταχείριση αποφάσισε να μείνει και να παλέψει.

Οι παρατεταμένες, ηθελημένες σιωπές της ήταν γεμάτες από παράξενες ονειροπολήσεις. Περνώντας τις ημέρες απομονωμένη, μακριά από τον υπόλοιπο κόσμο, διαμόρφωσε ένα επαναστατημένο πνεύμα, σχημάτισε αντιλήψεις που θα μπορούσαν να αφήσουν άφωνους τους φιλήσυχους κατοίκους του προαστίου. Κυρίως την απασχολούσε το ριζικό του πατέρα της. Όλες οι άσχημες κουβέντες του Ζυστέν στριφογύριζαν μέσα στο κεφάλι της˙ στο τέλος συμφιλιώθηκε με την κατηγορία της δολοφονίας, σκεπτόμενη πως ο πατέρας της έκανε καλά που σκότωσε τον χωροφύλακα, ο οποίος θέλησε να τον ξεκάνει πρώτος. Είχε εν τω μεταξύ πληροφορηθεί την αληθινή ιστορία από το στόμα ενός ξωμάχου που δούλεψε ένα διάστημα στο Ζα Μεϊφράν. Από εκείνη την στιγμή, δεν καταδεχόταν ούτε το κεφάλι να γυρίσει, όταν, τις σπάνιες φορές που έβγαινε από σπίτι, τύχαινε τίποτε αργόσχολοι της γειτονιάς, να της κάνουν καζούρα φωνάζοντάς της:

«Ε! Να η Σαντεγκρέιλ!»

Μονάχα τάχυνε το βήμα της, σφίγγοντας τα χείλια κι έχοντας ένα σκοτεινό, αγριεμένο βλέμμα. Μονάχα καθώς έκλεινε πίσω της την πύλη της εισόδου, έχοντας μόλις φτάσει πίσω στο κτήμα, έριχνε μια επίμονη ματιά στην παρέα των τραμπούκων. Θα είχε γίνει κακιά, θα είχε ξεπέσει στην σκληρή βαναυσότητα των απόκληρων, αν δεν διατηρούσε κάτι από την παιδικότητα που συνέχιζε να υπάρχει μέσα της. Σε τελική ανάλυση ήταν μόλις έντεκα χρονών και την απάλυναν όλες οι αδυναμίες που έχουν τα μικρά κορίτσια σε αυτήν την ηλικία. Συχνά έβαζε τα κλάματα και ντρεπόταν τόσο για την ίδια όσο και για τον πατέρα της. Έτρεχε να κρυφτεί μέσα σε κάποια αποθήκη, για να κλάψει με την ησυχία της, ξέροντας πως αν την έπαιρνε κανένα μάτι, αυτό θα μεγάλωνε το μαρτύριό της. Κι όταν στέρευε από δάκρυα, πήγαινε στην κουζίνα για να πλύνει το πρόσωπό της και ξανάπαιρνε εκείνη την απαθή έκφραση που είχε όλη την ώρα. Δεν κρυβόταν απλώς για να αποφύγει τους μπελάδες˙ παραήταν περήφανη για να επιτρέψει να φανούν οι παιδιάστικες αδυναμίες της. Με τον καιρό θα κατέληγε να γίνει ένα πικρόχολο πλάσμα. Αλλά ευτυχώς σώθηκε, ανακαλύπτοντας την τρυφερότητα που έκρυβε η αγαπησιάρικη φύση της.

Το πηγάδι στην αυλή της θείας Ντιντ και του Σιλβέρ ήταν κοινόχρηστο. Οι τοίχοι του Ζα Μεϊφράν το χώριζαν στη μέση. Στο παρελθόν, πριν η έκταση των Φουκ ενωθεί με το γειτονικό κτήμα, οι περιβολάρηδες χρησιμοποιούσαν αυτό το πηγάδι σε καθημερινή βάση. Αλλά από τότε που αγοράστηκε η γη κι έτσι όπως το πηγάδι απείχε αρκετά από τα υπόλοιπα σπίτια των κατοίκων του Ζα, οι οποίοι ούτως ή άλλως είχαν δικές τους δεξαμενές νερού, σπάνια τραβούσε κάποιος ένα κουβά νερό από εκεί˙ Αντιθέτως ο Σιλβέρ φρόντιζε να τραβάει καθημερινά, από το συγκεκριμένο πηγάδι, το νερό που η θεία Ντιντ χρειαζόταν για το νοικοκυριό της.
  
Μια μέρα η τροχαλία έσπασε. Ο νεαρός τροχοποιός έφτιαξε μία καινούργια, όμορφη και γερή τροχαλία από ξύλο βελανιδιάς την οποία τοποθέτησε το βράδυ, αφότου είχε σχολάσει. Για να το καταφέρει αυτό αναγκάστηκε να σκαρφαλώσει επάνω στο τοίχο. Όταν τελείωσε τη δουλειά του, κάθισε καβάλα στην κορυφή του τοίχου, για να ξαποστάσει, παρατηρώντας γεμάτος περιέργεια τις μεγάλες εκτάσεις του Ζα Μεϊφράν. Ένα κορίτσι που ξεβοτάνιζε λίγο παρακάτω του κέντρισε τελικά το ενδιαφέρον. Ήταν Ιούλιος μήνας, κι αέρας έκαιγε, παρόλο που ο ήλιος είχε σχεδόν σβήσει στο βάθος του ορίζοντα. Η νεαρή χωρική είχε βγάλει την καζάκα της. Φορούσε έναν λευκό κορσέ, είχε ένα πολύχρωμο μαντήλι δεμένο γύρω από τους ώμους της με τα μανίκια του πουκαμίσου της γυρισμένα ως τους αγκώνες, καθόταν σκυμμένη γύρω από τις πτυχώσεις της μπλε βαμβακερής φούστας της την οποία συγκρατούσαν δυο τιράντες περασμένες σταυρωτά πίσω από την πλάτη της. Προχωρούσε πεσμένη στα γόνατα, ξεριζώνοντας με δύναμη τα ζιζάνια τα οποία στην συνέχεια πετούσε σε ένα καλάθι. 

Ο νεαρός μπορούσε να ξεχωρίσει μονάχα τα γυμνά της μπράτσα, μαυρισμένα από τον ήλιο, που απλώνονταν αριστερά και δεξιά για να μαζέψουν μερικά αγριόχορτα που της είχαν ξεφύγει. Παρατηρούσε με ικανοποίηση τον γρήγορο χορό των χεριών της μικρής χωρικής, δοκιμάζοντας μια μοναδική ευχαρίστηση βλέποντάς τα έτσι γεροδεμένα και ορμητικά. Η κοπέλα ανασηκώθηκε ελάχιστα παρατηρώντας πως η δουλειά της είχε σχεδόν τελειώσει, αλλά κατέβασε σχεδόν αμέσως το κεφάλι, προτού προλάβει ο Σιλβέρ τα διακρίνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Αυτή η συγκρατημένη κίνηση διατήρησε το ενδιαφέρον του. Αναρωτιόταν για το ποια ήταν αυτή η κοπέλα, με μια αγορίστικη περιέργεια, και χαζολογούσε εκεί πάνω, σφυρίζοντας και βαστώντας τον χρόνο με ένα σκαρπέλο, μέχρι που το εργαλείο του γλίστρησε μέσα από το χέρι. Έπεσε μέσα στο Ζα Μεϊφράν, χτύπησε στο χείλος του πηγαδιού και προσγειώθηκε αναπηδώντας λίγα μέτρα πέρα από τον τοίχο. Ο Σιλβέρ απέμεινε να το κοιτάζει, αργοπορώντας, διστάζοντας να κατέβει κάτω. Όμως φαίνεται πως η κοπέλα παρατηρούσε τον νέο με την άκρη του ματιού της, γιατί σηκώθηκε χωρίς να πει μια λέξη, μάζεψε το σκαρπέλο και το έδωσε στον Σιλβέρ. Τότε αυτός διαπίστωσε πως η χωρική ήταν ένα μικρό κορίτσι. 

Απόμεινε κάπως ξαφνιασμένος και φοβισμένος. Μέσα στο κόκκινο φως του ηλιοβασιλέματος η κοπέλα τεντώθηκε για να τον φτάσει. Ο τοίχος σε εκείνο το σημείο ήταν χαμηλός, αλλά η απόσταση από το έδαφος παρέμενε μεγάλη. Ο Σιλβέρ χαμήλωσε σκύβοντας όσο πιο πολύ μπορούσε και η μικρούλα ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της. Δεν είπαν τίποτα κι απόμειναν να κοιτάζονται χαμογελώντας κάπως αμήχανα. Ο νεαρός θα ήθελε πολύ να παραμείνει η κοπέλα κοντά του για κάμποσο ακόμα. Ανασήκωσε προς το μέρος του το πανέμορφο κεφάλι της, με τα μεγάλα μαύρα της μάτια και τα κόκκινα χείλη, γεγονός που τον εντυπωσίασε και τον αναστάτωσε συνάμα. Δεν είχε ξαναδεί ένα κορίτσι από τόσο κοντά˙ δεν φανταζόταν ποτέ πως ένα στόμα και δυο μάτια θα ήταν τόσο ευχάριστα στην όψη. Τα πάντα πάνω σε αυτό το κορίτσι του ασκούσαν μια μυστηριώδη γοητεία, το χρωματιστό μαντήλι, το μπούστο της, η μπλε βαμβακερή της φούστα με εκείνες τις τιράντες που τεντώνονταν σε κάθε κίνηση των ώμων της. 

Η ματιά του χάιδεψε τα χέρια της καθώς εκείνη απλωνόταν για του δώσει το εργαλείο˙ οι αγκώνες, τα ηλιοκαμένα μπράτσα στο χρώμα του χαλκού, είχαν μια τόσο φυσική απόχρωση. Αλλά πιο ψηλά μέσα από τις σκιές των ανασηκωμένων μανικιών ο Σιλβέρ παρατήρησε μία γυμνή γαλακτερή στρογγυλάδα.  Αναστατωμένος, έσκυψε ακόμα περισσότερο και τελικά κατάφερε να πιάσει το σκαρπέλο. Η μικρή χωριατοπούλα άρχισε να αισθάνεται κάποια αμηχανία. Παρέμειναν και οι δύο έτσι ακίνητοι, χαμογελώντας ο ένας στον άλλο, η κοπελίτσα κάτω, με το πρόσωπό της πάντα στραμμένο προς τα πάνω και το αγόρι καθισμένο στον τοίχο, σκυμμένο προς το μέρος της. Δεν ήξεραν πώς να χωριστούν. Δεν είχαν ανταλλάξει ούτε καν μια λέξη. Ο Σιλβέρ ξέχασε ακόμα και να πει ευχαριστώ.

«Πως σε λένε; Την ρώτησε.

Μαρί, του απάντησε η χωριατοπούλα, αλλά όλοι εδώ πέρα με φωνάζουν Μιέτ».

Η κοπελίτσα ανασηκώθηκε ελαφρά και τον ρώτησε με την σειρά της:

«Κι εσένα πως σε λένε; Η φωνή της ήχησε καθαρή σαν κρύσταλλο.

- Εμένα με λένε Σιλβέρ» της απάντησε ο νεαρός εργάτης.

Μεσολάβησε μια παύση, κατά την οποία έμοιαζαν να απολαμβάνουν την μουσική από το άκουσμα των ονομάτων τους.

«Εγώ είμαι δεκαπέντε χρονών, άρχισε πάλι ο Σιλβέρ. Εσύ;

- Εγώ, του απάντησε η Μιέτ, θα γίνω έντεκα την ημέρα των Αγίων Πάντων.

Ο νεαρός έκανε έναν μορφασμό γεμάτο έκπληξη.

«Α! Λοιπόν, είπε γελώντας, για φαντάσου κι εγώ που νόμιζα πως ήσουν ήδη μεγάλη γυναίκα!... βλέπεις τα χέρια σου είναι τόσο μεγάλα».

Άρχισε κι εκείνη να γελάει και χαμήλωσε το βλέμμα της ως τα χέρια της. Έπειτα σταμάτησαν να μιλούν. Απόμειναν για κάμποσο ακόμα να κοιτάζονται με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη τους. Τελικά, καθώς φαινόταν πως ο Σιλβέρ δεν έβρισκε κάποια άλλη ερώτηση να κάνει στη Μιέτ, εκείνη αποσύρθηκε διακριτικά και επέστρεψε στο ξεβοτάνισμά της χωρίς να σηκώνει πλέον το κεφάλι της. Αυτός παρέμεινε για λίγο ακόμα επάνω στον τοίχο. Ο ήλιος έδυε˙ ένας πακτωλός από πλάγιες ηλιαχτίδες κυλούσε πάνω από το κιτρινωπό έδαφος του Ζα Μεϊφράν˙ τα χώματα έμοιαζαν σα να έχουν πάρει φωτιά, θα έλεγε κανείς πως ένα πύρινο ποτάμι έρεε ορμητικά επάνω στη γη. Και μέσα σε αυτήν τη φλεγόμενη έκταση, ο Σιλβέρ κοίταξε τη μικρή γονατισμένη χωριατοπούλα και τα χέρια της, που είχαν αρχίσει ξανά το ρυθμικό τους παιχνίδισμα˙ η μπλε βαμβακερή φούστα της φωτιζόταν από τις λευκές αχτίδες που ξεχύνονταν πάνω από τα χάλκινα μπράτσα της. Στο τέλος ο Σιλβέρ ένιωσε ντροπή που καθόταν τόσην ώρα εκεί πάνω. Γι’ αυτό φρόντισε να κατέβει αμέσως από τον τοίχο.

Το βράδυ, ο Σιλβέρ, επηρεασμένος από την απογευματινή του γνωριμία, προσπάθησε πάρει πληροφορίες από την θεία Ντιντ. Ίσως έτσι να μάθαινε περισσότερα για τη Μιέτ με τα κατάμαυρα μάτια και τα τόσο κόκκινα χείλια. Αλλά η θεία Ντιντ, από τότε που μετακόμισε στο σπιτάκι του αδιεξόδου, δεν είχε ξαναρίξει ούτε μια ματιά πίσω από τον τοίχο της μικρής αυλής. Ο τοίχος γι’ αυτήν λειτουργούσε σαν ένα αδιαπέραστο όριο που την κρατούσε μακριά από το παρελθόν της. Δεν ήξερε, δεν ήθελε να γνωρίζει τι υπήρχε τώρα από την άλλη πλευρά εκείνου του τοίχου, σε εκείνη την παλιά περίφραξη των Φουκ, όπου είχε θάψει την αγάπη της, την καρδιά και τη σάρκα της. Με τις πρώτες ερωτήσεις του Σιλβέρ, του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο από παιδιάστικο φόβο. Μήπως τάχα ήθελε κι ο εγγονός της να ξύσει τις πληγές του παρελθόντος και να την κάνει να κλαίει όπως είχε κάνει και παλιότερα ο γιος της, ο Αντουάν;

«Δεν ξέρω, είπε βιαστικά, δεν βγαίνω πια έξω, δεν βλέπω κανέναν…».

Ο Σιλβέρ περίμενε να ξημερώσει η επομένη με κάποια αδημονία. Μόλις έφτασε στο εργαστήρι του αφεντικού του άρχισε την ψιλή κουβέντα με τους συναδέλφους του. Απέφυγε να τους μιλήσει για την συνάντησή του με την Μιέτ˙ ανέφερε μονάχα γενικώς και αορίστως για ένα κορίτσι που είχε δει από μακριά, στο Ζα Μεϊφράν.

«Α! Λες για την Σαντεγκρέιλ, φώναξε ένας από τους εργάτες.

Και χωρίς να χρειαστεί να προχωρήσει σε περισσότερες ερωτήσεις, οι σύντροφοί του, άρχισαν να του εξιστορούν την ιστορία του λαθροθήρα Σαντεγκρέιλ και της κόρης του, Μιέτ, με εκείνη το τυφλό μίσος που τρέφουν οι περισσότεροι ενάντια στους παρίες. Ειδικά για την κοπέλα είχαν να πουν τα χειρότερα˙ την αποκαλούσαν ασταμάτητα η κόρη του κατάδικου λες κι αυτό ήταν ικανός λόγος για να καταδικάσουν το φτωχό, αθώο πλάσμα σε αιώνια περιφρόνηση.

Ωστόσο, ο τροχοποιός Βιάν ένας καλός και τίμιος άνδρας φρόντισε τελικά να τους αποστομώσει.

«Ε, εσείς, κουτσομπόληδες, πάψτε επιτέλους! Και πέταξε το κάθισμα μιας δίτροχης άμαξας την οποία τόσην ώρα περιεργαζόταν με προσοχή. Δεν ντρέπεστε να τα βάζετε με ένα μικρό παιδί; Την έχω δει την μικρούλα. Φαίνεται πολύ τίμια. Κι έπειτα έχω ακούσει πως είναι δουλευταρού και πως βγάζει ήδη την δουλειά που θα έκανε μια τριαντάχρονη γυναίκα. Υπάρχουν εδώ μέσα μερικοί τεμπελχανάδες που δεν την φτάνουν ούτε στο μικρό της δαχτυλάκι. Εύχομαι στον μέλλον να βρει έναν άξιο σύζυγο, για να βάλει τέρμα σε όλες αυτές τις κακογλωσσιές».

Ο Σιλβέρ που είχε παγώσει μπροστά στις χοντροκοπιές και τις προσβλητικές κουβέντες των εργατών, ακούγοντας αυτά τα τελευταία λόγια του Βιάν αισθάνθηκε δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια του. Ωστόσο απέφυγε να πει λέξη. Ξανάπιασε το σφυρί του, το οποίο είχε αφήσει στο πλάι του και άρχισε να χτυπάει με όλη του την δύναμη το αφαλό ενός τροχού που επιμετάλλωνε.

Το βράδυ, μόλις επέστρεψε από το εργαστήρι, έτρεξε για να σκαρφαλώσει ξανά στον τοίχο. Βρήκε τη Μιέτ να συνεχίζει τη δουλειά που έκανε και την προηγούμενη ημέρα. Την φώναξε. Αυτή ήρθε κοντά του, χαμογελώντας ντροπαλά, με την αξιολάτρευτη σκληράδα των παιδιών που μεγαλώνουν μέσα στα δάκρυα.

«Είσαι η Σαντεγκρέιλ, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε απότομα.

Η κοπέλα πισωπάτησε, της κόπηκε το χαμόγελο, και τα μαύρα της μάτια άστραψαν προκλητικά. Ώστε αυτό το αγόρι σκόπευε να τη βρίσει όπως και οι άλλοι! Του γύρισε την πλάτη, χωρίς να του απαντήσει κι ο Σιλβέρ αναστατωμένος από την ξαφνική αλλαγή της διάθεσής της βιάστηκε να συμπληρώσει:

«Στάσου, σε παρακαλώ… δεν ήθελα να σε στενοχωρήσω… έχω τόσα πολλά να σου πω!»

Αυτή επέστρεψε, διατηρώντας ακόμα τις επιφυλάξεις της. Ο Σιλβέρ που είχε έρθει αποφασισμένος να της ανοίξει την καρδιά του, έμεινε για μια στιγμή άφωνος, μη γνωρίζοντας από πού να αρχίσει, φοβούμενος πως θα έκανε πάλι καμιά καινούργια γκάφα. Τελικά όλα του τα συναισθήματα εκφράστηκαν σε μία πρόταση:

«Θα ήθελες να γίνουμε φίλοι; Είπε με φωνή τρεμάμενη από την συγκίνηση.

Και καθώς η Μιέτ, γεμάτη έκπληξη, τον κοίταξε με μάτια υγρά που γελούσαν ξανά, ο Σιλβέρ συνέχισε να λέει με ζέση:

«Ξέρω πως υπάρχουν πολλοί που σε στενοχωρούν. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Τώρα εγώ θα είμαι αυτός που θα σε υπερασπίζεται. Θέλεις;»

Η κοπελίτσα έλαμψε από χαρά. Η φιλία που της προσέφερε έδιωξε μακριά όλους τους εφιάλτες του σιωπηλού μίσους. Ένευσε καταφατικά και είπε:

«Όχι, δεν θέλω να καυγαδίζεις για το χατίρι μου. Όλη την ώρα θα έπρεπε να ασχολείσαι με αυτό. Έτσι κι αλλιώς υπάρχουν πολλοί από τους οποίους θα ήταν αδύνατο να με προστατέψεις».

Ο Σιλβέρ ήθελε να φωνάξει πως θα την υπερασπιζόταν ενάντια σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά εκείνη με μια φιλική κίνηση του χεριού της, τον έκανε να σωπάσει και προσέθεσε:

«Μου αρκεί που θέλεις να γίνεις φίλος μου».

Έπειτα συζήτησαν για λίγα λεπτά, μιλώντας όσο το δυνατό πιο χαμηλόφωνα. Η Μιέτ είπε στον Σιλβέρ για το θείο και τον ξάδερφό της. Για τίποτα στον κόσμο δεν θα ήθελε να το πιάσουν εκεί πέρα, σκαρφαλωμένο επάνω στον τοίχο. Ο Ζυστέν θα γινόταν αδυσώπητος με ένα τέτοιο όπλο εναντίον της. Εξομολογήθηκε τις ανησυχίες της με το άγχος ενός σχολιαρόπαιδου που συναντάει στα κρυφά κάποιον φίλο, που η μητέρα του έχει απαγορεύει να τον κάνει παρέα. Ο Σιλβέρ κατάλαβε απλώς πως δεν θα μπορούσε να συναντά την Μιέτ με την άνεσή του. Αυτό τον λύπησε τρομερά. Παρόλα αυτά υποσχέθηκε να μην ξανασκαρφαλώσει στον τοίχο. Προσπαθούσαν να σκεφτούν έναν τρόπο για να ξαναϊδωθούν, όταν ξαφνικά η Μιέτ τον ικέτευσε να φύγει μακριά˙ είχε πιάσει με την άκρη του ματιού της τον Ζυστέν που διέσχιζε την έκταση κατευθυνόμενος προς το πηγάδι. 

Ο Σιλβέρ δίστασε να κατέβει. Όταν προσγειώθηκε στην μικρή αυλή του σπιτιού του, παρέμεινε κοντά στον τοίχο, τεντώνοντας το αυτί του, ερεθισμένος από την απότομη φυγή του. Μετά από λίγα λεπτά επιχείρησε να ανέβει πάλι στον τοίχο και να ρίξει μια γρήγορη ματιά στο Ζα Μεϊφράν˙ αλλά είδε τον Ζυστέν που μιλούσε στην Μιέτ και κατέβασε βιαστικά το κεφάλι του. Την επόμενη μέρα δεν κατάφερε να δει την φίλη του, ούτε καν από μακριά˙ είχε τελειώσει την δουλειά της σε εκείνο το τμήμα του κτήματος. Οκτώ ημέρες πέρασαν έτσι και στο μεταξύ οι δύο φίλοι δεν κατάφεραν να ανταλλάξουν ούτε καν μια λέξη. Ο Σιλβέρ ήταν απαρηγόρητος˙ σκεφτόταν να πάει απευθείας στους Ρεμπυφά και να ζητήσει να δει τη Μιέτ.

Ένα πρωί, σχεδόν αξημέρωτα, την ώρα που ο Σιλβέρ ετοιμαζόταν να τραβήξει νερό για τη θεία Ντιντ, έσκυψε μηχανικά πάνω από το πηγάδι, στην προσπάθειά του να πιάσει το σκοινί. Πήγε να ξεκινήσει αλλά αμέσως στάθηκε ακίνητος, γέρνοντας πάντα προς την επιφάνεια του νερού. Του φάνηκε πως αντίκρισε το είδωλο ενός κοριτσιού που τον κοιτούσε με το χαμογελαστό της πρόσωπο˙ όμως είχε ήδη κουνήσει το σκοινί και το νερό μετατράπηκε αμέσως σε έναν θολό καθρέφτη που δεν καθρέφτιζε τίποτα καθαρά. Περίμενε μέχρι το νερό να ηρεμίσει πάλι, μην τολμώντας να κάνει την ελάχιστη κίνηση, ενώ η καρδιά του χτυπούσε δυνατά μέσα στο στήθος του. Και καθώς οι ρυτίδες του νερού καταλάγιασαν κι έσβησαν, είδε την μορφή να ξανασχηματίζεται. Η ταλάντωση της επιφάνειας έδινε στα χαρακτηριστικά της εικόνας μια φασματική κίνηση. Τελικά όμως το νερό έμεινε τελείως ακίνητο. Και να, ήταν το γελαστό μουτράκι της Μιέτ, με μπούστο της, το πολύχρωμο μαντήλι της, τον λευκό της κορσέ και τις μπλε της τιράντες. Ο Σιλβέρ μπορούσε τώρα να διακρίνει και το δικό του καθρέφτισμα. Ξέροντας πως μπορούσαν να δουν ο ένας τον άλλο, έκαναν νοήματα κουνώντας τα κεφάλια τους. Στην αρχή στέκονταν άφωνοι. Μετά όμως χαιρετήθηκαν.

«Καλημέρα Σιλβέρ.

- Καλημέρα Μιέτ».

Παραξενεύτηκαν με την αλλόκοτη χροιά της φωνής τους. Ακουγόταν περίεργα θολή και απαλή έτσι όπως έβγαινε από το στόμιο του πηγαδιού. Ο ήχος τους φαινόταν ακαθόριστα μακρινός, θύμιζε κάπως τον απαλό τραγουδιστό τόνο που παίρνουν οι φωνές τα βράδια, στο ύπαιθρο. Καταλάβαιναν πως αρκούσε να μιλούν ψιθυριστά για να ακούγονται μεταξύ τους. Ο αντίλαλος του πηγαδιού μεγέθυνε και την παραμικρή ανασαιμιά. Σκύβοντας πάνω από το στόμιο, άρχισαν να κουβεντιάζουν κοιτάζοντας ο ένας το είδωλο του άλλου. Η Μιέτ του είπε πόσο λυπημένη ήταν τις τελευταίες οκτώ ημέρες. Δούλευε στην άλλη πλευρά του Ζα και μπορούσε να το σκάει μονάχα πολύ νωρίς το πρωί. Η κοπελίτσα έκανε μια γκριμάτσα που εξέφραζε όλη της απόγνωση και ο Σιλβέρ, που τη διέκρινε καθαρά της απάντησε με μια έντονη κίνηση του κεφαλιού του. Κουβέντιαζαν λες και βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο παίρνοντας όλες εκείνες τις εκφράσεις και χειρονομώντας έτσι ακριβώς όπως προϋποθέτει ο αυθορμητισμός της προφορικής ομιλίας. Λίγο τους ένοιαζε πλέον ο τοίχος που τους χώριζε καθώς τώρα πια μπορούσαν να βλέπονταν μέσα από εκείνα τα κρυμμένα, υδάτινα βάθη. 

«Ήξερα, είπε η Μιέτ, με πολύξερο ύφος, πως τραβούσες νερό από το πηγάδι κάθε μέρα, την ίδια περίπου ώρα. Άκουγα από το σπίτι το τρίξιμο της τροχαλίας. Μετά βρήκα μια πρόφαση, ισχυρίστηκα πως το νερό αυτού του πηγαδιού έβραζε καλύτερα τα λαχανικά. Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να έρχομαι εδώ κάθε πρωί για να τραβάω νερό την ίδια ώρα με εσένα και να σε καλημερίζω χωρίς κανένας να μας υποπτευθεί».

Χαμογέλασε αθώα, γεμάτη ικανοποίηση από το σχέδιό της και τελείωσε λέγοντας:

«Αλλά δεν είχα φανταστεί πως θα μπορούσαμε να κοιτάζουμε τους εαυτούς τους μέσα στο νερό».

Κι αυτή ακριβώς η ανέλπιστη χαρά ήταν που τους είχε γεμίσει από ενθουσιασμό. Μιλούσαν μονάχα για να δουν τα χείλη τους να κινούνται, τόσο πολύ ευχαριστούσε τις παιδικές ψυχές τους αυτό το καινούργιο παιχνίδι. Και υποσχέθηκαν να κάνουν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να συναντιούνται εκεί πέρα κάθε πρωί. Όταν η Μιέτ του είπε πως έπρεπε να φύγει, είπε στον Σιλβέρ πως μπορούσε τώρα να τραβήξει τον κουβά του από το νερό. Αλλά ο Σιλβέρ δεν τολμούσε να κουνήσει το σκοινί. Η Μιέτ παρέμενε γερμένη και συνέχιζε να βλέπει το χαμογελαστό της πρόσωπο, και θα του κόστιζε αρκετά αν χρειαζόταν να σβήσει εκείνο το χαμόγελο. Κούνησε ελαφρώς τον κουβά κι αμέσως το νερό τρεμούλιασε και το χαμόγελο της Μιέτ πήρε να αργοσβήνει. Τότε σταμάτησε, ένας παράξενος φόβος τον κατέλαβε. Φαντάστηκε πως την είχε αναστατώσει και πως έκλαιγε. Αλλά το κοριτσάκι του φώναξε: «Έτσι μπράβο, έτσι μπράβο!» με ένα γέλιο που η ηχώ του επέστρεψε στα αυτιά του πιο δυνατό και πιο παρατεταμένο. Έπειτα κατέβασε και η ίδια με θόρυβο έναν κουβά. Σκέτη θαλασσοταραχή. Όλα εξαφανίστηκαν κάτω από το σκοτεινό νερό. Ο Σιλβέρ αποφάσισε τελικά να γεμίσει τις δυο του κανάτες, ακούγοντας παράλληλα τα βήματα της Μιέτ, που απομακρυνόταν από την άλλη πλευρά του τοίχου.

Από εκείνη την ημέρα οι δυο νέοι δεν έλειψαν ούτε μια φορά το καθημερινό τους ραντεβού. Το στάσιμο νερό, εκείνοι οι λευκοί καθρέφτες μέσα στους οποίους παρατηρούσαν τις μορφές τους, έδινε στις συναντήσεις τους μια γοητεία ικανή να απασχολεί για καιρό την παιχνιδιάρικη, παιδιάστικη φαντασία τους. Δεν τους ενδιέφερε να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο, έβρισκαν πιο διασκεδαστικό το να χρησιμοποιούν το πηγάδι ως καθρέφτη και να εμπιστεύονται στον αντίλαλό του τα πρωινά τους καλημερίσματα. Σύντομα κατέληξαν να θεωρούν το πηγάδι σαν έναν παλιό φίλο. Τρελαίνονταν να σκύβουν πάνω από το ακίνητο νερό που έμοιαζε με λιωμένο ασήμι. Στο βάθος πλανιόταν ένα απόκοσμο ημίφως, κάτι σαν πρασινωπό λαμπύρισμα που μεταμόρφωνε τη νερένια τρύπα σε κρησφύγετο, χαμένο στα βάθη ενός δάσους. Έβλεπαν την εικόνα τους μέσα σε μια πρασινωπή φωλιά, καλυμμένη από βρύα, μέσα στο δροσερό νερό και τις φυλλωσιές. Και όλο το μυστήριο εκείνης της βαθιάς πηγής, ο κοίλος πύργος πάνω από τον οποίο έσκυβαν, τρέμοντας από ευχαρίστηση, προσέθετε έναν ανομολόγητο και γαργαλιστικό φόβο στα χαρούμενα γέλια τους. 

Τους ήρθε μάλιστα η τρελή ιδέα να πάνε κάτω και να καθίσουν σε μια σειρά από μεγάλες πέτρες που σχημάτιζαν ένα είδος κυκλικού φράχτη, λίγα εκατοστά πάνω από την επιφάνεια του νερού. Έτσι θα μπορούσαν να πλατσουρίζουν τα πόδια τους, θα μπορούσαν να συζητούν με τις ώρες ενώ κανένας δεν θα σκεφτόταν να έρθει και να τους ψάξει σε αυτό το μέρος. Όταν όμως αναρωτήθηκαν για το τι θα μπορούσε να υπάρχει εκεί πέρα, οι ακαθόριστοι φόβοι τους επέστρεψαν και αποφάσισαν πως αρκούσε να αφήνουν τα είδωλά τους να κατεβαίνουν ως εκείνα τα βάθη, ανάμεσα στα πρασινωπά στραφταλίσματα που έβαφαν τις πέτρες με παράξενες κυματιστές αντανακλάσεις κι ανάμεσα σε εκείνους τους μυστηριώδεις ήχους που έρχονταν από τις σκοτεινές γωνιές. Ειδικά αυτοί οι ήχοι που έφταναν στα αυτιά τους από μια αόρατη πηγή, τους γέμιζαν ανησυχία˙ συχνά φαντάζοντας πως κάποιες άλλες φωνές απαντούσαν στις δικές τους˙ τότε απόμεναν σιωπηλοί και προσπαθούσαν να αφουγκραστούν τις χιλιάδες παραπονεμένες φωνούλες, που μιλούσαν σε μια άγνωστή τους γλώσσα. Αυτές προέρχονταν από την ακατάπαυστη δράση της υγρασίας, τις πνοές του αέρα, τις σταλαγματιές που έσταζαν πάνω στις πέτρες και η πτώση τους ακουγόταν σαν λυγμός. 

Για να καθησυχάσουν ο ένας τον άλλο έκαναν τρυφερά νεύματα κουνώντας το κεφάλι τους. Η έλξη που τους κρατούσε σκυμμένους πάνω από το χείλος του πηγαδιού έκρυβε, όπως συμβαίνει με καθετί που αποπνέει έντονη γοητεία, έναν ελάχιστο, μυστικό τρόμο. Αλλά το πηγάδι παρέμενε πάντα ο καλός τους παλιόφιλος. Ήταν η ιδανική αφορμή για συνάντηση! Ποτέ ο Ζυστέν, που είχε καταντήσει η σκιά της Μιέτ, δεν υποψιάστηκε την μανία της να τραβάει φρέσκο νερό κάθε πρωί. Καμιά φορά την έβλεπε από μακριά σκυμμένη, να χαζολογάει και μουρμούριζε: «Α! Για κοίτα την τεμπέλα! Πόσο της αρέσει να χασομεράει!». Που να φανταστεί πως στην άλλη άκρη του πηγαδιού βρισκόταν ένας μικρός ιππότης που έβλεπε το χαμόγελο του κοριτσιού να καθρεφτίζεται στο νερό και της έλεγε:

 «Αν αυτός ο γάιδαρος ο Ζυστέν σου φέρεται άσχημα, πες το μου και θα του δώσω εγώ να καταλάβει!».

Αυτό το παιχνίδι διήρκεσε για πάνω από ένα μήνα. Είχε μπει πια για τα καλά ο Ιούλιος˙ τα πρωινά ο ήλιος ζεματούσε με το εκτυφλωτικό του φως και ήταν απόλαυση να βρίσκονται κοντά σε εκείνη την υγρή γωνιά. Ήταν υπέροχη η παγωμένη ανάσα του πηγαδιού καθώς τους χάιδευε τα πρόσωπα, η αγάπη τους πλάι στο νερό της πηγής την ώρα που οι ουρανοί φλέγονταν. Η Μιέτ έφτανε πάντα λαχανιασμένη, αφού πρώτα είχε διασχίσει τους θερισμένους αγρούς˙ καθώς έτρεχε τα μαλλιά της ανέμιζαν ελεύθερα πάνω στο μέτωπό της˙ ίσα που προλάβαινε να αφήσει κάτω την στάμνα της κι αμέσως έσκυβε, κατακόκκινη, αναμαλλιασμένη, σκασμένη στα γέλια. Και ο Σιλβέρ που σχεδόν πάντα έφτανε πρώτος, βίωνε, κάθε φορά που έβλεπε τη μορφή της στο νερό, με το γέλιο και την τρελή της φούρια, το ίδιο διαπεραστικό συναίσθημα που θα δοκίμαζε, αν εκείνη έπεφτε άξαφνα στην αγκαλιά του, στην στροφή ενός μονοπατιού. 

Μπορούσαν να ακούσουν το απαλό τραγούδισμα της ημέρας που ακτινοβολούσε, τον χείμαρρο του λευκού φωτός, την βαβούρα από ζουζουνίσματα των εντόμων, που αχολογούσαν πάνω στην επιφάνεια του παλιού πηγαδιού, στους πυλώνες και τους ακρόλιθους. Εκεί πέρα, δεν μπορούσε να τους φτάσει η πυκνή βροχή των ηλιαχτίδων και δεν άκουγαν πια τους χιλιάδες ήχους που γεννούσε η γη. Βρίσκονταν πλέον στο βάθος της πράσινης κρυψώνας τους, υπογείως, μέσα σε αυτή την μυστηριώδη και αμυδρά ανησυχητική κοιλότητα κι εκεί αποξεχνιούνταν απολαμβάνοντας τη δροσιά του ημίφωτος, αναρριγώντας από τη χαρά τους.

Κάποιες ημέρες, η Μιέτ, της οποίας το έντονο ταπεραμέντο δεν της επέτρεπε να παραμένει ήσυχη για πολύ ώρα, άρχιζε τα πειράγματα˙ ταρακουνούσε το σκοινί, και πιτσιλούσε καταστρέφοντας με αυτόν τον τρόπο τους υδάτινους καθρέφτες και τα είδωλα που κολυμπούσαν μέσα τους. Ο Σιλβέρ την εκλιπαρούσε να καθήσει φρόνιμα. Αυτός, όντας πιο συνειδητοποιημένος ως προς τα αισθήματά του, θεωρούσε πως η υπέρτατη ευτυχία του βρισκόταν στο κοίταγμα του προσώπου της φίλης του, μέσα από την τέλεια αντανάκλασή της. Αλλά αυτή δεν τον άκουγε, αστειευόταν, έκανε την φωνή της βαριά, σα να μιλούσε κανένας μπαμπούλας και η ηχώ την σιγοντάριζε κάνοντας τον ήχο ακόμη πιο τραχύ.

«Όχι, όχι, βρυχώταν, δεν σε αγαπάω σήμερα, σου κάνω γκριμάτσες˙ κοίτα πόσο άσχημη είμαι».

Και ξεκαρδιζόταν βλέποντας τα φανταστικά σχήματα που έπαιρνε το ταραγμένο είδωλό της καθώς χόρευε επάνω στο νερό.

Ένα πρωί, θύμωσε για τα καλά. Ο Σιλβέρ δεν είχε εμφανιστεί στο ραντεβού τους και τον περίμενε για περίπου δεκαπέντε λεπτά, τραβολογώντας μάταια την τροχαλία προκειμένου να προκαλέσει κάποια φασαρία. Ήταν έτοιμη να τα παρατήσει και να φύγει, όταν αυτός κατέφθασε επιτέλους. Μόλις τον είδε άφησε να ξεσπάσει μια αληθινή καταιγίδα στο πηγάδι˙ κουνούσε τον κουβά της νευριασμένη και έκανε το σκοτεινό νερό να στριφογυρίζει και να σκάει σαν κύμα επάνω στα τοιχώματα. Άδικα προσπάθησε ο Σιλβέρ να της εξηγήσει πως η θεία Ντιντ τον είχε καθυστερήσει. Σε όλες του τις δικαιολογίες απαντούσε με τα ίδια λόγια:

«Με στενοχώρησες, δεν θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου».

Το φτωχό αγόρι προσπαθούσε απελπισμένα να διακρίνει μέσα σε εκείνη την μαύρη τρύπα, που ξεχείλιζε από κλαψιάρικες αντηχήσεις, το φωτεινό πρόσωπο που τις περασμένες ημέρες τον περίμενε μέσα στην σιωπή του στάσιμου νερού. Αναγκάστηκε να φύγει χωρίς να μπορέσει να δει τη Μιέτ. Την επόμενη ημέρα έφτασε νωρίτερα από την καθορισμένη ώρα και στάθηκε κοιτώντας μελαγχολικά το πηγάδι, χωρίς να καταλαβαίνει το παραμικρό, σκεπτόμενος πως μάλλον το ξεροκέφαλο κορίτσι δεν θα ερχόταν, όταν η μικρή, που βρισκόταν ήδη από την άλλη πλευρά και παραμόνευε τον ερχομό του, έσκυψε απότομα και έσκασε στα γέλια. Όλα ήταν περασμένα, ξεχασμένα.

Υπήρχαν αρκετά τέτοια αστεία και λυπητερά επεισόδια και όλα διαδραματίζονταν στον χώρο του πηγαδιού. Αυτή η χαρούμενη υδάτινη σπηλιά, με τους διάφανους καθρέφτες της και την τραγουδιστή της ηχώ, στερέωσε κι ενδυνάμωσε την αγάπη τους. Το πηγάδι ζωντάνευε κατά έναν παράξενο τρόπο, πλημμύριζε από την νεανική τους αγάπη και η αλήθεια είναι πως για κάμποσο καιρό, αφότου είχαν πάψει να συναντιούνται στο συγκεκριμένο σημείο, ο Σιλβέρ, καθώς τραβούσε νερό κάθε πρωί, φανταζόταν πως έβλεπε το γελαστό πρόσωπό της Μιέτ μέσα στο αχνό φως που ακόμα τρεμόπαιζε στον ρυθμό της αλλοτινής χαράς τους.

Εκείνος ο μήνας, ο γεμάτος από την παιχνιδιάρικη αγάπη τους έσωσε την Μιέτ από την σιωπηλή της απελπισία. Ένιωσε να αφυπνίζεται η τρυφερότητα και η χαρούμενη παιδική ανεμελιά της, που τόσο καιρό είχαν καταπιεστεί από τη φριχτή μοναξιά, μέσα στην οποία ζούσε. Η βεβαιότητα πως κάποιος την αγαπούσε και πως δεν ήταν πια ολομόναχη στον κόσμο, της έδωσαν τη δύναμη να υπομένει τις προσβολές του Ζυστέν και των τραμπούκων του προαστίου. Τώρα πια το τραγούδι της καρδιάς της την εμπόδιζε να φτάσουν τα γιουχαΐσματα ως τα αυτιά της. σκεφτόταν τον πατέρα της γεμάτη από μια τρυφερή συμπάθεια και δεν υπέκυπτε τόσο συχνά στις εκδικητικές ονειροπολήσεις της. 

Η αγάπη τους ανέτειλε σαν καινούργια αυγή που ανακούφιζε τον πυρετό του μίσους της. Και ταυτόχρονα άρχισε να ανακαλύπτει όλες εκείνες τις πονηράδες που χαρακτηρίζουν τα ανώριμα ερωτευμένα κορίτσια. Έλεγε συνεχώς στον εαυτό της πως έπρεπε να διατηρήσει την σιωπηρή και επαναστατημένη στάση της, αν δεν ήθελε να υποψιαστεί κάτι ο Ζυστέν. Όμως παρόλες τις προσπάθειές της, τα μάτια της διατηρούσαν μία γλυκιά, τρυφερή έκφραση κάθε φορά που ο ξάδερφός της την πείραζε˙ δεν μπορούσε πια να έχει εκείνο το σκληρό και σκοτεινό βλέμμα που έπαιρνε άλλοτε. Ένα πρωί ο Ζυστέν την έπιασε να σιγοτραγουδάει την ώρα που ετοίμαζε το πρωινό.

«Ε! Φαίνεσαι αρκετά χαρούμενη, Σαντεγκρέιλ!, της είπε με έναν αέρα καχυποψίας, κοιτώντας την εξεταστικά. Στοιχηματίζω πως κάτι κακό ετοιμάζεις πάλι».

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της, αλλά μέσα της έτρεμε˙ βιαστικά προσπάθησε να ξαναπάρει εκείνο το θιγμένο ύφος του επαναστατημένου μάρτυρα. Όπως και να έχει, παρόλο που ο Ζυστέν οσμιζόταν ήδη τις μυστικές χαρές του θύματός του, θα περνούσε πολύς καιρό πριν ανακαλύψει τη μικρή της διαφυγή.

Ο Σιλβέρ από την πλευρά του δοκίμαζε μία ανείπωτη ευτυχία. Οι καθημερινές του συναντήσεις με τη Μιέτ αρκούσαν για να γεμίζουν το κενό της υπόλοιπης ζωής του. Η αποτραβηγμένη του ζωή, η σιωπηλή παρέα με τη θεία Ντιντ  του ξανάφερναν στο νου τις πρωινές του αναμνήσεις και τις ξαναζούσε ως την παραμικρή τους λεπτομέρεια. Έκτοτε απολάμβανε μια αίσθηση πληρότητας, η οποία ενίσχυε την απομόνωση και τον μοναχικό χαρακτήρα που είχε διαμορφώσει πλάι στη θεία Ντιντ. Από φυσικού του, προτιμούσε τις κρυφές γωνιές, τις ερημιές όπου μπορούσε να παραδοθεί ανενόχλητος στις σκέψεις του. Εκείνη την εποχή είχε ήδη αρχίσει να πέφτει με τα μούτρα στο διάβασμα όλων εκείνων των παράταιρων βιβλίων που έβρισκε στο παλιατζίδικο του προαστίου, και που σταδιακά έμελλε να τον οδηγήσουν στην γενναιόδωρη και παράξενη κοινωνική του θρησκεία.
  
Αυτή η εκπαίδευση, η κακοχωνεμένη, χωρίς κάποια στέρεα θεμέλια ήταν για εκείνον κάτι σαν παράθυρο στον κόσμο, ιδίως αναφορικά με τις γυναίκες, και του έδιναν μια ιδέα για τις ματαιοδοξίες και τις φλογερές επιθυμίες, η οποίες θα είχαν στα σίγουρα διαφθείρει το πνεύμα του, αν η καρδιά του δεν παρέμενε ανέγγιχτη.

Με τον ερχομό της Μιέτ, βρήκε αρχικά μία σύντροφο και στη συνέχεια τη χαρά και τον σκοπό της ζωής του. Τις νύχτες, όταν αποσυρόταν στη μικρή καμαρούλα που κοιμόταν, και κρεμούσε τη λάμπα στο καρφί επάνω από το κρεβάτι του, έβρισκε τη Μιέτ μέσα σε κάθε σελίδα του παλιού σκονισμένου βιβλίου που διάλεγε τυχαία από το ράφι, πάνω από το κεφάλι του και διάβαζε με αφοσίωση. Όποτε συναντούσε μέσα στα αναγνώσματά του κάποιο νέο και όμορφο κορίτσι αμέσως το ταύτιζε με την καλή του. Και φρόντιζε να βάλει και τον εαυτό του στην πλοκή. Αν διάβαζε για παράδειγμα μια ρομαντική ιστορία, ήταν αυτός που παντρευόταν στο τέλος τη Μιέτ ή πέθαινε μαζί της. Αν αντιθέτως διάβαζε κάποιο πολιτικό παμφλέτο, κάποια σοβαρή πραγματεία επάνω στην σοσιαλιστική οικονομία, βιβλία που προτιμούσε από τα ρομάντζα, με εκείνη τη μοναδική αγάπη που τρέφουν οι ημιμαθείς για τα δύσκολα αναγνώσματα, πάλι έβρισκε κάποιο τρόπο για να την συνδέσει με τα θανάσιμα βαρετά πράγματα που δυσκολευόταν να καταλάβει˙ πίστευε πως έτσι θα μάθαινε τον τρόπο να είναι καλός και αρεστός σε εκείνη, όταν θα παντρεύονταν. 

Έτσι την συνέδεε με τα πιο μύχια ονειροπολήματά του. Η αγνότητα των συναισθημάτων του τον προστάτευε από τις αισχρότητες ορισμένων ιστοριών του 18ου αιώνα που τύχαινε να πέσουν στα χέρια του, άλλωστε αυτός προτιμούσε τα μοναχικά του ταξίδια, πάντα με την σκέψη εκείνης, ως τις ανθρωπιστικές ουτοπίες, που κάποια μεγάλα πνεύματα της εποχής μας, παρασυρμένα από τα οράματα τις πανανθρώπινης ευτυχίας, είχαν φανταστεί. Η Μιέτ μέσα στο νου του αποτελούσε σημαντικό παράγοντα για την καταπολέμηση της φτώχειας και τον οριστικό θρίαμβο της επανάστασης. Περνούσε ολόκληρες νύχτες διαβάζοντας με πάθος και το μυαλό του δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από το βιβλίο του, που το άφηνε και το ξανάπιανε πάνω από είκοσι φορές˙ ολόκληρες νύχτες, εν ολίγοις, κατειλημμένος από έναν ηδονικό ερεθισμό, τον οποίο απολάμβανε ως το ξημέρωμα, σαν ένα απαγορευμένο ναρκωτικό, με το κορμί του καταπιεσμένο από τους τοίχους του στενού δωματίου του, την όρασή του θολωμένη από την κίτρινη φλόγα της λάμπας που τρεμόπαιζε, καιγόταν από τον πυρετό της αϋπνίας και σχεδίαζε την δομή μιας νέας παρανοϊκής και γενναιόδωρης κοινωνίας, μέσα στην οποία η Γυναίκα, πάντα υπό την μορφή της Μιέτ, λατρευόταν από όλα τα έθνη, τα οποία την προσκυνούσαν προσπέφτοντας στα πόδια της.

Είχε μια προδιάθεση για τις ουτοπικές ιδέες εξαιτίας ορισμένων κληρονομικών επιρροών˙ στη δική του περίπτωση, οι νευρικές διαταραχές της γιαγιάς του μετατράπηκαν σε ένα είδος χρόνιου ενθουσιασμού που τον ωθούσε προς οτιδήποτε επιβλητικό και απραγματοποίητο. Η μοναχική παιδική του ηλικία, η ελλιπής του παιδεία είχαν αναπτύξει με μοναδικό τρόπο τις φυσικές του ροπές. Ωστόσο δεν είχε φτάσει ακόμα στην ηλικία όπου οι έμμονες ιδέες καρφώνονται στο μυαλό ενός ανθρώπου. Τα πρωινά, αφού πρώτα βουτούσε το κεφάλι σε έναν κουβά με νερό, δεν θυμόταν πια τα συγκεχυμένα φαντάσματα της περασμένης νύχτας και διατηρούσε από τα όνειρά του μονάχα μια πρωτόγονη αθωότητα, γεμάτη από απλοϊκή πίστη και ανείπωτη τρυφερότητα. Ξαναγινόταν παιδί. Έτρεχε στο πηγάδι και το μόνο που ζητούσε ήταν το χαμόγελο της αγαπημένης του και τις απλές χαρές της ακτινοβόλας αυγής. Και, μέσα στην πορεία της ημέρας, όποτε οι στοχασμοί του για τα μελλούμενα τον έκαναν σκεφτικό, σηκωνόταν και, παρασυρμένος από μία ξαφνική παρόρμηση, φιλούσε στα μάγουλα τη θεία Ντιντ, η οποία τον κοίταξε στα μάτια, με μια δόση αγωνίας, βλέποντας το βλέμμα του τόσο φωτεινό, να λάμπει από μια ευτυχία, την οποία και η ίδια γνώριζε πάρα πολύ καλά.

Όπως ήταν φυσικό, μετά από ένα διάστημα, ο Σιλβέρ και η Μιέτ κουράστηκαν να βλέπουν μονάχα τα είδωλά τους στο νερό. Είχαν βαρεθεί το παιχνίδι τους και ονειρεύονταν κάποιες πιο χειροπιαστές απολαύσεις, τις οποίες το πηγάδι δεν μπορούσε να τους προσφέρει. Μέσα σε αυτήν τους την ανάγκη για κάτι απτό, βρισκόταν η επιθυμία να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο, να τρέξουν στα ανοιχτά λιβάδια, να επιστρέψουν λαχανιασμένοι, με τα χέρια περασμένα ο ένας γύρω από τη μέση του άλλου, σφιχταγκαλιασμένοι, για να μπορέσουν να βιώσουν καλύτερα τη φιλία τους. Ο Σιλβέρ, πρότεινε, πολύ απλοϊκά, ένα πρωινό, να περάσει τον τοίχο, για να κάνει μια βόλτα μέσα στο Ζα παρέα με τη Μιέτ. Όμως η κοπελίτσα τον ικέτεψε να μην κάνει μια τέτοια παλαβομάρα, που θα την έριχνε στο έλεος του Ζυστέν. Αυτός τότε της υποσχέθηκε να βρει κάποιον άλλο τρόπο.

Οι τοίχοι που περιέβαλλαν το πηγάδι, σχημάτιζαν, μερικά βήματα παρακάτω, απότομο τόξο, δημιουργώντας έτσι ένα είδος εσοχής, μέσα στην οποία οι δυο ερωτευμένοι θα μπορούσαν να αποφεύγουν τα αδιάκριτα βλέμματα, αν κατάφερναν να κρυφτούν εκεί μέρα. Το ζήτημα ήταν πώς θα κατάφερναν να φτάσουν ως εκείνη την εσοχή. Ο Σιλβέρ είχε αφήσει κατά μέρος κάθε απόπειρα σκαρφαλώματος, αφού αυτή η προοπτική τρόμαζε τόσο πολύ τη Μιέτ. Στα κρυφά κατέστρωσε ένα καινούργιο σχέδιο. Η μικρή πόρτα, την οποία παλιότερα είχαν ανοίξει ο Μακάρ και η Αντελαΐντ μέσα σε μια νύχτα, παρέμενε ξεχασμένη σε εκείνη τη λησμονημένη γωνιά μέσα στην αχανή γειτονική έκταση˙ κανένας δεν σκέφτηκε ποτέ να την χτίσει˙ μαυρισμένη από την υγρασία, πρασινισμένη από τα βρύα, με την κλειδαριά και τους μεντεσέδες της φαγωμένους από τη σκουριά, έμοιαζε σαν τμήμα του παλιού τοίχου. Χωρίς αμφιβολία τα κλειδιά ήταν από καιρό χαμένα˙ το χορτάρι που φύτρωνε στο σημείο όπου οι σανίδες εφάπτονταν με το χώμα, έχοντας πάρει μια ελαφριά κλίση, ήταν η ύψιστη απόδειξη πως κανένας δεν περνούσε από εκεί πέρα, εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό ακριβώς το χαμένο κλειδί ήθελε να βρει ο Σιλβέρ. 

Γνώριζε με τι αφοσίωση η θεία Ντιντ κρατούσε κρυμμένα τα ενθύμια του παρελθόντος, τα οποία σίγουρα κάπου θα βρίσκονταν καταχωνιασμένα. Έψαξε όλο το σπίτι για οχτώ ολάκερες ημέρες χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Έβγαινε κάθε βράδυ, νυχοπατώντας, για να ελέγξει αν επιτέλους η πρωινή αναζήτηση του είχε εξασφαλίσει το σωστό κλειδί. Έτσι δοκίμασε πάνω από τριάντα κλειδιά που αναμφίβολα προέρχονταν από την παλιά κληρονομιά των Φουκ και τα οποία είχε περισυλλέξει από παντού εκεί γύρω, πάνω σε τείχους, πατώματα, μέσα σε συρτάρια. Είχε αρχίσει να χάνει το κουράγιο του, όταν επιτέλους ανακάλυψε το ευλογημένο κλειδί. Ήταν απλώς περασμένο σε ένα κορδόνι μαζί με το κλειδί της εξώθυρας, η οποία παρέμενε πάντα κλειδωμένη. Κρεμόταν εκεί για σαράντα περίπου χρόνια. Η θεία Ντιντ αισθανόταν καθημερινά την ανάγκη να το αγγίξει με το χέρι της, αδυνατούσε να το πάρει απόφαση και να το ξεφορτωθεί, παρόλο που τώρα δεν μπορούσε να της προσφέρει τίποτα, εκτός από ένα θλιβερό πέρασμα στις πεθαμένες χαρές της. Όταν ο Σιλβέρ βεβαιώθηκε πως πράγματι ήταν αυτό που άνοιγε τη μικρή πόρτα, έκανε υπομονή μέχρι να ξημερώσει η επόμενη μέρα ονειρευμένος την ευχάριστη έκπληξη που ετοίμαζε για τη Μιέτ. Είχε κρατήσει μυστικές τις έρευνές του από εκείνη.

Την επόμενη ημέρα, μόλις άκουσε την κοπελίτσα να ακουμπάει κάτω τη στάμνα της, άνοιξε απαλά την πόρτα, σαρώνοντας με μια σπρωξιά όλα τα αγριόχορτα που κάλυπταν το κατώφλι. Τεντώνοντας το κεφάλι είδε τη Μιέτ να σκύβει στην άκρη του πηγαδιού, κοιτάζοντας μέσα στο πηγάδι, απορροφημένη από την αναμονή. Τότε αυτός με δυο δρασκελιές έφτασε ως την εσοχή που σχημάτιζε ο τοίχος κι από εκεί φώναξε: «Μιέτ! Μιέτ!» με μια απαλή φωνή που την έκανε να τρεμουλιάσει. Σήκωσε το κεφάλι της σκεπτόμενη πως θα τον έβλεπε επάνω στον τοίχο. Έπειτα, όταν τον είδε μέσα στο Ζα, λίγα μέτρα πιο πέρα από την ίδια, έβγαλε μια μικρή κραυγή γεμάτη από κατάπληξη και έτρεξε ως εκείνον. Πιάστηκαν από τα χέρια˙ κοιτάχτηκαν, καταχαρούμενοι που επιτέλους βρίσκονταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο και έδειχναν πιο όμορφοι έτσι, κάτω από το ζεστό φως του ήλιου. Ήταν στα μέσα του Αυγούστου ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Από μακριά ηχούσαν οι καμπάνες, μέσα στην καλοκαιρία που συνήθως επικρατεί κατά τις μεγάλες γιορτές, δίνοντας μια αίσθηση χαράς και ευφορίας.

«Καλημέρα Σιλβέρ!

Καλημέρα Μιέτ!»

Οι φωνές με τις οποίες αντάλλασσαν τους καθημερινούς τους χαιρετισμούς ήχησαν παράξενα στα αυτιά τους. Ως τώρα γνώριζαν μόνο τους υπόκωφους ήχους που μετέφερε η ηχώ του πηγαδιού. Τώρα οι φωνές τους ακούγοντας καθαρές σαν το τραγούδι του κορυδαλλού. Α! Πόσο υπέροχα ήταν μέσα σε αυτήν τη ζεστή γωνιά, μέσα σε αυτήν την γιορτινή ατμόσφαιρα! Συνέχιζαν να κρατιούνται από τα χέρια, ο Σιλβέρ με την πλάτη του ακουμπισμένη στον τοίχο και η Μιέτ γέρνοντας ελαφρώς προς τα μπροστά. Ανάμεσά τους φεγγοβολούσε το χαμόγελό τους. Ήταν έτοιμοι να πουν όλα εκείνα τα όμορφα πράγματα που δεν είχαν τολμήσει να μοιραστούν στις πνιχτές αντηχήσεις του πηγαδιού, όταν ο Σιλβέρ, γυρίζοντας στο άκουσμα ενός ελαφρού ήχου, χλώμιασε και άφησε τα χέρια της Μιέτ. Είχε μόλις δει τη θεία Ντιντ να στέκεται μπροστά του, όρθια και ακίνητη μπροστά στο κατώφλι της πόρτας.

Η γιαγιά είχε έρθει τυχαία στο πηγάδι. Όταν διέκρινε μέσα στο μεγάλο μαύρο πηγάδι το μεγάλο λευκό κενό που σχημάτιζε η πόρτα, την οποία ο Σιλβέρ είχε αφήσει ορθάνοιχτη, ένιωσε σα να δοκίμαζε ένα βίαιο χτύπημα ίσια στην καρδιά της. Αυτό το λευκό κενό της έδινε την εντύπωση μιας φωτεινής αβύσσου που άνοιγε αιφνίδια μια πύλη ίσια στο παρελθόν της. Ξαναείδε τον εαυτό της να τρέχει προς την πόρτα, λουσμένη από το πρωινό φως και να διασχίζει το κατώφλι γεμάτη από την φούρια της νευρικής της αγάπης. Και ο Μακάρ ήταν εκεί και την περίμενε. Κρεμόταν από το λαιμό του, ακουμπούσε επάνω στο στήθος του, την ώρα που ο ανατέλλων ήλιος, ακολουθώντας την μέσα από την πόρτα, την οποία μέσα στη βιάση της είχε αφήσει ορθάνοιχτη, τους κατέκλυζε με τις λοξές του αχτίδες. Ήταν ένα απροσδόκητο όραμα που την ξύπνησε απότομα από τον γεροντικό της ύπνο, σαν μια υπέρτατη τιμωρία, φέροντας μαζί του και ένα σωρό από πικρές αναμνήσεις. Πότε δεν της είχε περάσει από το μυαλό η ιδέα πως αυτή η πόρτα θα ξανάνοιγε. Ο θάνατος του Μακάρ την είχε φράξει για πάντα. Αν το πηγάδι, αν ο τοίχος ολάκερος εξαφανίζονταν από το πρόσωπο της γης, δεν θα είχε εκπλαγεί περισσότερο. Και μέσα στη σαστιμάρα της, ένιωσε να εξεγείρεται ενάντια στο ανίερο χέρι που παραβιάζοντας αυτήν την είσοδο, άφησε πίσω του εκείνο το λευκό κενό που έμοιαζε με ανοιγμένο τάφο. Προχώρησε παρασυρμένη από μια σχεδόν μαγική έλξη. Έπειτα απόμεινε ακίνητη κάτω από το γείσο της πόρτας.

Στη συνέχεια κοίταξε μπροστά της με μια οδυνηρή έκπληξη. Ήταν σίγουρη πως είχε ακούσει ότι η παλιά περίφραξη των Φουκ είχε τώρα συγχωνευτεί με το Ζα Μειφράν˙ αλλά ποτέ δεν της είχε περάσει από το μυαλό πως όλα όσα της θύμιζαν την νιότη της είχαν πεθάνει οριστικά. Ένας ορμητικός άνεμος φαινόταν πως είχε σαρώσει όλα εκείνα που φυλούσε ως ακριβό θησαυρό μέσα στη μνήμη της. Η παλιά της κατοικία, ο μεγάλος λαχανόκηπος με τα πράσινα παρτέρια του, όλα, είχαν εξαφανιστεί. Ούτε μια πέτρα, ούτε ένα δέντρο από τα περασμένα. Και σε αυτό το μέρος, όπου είχε μεγαλώσει και που μπορούσε ακόμα να το αναπαραστήσει στο μυαλό της με κλειστά τα μάτια, τώρα απλωνόταν μια λωρίδα γυμνού εδάφους, μια μεγάλη έκταση γεμάτη άχυρα που έμοιαζε με έρημο. Έκτοτε, κάθε φορά που, κλείνοντας τα μάτια, προσπαθούσε να ανακαλέσει τα γεγονότα του παρελθόντος, πάντα εμφανιζόταν αυτή η γυμνή έκταση, ίδια με κεντημένο κιτρινωπό σάβανο απλωμένο πάνω στο χώμα όπου θάφτηκε η νιότη της. Μπροστά σε αυτόν το αδιάφορο και απρόσωπο ορίζοντα, πίστεψε πως η καρδιά της πέθαινε για δεύτερη φορά. Τώρα πλέον όλα είχαν τελειώσει οριστικά. Της είχαν κλέψει ακόμα και τις φαντασιώσεις του παρελθόντος. Τότε άρχισε να μετανιώνει που υπέκυψε στη γοητεία του λευκού κενού εκείνης της πόρτας, που οδηγούσε στις, τελειωτικά πια χαμένες, ημέρες της ζωής της.

Ήταν έτοιμη να αποσυρθεί, να κλείσει την καταραμένη πόρτα, χωρίς να αναζητήσει καν την ταυτότητα του χεριού που την παραβίασε, όταν πρόσεξε τον Σιλβέρ και τη Μιέτ. Η θέα των δύο ερωτευμένων παιδιών που την κοιτούσαν εξεταστικά, μπερδεμένα, με τα κεφάλια σκυφτά, την έκαναν να παραμείνει στο κατώφλι, προκαλώντας της έναν ακόμη πιο δυνατό πόνο. Τώρα καταλάβαινε. Ως το τέλος της ζωής της, προοριζόταν να βλέπει εκεί τον εαυτό της και τον Μακάρ, αγκαλιασμένους, μέσα στο ηλιόλουστο φως του πρωινού. Για δεύτερη φορά η πόρτα λειτουργούσε σαν συνεργός. Από εκεί που η αγάπη έχει περάσει μια φορά, από εκεί σίγουρα θα ξαναπεράσει. Ήταν ο αιώνιος κύκλος με τις τωρινές χαρές και τα μελλοντικά δάκρυα. Η θεία Ντιντ είδε μόνο τα δάκρυα και είχε κάτι σαν στιγμιαίο προαίσθημα που της αποκάλυψε τα δύο παιδιά να αιμορραγούν, χτυπημένα ίσια στην καρδιά τους. Συγκλονισμένη από τη θύμηση των όσων υπέφερε στη ζωή της, που αυτό το μέρος είχε ξαναζωντανέψει, έκλαψε για τον αγαπημένο της Σιλβέρ. Αυτή ήταν η μόνη ένοχη˙ αν αυτή δεν είχε ανοίξει εκείνη την πόρτα στον τοίχο, ο Σιλβέρ δεν θα βρισκόταν τώρα σε εκείνη την χαμένη γωνιά, στα πόδια ενός κοριτσιού, να μεθάει από εκείνη την ευτυχία που εξοργίζει τον θάνατο και προκαλεί τον φθόνο του.

Μετά από μια μακριά σιωπή, προχώρησε προς τη μεριά του νεαρού άνδρα και τον πήρε από το χέρι. Ίσως να τους είχε αφήσει εκεί πέρα, να κουβεντιάζουν κάτω από τον τοίχο, αν δεν είχε αισθανθεί πως ήταν και η ίδια συνεργός σε αυτήν την θανάσιμη αγάπη. Καθώς επέστρεφε με τον Σιλβέρ, στράφηκε για να ακούσει το αλαφροπάτημα της Μιέτ, που βιαστικά μάζεψε τη στάμνα της κι έφυγε τρέχοντας μέσα από τον θερισμένο αγρό. Έτρεχε σαν τρελή, χαρούμενη που την είχε γλιτώσει τόσο φθηνά. Και η θεία Ντιντ χαμογέλασε άθελά της, βλέποντάς την να διασχίζει το χωράφι σαν κατσικάκι που δραπετεύει.

«Είναι τόσο νέα, μουρμούρισε. Έχει όλο τον καιρό μπροστά της».

Χωρίς αμφιβολία ήθελε να πει πως η Μιέτ είχε καιρό προτού να μπει στα βάσανα του πόνου και των δακρύων. Έπειτα στρέφοντας το βλέμμα της επάνω στον Σιλβέρ, που κοιτούσε εκστατικός το κορίτσι να τρέχει μέσα στη λιακάδα, προσέθεσε απλά:

«Πρόσεχε γιε μου, αυτά τα πράγματα μπορούν να σε σκοτώσουν».

Αυτά ήταν και τα μοναδικά λόγια που ξεστόμισε σχετικά με αυτό το γεγονός, το οποίο ανατάραξε όλους τους πόνους που κοιμούνταν στα βάθη του είναι της. είχε επινοήσει μια θρησκεία της σιωπής. Όταν ο Σιλβέρ μπήκε μέσα στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα, διπλοκλείδωσε και πέταξε το κλειδί στο πηγάδι. Ήταν σίγουρη πως με αυτόν τον τρόπο η πόρτα δεν θα την έκανε συνεργό της. Την κοίταξε για τελευταία φορά, βλέποντάς την με ικανοποίηση να ξαναπαίρνει την συνηθισμένη, ζοφερή και απροσπέλαστη όψη της. Ο τάφος είχε σφραγιστεί γι’ ακόμη μία φορά, το λευκό κενό είχε εκδιωχθεί από κάμποσες σανίδες βουτηγμένες στην υγρασία και τα πράσινα βρύα, πάνω στις οποίες τα σαλιγκάρια άφηναν το ασημένιο δάκρυ τους.

Το βράδυ η θεία Ντιντ είχε άλλη μία από εκείνες της νευρικές κρίσεις που συνέχιζαν να την πιάνουν ανά διαστήματα. Κατά τη διάρκεια αυτών των κρίσεων, συχνά μιλούσε μεγαλόφωνα, χωρίς ειρμό, σα να έβλεπε κάποιον εφιάλτη. Εκείνο το βράδυ ο Σιλβέρ την ώρα που την κρατούσε ακινητοποιημένη στο κρεβάτι της, γεμάτος λύπη για εκείνο το βασανισμένο αγκυλωμένο κορμί, την άκουσε να ψελλίζει ασθμαίνοντας τις λέξεις τελωνειακός, πυροβολισμός, δολοφονία. Και πάλευε, ζητούσε έλεος, έκανε όνειρα εκδίκησης. Την ώρα που η κρίση πλησίαζε στο τέλος της, πάθαινε συνήθως έναν έντονο τρόμο, ένα τρέμουλο γεμάτο από φόβο, που έκανε τα δόντια της να χτυπούν. Στη συνέχεια ανακάθισε, κοίταξε αποσβολωμένη και γεμάτη εξάντληση τις γωνίες του δωματίου κι έπειτα ξανάπεσε στο μαξιλάρι της βαριανασαίνοντας. Χωρίς αμφιβολία είχε παραισθήσεις. Παρόλα αυτά τράβηξε τον Σιλβέρ επάνω στο στήθος της και φαινόταν πως τον αναγνώριζε ως ένα βαθμό, αν και ορισμένες στιγμές τον μπέρδευε με κάποιο άλλο πρόσωπο.

«Νάτοι, εκεί είναι, τραύλισε. Βλέπεις, θα σε πιάσουν, θα σε σκοτώσουν ξανά… δε θέλω… διώξε τους, πες τους πως δε θέλω, πως με πονάνε, όταν με κοιτάζουν με αυτόν τον τρόπο…»

Και στράφηκε προς τον τοίχο, για να μη βλέπει πια τους ανθρώπους για τους οποίους μόλις είχε κάνει λόγο. Ύστερα από μια παύση συνέχισε:

«Είσαι κοντά μου, έτσι δεν είναι, παιδί μου; Δεν πρέπει να με αφήσεις… φοβήθηκα πως θα πέθαινα, μόλις τώρα… κάναμε λάθος που ανοίξαμε τον τοίχο. Από εκείνη την ημέρα υποφέρω. Το ήξερα πως αυτή η πόρτα θα συνεχίσει να μας φέρνει κακοτυχία… Α! οι ακριβοί μου αθώοι, πόσα δάκρυα! Θα τους σκοτώσουν κι αυτούς, με τουφεκιές, σαν τα σκυλιά».
Μετά ξανάπεσε σε μια κατάσταση καταληψίας και δεν αναγνώριζε πλέον την παρουσία του Σιλβέρ. Ξαφνικά ανασηκώθηκε και στύλωσε τα μάτια της στο πόδι του κρεβατιού με μια φριχτή έκφραση τρόμου.

«Γιατί δεν τους έδιωξες; Φώναξε κρύβοντας το λευκό της κεφάλι στο στήθος του νεαρού άνδρα. Είναι πάντα εδώ. Εκείνος με το όπλο κάνει σήμα πως ετοιμάζεται να ρίξει».

Μετά από λίγο έπεσε στον βαθύ λήθαργο που συνήθως τερμάτιζε τις κρίσεις της. την επόμενη ημέρα φαινόταν πως είχε ξεχάσει τα πάντα. Ποτέ δεν ξαναμίλησε στον Σιλβέρ για εκείνο το πρωινό, που τον έπιασε με την αγαπημένη του πίσω από τον τοίχο.

Οι δυο νέοι πέρασαν δυο μέρες χωρίς να ειδωθούν. Όταν τελικά η Μιέτ τόλμησε να επιστρέψει στο πηγάδι, υποσχέθηκαν να μην επαναλάβουν την εξόρμηση της προπερασμένης ημέρας. Ωστόσο η συνάντησή τους, που είχε διακοπεί τόσο απότομα, τους δημιούργησε τον διακαή πόθο να ξαναβρεθούν οι δυο τους, μόνοι μέσα σε κάποια ευλογημένη μοναξιά. Αφού πια δεν του αρκούσαν οι χαρές του πηγαδιού και εφόσον δεν ήθελε να θυμώσει την θεία Ντιντ με το να ξαναδεί την Μιέτ στην άλλη πλευρά του τοίχου, ο Σιλβέρ ικέτεψε την κοπέλα να συναντηθούν σε κάποιο άλλο μέρος. Δεν χρειάστηκε να την πιέσει και πολύ˙ αποδέχτηκε την πρόταση γελώντας ευχαριστημένη, σαν μικρό παιδάκι που δεν πάει ο νους του στο κακό˙ αυτό που την έκανε να γελάσει ήταν η ιδέα πως θα μπορούσε να ξεγελάσει εκείνον τον κατάσκοπο, τον Ζυστέν. Αφού οι δυο ερωτευμένοι τα συμφώνησαν, άρχισαν μια μακριά συζήτηση για το μέρος όπου θα μπορούσαν να συναντιούνται. 

Ο Σιλβέρ πρότεινε διάφορες απίθανες κρυψώνες˙ σχεδίαζε ολόκληρες εκστρατείες ή ήθελε να βρίσκεται με το κορίτσι, τα μεσάνυχτα, στους αχυρώνες του Ζα Μεϊφράν. Η Μιέτ που ήταν περισσότερο πρακτική, ανασήκωσε τους ώμους δηλώνοντας πως θα προσπαθούσε και αυτή να σκεφτεί κάποια τοποθεσία. Την επόμενη ημέρα έμεινε μόνο για ένα λεπτό στο πηγάδι, ίσα για να χαμογελάσει στον Σιλβέρ και να του πει να βρίσκεται στο κάτω μέρος του Αιρ Σαιν Μιτρ γύρω στις δέκα η ώρα το βράδυ. Δεν χωρούσε αμφιβολία πως ο νεαρός θα ήταν συνεπέστατος στο ραντεβού τους! Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας τον ταλάνιζε η επιλογή της Μιέτ. Η περιέργειά του μεγάλωσε όταν βρέθηκε στο στενό μονοπάτι που σχημάτιζαν οι στοίβες από τις σανίδες στο βάθος του ανοιχτού χώρου. «Θα έρθει από αυτήν την πλευρά», μονολόγησε κοιτώντας από την μεριά του δρόμου για την Νίκαια. Μετά από λίγο άκουσε έναν δυνατό θόρυβο, σαν κάτι να χαρχάλευε μέσα στους θάμνους, και ξάφνου είδε να εμφανίζεται δρασκελίζοντας τον τοίχο ένα γελαστό, αναμαλλιασμένο κεφάλι, που του φώναξε χαρωπά:

«Να ’μαι κι εγώ!»

Και ήταν πράγματι η Μιέτ, που είχε σκαρφαλώσει σαν κατσικάκι επάνω σε μια από τις μουριές, που ακόμα και σήμερα πλαισιώνουν την περίφραξη του Ζα Μεϊφράν. Με δυο δρασκελιές έφτασε στην ταφόπλακα που βρισκόταν μισοθαμμένη στη γωνιά του τοίχου, στο βάθος του μονοπατιού. Ο Σιλβέρ την κοίταζε να κατεβαίνει γεμάτος από χαρούμενη έκπληξη, χωρίς να του περάσει από το μυαλό να την βοηθήσει. Πήρε τα δυο της χέρια μέσα στα δικά του και της είπε:

«Πόσο ευκίνητη είσαι! Σκαρφαλώνεις καλύτερα από μένα».

Ήταν σαν να βλέπονταν για πρώτη φορά σε εκείνη τη ξεχασμένη γωνιά στην οποία επρόκειτο να ζήσουν πολλές στιγμές ευτυχίας. Έκτοτε πήγαιναν εκεί σχεδόν κάθε βράδυ. Το πηγάδι δεν τους χρησίμευε πια παρά για να ειδοποιούν σε περίπτωση που κάποιο εμπόδιο προέκυπτε, για κάποια αλλαγή στην ώρα συνάντησης και για όλα τα μικρά νέα, που στα μάτια τους φάνταζαν σπουδαία και δεν χωρούσαν καθυστέρηση˙ αυτός που ήθελε να ειδοποιήσει, αρκούσε να γυρίσει την τροχαλία της οποίας ο διαπεραστικός τριγμός ακουγόταν ως πέρα μακριά. Όμως παρόλο που ορισμένες μέρες καλούσαν δυο και τρεις φορές ο ένας τον άλλο, για να πουν τα δικά τους σημαντικά μικροπράγματα, μονάχα τα βράδια βίωναν την πραγματική ευτυχία, μέσα στο διακριτικό τους μονοπάτι. Η Μιέτ επιδείκνυε μία σπάνια συνέπεια. Για καλή της τύχη κοιμόταν πάνω από την κουζίνα, σε ένα δωμάτιο που πριν από την άφιξή της το χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη για τις προμήθειες του χειμώνα, και το οποίο διέθετε μια μικρή ανεξάρτητη σκαλίτσα. Έτσι μπορούσε να το σκάει ό,τι ώρα ήθελε χωρίς να την παίρνει χαμπάρι ούτε ο γέρο Ρεμπυφά, ούτε ο Ζυστέν. Επιπλέον, ήλπιζε πως, αν ποτέ ο Ζυστέν την έβλεπε να επιστρέφει, θα σκάρωνε μια δικαιολογία ρίχνοντάς του ένα από εκείνα τα οργισμένα της βλέμματα, που πάντα τον έκαναν να σωπαίνει.

Α! Τι ευτυχισμένες και θερμές που ήταν εκείνες οι βραδιές! Βρίσκονταν πλέον στις πρώτες ημέρες του Σεπτέμβρη, που στην Προβηγκία είναι ένας μήνας γεμάτος λιακάδα. Δε μπορούσαν να βρεθούν νωρίτερα από τις εννιά η ώρα. Η Μιέτ κατέφθανε πάντα από τον τοίχο της. Είχε πια γίνει τόσο επιδέξια στην υπερπήδηση αυτού του εμποδίου που προσγειωνόταν πάντα στην παλιά ταφόπλακα προτού προλάβει ο Σιλβέρ να απλώσει τα χέρια του προς το μέρος της. Αυτή γελούσε με την ίδια της τη δύναμη, παρέμενε για μια στιγμή εκεί, λαχανιασμένη, με τα μαλλιά της ανακατωμένα και τίναζε με το χέρι της τη φούστα της. Ο αγαπημένος της την αποκαλούσε πειραχτικά «άταχτο διαβολάκι». Κατά βάθος λάτρευε τον ατίθασο, παιδιάστικο χαρακτήρα της. Την έβλεπε να δρασκελίζει τον τοίχο, με την καλόκαρδη διάθεση ενός μεγάλου αδερφού που παρακολουθεί τα καμώματα του μικρότερου αδερφού του. Πραγματικά υπήρχε κάτι το παιδαριώδες στην αγάπη τους, η οποία με τον καιρό μεγάλωνε και ωρίμαζε! Μερικές φορές σχεδίαζαν να πάνε για να εξερευνήσουν τις φωλιές των πουλιών στις όχθες του Βιόρν.

«Θα δεις πως μπορώ να σκαρφαλώνω στα δέντρα! Έλεγε με καμάρι η Μιέτ. Όταν ήμουν στο Σαβανόζ, σκαρφάλωνα ως την κορυφή της καρυδιάς του μπάρμπα Αντρέ. Έχεις ξαναδεί ποτέ φωλιά κίσσας; Αυτό κι αν είναι κατόρθωμα!».

Έπειτα ξεκινούσαν μια ολόκληρη συζήτηση για το πώς θα σκαρφάλωναν στις λεύκες. Η Μιέτ εξέφραζε την άποψή της ευθέως, σαν αγόρι.

Ο Σιλβέρ αγκαλιάζοντας τα γόνατά της, την κατέβαζε ξανά στο έδαφος και συνέχιζαν το περπάτημά του, ο ένας πλάι στον άλλο, με τα χέρια περασμένα γύρω από την μέση τους. Την ώρα που διαφωνούσαν για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να τοποθετήσουν τα πόδια και τα χέρια τους επάνω στα κλαδιά, αγκαλιάζονταν ακόμα πιο σφιχτά, και ένιωθαν μέσα από το άγγιγμά τους να τους καίει μια πρωτόγνωρη ευτυχία. Ποτέ το πηγάδι δεν κατάφερε να τους προσφέρει παρόμοιες ηδονές. Παρέμεναν παιδιά, έπαιζαν και μιλούσαν σαν τα παιδιά και γεύονταν τις χαρές των ερωτευμένων χωρίς να ξέρουν πώς να μιλήσουν για την αγάπη, τους αρκούσε μονάχα να στέκονται πιασμένοι από τα χέρια. Αναζητούσαν αυτήν την ζεστασιά των χεριών τους, συνεπαρμένοι από μια ενστικτώδη ανάγκη, αγνοώντας την κατεύθυνση που τραβούσε η καρδιά τους. Εκείνες της ώρες της ευτυχισμένης αθωότητας δεν εκδήλωναν τα μοναδικά συναισθήματα που γεννούσε ο ένας στον άλλο παρά μόνο μέσα από τη σιωπή και τα πιο ελάχιστα αγγίγματα. Χαμογελώντας, συχνά έκθαμβοι μπροστά στην τρυφερότητα που έρρεε ανάμεσά τους, μόλις αγγίζονταν, αφήνονταν να παρασυρθούν από την μυστική γοητεία αυτής της πρωτόγνωρης αίσθησης, ενώ παράλληλα συνέχιζαν να κουβεντιάζουν, σαν δυο καλοί συμμαθητές, για το πόσο δύσκολο είναι να εντοπίσει κάποιος τη φωλιά μιας κίσσας.

Έτσι προχωρούσαν, μέσα στη σιωπή του μονοπατιού, ανάμεσα στις στοίβες της ξυλείας και τον τοίχο του Ζα Μεϊφράν. Ποτέ δεν πήγαιναν μακρύτερα από το τέρμα του στενού μονοπατιού, αλλάζοντας κάθε φορά την κατεύθυνση των βημάτων τους. Εκεί πέρα αισθάνονταν σα στο σπίτι τους. Συχνά η Μιέτ, ενθουσιασμένη από την καταπληκτική τους κρυψώνα, σταματούσε και συνέχαιρε τον εαυτό της για αυτήν της την ανακάλυψη, λέγοντας με αγαλλίαση:

«Έχω το τυχερό άγγιγμα! Θα μπορούσε να ψάχνουμε για χρόνια χωρίς ποτέ να ανακαλύψουμε καλύτερο καταφύγιο».

Το πυκνό γρασίδι έπνιγε τους ήχους των βημάτων τους. Η νύχτα τους κατέκλυζε, δυο σκοτεινοί όγκοι τους περιέβαλλαν και μπορούσαν να δουν μονάχα μια λωρίδα του μαύρου ουρανού, σπαρμένου με άστρα, πάνω από τα κεφάλια τους. Και περπατώντας πάνω σε αυτήν την ακαθόριστη επιφάνεια, που θύμιζε σκούρο χείμαρρο που ρέει κάτω από τον μαύρο ουρανό με τα χρυσαφιά σημαδάκια, βίωναν έναν απροσδιόριστο συναίσθημα και χαμήλωναν τη φωνή, παρόλο που κανένας δεν μπορούσε να τους ακούσει. Παραδομένοι στα σιωπηλά κύματα της νύχτας μέσα στα οποία έπλεαν με το κορμί και το νου τους, συζητούσαν τα χίλια δυο μικροπράγματα που συνέβησαν κατά την διάρκεια της ημέρας αναρριγώντας από αγάπη.

Άλλες φορές, τα βράδια που είχε περισσότερο φως, όταν το φεγγάρι διέγραφε με σαφήνεια τις γραμμές των τοίχων και των λόφων της ξυλείας, η Μιέτ και ο Σιλβέρ χοροπηδούσαν ολόγυρα γεμάτοι από παιδική ανεμελιά. Το μονοπάτι απλωνόταν λουσμένο από το λευκό φως, χαρωπό, χωρίς μυστικά. Οι δυο σύντροφοι κυνηγιούνταν γελώντας, σαν πιτσιρίκια σε παιδική χαρά και παράβγαιναν για το ποιος θα σκαρφαλώσει πρώτος πάνω στις στοίβες με τα δοκάρια. Μερικές φορές ο Σιλβέρ έπρεπε να τρομάζει τη Μιέτ, υπενθυμίζοντάς της πως ο Ζυστέν θα μπορούσε να κρύβεται πίσω από τον τοίχο και να τους παρακολουθεί. Έπειτα, λαχανιασμένοι για τα καλά, περπατούσαν πλάι –πλάι και κανόνιζαν να πάνε κάποια μέρα για κυνηγητό στα λιβάδια του Σαιν – Κλαιρ, για να διαπιστώσουν ποιος από τους δυο θα έπιανε τον άλλο πιο γρήγορα.

Κάπως έτσι μεγάλωσε η αγάπη τους μέσα από τις σκοτεινές και τις κρυστάλλινες νύχτες. Οι καρδιές τους ήταν πάντα σε εγρήγορση και αρκούσε μια μικρή σκιά για να γίνουν τα αγγίγματά τους πιο τρυφερά και το γέλιο τους πιο αισθησιακό. Αυτό το αγαπημένο καταφύγιο, τόσο χαρούμενο μέσα στο φεγγαρόφωτο, τόσο παράξενα συναρπαστικό μέσα στη σκοτεινιά, έμοιαζε σαν ανεξάντλητη πηγή χαράς και σιωπηλής ανατριχίλας. Και παρέμεναν εκεί μέχρι τα μεσάνυχτα, ενώ η  πόλη έπεφτε για ύπνο και τα φώτα στα παράθυρα του προαστίου έσβηναν το ένα μετά το άλλο.

Κανένας δεν διατάρασσε την μοναξιά τους. Εκείνη την περασμένη ώρα τα παιδιά δεν έπαιζαν πια κρυφτό πίσω από τις στοίβες της ξυλείας. Μερικές φορές, όταν οι δυο νέοι άκουγαν κάποιο θόρυβο, για παράδειγμα το τραγούδι ενός εργάτη που περνούσε από τον δρόμο, διάφορες συζητήσεις από τα γειτονικά πεζοδρόμια, έσπευδαν να ρίξουν μερικές βιαστικές ματιές πάνω από το Αιρ Σαιν Μιτρ. Η μάντρα της ξυλείας ήταν άδεια σε όλη της την έκταση πέρα από μερικές σκόρπιες σκιές. Συχνά τα πιο ζεστά βράδια έβλεπαν τις συγκεχυμένες μορφές ερωτευμένων ζευγαριών που σουλατσάριζαν και διάφορους γεράκους που απολάμβαναν το φεγγαρόφωτο στην άκρη του δρόμου. 

Όταν οι νύχτες άρχισαν να γίνονται πιο ψυχρές, δεν έβλεπαν πλέον τίποτα στον μελαγχολικό και έρημο ορίζοντα πέρα από μερικές φωτιές που άναβαν οι τσιγγάνοι μπροστά από τις οποίες πηγαινοέρχονταν μερικές μαύρες φιγούρες. Ο ήρεμος αέρας της νύχτας τους μετέφερε κάποιες χαμένες λέξεις και ήχους, το καληνύχτισμα ενός ανθρώπου που έκλεινε την πόρτα του, το χτύπημα ενός παραθυρόφυλλου, το χτύπημα ενός ρολογιού που σήμαινε την ώρα, όλους αυτούς τους ήχους που αργόσβηναν μέσα σε μια επαρχιακή πόλη η οποία ετοιμαζόταν για τον βραδινό της ύπνο. Και καθώς το Πλασσάν αποκοιμιόταν, συνέχιζαν να ακούν τους καυγάδες των τσιγγάνων, τους ήχους από τα ξύλα που σπίθιζαν καθώς καίγονταν, τις ένρινες φωνές των κοριτσιών που τραγουδούσαν σε μια άγνωστη γλώσσα, γεμάτη από σκληρούς τόνους.

Αλλά τους δυο ερωτευμένους δεν τους απασχολούσαν ιδιαίτερα τα όσα συνέβαιναν στο Αιρ Σαιν Μιτρ˙ βιάζονταν να επιστρέψουν στον δικό τους χώρο και συνέχιζαν να βολτάρουν μέσα στο αγαπημένους τους, μυστικό μονοπάτι. Σκασίλα τους για τους άλλους, για την πόλη ολόκληρη! Οι λίγες σανίδες που τους χώριζαν από την κακία του κόσμου, τους φαίνονταν σαν ένα αδιαπέραστο οχυρό. Ήταν τόσο απομονωμένοι, τόσο ελεύθεροι σε αυτή την γωνιά, παρόλο που βρίσκονταν σχεδόν στο κέντρο του προαστίου, πενήντα βήματα από την Ρωμαϊκή Πύλη, ώστε μερικές φορές φαντάζονταν πως βρίσκονταν σε κάποιο κοίλωμα του Βιόρν, στην εξοχή. Από όλους τους ήχους που έφταναν ως τα αυτιά τους μονάχα ένας τους άγχωνε, εκείνος των ρολογιών που χτυπούσαν αργά μέσα στη νύχτα. Όταν σήμαινε η ώρα μερικές φορές καμώνονταν πως δεν την είχαν ακούσει ενώ άλλες φορές σταματούσαν για λίγο σα να διαμαρτύρονταν. 

Ωστόσο δεν γινόταν να ξεκλέβουν για πάντα ακόμη δέκα λεπτά και κάποτε ερχόταν η ώρα που έπρεπε να πουν καληνύχτα. Θα συνέχιζαν να παίζουν και να κουβεντιάζουν ως το ξημέρωμα, σφιχταγκαλιασμένοι μέχρι ασφυξίας, δοκιμάζοντας στα κρυφά τις απολαύσεις που συνεχώς τους εξέπλησσαν. Τελικά η Μιέτ αποφάσιζε ανόρεχτα να σκαρφαλώσει επάνω στον τοίχο. Αλλά το τέλος δεν είχε έρθει ακόμα, οι αποχαιρετισμοί συνεχίζονταν για ένα τέταρτο της ώρας. Αφού το κορίτσι είχε ανέβει επάνω στο τοίχο, παρέμενε εκεί, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στη μαρκίζα και τα πόδια στηριγμένα στα κλαδιά της μουριάς, τα οποία της χρησίμευαν σαν σκάλα. Ο Σιλβέρ που στεκόταν όρθιος επάνω στην ταφόπλακα, της έπιανε ξανά τα χέρια και συνέχισε τη ψιθυριστή τους στιχομυθία. Επαναλάμβαναν τη φράση «Τα λέμε αύριο!» πάνω από δέκα φορές και πάντα θυμούνταν να προσθέσουν κάτι καινούργιο. Στο τέλος ο Σιλβέρ άρχιζε να μαλώνει:

«Για δες πράγματα, κατέβα επιτέλους, είναι περασμένα μεσάνυχτα».

Αλλά η Μιέτ με το κοριτσίστικο πείσμα της ήθελε να κατέβει αυτός πρώτος˙ ήθελε να τον κοιτάζει καθώς θα έφευγε. Και καθώς αυτός επέμενε να στέκεται εκεί, κατέληγε να του λέει απότομα, για να τον τιμωρήσει, αναμφίβολα:

«Θα πηδήξω, θα δεις».

Και με ένα σάλτο πηδούσε κάτω από την μουριά, πράγμα που κατατρόμαζε τον Σιλβέρ. Άκουγε τον πνιχτό ήχο που ακολουθούσε την πτώση της˙ ύστερα εκείνη έφευγε σκασμένη στα γέλια, χωρίς να απαντήσει στο τελευταίο του αντίο. Εκείνος παρέμενε για μερικές ακόμα στιγμές για να παρακολουθήσει την ακαθόριστη φιγούρα της καθώς χανόταν στο σκοτάδι κι έπειτα κατέβαινε με την σειρά του, για να επιστρέψει στο αδιέξοδο του Σαιν Μιτρ.
  
Για δυο χρόνια συναντιούνταν εκεί κάθε βράδυ. Τον πρώτο καιρό των συναντήσεών τους οι νύχτες ήταν όμορφες και ζεστές. Θα μπορούσαν να πιστέψουν πως ήταν Μάιος, αυτός ο γεμάτος χυμούς μήνας, όπου μια ευχάριστη οσμή από χώμα και φρέσκα φύλλα πλανάται στον ζεστό αέρα. Αυτό το ξαναζωντάνεμα, αυτή η πρώιμη Άνοιξη, ήταν για εκείνους ένα δώρο σταλμένο από τον ουρανό, που τους επέτρεπε να τρέχουν ελεύθερα στο μονοπάτι και να δένονται ολοένα και περισσότερο.

Ύστερα ήρθαν οι βροχές, τα χιόνια και η παγωνιά. Αλλά ο χειμωνιάτικος καιρός δεν κατάφερε να τους χωρίσει. Η Μιέτ ερχόταν πλέον φορώντας το μακρύ καφέ γούνινο παλτό της και οι δυο τους περιγελούσαν τον άσχημο καιρό. Τις νύχτες που δεν έβρεχε, όταν ο καιρός ήταν καλός και το αεράκι ξεσήκωνε την παγωμένη πάχνη σε κάθε τους βήμα και τους χτυπούσε στο πρόσωπο σαν κοφτερό ξυράφι, φρόντιζαν να μη μένουν ούτε στιγμή ακίνητοι˙ πήγαιναν πέρα δώθε βαδίζοντας ζωηρά, τυλιγμένοι μέσα στο γούνινο παλτό, με τα μάγουλά τους μελανιασμένα και τα μάτια τους να δακρύζουν από το κρύο˙ και γελούσαν, τουρτουρίζοντας γεμάτοι κέφι από τη βόλτα τους μέσα στον παγωμένο αέρα. Μια νύχτα που χιόνιζε, διασκέδασαν φτιάχνοντας  μια τεράστια χιονόμπαλα την οποία κύλησαν μέχρι κάποια γωνία. 

Παρέμεινε εκεί για έναν ολόκληρο μήνα, γεγονός που τους εντυπωσίαζε κάθε φορά που συναντιούνταν. Ούτε η βροχή τους τρόμαζε. Συναντιούνταν ακόμα και κατά τις χειρότερες νεροποντές παρόλο που γύριζαν βρεγμένοι ως το κόκαλο. Ο Σιλβέρ έτρεχε ως το σημείο της συνάντησής τους, σκεπτόμενος πως η Μιέτ δεν θα έκανε την τρέλα να εμφανιστεί˙ κι όταν η Μιέτ κατέφθανε με την σειρά της, δεν του πήγαινε η καρδιά να την κατσαδιάσει. Κατά βάθος την περίμενε. Τελικά αποφάσισε να αναζητήσει ένα καταφύγιο για να προστατεύονται από την κακοκαιρία, καθώς ήξερε πως παρά τις αντίθετες υποσχέσεις τελικά θα συναντιούνταν ακόμα κι αν έβρεχε. Για να κατασκευάσει το υπόστεγό τους χρειάστηκε απλώς να σκάψει σε μια από τις στοίβες της ξυλείας. Τράβηξε κάμποσες σανίδες και τις τακτοποίησε έτσι ώστε να μπορεί να τις στήνει και να τις ξεστήνει κατά βούληση.

Έκτοτε οι δυο ερωτευμένοι είχαν στην διάθεσή τους ένα μικρό και χαμηλό υπόστεγο, στην ουσία μια τετράγωνη τρύπα, όπου μπορούσαν να αράζουν αγκαλιασμένοι, καθισμένοι στην άκρη ενός μαδεριού, που είχαν αφήσει στη βάση του μικρού τους θαλάμου. Όταν έβρεχε, όποιος έφτανε πρώτος έβρισκε καταφύγιο εκεί μέσα˙ κι όταν ερχόταν κι ο δεύτερος κάθονταν παρέα και άκουγαν με αστείρευτη ευχαρίστηση την βροχή που χτυπούσε στα δοκάρια κάνοντας έναν ήχο σα να βαρούσε κάποιος το τύμπανο. Μπροστά τους και ολόγυρά τους απλωνόταν το μαύρο μελάνι της νύχτας, που εντός του έρρεε ένας χείμαρρος νερού, τον οποίο δεν μπορούσαν να δουν, αλλά τον άκουγαν να αντηχεί σαν τη βουή ενός πλήθους. Κάθονταν εκεί ολομόναχοι, σα να βρίσκονταν στο τέρμα του κόσμου ή μέσα στον βυθό της θάλασσας. Πουθενά αλλού δεν αισθάνονταν τόσο χαρούμενοι, τόσο μακριά από όλους και όλα, όσο εκεί πέρα, κάτω από την πλημμύρα, μέσα στο μικρό τους σπιτάκι, κινδυνεύοντας ανά πάσα στιγμή να παρασυρθούν από τους χειμάρρους του ουρανού. 

Τα λυγισμένα τους γόνατα έφταναν σχεδόν ως το άνοιγμα της τρύπας και παρόλο που τραβιούνταν όσο το δυνατόν πιο μέσα, η βροχή πιτσίλιζε τα μάγουλα και τα χέρια τους. Χοντρές σταγόνες νερού περνούσαν ανάμεσα από τις σανίδες και προσγειώνονταν, κατά διαστήματα, στα πόδια τους. Το καφέ γούνινο παλτό τους κρατούσε ζεστούς˙ ήταν τόσο στενάχωρα μέσα στο σπιτάκι που η Μιέτ ήταν αναγκασμένη να κάθεται σχεδόν επάνω στα γόνατα του Σιλβέρ. Κουβέντιαζαν, έπειτα σώπαιναν, ύστερα έπεφταν σε λήθαργο, καθώς η θερμότητα των αγκαλιασμένων τους κορμιών και το ρυθμικό χτύπημα της νεροποντής, τους νανούριζε γλυκά. Κάθονταν με τις ώρες εκεί μέσα, απολαμβάνοντας την βροχή με την ίδια χαρά που ωθεί τα πιτσιρίκια να σουλατσάρουν μέσα στην καταιγίδα με τις ομπρελίτσες τους ανά χείρας. Κατέληξαν στο τέλος να προτιμούν τα βροχερά βράδια. Μονάχα ο χωρισμός τους γινόταν πιο  επίπονος, όταν έβρεχε. 

Η Μιέτ αναγκαζόταν να σκαρφαλώσει στον τοίχο την ώρα που την έδερνε η βροχή και να διασχίσει τις λακκούβες με τα λασπόνερα του Ζα Μεϊφράν μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Μόλις την άφηνε από τα χέρια του, ο Σιλβέρ την έχανε μέσα στην μαυρίλα και το αχολόγημα του νερού. Προσπαθούσε μάταια να ακούσει κάτι, αλλά ήταν κουφός και τυφλός. Ωστόσο αυτή η αγωνία εξαιτίας του απότομου αποχωρισμού είχε την δική της ξεχωριστή γοητεία˙ μέχρι την επόμενη ημέρα ανησυχούσαν ένας για τον άλλο, μήπως συνέβη κάτι, εκείνη την ώρα που ούτε σκύλος δεν τριγύριζε στους δρόμους˙ θα μπορούσαν να σκοντάψουν κάπου, ίσως ακόμα και να χάσουν το δρόμο τους. Αυτοί ήταν οι αμοιβαίοι φόβοι που τους ταλάνιζαν και τους έκαναν να προσδοκούν την επόμενη συνάντησή τους με ακόμη μεγαλύτερη λαχτάρα.

Επιτέλους οι καλές ημέρες επέστρεψαν, ο Απρίλης έφερε γλυκές νύχτες και το αγαπημένο τους μονοπάτι πρασίνισε από την άγρια βλάστηση. Μέσα στους ποταμούς της ζωής που έρρεαν από τον ουρανό και αναδύονταν από την γη, μέσα στο μεθύσι της άνοιξης, υπήρχαν φορές που οι δυο ερωτευμένοι νοσταλγούσαν τον χειμώνα, τα βροχερά βράδια, τις παγωμένες νύχτες, μέσα στις οποίες μπορούσαν να χάνονται, μακριά από κάθε ανθρώπινο ήχο. Τώρα πια δεν νύχτωνε τόσο γρήγορα˙ τα δειλινά διαρκούσαν τόσο, που στο τέλος έχαναν την υπομονή τους κι όταν η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά ώστε να μπορεί η Μιέτ να σκαρφαλώνει στο τοίχο χωρίς τον κίνδυνο να την πάρει κανένα μάτι, όταν επιτέλους μπορούσαν να περπατήσουν στο αγαπημένο τους μονοπάτι, δεν έβρισκαν πια την μοναξιά που τόσο ταίριαζε με την ανθρωποφοβία της παιδικής τους αγάπης. Το οικόπεδο του Σαιν Μιτρ γινόταν πολυσύχναστο, τα πιτσιρίκια του προαστίου παρέμεναν στα δοκάρια συνεχίζοντας τις φωνές και τα παιχνίδια τους ως τις έντεκα˙ τύχαινε μάλιστα, καμιά φορά, ένα από αυτά να έμενε κρυμμένο πίσω από τις στοίβες της ξυλείας προκειμένου να γελάσει κατάμουτρα στη Μιέτ και τον Σιλβέρ με εκείνη την αδιαντροπιά που χαρακτηρίζει τα ανώριμα δεκάχρονα. Ο φόβος του αιφνιδιασμού, το ζωντάνεμα της φύσης, οι ήχοι της ζωής που θέριευε ολόγυρά τους, καθώς η εποχή γινόταν ολοένα και πιο ζεστή, γέμιζε με αγωνία τις συναντήσεις τους.

Τώρα πια το στενό μονοπάτι τους έπνιγε. Ποτέ πριν δεν είχαν αναστατωθεί τόσο από μια παρόμοια συγκίνηση˙ ποτέ πριν το χώμα, μέσα στο οποίο έλιωναν ακόμα τα τελευταία οστά του νεκροταφείου, δεν είχε σκορπίσει τόσο ενοχλητικές οσμές. Και ήταν ακόμα υπερβολικά νέοι, σχεδόν παιδιά, για να μπορέσουν να απολαύσουν την αισθησιακή γοητεία, εκείνης της κρυμμένης γωνιάς, την ώρα που άνοιξη σκόρπιζε τον πυρετό της ολόγυρα. Τα χορτάρια τους έφταναν μέχρι τα γόνατα˙ πηγαινοέρχονταν με δυσκολία και όταν πατούσαν τους φρέσκους βλαστούς, ορισμένα φυτά απελευθέρωναν τα πικρά τους αρώματα και τους έφερναν ζάλη. Έπειτα, όντας καταβεβλημένοι  από μια παράξενη κούραση, που τους τάραζε και τους έκανε να παραπατούν, τα πόδια τους έμοιαζαν κολλημένα επάνω στη χλόη, ακουμπούσαν επάνω στον τοίχο, με μισόκλειστα μάτια, ανήμποροι να κάνουν έστω κι ένα βήμα. Ήταν σα να περνούσε μέσα τους όλη η χαύνωση του ουρανού.

Με την έξαψη των πρωτάρηδων, μην αντέχοντας αυτήν την απότομη ατονία, άρχισαν να βρίσκουν το καταφύγιό τους υπερβολικά αποπνικτικό και αποφάσισαν να ξεκινήσουν τους περιπάτους στην εξοχή. Κάθε βράδυ σχεδίαζαν και μια νέα εξόρμηση. Η Μιέτ έφερνε το γούνινο παλτό της˙ κρύβονταν και οι δυο μέσα στο μακρύ ύφασμα, περνούσαν έξω από τους τοίχους και έφταναν ως τον κεντρικό δρόμο, τα μεγάλα λιβάδια, όπου ο αέρας φυσούσε δυνατά και τα έκανε να κυματίζουν, θυμίζοντας την ανοιχτή θάλασσα. Εκεί πέρα δεν αισθάνονταν καθόλου πνιγηρά και ξανάβρισκαν την παιδική ζωηράδα τους, μακριά από τη ζαλάδα που τους προκαλούσε η βλάστηση του Σαιν Μιτρ και που έκανε το κεφάλι τους να γυρίζει.

Επί δύο ολόκληρα καλοκαίρια όργωναν την γύρω περιοχή. Σύντομα ήξεραν απέξω κάθε βράχο που προεξείχε και κάθε χλωρασιά˙ και δεν υπήρχε συστάδα δέντρων, φράχτης ή θάμνος που να μην έχει γίνει φίλος τους. Τα όνειρά τους είχαν γίνει πραγματικότητα: κυνηγιούνταν μέσα στα λιβάδια του Σαιν Κλαιρ, και η Μιετ έτρεχε τόσο καλά που ο Σιλβέρ έπρεπε να βάλει τα δυνατά του για να την πιάσει. Πήγαιναν επίσης να ψάξουν για φωλιές κίσσας˙ η Μιέτ γεμάτη πείσμα, θέλοντας να δείξει πως σκαρφάλωνε τα δέντρα στο Σαβανόζ, έδενε τη φούστα της με ένα κομμάτι σπάγκο και ανέβαινε στις ψηλότερες λεύκες˙ από κάτω ο Σιλβέρ έτρεμε, με τα χέρια τεντωμένα, έτοιμος να την πιάσει σε περίπτωση που γλιστρούσε ξαφνικά. Αυτά τα παιχνίδια τους αποπροσανατόλιζαν σε τέτοιο βαθμό που ένα βράδυ παραλίγο να πιαστούν στα χέρια, σαν σχολιαρόπαιδα.  

Αλλά μέσα στην απλωσιά της υπαίθρου υπήρχαν και γωνιές που δεν είχαν καμιά αξία για εκείνους. Όσην ώρα προχωρούσαν το μόνο που έκαναν ήταν να τσιρίζουν από τα γέλια, να σπρώχνονται και να πειράζονται˙ κάλυπταν τεράστιες αποστάσεις, ορισμένες φορές έφταναν ως την αλυσίδα των Γκαρίγκ, ακολουθώντας τα πιο δύσβατα μονοπάτια, κόβοντας συχνά δρόμο μέσα από τους αγρούς˙ όλη η περιοχή τους ανήκε, σαν μια χώρα που είχαν κατακτήσει, απολαμβάνοντας όσα υπήρχαν ανάμεσα στον ουρανό και την γη. Η Μιέτ χωρίς πολλές τύψεις, δεν δίσταζε να κόψει ένα τσαμπί σταφύλια ή ένα κλωνί με πράσινα αμύγδαλα, από τους αμπελώνες και τις αμυγδαλιές των οποίων τα κλαδιά μαστίγωνε στο πέρασμά της˙ κάτι τέτοιο βέβαια ερχόταν σε αντίθεση με τις απόλυτες ιδέες του Σιλβέρ, που όμως δεν τολμούσε να κατσαδιάσει το κορίτσι, της οποίας οι σπάνιες κακοκεφιές, τον γέμιζαν απόγνωση.

«Α! Το παλιοκόριτσο, σκεφτόταν μεγαλοποιώντας με την παιδική του αφέλεια την όλη κατάσταση, θα με καταντήσει κλέφτη».

Η Μιέτ του μπούκωνε το στόμα με το μερτικό του από τους κλεμμένους καρπούς. Τα κόλπα που μεταχειριζόταν, όπως το να την κρατάει από τη μέση, αποφεύγοντας τα φρουτόδεντρα, και κάνοντας την να τον κυνηγάει, μόλις πλησίαζαν κοντά σε αμπέλια, για να την απομακρύνει από την ενστικτώδη ανάγκη της για μικροκλεψιές, σύντομα εξάντλησαν τη φαντασία του. Οπότε δεν του έμενε άλλο από το να την υποχρεώσει να καθίσει κάτω. Τότε τους ξανάπιανε εκείνο το πνιγηρό συναίσθημα. Ειδικά πάνω από τις κοίτες του Βιόρν πλανιόταν μια πυρετώδης σκιά. Όταν η κούραση τους ξανάφερνε πίσω στις όχθες του ποταμού, έχαναν μονομιάς όλη εκείνη την αξιαγάπητη παιδική τους ευθυμία. Ένα γκρίζο σύννεφο αιωρούταν πάνω από τις ιτιές, σαν αρωματισμένη γυναικεία εσάρπα. Τα παιδιά μπορούσαν να αισθανθούν αυτήν την εσάρπα να κατεβαίνει ζεστή και μοσχοβολιστή από τους αισθησιακούς ώμους της νύχτας, να τους πιέζει τους κροτάφους και να τους τυλίγει σε έναν ακατανίκητο λήθαργο. Στο βάθος τα τριζόνια τραγουδούσαν στα λιβάδια του Σαιν Κλαιρ και στα πόδια τους ο Βιόρν ακουγόταν σαν τα ψιθυρίσματα των ερωτευμένων, σαν τους απαλούς ήχους των υγρών χειλιών. Από τον κοιμισμένο ουρανό έπεφτε μια ζεστή βροχή αστεριών. Και κάτω από το αναρρίγισμα του ουρανού, των νερών, της σκιάς, τα δυο παιδιά ξαπλωμένα επάνω στο παχύ γρασίδι, πιάνονταν από τα χέρια και κρατιούνταν απαλά.

Συχνά ο Σιλβέρ, που καταλάβαινε αμυδρά τους κινδύνους που έκρυβαν αυτές οι οπτασίες, σηκωνόταν με ένα σάλτο και πρότεινε περάσουν απέναντι σε μια από εκείνες τις νησίδες που πρόβαλλαν κάτω από το χαμηλό νερό καταμεσής του ποταμού. Το αποτολμούσαν μαζί, με γυμνά πόδια˙ Η Μιέτ διασκέδαζε με τις γλιστερές πέτρες και δεν ήθελε να την κρατάει ο Σιλβέρ και μάλιστα μια φορά έτυχε να καθίσει κιόλας στην μέση του όμορφου ρέματος˙ φυσικά το νερό είχε ύψος μόλις μερικά εκατοστά κι έτσι την γλίτωσε χωρίς να πάθει τίποτα περισσότερο πέρα από την μουσκεμένη της φούστα. Έπειτα, όταν έφταναν στο νησάκι, ξάπλωναν με την κοιλιά τους ακουμπισμένη επάνω στη μακριά λωρίδα της άμμου και τα μάτια τους στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια του ποταμού κι από εκεί κοιτούσαν πέρα μακριά, μέσα στην κρυστάλλινη νύχτα, την τρεμουλιαστή κίνηση των μικρών ασημένιων κυμάτων. 

Τότε η Μιέτ ανακοίνωνε πως βρισκόταν σε ένα πλοίο και πως το νησάκι ήταν στα σίγουρα πλωτό˙ μπορούσε να αισθανθεί την κίνησή του, καθώς τους μετέφερε˙ ο ίλιγγος που τους προκαλούσε ο κυματισμός του νερού ήταν χάρμα οφθαλμών, τουλάχιστον στην αρχή, τους κρατούσε εκεί, στην άκρη και τους έκανε να σιγοτραγουδούν, σαν βαρκάρηδες που χτυπούν με τα κουπιά τους το νερό. Άλλες φορές, όταν χαμήλωνε η όχθη του μικρού νησιού, κάθονταν εκεί σαν μέσα σε παρτέρι, αφήνοντας τα γυμνά τους πόδια να κρέμονται μέσα στο ρέμα. Και συζητούσαν με τις ώρες, πλατσούριζαν, αναδεύοντας το νερό με τα ορμητικά χτυπήματα των ποδιών τους, διασκεδάζοντας με το να προκαλούν μικρές θαλασσοταραχές μέσα στη γαλήνια υδάτινη λεκάνη, της οποίας η δροσιά κάλμαρε τον πυρετό τους.

Εκείνα τα ποδόλουτρα έδωσαν στη Μιέτ μια φαεινή ιδέα η οποία παραλίγο να καταστρέψει τον όμορφο, αγνό έρωτά τους. Ήθελε πάση θυσία να κάνει ένα κανονικό μπάνιο. Λίγο πιο πάνω από την γέφυρα του Βιόρν, υπήρχε μια κοίτη, πολύ κατάλληλη για αυτόν τον σκοπό, καθώς υποστήριζε η ίδια, όχι βαθύτερη από τέσσερα με πέντε μέτρα και εξαιρετικά ασφαλής˙ ο καιρός ήταν τόσο ζεστός που θα ήταν υπέροχα να μπουν μες στο νερό μέχρι τους ώμους˙ εκτός αυτού από καιρό πέθαινε για να μάθει κολύμπι κι ο Σιλβέρ θα μπορούσε να την διδάξει. Ο Σιλβέρ είχε τις αντιρρήσεις του: κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο μέσα στη νύχτα, κάποιος θα μπορούσε να τους δει, θα μπορούσαν να πάθουν κάποιο ατύχημα˙ αλλά δεν της έλεγε τον πραγματικό λόγο, πως ενστικτωδώς αναστατωνόταν με την σκέψη αυτού του νέου παιχνιδιού, καθώς αναρωτιόταν για το πώς θα γδύνονταν και πως θα μπορούσε να κρατάει τη Μιέτ στην επιφάνεια του νερού με τα γυμνά του χέρια. Εκείνη όμως δεν φαινόταν ούτε καν να υποψιάζεται αυτές τις δυσκολίες.

  Μια βραδιά, έφερε μαζί της ένα μπανιερό, το οποίο είχε κόψει από ένα παλιό φουστάνι. Ο Σιλβέρ υποχρεώθηκε να επιστρέψει στο σπίτι της θείας Ντιντ για να πάρει κι αυτός ένα κοντό παντελονάκι. Η όλη διαδικασία δεν έκρυβε τίποτα το πολύπλοκο. Η Μιέτ δεν είχε κανέναν δισταγμό˙ γδύθηκε πολύ φυσικά στην σκιά μιας ιτιάς, τόσο πυκνής που το νεανικό κορμί της αποκαλύφθηκε μονάχα για λίγες στιγμές σαν ένα θόλο άσπρο σύννεφο. Ο Σιλβέρ με την καστανή του επιδερμίδα, εμφανίστηκε μέσα στην νύχτα σαν τον δυσδιάκριτο κορμό μιας νεαρής βελανιδιάς, καθώς τα λεπτοκαμωμένα πόδια και τα μπράτσα του, γυμνά και στρογγυλεμένα έμοιαζαν με γαλακτόχρωμα κλωνάρια των σημύδων της ακροποταμιάς. 

Ύστερα κι οι δυο μαζί, τυλιγμένοι μέσα στο σκοτάδι που έριχναν επάνω τους οι πυκνές φυλλωσιές, μπήκαν χαρούμενοι μέσα στο νερό, με γέλια και χαρές, έκπληκτοι από την ξαφνική δροσιά. Κι όλες οι κρυφές ντροπές και οι δισταγμοί έσβησαν δια μιας. Έμειναν εκεί μέσα για μια ολόκληρη ώρα πλατσουρίζοντας, πετώντας νερό στα πρόσωπά τους, ενώ η Μιέτ ψευτοθύμωνε κι έπειτα ξεσπούσε αμέσως σε ηχηρά γέλια και ο Σιλβέρ της έδινε τα πρώτα της μαθήματα στο κολύμπι, αφήνοντάς την να βουλιάζει που και που, για να την κάνει να συνηθίσει το νερό. Όσην ώρα την κρατούσε με το ένα χέρι από την ζώνη του μπανιερού της και το άλλο περασμένο κάτω από την κοιλιά της, αυτή χτυπούσε με μανία τα χέρια και τα πόδια της, κι αυτό της έδινε την εντύπωση πως πραγματικά κολυμπούσε˙ όμως μόλις την άφηνε άρχιζε να παλεύει τσιρίζοντας και με τα χέρια της απλωμένα, μαστιγώνοντας το νερό, αρπαζόταν από όπου έβρισκε, από την μέση του νεαρού αγοριού ή από τους καρπούς του. Αφηνόταν για μια στιγμή στην αγκαλιά του για να ξαποστάσει, λαχανιασμένη, στάζοντας, καθώς το μπανιερό της διέγραφε το ωραίο σχήμα του παρθενικού της μπούστου. Μετά άρχιζε πάλι να φωνάζει:

«Άλλη μια φορά˙ αλλά το κάνει επίτηδες, δεν με κρατάς».

Δεν αισθάνονταν καμιά ντροπή για αυτά τα αγκαλιάσματα, την ώρα που ο Σιλβέρ έγερνε από πάνω της για να την στηρίξει και η Μιέτ κρεμόταν γύρω από τον λαιμό του αγοριού για να σωθεί. Το κρύο νερό τους εξασφάλιζε μια κρυστάλλινη διαύγεια. Επρόκειτο απλά για δυο γυμνά αθώα πλάσματα που γελούσαν κάτω από την ζεστή νύχτα, ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα. Ο Σιλβέρ, μετά από τα πρώτα μπάνια, άρχισε να κατηγορεί μυστικά τον εαυτό του, γιατί άρχισε να ονειρεύεται το κακό. Η Μιέτ γδυνόταν τόσο βιαστικά και ήταν τόσο ζωντανή μέσα στα χέρια του και το γέλιο της ήταν τόσο μελωδικό! Μετά από δυο βδομάδες η κοπελίτσα μπορούσε να κολυμπάει. Με ελεύθερα τα μέλη της, αφηνόταν στον παλμό του ποταμού, παίζοντας με το νερό, καθώς αυτό έρρεε απαλά ολόγυρά της, κάτω από τον σιωπηλό ουρανό και τις ονειρικές, μελαγχολικές όχθες.

Όταν κολυμπούσαν παρέα χωρίς να κάνουν φασαρία, η  Μιέτ φανταζόταν πως έβλεπε ότι οι φυλλωσιές στις δυο ποταμίσιες άκρες πύκνωναν και έγερναν κατά πάνω τους, για να σκεπάσουν το καταφύγιό τους, σαν τεράστιες κουρτίνες. Και τις μέρες που το φεγγάρι έλαμπε στον ουρανό, οι αχτίδες του γλιστρούσαν ανάμεσα στους κορμούς κι έμοιαζαν σαν άυλες μορφές που πετούσαν ολόγυρα στο ποτάμι με τα λευκά τους φορέματα. Η Μιέτ δεν φοβόταν καθόλου. Ένιωθε την ακαταμάχητη επιθυμία να ακολουθήσει αυτά τα παιχνιδίσματα των σκιών. Καθώς προχωρούσε με απαλές κινήσεις, το ήρεμο νερό, που γινόταν σαν πεντακάθαρος καθρέφτης κάτω από το σεληνόφως, αποκτούσε με το πέρασμά της εκείνες τις ρυτιδώσεις που θύμιζαν ασημόπλεχτο ύφασμα. 

Οι δακτύλιοι διευρύνονταν, χάνονταν μέσα στο σκοτάδι, κάτω από τα κρεμαστά κλαδιά των ιτιών, από όπου ακούγονταν μυστηριώδεις παφλασμοί˙ με κάθε απλωτή ανακάλυπτε κοιλώματα γεμάτα από ήχους, μαύρες τρύπες μπροστά από τις οποίες περνούσε βιαστικά, συστάδες θάμνων και δεντροστοιχίες, που άλλαζαν μορφή μέσα στο σκοτάδι, λέπταιναν και την ακολουθούσαν από την κορφή της όχθης. Κι όταν κολυμπούσε με την πλάτη ξαπλωμένη στο νερό, τα βάθη του ουρανού την άγγιζαν ακόμα πιο βαθιά. Από την ύπαιθρο, από τους ορίζοντες που κρύβονταν από την ματιά της, άκουγε να ανεβαίνει μια βαθιά παρατεταμένη φωνή, καμωμένη από όλους τους αναστεναγμούς της νύχτας.

Δεν ήταν ονειροπόλα από φυσικού της, απλώς απολάμβανε, με το όλο της το κορμί και τις αισθήσεις, τον ουρανό, το ποτάμι, τις σκιές, τις φευγαλέες λάμψεις. Ειδικά το ποτάμι, αυτά τα νερά, με την αέναη κίνησή του, την μετέφερε με τις ατέλειωτες αγκαλιές του. Όταν ανέβαινε κόντρα στο ρεύμα, ευχαριστιόταν με την αίσθηση του ρεύματος που κυλούσε με ταχύτητα επάνω στο στήθος και τα πόδια της˙ ήταν κάτι σαν γαργαλητό, πολύ απαλό, που της έφερνε νευρικά γέλια. Αφηνόταν να βυθιστεί μέχρι το νερό να φτάσει ως τα χείλια της, ώστε να νιώθει την ορμητική πίεση πάνω από τους ώμους της, να την σκεπάζει από το σαγόνι ως τις πατούσες, σαν χιλιάδες φευγαλέα φιλιά. Έπεφτε σε μια ληθαργική κατάσταση, που την έριχνε ακίνητη στην επιφάνεια, την ώρα που το νερό γλιστρούσε χαλαρά ανάμεσα στο μπανιερό και το δέρμα της, κάνοντας το ύφασμα να φουσκώνει˙ στριφογύριζε το κορμί της επάνω στα κοιμισμένο υδάτινο στρώμα σαν γατούλα πάνω στο χαλί˙ και πήγαινε από το λαμπερό νερό, εκεί όπου κολυμπούσε η σελήνη, στο σκοτεινό νερό, που μαύριζε κάτω από τα φυλλώματα, αναρριγώντας, σα να άφηνε μια ηλιόλουστη πεδιάδα, για να νιώσει τα παγωμένα κλαδιά του δάσους να πέφτουν επάνω στον λαιμό της.

Τώρα πήγαινε παράμερα για να γδυθεί, κρυβόταν. Μέσα στο νερό παρέμενε σιωπηλή˙ δεν ήθελε πια να την αγγίζει ο Σιλβέρ˙ γλιστρούσε απαλά στο πλευρό του, κολυμπώντας με το σιγανό θρόισμα ενός πουλιού που περνάει ξυστά από έναν θάμνο˙ άλλοτε πάλι έφερνε βόλτες ολόγυρά του, νιώθοντας κάποιους αδιόρατους ανεξήγητους φόβους. Κι εκείνος τραβιόταν μακριά, κάθε φορά που πλησίαζε πολύ κοντά στο κορμί της. Το ποτάμι δεν τους προσέφερε τίποτα πια, πέρα από μια απαλή νάρκη, ένα ηδονικό μούδιασμα που τους αναστάτωνε με έναν παράξενο τρόπο. Ειδικά όταν τελείωναν το μπάνιο τους, αισθάνονταν κούραση και ζάλη. Φαίνονταν εξαντλημένοι. 

Η Μιέτ έκανε πολύ ώρα για να ντυθεί. Αρχικά φορούσε μονάχα την πουκαμίσα και το μεσοφόρι της˙ έπειτα παρέμενε εκεί, ξαπλωμένη στο γρασίδι, παραπονούμενη για κούραση, καλώντας τον Σιλβέρ, ο οποίος κρατιόταν σε απόσταση μερικών βημάτων, με το κεφάλι του αδειανό και τα μέλη του καταβεβλημένα από μια αλλόκοτη και συναρπαστική κούραση. Και στην επιστροφή τους, αγκαλιάζονταν με εντονότερη θέρμη, ένιωθαν πιο όμορφα μέσα στα ρούχα τους καθώς το μπάνιο είχε κάνει το σώμα τους απαλότερο και σταματούσαν συχνά αναστενάζοντας βαθιά. Ο τεράστιος κότσος της Μιέτ που παρέμενε υγρός, ο λαιμός, οι ώμοι της ανέδιναν ένα άρωμα φρεσκάδας, μια μυρωδιά καθαριότητας που ξετρέλαινε το νεαρό αγόρι. Ευτυχώς ένα βράδυ η κοπέλα δήλωσε πως δεν ήθελε να συνεχίσει τα μπάνια, καθώς το κρύο νερό της ανέβαζε το αίμα στο κεφάλι. Χωρίς αμφιβολία έδωσε αυτήν την εξήγηση με όλη της την ειλικρινή αθωότητα.

Έτσι άρχισαν για άλλη μια φορά τις μακροσκελείς συζητήσεις τους. Στο μυαλό του Σιλβέρ δεν απέμεινε η ανάμνηση κανενός κινδύνου, από όσους είχε πρόσφατα διατρέξει η άγνωρη αγάπη τους, παρά μόνο ένας μεγάλος θαυμασμός για την σωματική διάπλαση της Μιέτ. Σε διάστημα δύο εβδομάδων είχε μάθει να κολυμπάει και συχνά, όταν παράβγαιναν, τον έφτανε στην δύναμη και την ταχύτητα. Αυτός, που λάτρευε τη δύναμη και τη σωματική άσκηση, ενθουσιαζόταν βλέποντάς την έτσι δραστήρια και επιδέξια. Ιδιαίτερα αγαπούσε τα δυνατά της μπράτσα. Ένα βράδυ, τον καιρό που τα μπάνια τους έδιναν ακόμα μια αίσθηση χαράς, πιάστηκαν ο ένας από τη μέση του άλλου, πάνω σε μια λωρίδα άμμου και άρχισαν να παλεύουν για κάμποσα λεπτά, χωρίς να καταφέρει ο Σιλβέρ να τη ρίξει κάτω˙ έπειτα το αγόρι έχασε την ισορροπία του και η κοπέλα απόμεινε όρθια. Της φερόταν σα να ήταν αληθινό αγόρι και όλες αυτές οι μακρινές αποδράσεις, τα άγρια κυνηγητά μέσα στα λιβάδια, η αναζήτηση των κρυμμένων φωλιών, εκείνα τα παλέματα κι όλα τα άγρια παιχνίδια τους προστάτευαν και τους εμπόδιζαν από το να λερώσουν την αγάπη τους.

Πέρα από το νεανικό του ενθουσιασμό για την παλικαριά της αγαπημένης του, ο Σιλβέρ ένιωθε για εκείνη και την τρυφερή συμπόνια που αισθανόταν πάντα για όλους τους βασανισμένους ανθρώπους. Αυτός που δεν άντεχε να δει ένα ταλαιπωρημένο πλάσμα, έναν φτωχό ή ένα παιδί που βάδιζε ξυπόλυτο στους σκονισμένους δρόμους, χωρίς έναν κόμπο να ανεβαίνει στο λαιμό του, αγαπούσε τη Μιέτ γιατί ζούσε αποδιωγμένη από όλους και όλα. Κάθε φορά που την άκουγε να γελά συγκινούταν από την χαρά που της έδινε. Επιπλέον ήταν κι εκείνη ένα αγριμάκι σαν κι αυτόν, και έτρεφαν ένα αμοιβαίο μίσος ενάντια στις κακογλωσσιές του προαστίου. Τα όνειρα που έκανε όταν, κατά την διάρκεια της ημέρας, έφτιαχνε τις στεφάνες για τους τροχούς στο εργαστήρι του αφεντικού του, χτυπώντας δυνατά το σφυρί του, ήταν γεμάτα από γενναιόδωρη τρέλα. 

Πίστευε πως ήταν ο απελευθερωτής της Μιέτ. Ξαναθυμόταν όλα όσα είχε διαβάσει˙ ήθελε να παντρευτεί κάποια μέρα τη φίλη του για να την ανεβάσει στα μάτια του κόσμου˙ είχε αναλάβει μια ιερή αποστολή, να λυτρώσει και να σώσει την κόρη του κατάδικου. Κι επειδή το κεφάλι του ήταν παραφουσκωμένο από τις θεωρίες δεν θεωρούσε τα πράγματα στην απλή μορφή τους˙ χανόταν μέσα στον απόλυτο σοσιαλιστικό μυστικισμό του, φανταζόταν μια αποκατάσταση που άγγιζε την αποθέωση, έβλεπε τη Μιέτ καθισμένη σε έναν θρόνο, στο τέρμα της λεωφόρου Σωβέρ και όλη την πόλη γονατισμένη να ζητάει άφεση, τραγουδώντας εγκώμια. Ευτυχώς ξεχνούσε όλα αυτά τα όμορφα πράγματα αμέσως μόλις η Μιέτ εμφανιζόταν επάνω στον τοίχο της και του έλεγε μόλις έφταναν στην δημοσιά:

«Ας τρέξουμε, θέλεις; Στοιχηματίζω πως δε θα μπορέσεις να με πιάσεις».

Παρόλο που ο νέος ονειρευόταν στο ξύπνιο του την αποθέωση της αγαπημένης του, είχε επίσης τόσο ανεπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης, που συχνά την έκανε να κλαίει, τις φορές που της μιλούσε για τον πατέρα της. Μπορεί η φιλία της με τον Σιλβέρ να είχε μαλακώσει αρκετά τον σκληρό χαρακτήρα της, ωστόσο συνέχιζε μερικές φορές να έχει κάποια οργισμένα ξεσπάσματα, κάποιες κακές στιγμές, όπου το πείσμα, η εξεγερμένη θερμόαιμη φύση της, την έκαναν άκαμπτη, αγριεύοντας την ματιά της, σφίγγοντας τα χείλη της. Τότε υποστήριζε πως ο πατέρας της έπραξε σωστά σκοτώνοντας τον χωροφύλακα, πως η γη ανήκει σε όλους και πως ο καθένας έχει το δικαίωμα να πυροβολήσει, όπου αυτός θέλει και όταν το θέλει. Και ο Σιλβέρ με την σοβαρή φωνή του της εξηγούσε τον νόμο, όπως τουλάχιστον εκείνος τον αντιλαμβανόταν, δίνοντας παράξενες ερμηνείες που θα άφηναν άναυδους όλους τους δικαστικούς του Πλασσάν. 

Αυτές οι συζητήσεις γίνονταν συνήθως σε κάποια απομονωμένη γωνιά των λιβαδιών του Σαιν Κλαιρ. Το σκουροπράσινο χαλί της χλόης απλωνόταν πέρα από εκεί που μπορούσε να φτάσει η ματιά τους, χωρίς ούτε ένα δέντρο να προβάλει ολόγυρα και ο ουράνιος θόλος φάνταζε τεράστιος γεμίζοντας τον αδειανό ορίζοντα με τα λαμπερά του αστέρια. Τα δύο παιδιά χάνονταν μέσα σε εκείνη τη χλοερή θάλασσα. Η Μιέτ αγωνιζόταν για πολύ ώρα˙ ρωτούσε τον Σιλβέρ, αν θα ήταν σωστότερο να άφηνε το πατέρας της το χωροφύλακα να τον σκοτώσει, κι ο Σιλβέρ έμενε για λίγο χωρίς να μιλά˙ έπειτα της έλεγε πως σε μια τέτοια περίπτωση είναι προτιμότερο να είναι κάποιος το θύμα παρά ο θύτης και ήταν φριχτό το να σκοτώνεις έναν συνάνθρωπο, ακόμα κι αν βρίσκεσαι σε νόμιμη άμυνα. Για εκείνον, ο νόμος ήταν ιερό πράγμα και οι δικαστές είχαν πράξει σωστά στέλνοντας τον Σαντεγκρέιλ στα κάτεργα. Το κορίτσι έβγαινε εκτός εαυτού, λίγο ακόμα και θα έπεφτε να τον φάει και του φώναζε πως είναι τόσο κακός, όσο κι ο υπόλοιπος κόσμος. 

Και καθώς το αγόρι συνέχιζε να υπερασπίζεται ανυποχώρητα τις ιδέες του περί δικαιοσύνης, η Μιέτ κατέληγε να ξεσπάει σε λυγμούς και ψέλλιζε πως σίγουρα εκείνος ντρεπόταν γι’ αυτήν, μιας και της υπενθύμιζε συνεχώς το έγκλημα του πατέρα της. Αυτές οι συζητήσεις τελείωναν μέσα στα δάκρυα και στην αμοιβαία συμπάθεια. Όσο όμως κι αν έκλαιγε και παραδεχόταν πως μπορεί και να κάνει λάθος, διατηρούσε στα μύχια της ψυχής της όλη της την αγριότητα και την οργή του αίματός της. Μια φορά του διηγήθηκε ξεκαρδισμένη από τα γέλια πως ένας χωροφύλακας έπεσε μπροστά στα μάτια της από το άλογό του κι έσπασε το πόδι του. Όμως, πέρα από όλα αυτά, η Μιέτ δεν ζούσε παρά μόνο για τον Σιλβέρ. Όταν εκείνος την ρωτούσε για το θείο και τον ξάδερφό της, του απαντούσε απλώς «Δεν ξέρω» κι αν αυτός επέμενε, φοβούμενος πως της φέρονται πολύ άσχημα στο Ζα Μεϊφράν, του έλεγε μονάχα πως δούλευε πολύ σκληρά και πως τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ωστόσο φοβόταν πως ο Ζυστέν είχε ανακαλύψει τελικά την αιτία που την έκανε να τραγουδάει τα πρωινά και που γέμιζε τη ματιά της με γλυκύτητα. Αλλά αμέσως προσέθετε:

«Και τι με αυτό; Αν έρθει ποτέ να μας ενοχλήσει θα του κάνουμε μια τέτοια υποδοχή που θα τον κρατήσει, μια για πάντα, μακριά από τις υποθέσεις μας».

Που και που, η ανοιχτή εξοχή και οι μακρινές βόλτες στον καθαρό αέρα τους κούραζαν. Τότε επέστρεφαν στο Αιρ Σαιν Μιτρ και στο στενό τους μονοπάτι το οποίο είχαν εγκαταλείψει εξαιτίας της φασαρίας που επικρατούσε εκεί τα καλοκαιρινά βράδια, τις δυνατές οσμές του πατημένου χορταριού και της δύσπνοιας που τους προκαλούσε η ενοχλητική ζέστη. Όμως υπήρχαν ορισμένα βράδια που το μονοπάτι ήταν πιο υποφερτό, καθώς ο φρέσκος αέρας το δρόσιζε, οπότε μπορούσαν να παραμείνουν εκεί χωρίς να αισθάνονται δυσφορία. Τότε απολάμβαναν μία ιδιαίτερα ευχάριστη ξεκούραση. Καθισμένοι επάνω στην ταφόπλακα, αδιαφορώντας για τον θόρυβο των παιδιών και των τσιγγάνων, βρίσκονταν πάλι στο προσφιλές τους καταφύγιο. Ο Σιλβέρ μάζευε κάποιες φορές κομμάτια οστών, ακόμα και απομεινάρια από κρανία και τους άρεσε να συζητούν για το παλιό κοιμητήριο. Η δυνατή τους φαντασία τους έκανε να σκέφτονται αόριστα, πως η αγάπη τους είχε αναδυθεί σαν ένα γερό και δυνατό φυτό μέσα από αυτό το χώμα το οποίο ο θάνατος είχε λιπάνει. 

Φύτρωνε και μεγάλωνε εκεί μέσα στην άγρια βλάστηση˙ άνθιζε εκεί μαζί με τις παπαρούνες που ανέμιζαν σε κάθε φύσημα του αέρα, θυμίζοντας ολάνοιχτες, ματωμένες καρδιές. Έτσι εξηγούσαν και τις ζεστές αναπνοές που τους χάιδευαν τα πρόσωπα, τους ψιθύρους που άκουγαν στις σκιές, το βαθύ ρίγος που τράνταζε το μονοπάτι: στην πραγματικότητα οι πεθαμένοι εξέπνεαν τα χαμένα πάθη τους επάνω στα πρόσωπά τους, οι νεκροί που τους εξιστορούσαν τις γαμήλιες νύχτες τους, οι νεκροί που στριφογύριζαν στους τάφους τους φλεγόμενοι από την μανιασμένη τους επιθυμία να ερωτευτούν, να νιώσουν την αγάπη για άλλη μια φορά. Αυτά τα κομμάτια των οστών, το ήξεραν καλά, ήταν γεμάτα από αγάπη για τα δύο παιδιά˙ τα σπασμένα κρανία θερμαίνονταν από την θέρμη της νιότης τους, τα ελάχιστα απομεινάρια τους περιέβαλλαν με έναν χαριτωμένο μουρμουρητό, με μια αγωνιώδη φροντίδα και ένας ζηλιάρικο ρίγος. 

Και κάθε φορά που οι δύο νέοι απομακρύνονταν, το παλιό κοιμητήριο έκλαιγε. Εκείνα τα αγριόχορτα που μπλέκονταν στα πόδια τους τις νύχτες της φωτιάς και τους έκαναν να παραπατούν, ήταν δάχτυλα, αδυνατισμένα από τον τάφο, που πρόβαλλαν από το έδαφος για να τους καθυστερήσουν και να ρίξουν τον ένα στην αγκαλιά του άλλου. Η οξεία και διαπεραστική οσμή που απέπνεαν οι σπασμένοι μίσχοι, ήταν το άρωμα της γονιμότητας, ο πανίσχυρος χυμός της ζωής, που έβγαινε από τα φέρετρα για να μεθύσει από επιθυμία τους εραστές που περιπλανιούνταν στην μοναξιά των μονοπατιών. Οι πεθαμένοι, οι από καιρό νεκροί, περίμεναν με ανυπομονησία τους γάμους της Μιέτ και του Σιλβέρ.

Ποτέ οι δυο νέοι δεν είχαν φοβηθεί. Η τρυφερότητα που ένιωθαν πως τους περιέβαλλε τους έκανε να αγαπούν τα αόρατα όντα και συχνά αισθάνονταν το άγγιγμά τους, σαν ένα απαλό φτερούγισμα. Μερικές φορές τους κατέβαλλε μια γλυκιά μελαγχολία και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ήθελαν από αυτούς οι νεκροί. Συνέχιζαν να ζουν την άγνωρη αγάπη τους, μέσα σε αυτή τη ροή ενέργειας, στα βάθη αυτού του εγκαταλειμμένου νεκροταφείου με το λιπασμένο χώμα που ξεχείλιζε από ζωή και που απαιτούσε επιτακτικά την ένωσή τους. Στα αυτιά τους ηχούσαν συγκεχυμένες και ακατάληπτες καμπανιστές φωνές, όμοιες με απότομους παλμούς που ανέβαζαν όλο τους το αίμα στα πρόσωπά τους. Υπήρχαν ημέρες που το βουητό των νεκρών γινόταν πολύ δυνατό και τότε η Μιέτ νωχελική μέσα στον πυρετό της, μισογερμένη επάνω στην ταφόπλακα κοιτούσε τον Σιλβέρ με μάτια που γυάλιζαν σα να του έλεγε: 

«Τι θέλουν, λοιπόν; Γιατί φυσούν τη φλογισμένη τους ανάσα μέσα στις φλέβες μου;». 

Και ο Σιλβέρ τσακισμένος και γεμάτος ταραχή δεν τολμούσε να της απαντήσει, δεν τολμούσε να επαναλάβει τις φλεγόμενες λέξεις που έπιανε στον αέρα, τις τρελές συμβουλές που του έδιναν τα ψηλά αγριόχορτα, τις ικεσίες ολόκληρου του μονοπατιού, των κακοσκεπασμένων τάφων που καίγονταν να χρησιμεύσουν σαν κρεβάτι για τους έρωτες των δύο παιδιών.

Συχνά αναρωτιούνταν για τα οστά που ανακάλυπταν. Η Μιέτ με το γυναικείο της ένστικτο λάτρευε τις λυπητερές ιστορίες. Η κάθε νέα ανακάλυψη πυροδοτούσε μια ατελείωτη σειρά από υποθέσεις. Αν το οστό ήταν μικροσκοπικό τότε θα μιλούσε για ένα όμορφο κορίτσι που πέθανε από φθίση ή πυρετό μια μέρα πριν από τον γάμο της˙ αν το οστό ήταν μεγάλο, φανταζόταν έναν ηλικιωμένο άνδρα, έναν στρατιωτικό ή δικαστή, κάποιον τελοσπάντων φοβερό και τρομερό. Η ταφόπλακα ιδιαίτερα τους απασχόλησε για κάμποσο καιρό. Κάποια όμορφη φεγγαρόλουστη νύχτα, η Μιέτ είχε αναγνωρίσει, πάνω στη μια όψη της κάποια χαραγμένα και μισοσβησμένα γράμματα. Ο Σιλβέρ υποχρεώθηκε να απομακρύνει τα βρύα με το μαχαίρι του. έπειτα διάβασαν την κομματιασμένη επιγραφή: «Ενθάδε κείται… Μαρί… πέθανε… Και η Μιέτ, βρίσκοντας το όνομά της στον τάφο, δοκίμασε μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο Σιλβέρ την αποκάλεσε «μεγάλο μωρό». 

Όμως εκείνη δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Έλεγε πως είχε δεχτεί μια μαχαιριά στην καρδιά, πως σύντομα θα πέθαινε και πως η αυτή η ταφόπλακα προοριζόταν για την ίδια. Ο νεαρός πάγωσε κι αυτός με την σειρά του. Παρόλα αυτά κατάφερε να την κάνει να ντραπεί γι’ αυτές της τις σκέψεις. Πως! Εκείνη, η τόσο ατρόμητη, να σκαρφίζεται τέτοιες ονειροφαντασίες! Στο τέλος κατέληξαν να βάλουν τα γέλια. Από τότε απέφευγαν να μιλάνε γι’ αυτό το θέμα. Αλλά τις ώρες της μελαγχολίας, όταν ο συννεφιασμένος ουρανός σκόρπιζε μια θλίψη επάνω στο μονοπάτι, η Μιέτ άθελά της μνημόνευε αυτήν την νεκρή, αυτή την άγνωστη Μαρί, της οποίας ο τάφος φιλοξενούσε εδώ και τόσο καιρό τις συναντήσεις τους. 

Τα οστά της φτωχής κοπέλας ίσως να βρίσκονταν ακόμα θαμμένα εκεί. Ένα βράδυ είχε μια παράξενη έμπνευση και ζήτησε από τον Σιλβέρ να σπρώξει την ταφόπλακα, για να δουν τι υπήρχε από κάτω. Αυτός αρνήθηκε, σαν να επρόκειτο για ιεροσυλία, και η άρνησή του αυτή  έγινε η αιτία να συνεχιστούν οι ονειροπολήσεις της Μιέτ σχετικά με το αγαπημένο φάντασμα που έφερε το όνομά της. Ήταν απόλυτα πεπεισμένη πως εκείνη η κοπέλα είχε πεθάνει στην ηλικία της, στα δεκατρία της χρόνια, γεμάτη από αγάπη. Έφτασε στο σημείο να λυπάται την ταφόπλακα, αυτήν την πέτρα πάνω στην οποία πατούσε τόσο ελαφρά, που κάθονταν επάνω της τόσο συχνά, αυτήν την πέτρα που είχε παγώσει ο θάνατος και που η αγάπη τους είχε ξαναζεστάνει. Η Μιέτ συμπλήρωνε:

«Θα δεις, αυτή η ταφόπλακα θα μας φέρει δυστυχία… Εγώ, αν πέθαινες, θα ερχόμουν να πεθάνω εδώ πέρα, και θα ήθελα κάποιος να κυλήσει την πέτρα και να σκεπάσει με αυτή το κορμί μου».

Ο Σιλβέρ με έναν κόμπο στον λαιμό, την μάλωνε που σκεφτόταν τέτοια θλιβερά πράγματα.
Και κάπως έτσι θέριευε η αγάπη τους μέσα στο στενό μονοπάτι και την ανοιχτή εξοχή. Το ειδύλλιό τους πέρασε μέσα από τις παγωμένες βροχές του Δεκέμβρη και τους ανυπόφορους καύσωνες του Ιουλίου, χωρίς να ξεπέσει στις ντροπές των κοινών ερώτων˙ διατήρησε την εκλεπτυσμένη γοητεία του αρχαίου ελληνικού μυθιστορήματος, με την φλογερή του αγνότητα και τα αθώα φτερουγίσματα της σάρκας που ποθεί και αγνοεί συνάμα. Οι νεκροί, οι από καιρό πεθαμένοι, ψιθύριζαν μάταια μέσα στα αυτιά τους. Το παλιό κοιμητήριο τους προσέφερε μονάχα μια τρυφερή μελαγχολία και το ακαθόριστο προαίσθημα μιας ζωής που πρόκειται να τελειώσει σύντομα˙ μια φωνή τους προμηνούσε πως θα χάνονταν σύντομα μέσα στην έξαψη της παρθενικής τους αγάπης, πριν από τους γάμους τους, προτού προφτάσει να δοθεί ολοκληρωτικά ο ένας στον άλλο. Αναμφίβολα ήταν εκεί, πάνω σε εκείνη την ταφόπλακα, την κρυμμένη μέσα στα πυκνά αγριόχορτα, που για πρώτη φορά πόθησαν τον θάνατο και ένιωσαν την  σκληρή επιθυμία να ξαπλώσουν μαζί μέσα στο χώμα κι αυτός ήταν ο λόγος που τώρα έχαναν τα λόγια τους, στην άκρη του δρόμου που οδηγούσε στο Ορσέρ, εκείνη την Δεκεμβριάτικη νύχτα, την ώρα που οι δύο καμπάνες επαναλάμβαναν τα πένθιμα καλέσματά τους.

Η Μιέτ κοιμόταν ειρηνικά, με το κεφάλι της επάνω στο στήθος του Σιλβέρ, την ώρα που εκείνος αναπολούσε τις περασμένες τους συναντήσεις, εκείνα τα όμορφα χρόνια της αδιάκοπης ευτυχίας τους. Την αυγή το κορίτσι ξύπνησε. Μπροστά τους απλωνόταν η πεδιάδα, ευδιάκριτη κάτω από τον λαμπερό ουρανό. Ο ήλιος κρυβόταν ακόμα πίσω από τις πλαγιές. Μια κρυστάλλινη καθαρότητα, διαυγής και παγωμένη, έρρεε από τον χλωμό ορίζοντα. Πέρα μακριά, ο Βιόρν όμοιος με λευκή μεταξένια κορδέλα, χανόταν ανάμεσα στα κόκκινα και κίτρινα εδάφη. Η θέα ήταν απεριόριστη, γεμάτη από τις γκρίζες θάλασσες των ελαιώνων, και των αμπελιών, που θύμιζαν ριγωτό ύφασμα, ολόκληρη η περιοχή φαινόταν μεγεθυμένη από την καθαρότητα του αέρα και την παγωμένη γαλήνη. Ο άνεμος που φυσούσε με κοφτές αύρες είχε παγώσει τα πρόσωπα των παιδιών. Σηκώθηκαν όρθιοι, ανανεωμένοι, χαρούμενοι που επιτέλους είχε ξημερώσει. Η νύχτα είχε φύγει παίρνοντας μαζί της την τρομαχτική της θλίψη και τώρα πια κοίταζαν με ευχαρίστηση τον αχανή κύκλο της πεδιάδας και άκουγαν το χτύπημα των δύο καμπάνων, που πλέον έμοιαζε με χαρούμενες καμπανοκρουσίες μιας γιορτινής ημέρας.

«Α! Τι καλά που κοιμήθηκα! Φώναξε η Μιέτ. Ονειρευόμουν πως με φιλούσες… Στ’ αλήθεια πες μου, με φιλούσες;

- Είναι πολύ πιθανό, της απάντησε ο Σιλβέρ γελώντας. Γύρευα λίγη ζεστασιά. Κάνει το κρύο της αρκούδας.

- Εγώ κρυώνω μονάχα στα πόδια.

- Ε, καλά, τότε ας τρέξουμε… Μας μένουν ακόμα οχτώ χιλιόμετρα να διανύσουμε. Θα ζεσταθείς στα σίγουρα.

Κατέβηκαν τον λόφο και έφτασαν, τρέχοντας, πίσω στον μεγάλο δρόμο. Τότε σήκωσαν το κεφάλι σαν να αποχαιρετούσαν εκείνον τον βράχο πάνω στον οποίο είχαν κλάψει, ανταλλάσσοντας καυτά φιλιά. Όμως δεν ξαναμίλησαν γι’ αυτές τις φλογερές τρυφερότητες που τους είχαν γεννήσει μια καινούργια, απροσδιόριστη ανάγκη, την οποία δεν τολμούσαν ακόμα να εκφράσουν. Δεν προσέφερε καν ο ένας το μπράτσο του στον άλλο με το πρόσχημα ότι έτσι θα βάδιζαν ταχύτερα. Και προχωρούσαν με κέφι, αν και αισθάνονταν λιγάκι μπερδεμένοι, χωρίς κι οι ίδιοι να ξέρουν τον λόγο, κάθε φορά που τύχαινε να ανταλλάξουν κάποια ματιά. Ολόγυρά τους η ημέρα μεγάλωνε. Ο νεαρός άνδρας, που το αφεντικό του τον είχε στείλε κάμποσες φορές ως το Ορσέρ, διάλεγε χωρίς δισταγμό, τα σωστά μονοπάτια, αυτά που θα έκαναν τη διαδρομή τους πιο σύντομη. Με αυτόν τον τρόπο περπάτησαν για πάνω από οχτώ χιλιόμετρα, διασχίζοντας εγκαταλειμμένα μονοπάτια, περνώντας από φράχτες και μισογκρεμισμένους τοίχους. Η Μιέτ άρχισε να φοβάται πως ο Σιλβέρ είχε χάσει τον δρόμο. Συχνά για ένα ολόκληρο τέταρτο της ώρας δεν μπορούσαν να δουν την γύρω περιοχή και πάνω από τους τοίχους και τους φράχτες δεν υπήρχε τίποτα, πέρα από μακριές σειρές αμυγδαλιών που με τα λεπτά κλαδιά τους έμοιαζαν να τείνουν προς τον ουρανό.

Και εντελώς αναπάντεχα βγήκαν ακριβώς μπροστά στο Ορσέρ. Δυνατές φωνές χαράς, η μεγάλη φασαρία του συγκεντρωμένου πλήθους έφτασε αμέσως ως τα αυτιά τους, ταξιδεύοντας ταχύτατα μέσα από τον καθαρό αέρα. Ο επαναστατικός στρατός τώρα μόλις έφτανε στην πόλη. Η Μιέτ και ο Σιλβέρ μπήκαν μαζί με τους τελευταίους. Ποτέ πριν δεν είχαν ξαναδεί παρόμοιο ενθουσιασμό. Κρίνοντας από τους δρόμους, κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει πως ήταν ημέρα λιτανείας, οπότε τα παράθυρα είναι στολισμένα με πλουμιστά υφάσματα προκειμένου να υποδεχτούν την περιφορά της εικόνας. Οι πολίτες υποδέχονταν τους επαναστάτες σαν ελευθερωτές. Οι άντρες τους αγκάλιαζαν και οι γυναίκες τους προσέφεραν φαγητό. Και καθισμένοι, μπροστά στις πόρτες, υπήρχαν ηλικιωμένοι άνδρες που έκλαιγαν. Μια απόλυτα μεσογειακή χαρά κατέκλυζε τα πάντα με ένα θορυβώδη τρόπο, με τραγούδια, χορούς, χειρονομίες. Καθώς περνούσε η Μιέτ, παρασύρθηκε από μία τεράστια Φαραντόλα που στριφογυρνούσε ολόγυρα από την κεντρική πλατεία της πόλης. Ο Σιλβέρ την ακολούθησε. Η ιδέα του θανάτου και όλη του η απογοήτευση είχε πλέον χαθεί για τα καλά. Ήθελε να πολεμήσει, να πιάσει τόπο η θυσία του. Η σκέψη της μάχης άρχισε να τον μεθάει για ακόμα μια φορά. Ονειρευόταν μια νίκη, μια ζωή γεμάτη ευτυχία πλάι στη Μιέτ, μέσα στη μεγάλη ειρήνη που θα εξασφάλιζε η παγκόσμια Δημοκρατία.

Η αδελφική υποδοχή των κατοίκων του Ορσέρ ήταν και η τελευταία χαρά των επαναστατών. Πέρασαν την υπόλοιπη ημέρα λάμποντας από αυτοπεποίθηση, τρέφοντας απεριόριστες ελπίδες. Οι όμηροί τους, ο διοικητής Σικαρντό, οι κύριοι Γκαρσονιέ, Περό και όλοι οι υπόλοιποι βρίσκονταν κλειδωμένοι μέσα σε ένα δωμάτιο του δημαρχείου, του οποίου τα παράθυρα έβλεπαν στην κεντρική πλατεία και από εκεί κοιτούσαν γεμάτοι από τρόμο και κατάπληξη, εκείνες τις φαραντόλες, εκείνους τους τεράστιους ενθουσιώδεις χειμάρρους που περνούσαν από μπροστά τους.

«Τι κτήνη! Μουρμούριζε ο διοικητής, ακουμπώντας στο περβάζι ενός παραθυριού, λες και βρισκόταν στο καλυμμένο με βελούδο θεωρείο κάποιου θεάτρου και συνέχιζε: Και να σκεφτεί κανείς πως δεν υπάρχουν μια δυο πυροβολαρχίες για καθαρίσουν μια και καλή αυτόν τον όχλο».

Ύστερα πρόσεξε τη Μιέτ και πρόσθεσε απευθυνόμενος στον κύριο Γκαρσονιέ:

«Να κοιτάξτε λοιπό κύριε δήμαρχε, αυτό το μεγάλο κορίτσι που είναι ντυμένο στα κόκκινα, εκεί πέρα. Είναι σκανδαλώδες. Κουβαλούν μαζί τους και τις ερωμένες τους. Αν συνεχιστεί αυτή κατάσταση θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα».

Ο κύριος Γκαρσονιέ κούνησε το κεφάλι λέγοντας κάτι για «αχαλίνωτα πάθη» και «τις χειρότερες ημέρες την ιστορίας μας». Ο κύριος Περό, άσπρος σαν το πανί, παρέμενε σιωπηλός˙ μόνο μια φορά άνοιξε τα χείλη του, για να πει στον Σικαρντό, που συνέχισε τον πικρόχολο μονόλογό του:

«Πιο σιγά, κύριε! Βάζετε τις ζωές μας σε κίνδυνο».

Στην πραγματικότητα οι επαναστάτες είχαν φερθεί σε αυτούς του κυρίους με απόλυτη ευγένεια. Το βράδυ μάλιστα τους παρείχαν ένα εξαιρετικό δείπνο. Ωστόσο για έναν φοβητσιάρη σαν τον συγκεκριμένο εφοριακό, τέτοιου είδους περιποιήσεις ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικές: οι επαναστάτες τους τάιζαν καλά για να τους παχύνουν, ώστε να μπορέσουν έπειτα να τους καταβροχθίσουν.

Το απόβραδο, ο Σιλβέρ συνάντησε τυχαία τον ξάδερφό του, τον γιατρό Πασκάλ. Ο επιστήμονας είχε ακολουθήσει τους αντάρτες πεζή, συζητώντας με τους εργάτες, οι οποίοι τον λάτρεψαν αμέσως. Αρχικά είχε προσπαθήσει να τους αποτρέψει από τη μάχη˙ στη συνέχεια σαν να είχε πειστεί από τα επιχειρήματά τους, είπε, χαμογελώντας με συγκρατημένη συμπάθεια:

«Ίσως και να έχετε δίκιο, φίλοι μου, οπότε πολεμήστε, αφού αυτό θέλετε. Εγώ θα είμαι εδώ για να περιποιούμαι τα τραύματά σας».

Το πρωί είχε αρχίσει να μαζεύει, κατά την διάρκεια της διαδρομής, βότσαλα και φυτά. Είχε μετανιώσει που δεν είχε πάρει μαζί του το γεωλογικό του σφυράκι και το βοτανολογικό του κουτί. Ως εκείνη την ώρα οι τσέπες του ξεχείλιζαν από τα πετρώματα και τα διάφορα βότανα προεξείχαν από το χειρουργικό βαλιτσάκι που κρατούσε κάτω από τη μασχάλη του.
«Για κοίτα, ώστε κι εσύ εδώ αγόρι μου; Φώναζε μόλις είδε τον Σιλβέρ. Νόμιζα πως ήμουν ο μόνος από την οικογένεια που ήρθε ως εδώ».

Πρόφερε τα τελευταία λόγια με μια κάποια ειρωνεία, εμπαίζοντας διακριτικά τον πατέρα του και τον θείο Αντουάν. Ο Σιλβέρ χάρηκε που συνάντησε τον ξάδερφό του˙ ο γιατρός ήταν ο μόνος από τους Ρουγκόν που του έσφιγγε το χέρι δημοσίως και του εξέφραζε τα ειλικρινή φιλικά συναισθήματά του. Και το αγόρι, βλέποντας τον καλυμμένο από τη σκόνη του δρόμου και πιστεύοντας πως τον είχε κερδίσει ο σκοπός των δημοκρατικών, εξέφρασε μια έντονη επιδοκιμασία. Του έκανε λόγο για τα δικαιώματα των ανθρώπων, για το ιερό τους καθήκον, για τον σίγουρο θρίαμβο με ένα νεανικό ενθουσιασμό. Ο Πασκάλ τον άκουγε χαμογελώντας˙ εξέταζε με περιέργεια τις χειρονομίες του, τις παθιασμένες εκφράσεις του προσώπου του, σαν να μελετούσε έναν ασθενή ή όπως θα ανέλυε μία ψυχική κατάσταση για να δει τι κρυβόταν στο βάθος αυτής την ψυχικής έξαψης.

«Μα τι φόρα έχεις πάρει! Τι φόρα! Είπε τελικά ο Πασκάλ. Α! είσαι αληθινός εγγονός της γιαγιάς σου!»

Και προσέθεσε με χαμηλωμένη τη φωνή, σαν χημικός που κρατάει σημειώσεις:

Υστερία ή μανία, σύμπλεγμα κατωτερότητας ή ανωτερότητας. Πάντα αυτοί οι διάβολοι των νεύρων!»

Έπειτα συμπέρανε μιλώντας μεγαλόφωνα, συνοψίζοντας τις σκέψεις του:

«Η οικογένεια είναι ολοκληρωμένη. Θα έχει έναν ήρωα ανάμεσα στα μέλη της».

Ο Σιλβέρ δεν τον άκουσε. Συνέχιζε να μιλάει για τη λατρεμένη του Δημοκρατία. Μερικά βήματα παρακάτω είχε σταματήσει η Μιέτ, πάντα τυλιγμένη μέσα στο μεγάλο, κόκκινο, γούνινο παλτό της˙ φρόντιζε να μην απομακρύνεται από τον Σιλβέρ, είχαν διασχίσει ολόκληρη την πόλη πιασμένοι ο ένας από το μπράτσο του άλλου. Αυτό το μεγάλο, κόκκινο κορίτσι κέντρισε τελικά το ενδιαφέρον του Πασκάλ˙ διέκοψε απότομα τον ξάδερφό και το ρώτησε:

«Ποια είναι αυτή η κοπέλα που έχεις μαζί σου;

- Είναι η γυναίκα μου, απάντησε πολύ σοβαρά ο Σιλβέρ.

Ο γιατρός γούρλωσε τα μάτια του. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Και καθώς ήταν πολύ ντροπαλός με τις γυναίκες, χαιρέτησε, φεύγοντας, τη Μιέτ βγάζοντας με μια βαθιά υπόκλιση το καπέλο του.

Τη νύχτα επικρατούσε μια μεγάλη αναστάτωση. Ένας άνεμος κακοτυχίας έπνεε ανάμεσα στους επαναστάτες. Ο ενθουσιασμός και η αυτοπεποίθηση της περασμένης ημέρας φαινόταν πως είχαν παρασυρθεί από το σκοτάδι. Το επόμενο πρωί τα πρόσωπά τους ήταν συννεφιασμένα˙αντάλλασσαν θλιμμένες ματιές και σιωπούσαν για ώρα γεμάτοι αποθάρρυνση. Κυκλοφορούσαν ανησυχητικές ειδήσεις˙ τα κακά νέα, που οι επικεφαλής είχαν καταφέρει να αποκρύψουν την προηγούμενη μέρα, ξεπήδησαν μέσα από εκείνο το αόρατο στόμα που σκορπάει την ανάσα του πανικού επάνω στο πλήθος. Οι φήμες έλεγαν πως το Παρίσι είχε ηττηθεί και πως οι επαρχίες ήταν δεμένες χεροπόδαρα˙ αυτές οι φήμες προσέθεταν πως ένας μεγάλος αριθμός στρατευμάτων είχε ξεκινήσει από τη Μασσαλία κάτω από τις διαταγές του συνταγματάρχη Μασόν και του κυρίου Ντε Μπλεριό, πού ήταν ο νομάρχης της περιοχής, και προήλαυναν για να καταστρέψουν τον επαναστατικό στρατό. Ήταν μια κατάρρευση, μια αφύπνιση γεμάτη από οργή και απελπισία. Αυτοί οι άνδρες που, μια μέρα πριν, φλέγονταν από πατριωτικό πυρετό τώρα αισθάνονταν το ρίγος, τη μεγάλη παγωμάρα της υποταγμένης Γαλλίας, που γονάτιζε εξευτελισμένη. 

Ώστε μόνο αυτοί είχαν το κουράγιο να κάνουν το καθήκον τους! Ήταν αυτοί, που σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή, αφήνονταν να χαθούν  μέσα στον γενικευμένο πανικό και τη θανατερή σιγή της χώρας˙ είχαν γίνει επαναστάτες˙  τώρα θα τους κυνηγούσαν και θα τους τουφέκιζαν σα να ήταν άγρια ζώα. Αυτοί, που είχαν ονειρευτεί έναν μεγάλο πόλεμο, τον ξεσηκωμό του λαού, την ένδοξη κατάκτηση της δικαιοσύνης. Τώρα, μέσα σε αυτήν την πανωλεθρία, σε αυτή την εγκατάλειψη αυτή η χούφτα ανθρώπων θρηνούσε για την σκοτωμένη της πίστη, το χαμένο όνειρο της δικαιοσύνης. Ορισμένοι, βρίζοντας τη Γαλλία ολόκληρη για την δειλία της, πετούσαν τα όπλα τους και πήγαιναν να καθίσουν στην άκρη του δρόμου˙ έλεγαν πως θα περίμεναν εκεί τις σφαίρες των στρατευμάτων, για δείξουν πώς πεθαίνει ένας δημοκράτης.

Παρ’ όλο που αυτοί οι άνδρες δεν είχαν τίποτα να προσμένουν πέρα από την εξορία ή τον θάνατο, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που λιποτάχτησαν. Μια αξιοθαύμαστη αλληλεγγύη ένωνε αυτούς τους πολεμιστές. Η οργή τους ξέσπασε ενάντια στους επικεφαλής τους. Εκείνοι ήταν τελείως ανίκανοι. Είχαν γίνει ανεπανόρθωτα σφάλματα˙ και τώρα, χαλαρωμένοι, χωρίς πειθαρχεία, προστατευμένοι υποτυπωδώς από ελάχιστους φρουρούς και κάτω από τις διαταγές κάποιων αναποφάσιστων ανδρών, οι αντάρτες βρίσκονταν στο έλεος των πρώτων στρατιωτών που θα κατέφθαναν.

Πέρασαν δυο ακόμα μέρες στο Ορσέρ, την Τρίτη και την Τετάρτη, χαραμίζοντας τον χρόνο τους και δυσχεραίνοντας την θέση τους. Ο στρατηγός, ο άνδρας με το σπαθί, που ο Σιλβέρ είχε δείξει στη Μιέτ πάνω στον δρόμο του Πλασσάν, δίσταζε, λυγίζοντας  κάτω από το βάρος της τρομερής ευθύνης που τον βάραινε. Την Πέμπτη, έκρινε πως η παραμονή τους στο Ορσέρ ήταν αναμφισβήτητα επικίνδυνη. Κατά τη μία η ώρα έδωσε το σύνθημα της υποχώρησης και οδήγησε τον μικρό στρατό του στα υψώματα του Σαιν Ρουρ. Εκεί πάνω η τοποθεσία ήταν στην κυριολεξία απόρθητη για όποιον ήξερε πώς να την υπερασπιστεί. Τα σπίτια του Σαιν Ρουρ ανέβαιναν αμφιθεατρικά κατά μήκος της μιας πλαγιάς˙ πίσω από την πόλη μεγάλα συμπλέγματα βράχων κλείνουν τον ορίζοντα˙ ο μόνος τρόπος να διαβεί κάποιος αυτό το φρούριο είναι από την πλευρά της πεδιάδας του Νορ, η οποία εκτείνεται ως το βάθος του οροπεδίου. Ένα πλάτωμα που είχε μετατραπεί σε δημόσιο δρόμο, φυτεμένο με υπέροχες φτελιές κυριαρχούσε στον κάμπο. 

Σε εκείνο το πλάτωμα στρατοπέδευσαν οι αντάρτες. Χρησιμοποίησαν ένα πανδοχείο το «Μυλ Μπλανς» για να φυλακίσουν τους ομήρους τους, στα μισά περίπου της διαδρομής τους. Η νύχτα έπεσε βαριά και σκοτεινή. Κάποιοι έκαναν λόγο για προδοσία. Το ξημέρωμα, ο άνδρας με το ξίφος, που είχε αμελήσει να πάρει και τα απλούστερα μέτρα προφύλαξης, επιθεώρησε τους στρατιώτες του. Οι ομάδες στοιχήθηκαν με την πλάτη τους γυρισμένη προς την πεδιάδα, με τα παράξενα, ετερόκλιτα κοστούμια τους, τα καφέ σακάκια, τα σκούρα παλτά, τις μπλε πουκαμίσες τους, δεμένες σφιχτά με κόκκινα ζωνάρια˙ τα όπλα τους, που αποτελούσαν ένα επιπλέον παράδοξο συνονθύλευμα, άστραφταν κάτω από τον λαμπερό ήλιο, τα φρεσκοακονισμένα δρεπάνια, τα μεγάλα φτυάρια σκαψίματος, οι καφετιές καραμπίνες. Και την στιγμή που ο αυτοσχέδιος στρατηγός ίππευε ανάμεσα στον λιγοστό του στρατό, ένας φρουρός που είχε ξεχαστεί σε έναν ελαιώνα, έφτασε τρέχοντας κατά πάνω τους, χειρονομώντας και φωνάζοντας:

«Οι στρατιώτες! Οι στρατιώτες!».

Εκείνο το συναίσθημα ήταν αδύνατο να περιγραφεί. Αρχικά πίστεψαν πως επρόκειτο για λάθος συναγερμό. Οι αντάρτες, ξεχνώντας κάθε πειθαρχία, γύρισαν προς τα εμπρός και έτρεξαν ως το τέρμα του πλατώματος για να δουν τους στρατιώτες. Οι σειρές είχαν χαλάσει. Και όταν η μαύρη γραμμή του στρατεύματος έκανε την εμφάνισή της, σε απόλυτη ευθυγράμμιση, με τις ξιφολόγχες τους να λάμπουν, πίσω από το γκρίζο παραπέτασμα των ελαιόδεντρων, σημειώθηκε μια κίνηση υποχώρησης, μια σύγχυση που επέτρεψε να διαπεράσει το πλάτωμα, από άκρη σε άκρη, ένα ρίγος πανικού.

Ωστόσο τα σώματα του Λαπαλύ, και του Σαιν Μαρτάν ντε Βω, ανασυντάχθηκαν και στάθηκαν εκεί, στην θέση τους, αγέρωχοι και ετοιμοπόλεμοι. Ένας ξυλοκόπος ένας γίγαντας, ένα κεφάλι ψηλότερος από τους υπόλοιπους συντρόφους του, φώναξε, κουνώντας το κόκκινο μαντήλι του:

«Στα όπλα, Σαβανόζ,  Γκράιγ, Πουζόλ, Σαιντ Ετρόπ! Στα όπλα Τουλέτ! Στα όπλα Πλασσάν».

Τα πλήθη ξεχύθηκαν κατά μήκος του πλατώματος. Ο άνδρας με το σπαθί, περιστοιχισμένος από τους άνδρες του Φαβρόλ, απομακρύνθηκε μαζί με κάμποσα τμήματα από τις αγροτικές περιοχές, το Βερνού, Κορμπιέρ, Μαρσάν, Προυινά, για να κυκλώσει τον εχθρό και να του επιτεθεί. Οι άλλοι από το Βαλκεράς, Ναζέρ, Καστέλ λε Βιέ, Ρος Νουάρ, Μυρνταράν, εφόρμησαν από τα αριστερά και ακροβολίστηκαν ως πυροβολητές κατά μήκος της πεδιάδας του Νορ.

Και καθώς άδειαζε ο δρόμος, οι πόλεις και τα χωριά που ο ξυλοκόπος είχε καλέσει για βοήθεια, ενώθηκαν όλες μαζί κάτω από τις φτελιές, συγκροτώντας ένα μαύρο συνονθύλευμα, ακανόνιστο, έξω από κάθε κανόνα στρατηγικής, που είχε κυλήσει ως εκεί σαν βράχος σε κατολίσθηση, για να φράξει τον δρόμο ή να τσακιστεί προσπαθώντας. Το Πλασσάν βρισκόταν στη μέση αυτού του ηρωικού τάγματος. Ανάμεσα στο γκρίζο χρώμα από τις πουκαμίσες και τα σακάκια και τις μπλε λάμψεις των όπλων, το κόκκινο γούνινο παλτό της Μιέτ, που κρατούσε τη σημαία με τα δυο της χέρια, ξεχώριζε σαν μεγάλος κόκκινος στόχος, σαν πληγή, ανοιχτή που αιμορραγούσε.

Ξαφνικά μια απόλυτη σιγή σκέπασε τα πάντα. Σε ένα από τα παράθυρα του Μυλ Μπλανς εμφανίστηκε το κατάχλωμο κεφάλι του κυρίου Περό, που άρχισε να μιλάει χειρονομώντας.
«Τράβα πίσω και κλείσε τα παντζούρια, του φώναξαν έξαλλοι οι αντάρτες˙  διαφορετικά κινδυνεύεις να σκοτωθείς».

Τα παντζούρια έκλεισαν βιαστικά και δεν ακουγόταν τίποτα πια, εκτός από τα κανονισμένα, ρυθμικά βήματα των στρατιωτών που πλησίαζαν.

Πέρασε ένα λεπτό που έμοιαζε με αιώνα. Το στράτευμα είχε εξαφανιστεί˙ είχε κρυφτεί πίσω από ένα βαθούλωμα του ακανόνιστου εδάφους και σύντομα οι αντάρτες είδαν, από την πλευρά της πεδιάδας, κατά μήκος του εδάφους, τις μύτες από τις ξιφολόγχες που πλησίαζαν, μεγάλωναν, γλιστρούσαν κάτω από τον ανατέλλοντα ήλιο, σαν σταροχώραφο, σπαρμένο με ατσάλινα καρφιά. Ο Σιλβέρ μέσα σε εκείνη την στιγμή της πυρετικής έξαψης, νόμισε πως είδε να περνάει μπροστά του η μορφή του χωροφύλακα με το αίμα του οποίου είχαν βαφτεί τα χέρια του˙ ήξερε από τις αναφορές των συντρόφων του πως ο Ρενγκάντ δεν είχε πεθάνει, είχε απλώς χάσει το ένα του μάτι˙ και διέκρινε πολύ καθαρά εκείνον τον άνδρα με την άδεια, φριχτή κόχη του ματιού του, που έσταζε αίμα. Η έντονη ανάμνηση εκείνου του άνδρα τον οποίο δεν είχε ξανασκεφτεί από τότε που αναχώρησε από το Πλασσάν, του ήταν δυσβάσταχτη. Φοβόταν τους ίδιους του τους φόβους. Έσφιξε βίαια το τουφέκι του, με τα μάτια του θολωμένα σαν από κάποια ομίχλη, καιγόταν να πυροβολήσει, να διώξει το μονόφθαλμο φάντασμα με τις σφαίρες του. Οι ξιφολόγχες συνέχιζαν να ανεβαίνουν με βήμα αργό.

Όταν τα κεφάλια των στρατιωτών εμφανίστηκαν στην άκρη του πλατώματος, ο Σιλβέρ με μια ενστικτώδη κίνηση στράφηκε προς τη Μιέτ. Εκείνη, στεκόταν εκεί, γιγαντωμένη, με φλογισμένα μάγουλα, ανάμεσα στις πτυχώσεις της κόκκινης σημαίας˙ είχε σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της, για να δει το στράτευμα˙ η νευρική αναμονή έκανε τα ρουθούνια της να χτυπούν και τα λευκά, σαν νεαρού λύκου, δόντια της, πρόβαλλαν μέσα από τα κατακόκκινα χείλια της. Ο Σιλβέρ της χαμογέλασε. Δεν πρόλαβε να στρέψει το κεφάλι και ξάφνου, ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Οι στρατιώτες, που φαίνονταν μονάχα μέχρι τους ώμους, είχαν μόλις ρίξει τα πρώτα τους πυρά. Του φάνηκε πως ένας δυνατός άνεμος πέρασε πάνω από το κεφάλι του, την ώρα που μια βροχή από φύλλα, κομμένα από τις σφαίρες, έπεφταν από τις φτελιές. Ένας οξύς ήχος, όμοιος με ξερόκλαδο που σπάζει, τον έκανε να κοιτάξει προς τα δεξιά του. Είδε να κείτεται στο έδαφος ο ψηλός ξυλοκόπος, του οποίου το κεφάλι προεξείχε από των υπολοίπων, και είχε μια μικρή μαύρη τρύπα στη μέση του μετώπου του. 

Τότε ο Σιλβέρ πυροβόλησε με το τουφέκι του, ίσια μπροστά, χωρίς να σημαδέψει, έπειτα όπλισε πάλι και ξαναέριξε. Τα έκανε όλα αυτά, θολωμένος, με τη μανία του ζώου που δεν σκέφτεται τίποτα, που βιάζεται απλώς να σκοτώσει. Δεν μπορούσε πλέον να δει καθαρά τους στρατιώτες˙ καπνός αιωρούταν κάτω από τις φτελιές, σαν λωρίδες από γκρίζο τούλι. Τα φύλλα έλουζαν συνεχώς τους αντάρτες, γιατί ο στρατός έριχνε ασταμάτητα. Ανά διαστήματα, μέσα στους διαπεραστικούς ήχους των πυροβολισμών, ο νεαρός άκουγε ένα βογκητό, ένα χαμηλό κροτάλισμα˙ τότε η μικρή ομάδα των ανταρτών έκανε μια κίνηση, σα να άνοιγε χώρο για τον δύστυχο που έπεφτε, προσπαθώντας να αρπαχτεί από τους ώμους των διπλανών του. Δέκα λεπτά βάστηξαν αυτοί οι πυροβολισμοί.

Τότε ανάμεσα σε δύο βολές, ένας άνδρας φώναξε: «Τρέξτε να σωθείτε!», με φωνή γεμάτη από τρόμο. Ακούστηκαν μουρμουρητά, οργισμένοι ψίθυροι, που έλεγαν: «Δειλοί! Αχ! Δειλοί!». Φριχτές φήμες εξαπλώνονταν: ο στρατηγός είχε τραπεί σε φυγή˙ το ιππικό πετσόκοβε τους αντάρτες που είχαν ακροβολιστεί στην πεδιάδα του Νορ. Ωστόσο οι βολές δεν σταματούσαν, συνέχισαν να πέφτουν ακανόνιστες, σαν σπίθες φωτιάς μέσα στο καπνό. Μια βαριά φωνή επανέλαβε πως έπρεπε να πεθάνουν εκεί. Αλλά η φωνή του πανικού, ή φωνή του τρόμου, ούρλιαζε δυνατότερα: «Τρέξτε να σωθείτε! Τρέξτε να σωθείτε!». Κάποιοι άνδρες το έβαλαν στα πόδια, πετώντας τα όπλα τους, πηδώντας πάνω από τους νεκρούς. Οι υπόλοιποι συνέπτυξαν τις γραμμές τους. στο τέλος παρέμειναν δέκα αντάρτες. Οι δύο από αυτούς, το έσκασαν και από τους υπόλοιπους οχτώ, οι τρεις έπεσαν νεκροί από τα πυρά.

Τα δυο παιδιά είχαν απομείνει εκεί μηχανικά, χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα. Καθώς το τάγμα τους αποδεκατιζόταν, η Μιέτ σήκωσε ακόμα ψηλότερα την σημαία˙ την κρατούσε μπροστά της, σαν μεγάλη λαμπάδα, με σφιγμένες τις γροθιές της. Η σημαία ήταν κατατρυπημένη από τις σφαίρες. Ο Σιλβέρ ξέμεινε από όσα φυσίγγια είχε στις τσέπες του, σταμάτησε να πυροβολεί και βάλθηκε να κοιτάζει αμήχανα το τουφέκι του. Τότε μια σκιά πέρασε πάνω από το πρόσωπό του, λες κι ένα τεράστιο πουλί να τον είχε αγγίζει στο μέτωπο χτυπώντας τις φτερούγες του. Και υψώνοντας το βλέμμα, είδε τη σημαία που έπεφτε από τα χέρια της Μιέτ. Η κοπελίτσα με τα δυο χέρια σφιγμένα επάνω στο στήθος της, το κεφάλι της ριγμένο προς τα πίσω, με μια έκφραση ανείπωτου πόνου στο προσωπάκι της, έπεφτε αργά προς το έδαφος. Ούτε μια φωνή δεν βγήκε από τα χείλη της. Έπεσε πίσω, πάνω στο κόκκινο ύφασμα της σημαίας.

«Σήκω πάνω, άντε γρήγορα», είπε ο Σιλβέρ πιάνοντάς της το χέρι ενώ κόντευε να χάσει το μυαλό του.

Όμως εκείνη παρέμενε στο χώμα, με τα μάτια της ορθάνοιχτα, χωρίς να λέει λέξη. Ο Σιλβέρ κατάλαβε. Έπεσε στα γόνατα.

«Έχεις πληγωθεί, πες μου; Πού έχεις πληγωθεί;»

Εκείνη συνέχιζε να μη λέει λέξη˙ πνιγόταν˙ τον κοιτούσε με τα μεγάλα της μάτια ορθάνοιχτα, καθώς την συντάρασσαν σύντομοι σπασμοί. Τότε αυτός τράβηξε τα χέρια της μακριά.

«Είναι εκεί, έτσι δεν είναι; Είναι εκεί».

Και της έσκισε την μπλούζα, ελευθερώνοντας το στήθος της. Έψαξε, δεν βρήκε τίποτα. Τα μάτια του γέμισαν με δάκρυα. Τελικά κάτω από τον αριστερό μαστό, πρόσεξε μια μικρή ροζ τρυπίτσα˙ μονάχα μια στάλα αίμα έβγαινε από την πληγή.

«Δεν είναι τίποτα, τραύλισε˙ θα βρω τον Πασκάλ, θα σε κάνει καλά. Αν μπορούσε μόνο να σηκωθείς… Δεν μπορείς να σηκωθείς;»

Οι στρατιώτες δεν πυροβολούσαν άλλο πια˙ είχαν στραφεί στα αριστερά, καταδιώκοντας το άγημα που ακολουθούσε τον άνδρα με το σπαθί στην φυγή του. Καταμεσής του αδειανού πλατώματος είχε απομείνει μονάχα ο Σιλβέρ, γονατισμένος μπροστά στο σώμα της Μιέτ. Με ένα απελπισμένο πείσμα την είχε πάρει στην αγκαλιά του. Ήθελε να την σηκώσει όρθια˙ όμως το κορίτσι τραντάχτηκε από τον πόνο κι αυτός την ξάπλωσε ξανά κάτω. Την ικέτευε:

«Μίλησέ μου, σε παρακαλώ. Γιατί δε μου μιλάς;»

Δεν μπορούσε να του μιλήσει. Του έσφιξε τα χέρια, με μια απαλή, αργή κίνηση, σα να του έλεγε πως δεν ήταν δικό του το φταίξιμο. Τα σφιγμένα της χείλη άρχισαν να χαλαρώνουν κάτω από το άγγιγμα του θανάτου. Με τα μαλλιά της λυμένα, το κεφάλι της πεσμένο ανάμεσα στις κόκκινες πτυχώσεις της σημαίας, το μόνο επάνω της που είχε ακόμα κάποια ζωή, ήταν τα μαύρα μάτια της, που έλαμπαν μέσα στο κάτασπρο πρόσωπό της. Ο Σιλβέρ έκλαψε. Οι ματιές εκείνων των μεγάλων, θλιμμένων ματιών τον πλήγωναν. Διάβαζε μέσα τους μια βαθιά λύπη για την χαραμισμένη τους ζωή. Η Μιέτ του έλεγε πως έφευγε μόνη, πριν από τους γάμους τους, πως τον άφηνε προτού να γίνει γυναίκα του˙ του έλεγε επίσης πως εκείνος ήταν που θέλησε να έρθουν έτσι τα πράγματα, πως θα έπρεπε να την έχει αγαπήσει με τον απλό τρόπο που όλα τα αγόρια αγαπούν τα κορίτσια. Μέσα στην επιθανάτια αγωνία της, μέσα σε αυτήν την αδυσώπητη μάχη όπου η ζωντανή της φύση παραδινόταν σταδιακά στον θάνατο, έκλαψε για την παρθενικότητά της. 

Ο Σιλβέρ, σκύβοντας από πάνω της, κατάλαβε τους πικραμένους λυγμούς εκείνης της φλογερής σάρκας. Άκουσε από μακριά τις προτροπές των παλιών οστών˙ Αναθυμήθηκε εκείνα τα χάδια που τους έκαιγαν τα χείλια, μέσα στη νύχτα, στην άκρη του δρόμου: εκείνη κρεμόταν από τον λαιμό του, ζητώντας του ολόκληρη την αγάπη, κι αυτός, δεν ήξερε, την άφησε να φύγει σα μικρό κοριτσάκι, απελπισμένη που δεν πρόλαβε να δοκιμάσει τις ηδονές της ζωής. Έπειτα, μη θέλοντας να πάρει από αυτόν μονάχα την ανάμνηση του παιδικού συντρόφου και καλού φίλου, φίλησε το παρθενικό της στήθος και το αγνό, αμόλυντο λαιμό της, που ανακάλυπτε για πρώτη του φορά. Αγνοούσε αυτό το τρεμάμενο μπούστο, εκείνη την αξιοθαύμαστη νιότη. Τα δάκρυα του μούσκεψαν τα χείλη της. Μέσα σε αναφιλητά, πίεσε τα χείλη του επάνω στο νεανικό της δέρμα. Αυτά τα ερωτικά φιλιά καθρέφτισαν μια στερνή χαρά μέσα στα μάτια της Μιέτ.  Αγαπιούνταν κι έρωτάς τους τελείωνε μέσα στον θάνατο.

Όμως ο Σιλβέρ δεν μπορούσε να πιστέψει πως η καλή του θα πέθαινε. Της είπε:

«Όχι, θα δεις, δεν είναι τίποτα… Δεν χρειάζεται να μιλάς, αν αυτό σε κάνει να υποφέρεις… Περίμενε, θα σου ανασηκώσω το κεφάλι˙ θα σε ζεστάνω, τα χέρια σου είναι τόσο παγωμένα».

Οι πυροβολισμοί ξανάρχισαν από την αριστερή πλευρά, από την μεριά των ελαιώνων. Από το βάθος της πεδιάδας του Νορ ακούστηκε ο υπόκωφος ήχος από καλπασμούς αλόγων. Και κατά διαστήματα ακούγονταν οι δυνατές κραυγές των ανδρών που ξεκληρίζονταν. Πυκνά σύννεφα καπνού αιωρούνταν πάνω από τις φτελιές του πλατώματος. Όμως ο Σιλβέρ ούτε έβλεπε, ούτε άκουγε τίποτα πια. Ο Πασκάλ που κατέβαινε τρέχοντας την πλαγιά, τον είδε, πεσμένο στο χώμα και πλησίασε νομίζοντας πως είχε τραυματιστεί. Μόλις ο νεαρός τον αναγνώρισε, γαντζώθηκε πάνω του. Του έδειξε την Μιέτ.

«Να κοίτα, του είπε, είναι πληγωμένη, εκεί, κάτω από τον μαστό… Αχ! Τι καλά που ήρθες˙ τώρα θα την σώσεις».

Εκείνη την στιγμή, η ετοιμοθάνατη είχε έναν μικρό σπασμό. Μια σκιά πόνου πέρασε πάνω από το πρόσωπό της και τα σφιγμένα χείλια της άνοιξαν αφήνοντας μια μικρή ανάσα. Τα μάτια της, ορθάνοιχτα, απόμειναν να κοιτάζουν τον νεαρό άνδρα.

Ο Πασκάλ, που είχε γείρει από πάνω της, σηκώθηκε λέγοντας με χαμηλωμένη την φωνή του:

«Είναι νεκρή».

Νεκρή! Αυτή η λέξη έκανε τον Σιλβέρ να τρεκλίσει. Έπεσε πάλι στα γόνατά του˙ το κορμί του έφυγε προς πίσω, σαν τον είχε σπρώξει η μικρή εκπνοή της Μιέτ.

«Νεκρή! Νεκρή! Επαναλάμβανε, δεν είναι αλήθεια, αφού με κοιτάζει… το βλέπεις κι εσύ πως  με κοιτάζει».

Και αρπάζοντας τον γιατρό από το παλτό του, δεν τον άφηνε να φύγει, βεβαιώνοντάς τον πως έκανε λάθος, πως δεν είχε πεθάνει, πως θα μπορούσε να την σώσει, αν το ήθελε. Ο Πασκάλ πάλεψε απαλά, λέγοντας με την τρυφερή φωνή του:

«Δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτή, υπάρχουν άλλοι που με χρειάζονται… άφησέ με φτωχό μου αγόρι˙ πάει, πέθανε».

Στο τέλος ο Σιλβέρ τον άφησε και έπεσε κάτω ξανά. Νεκρή! Νεκρή! Συνεχώς αυτή η λέξη, που χτυπούσε σαν πένθιμη καμπάνα, μέσα στο αδειανό κεφάλι του! Όταν απέμεινε μόνος σύρθηκε κοντά στο νεκρό σώμα. Η Μιέτ εξακολουθούσε να τον κοιτάζει. Ύστερα έπεσε επάνω της, κύλησε το κεφάλι του επάνω στο γυμνό της στήθος, έλουσε το κορμί της με τα δάκρυά του. Ήταν ένα βίαιο ξέσπασμα. Ακούμπησε παράφορα τα χείλια του επάνω στην στρογγυλάδα των μαστών της, φυσώντας επάνω της ένα φιλί με όλη την δύναμη της αγάπης και της ζωής του, σα να ήθελε να την αναστήσει. Αλλά το σώμα της άρχισε να κρυώνει παρόλα τα χάδια του. Την ένιωθε χωρίς ζωή, άνευρη κάτω από το άγγιγμά του. Καταλήφθηκε από τρόμο˙ κάθισε κάτω, με πρόσωπο συστραμμένο, τα χέρια του να κρέμονται, κι απόμεινε έτσι, αποσβολωμένος, επαναλαμβάνοντας:

«Πέθανε, αλλά με κοιτάζει˙ δεν κλείνει τα μάτια της, ολοένα με κοιτάζει».

Αυτή η ιδέα τον γέμισε με ανείπωτη τρυφερότητα. Δεν κουνήθηκε άλλο πια. Αντάλλαξε με την Μιέτ μια μακριά ματιά, διαβάζοντας ακόμα μέσα σε εκείνα τα μάτια που ο θάνατος τα είχε κάνει βαθύτερα, την στερνή λύπη της κόρης που έκλαιγε την παρθενικότητα της.

Στο μεταξύ, το ιππικό συνέχιζε να πετσοκόβει τους φυγάδες μέσα στην πεδιάδα του Νορ˙ οι καλπασμοί των αλόγων, οι κραυγές των ετοιμοθάνατων, απομακρύνονταν, απαλύνονταν, σαν μουσική που μεταφέρεται από κάπου αλλού μέσα στον διαυγή αέρα. Ο Σιλβέρ δεν αντιλαμβανόταν πλέον τη σφαγή που μαινόταν ολόγυρά του. Δεν έβλεπε τον ξάδερφό του που ξανανέβηκε την πλαγιά και διέσχισε πάλι τον δρόμο. Καθώς περνούσε, ο Πασκάλ μάζεψε το τουφέκι του Μακάρ, το οποίο ο Σιλβέρ είχε πετάξει λίγο πιο πέρα˙ θυμόταν που το είχε δει να κρέμεται πάνω από το τζάκι της θείας Ντιντ και σκέφτηκε να το σώσει από τα χέρια των νικητών. Είχε μόλις προλάβει να μπει στο χάνι του Μυλ Μπλανς, όπου είχε μεταφερθεί ένα πλήθος τραυματιών, όταν μια ομάδα ανταρτών, κυνηγημένοι από τους στρατιώτες σαν κοπάδι ζώων, εισέβαλε στο πλάτωμα. Ο άνδρας με το ξίφος είχε καταφέρει να ξεφύγει˙ ήταν οι τελευταίες ομάδες των ανταρτών από την επαρχία, αυτές που εξολοθρεύονταν. 

Επρόκειτο για μία απάνθρωπη σφαγή. Μάταια ο συνταγματάρχης Μασόν και ο νομάρχης,  ο κύριο Ντε Μπλεριό, διέταζαν υποχώρηση, αισθανόμενοι οίκτο. Οι μαινόμενοι στρατιώτες συνέχιζαν να ρίχνουν στο ψαχνό και να καρφώνουν τους φυγάδες επάνω στους τοίχους χτυπώντας τους με τις ξιφολόγχες. Όταν δεν υπήρχαν πλέον άλλοι εχθροί στο διάβα τους, γάζωσαν με σφαίρες την πρόσοψη του Μυλ Μπλανς. Τα παραθυρόφυλλα έγιναν χίλια κομμάτια. Ένα παράθυρο, που είχε απομείνει μισάνοιχτο, έγινε θρύψαλα, κάνοντας ένα φοβερό πάταγο από τα σπασμένα γυαλιά. Θρηνητικές φωνές ακούγονταν από μέσα: «Οι όμηροι! Οι όμηροι!». Αλλά οι στρατιώτες δεν άκουγαν και εξακολουθούσαν να πυροβολούν. Κάποια στιγμή, ο διοικητής Σικαρντό, αγανακτισμένος, εμφανίστηκε στο κατώφλι κι άρχισε να μιλάει χειρονομώντας με τα χέρια. Δίπλα του φάνηκε η μικροκαμωμένη φιγούρα του κυρίου Περό, του εφοριακού, με τον ζωγραφισμένο επάνω στα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Με τις τελευταίες ριπές, ο κύριος Περό, έπεσε στο έδαφος, με το πρόσωπο προς το χώμα, σαν άμορφη μάζα.

Ο Σιλβέρ και η Μιέτ συνέχιζαν να κοιτάζονται. Ο νεαρός άνδρας παρέμενε σκυμμένος πάνω από τη νεκρή, μέσα στην κοσμοχαλασιά των πυροβολισμών και των κραυγών του θανάτου, χωρίς ούτε καν να γυρίσει το κεφάλι του. Αντιλήφθηκε μονάχα την παρουσία κάποιων ανδρών εκεί κοντά και καταλήφθηκε από αίσθημα αιδημοσύνης: σκέπασε με την κόκκινη σημαία το στήθος της Μιέτ. Ύστερα συνέχισε να την κοιτάζει.

Όμως η μάχη είχε τελειώσει. Η δολοφονία του εφοριακού ξεθύμανε το μένος των στρατιωτών. Κάποιοι άνδρες όργωναν το πλάτωμα από άκρη σε άκρη, για να μην αφήσουν ούτε έναν αντάρτη να διαφύγει. Ένας χωροφύλακας που είδε τον Σιλβέρ κάτω από τα δέντρα έτρεξε κατά το μέρος του. Όταν είδε πως είχε να κάνει με ένα παιδί του είπε:

«Τι κάνεις εκεί, μικρέ;»

Ο Σιλβέρ, με τα μάτια καρφωμένα στην Μιέτ, δεν του απάντησε.

«Α! Ο αλήτης, έχει τα χέρια του μαυρισμένα από την πυρίτιδα, ξεφύσησε ο άνδρας που είχε σκύψει για να δει καλύτερα. Άντε, σήκω πάνω, κανάγια! Ξέρεις τι σε περιμένει».

Και καθώς ο Σιλβέρ, χαμογελώντας αχνά, δεν έκανε ούτε βήμα, ο άνδρας συνειδητοποίησε πως το πτώμα που βρισκόταν εκεί, κάτω από την σημαία, ήταν το πτώμα μιας γυναίκας.

«Μια όμορφη κοπέλα, είναι κρίμα! Μουρμούρισε… Ήταν η φιλενάδα σου ε; Κατεργάρη!»

Έπειτα προσέθεσε γελώντας χωροφυλακίστικα:

«Άντε πάμε, σήκω!... Τώρα που πέθανε δε θα θες φυσικά να κοιμηθείς μαζί της».

Τράβηξε βίαια τον Σιλβέρ, τον έστησε όρθιο και τον πήρε μαζί του, σαν να ήταν σκυλί που το έσερνε από την ουρά. Ο Σιλβέρ αφέθηκε να τον τραβολογήσουν, χωρίς να πει λέξη, με την υποταγή μικρού παιδιού. Απλώς έστρεψε το κεφάλι και κοίταξε κατά την Μιέτ. Ήταν απελπισμένος που την άφηνε ολομόναχη, κάτω από τα δέντρα. Την κοίταξε από μακριά, για τελευταία φορά. Εκείνη, απόμεινε εκεί, αγνή, κάτω από την κόκκινη σημαία, με το κεφάλι ελαφρά ανασηκωμένο, και τα μεγάλα της μάτια να κοιτάζουν προς τον ουρανό. 

με την επιφύλαξη και διατήρηση παντός δικαιώματος  © 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου