Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Émile Zola - Η περιουσία των Ρουγκόν Κεφάλαιο 7

Émile Zola - Η περιουσία των Ρουγκόν Κεφάλαιο 7

Ο στρατός πέρασε ξανά από το Πλασσάν, την Κυριακή, δυο μέρες μετά από την σφαγή του Σαιντ Ρουρ. Μονάχα ο νομάρχης και ο συνταγματάρχης μπήκαν στην πόλη, ως καλεσμένοι σε δείπνο από τον κύριο Γκαρσονιέ. Οι στρατιώτες πέρασαν έξω από τα τείχη και στρατοπέδευσαν στο προάστιο στον δρόμο προς τη Νίκαια. Η Νύχτα έπεσε˙ ο ουρανός, που ήταν συννεφιασμένος από το πρωί, είχε πάρει μια παράξενη κίτρινη απόχρωση η οποία φώτιζε την πόλη με μια θολή λάμψη, όμοια με τις χάλκινες ανταύγειες της καταιγίδας. Οι κάτοικοι υποδέχτηκαν τους στρατιώτες με κάποιο δισταγμό˙ αυτοί οι πολεμιστές που αιμορραγούσαν ακόμα, που περνούσαν ταλαιπωρημένοι και αμίλητοι κάτω από το βρώμικο φεγγαρόφωτο, προκαλούσαν αποστροφή στους καθαρούς μεσοαστούς που βολτάριζαν στη λεωφόρο κι αυτοί οι κύριοι, την ώρα που πισωπατούσαν, διηγούνταν ο ένας στο αυτί του άλλου τρομερές ιστορίες που περιελάμβαναν πυροβολισμούς, άγρια αντίποινα και όλα εκείνα που η περιοχή θα θυμόταν για πάρα πολύ καιρό. 

Ο τρόμος του πραξικοπήματος είχε αρχίσει να γίνεται αισθητός, ένας γενικευμένος τρόμος, που έμελλε να κάνει όλον τον Νότο να αναριγεί για πάρα πολλούς μήνες. Το Πλασσάν μέσα στο φόβο του και στο μίσος του για τους επαναστάτες, είχε υποδεχτεί τον στρατό, κατά την πρώτη του άφιξη, με κραυγές ενθουσιασμού˙ όμως τώρα, μπροστά σε εκείνο το μαυρισμένο σύνταγμα, το έτοιμο ανά πάσα στιγμή να πυροβολήσει, οι ίδιοι ιδιοκτήτες και συμβολαιογράφοι της νέας πόλης, ψάχνονταν γεμάτοι αγωνία και αναρωτιούνταν μήπως είχαν διαπράξει κάποιο πολιτικό ατόπημα που θα μπορούσε να τους κοστίσει τη ζωή.

Οι αρχές του τόπου είχαν επιστρέψει την προηγουμένη, μέσα σε δύο κάρα, νοικιασμένα στο Σαιν Ρουρ. Κανένας δεν τους περίμενε στην επιστροφή τους κι έτσι η είσοδός τους δεν είχε τίποτα το θριαμβευτικό. Ο Ρουγκόν επέστρεψε στο δήμαρχο την πολυθρόνα του χωρίς ιδιαίτερη λύπη. Το παιχνίδι είχε τελειώσει˙ δεν έβλεπε την ώρα να καταφθάσει από το Παρίσι η πολυπόθητη ανταμοιβή του. Την Κυριακή – παρόλο που δεν το περίμενε νωρίτερα από την Δευτέρα – έλαβε ένα γράμμα από τον Εζέν. Η Φελισιτέ είχε φροντίσει ήδη από την Πέμπτη να στείλει στο γιο της τα φύλλα της Γκαζέττας και του Ανεξάρτητου, στα οποία μια δεύτερη έκδοση, ανέφερε τη μάχη της νύχτας και την άφιξη του νομάρχη. 

Τώρα ο Εζέν τους απαντούσε πως σύντομα θα έμπαιναν οι υπογραφές προκειμένου ο πατέρας του να εισπράξει το παραδάκι˙ επίσης του ανακοίνωνε ένα ακόμα ευχάριστο νέο: μόλις είχε λάβει το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής. Η Φελισιτέ συγκινήθηκε. Ο άνδρας της είχε παρασημοφορηθεί! Τα φιλόδοξα όνειρά της δεν είχαν ποτέ φτάσει μέχρι αυτό το σημείο. Ο Ρουγκόν, χλωμός από χαρά, δήλωσε πως έπρεπε να παραθέσουν ένα μεγάλο δείπνο, το ίδιο κιόλας βράδυ. Δεν υπολόγιζε πλέον τα έξοδα, ήταν διατεθειμένος να πετάξει τα τελευταία του εκατό σόλδια από το δύο παράθυρα του κίτρινου σαλονιού, για να γιορτάσει αυτήν την εξαιρετική περίσταση.

«Άκου, είπε στη σύζυγό του, πρέπει να καλέσεις τον Σικαρντό: Τόσο καιρό μας είχε ζαλίσει με τη ροζέτα (παράσημο) του. Έπειτα είναι ο Γκρανού και ο Ρουντιέ, στους οποίους ευχαρίστως θα έδειχνα ότι τα χοντρά τους πορτοφόλια δεν τους εξασφάλισαν το παράσημο. Ο Βουιγιέ είναι ένας σπαγκοραμμένος, αλλά ο θρίαμβος πρέπει να είναι ολοκληρωμένος˙ κάλεσε κι αυτός κι όλους τους λοιπούς ασήμαντους… Ξέχασα, πρέπει εσύ προσωπικά να βρεις τον μαρκήσιο˙ θα τον βάλουμε να καθίσει στα δεξιά σου, θα κάνει ωραία εντύπωση στο τραπέζι μας. Όπως γνωρίζεις ο κύριος Γκαρσονιέ δεξιώνεται τον συνταγματάρχη και το νομάρχη. Το κάνει όλο αυτό, για να μου δώσει να καταλάβω πως τώρα πια είμαι ένα τίποτα. Αλλά το αξίωμά του δε μου λέει τίποτα. Δεν του αποφέρει ούτε ένα σόλδι! Κάλεσε κι εμένα, αλλά θα του μηνύσω πως θα έχω κι εγώ επίσης καλεσμένους. Θα τους κοπεί αύριο το γέλιο… και φρόντισε όλα να είναι στην εντέλεια. Κανόνισε να έρθουν όλα από το Οτέλ ντε Προβάνς. Πρέπει να επισκιάσουμε το δείπνο του δημάρχου».

Η Φελισιτέ στρώθηκε στη δουλειά. Ο Πιέρ παρόλο που έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, είχε ακόμα μερικές ανησυχίες. Το πραξικόπημα θα τον βοηθούσε να ξεχρεώσει, ο Αριστίντ είχε μετανιώσει για τα σφάλματά του, και είχε επιτέλους ξεφορτωθεί τον Μακάρ˙ όμως φοβόταν κάποια ανοησία από τη μεριά του γιου του, Πασκάλ και κυρίως ανησυχούσε για την τύχη του Σιλβέρ, όχι δηλαδή πως λυπόταν, ούτε τόσο δα: απλώς φοβόταν πως η υπόθεση με τον χωροφύλακα μπορεί να έβγαινε στην επιφάνεια στο δικαστήριο. Αχ! Μακάρι μια βολική σφαίρα να είχε βγάλει από τη μέση αυτό το παλιόπαιδο! Όπως είχε σχολιάσει και η γυναίκα του το πρωί, τα εμπόδια έφευγαν από το δρόμο του˙ η οικογένειά του, που τόσες φορές τον είχε φέρει σε δύσκολη θέση, είχε, έστω και την τελευταία στιγμή, συμβάλει στην άνοδό του˙ οι γιοί του, ο Εζέν κι ο Αριστίντ, αυτοί οι δυο χαραμοφάηδες, που τον είχαν κάνει να μετανιώνει πικρά για όλα τα χρήματα που είχε διαθέσει στις σπουδές τους, τελικά μπόρεσαν να του αποφέρουν μεγάλο κέρδος. Ήταν ανάγκη η σκέψη αυτού του άθλιου του Σιλβέρ να έρθει, για να ταράξει την ώρα του θριάμβου του;

Την ώρα που η Φελισιτέ έτρεχε για τις προετοιμασίες του δείπνου, ο Πιέρ πληροφορήθηκε για την άφιξη του στρατού κι αποφάσισε να πάει μήπως και μάθαινε κάτι. Ο Σικαρντό, τον οποίο είχε ρωτήσει κατά την επιστροφή του, δεν ήξερε τίποτα: Μάλλον ο Πασκάλ είχε μείνει πίσω, για να φροντίσει τους τραυματίες˙ όσο για τον Σιλβέρ, ο διοικητής δεν τον είχε καν δει, άλλωστε τον ήξερε ελάχιστα. Έτσι ο Ρουγκόν τράβηξε κατά το προάστιο, κανονίζοντας να δώσει στον Μακάρ, επί τη ευκαιρία τα οχτακόσια φράγκα, τα οποία κατάφερε να συγκεντρώσει με μεγάλη δυσκολία. Μόλις όμως βρέθηκε μέσα στον συνωστισμό του στρατοπέδου, και είδε από μακριά τους αιχμαλώτους, καθισμένους στην σειρά επάνω στα δοκάρια του Αιρ Σαιν Μιτρ, να φυλάσσονται από οπλισμένους στρατιώτες, φοβήθηκε να εκτεθεί και έστριψε κατά το σπίτι της μητέρας του, αποφασίζοντας να στείλει τη μητέρα του για να ζητήσει πληροφορίες.

Όταν μπήκε στο χαμόσπιτο, είχε σχεδόν νυχτώσει. Αρχικά είδε μονάχα τον Μακάρ, που κάπνιζε και έπινε ασταμάτητα από ένα μικρό ποτηράκι.

«Εσύ είσαι; Χαίρομαι γι’ αυτό, μουρμούρισε ο Αντουάν, απευθυνόμενος στον αδερφό του χωρίς πολλές ευγένειες. Εδώ μέσα κόντεψα να γίνω αρχαίος. Έφερες τα λεφτά;»

Όμως ο Πιέρ δεν του απάντησε. Μόλις είχε προσέχει τον γιο του, τον Πασκάλ, γερμένο επάνω στο κρεβάτι. Τον άρχισε αμέσως στην ανάκριση. Ο γιατρός, παραξενεμένος από το ενδιαφέρον του, που αρχικά το απέδωσε στο πατρικό ενδιαφέρον, του απάντησε ατάραχα πως οι στρατιώτες τον είχαν συλλάβει και πως θα τον είχαν τουφεκίσει, χωρίς την παρέμβαση ενός θαρραλέου άνδρα, τον οποίο δεν γνώριζε. Αυτό που τον έσωσε ήταν η ιατρική του ιδιότητα και έτσι επέστρεψε με το στράτευμα. Αυτό ήταν μια τεράστια ανακούφιση για τον Ρουγκόν. Ακόμα ένας που δεν θα του δημιουργούσε προβλήματα. Εκδήλωσε τη χαρά του σφίγγοντάς του το χέρι ξανά και ξανά, όμως ο Πασκάλ δεν είχε ακόμα τελειώσει τη διήγησή του και του είπε με λυπημένη φωνή:

«Μη χαίρεσαι. Μόλις βρήκα την καημένη τη γιαγιά μου στην πιο άθλια κατάσταση. Της έφερα πίσω αυτήν την καραμπίνα, με την οποία έχει μεγάλο δέσιμο˙ και δείτε, την βρήκα εκεί πέρα, τελείως ακίνητη».

Τα μάτια του Πιέρ είχαν αρχίσει να συνηθίζουν στο σκοτάδι. Με τις τελευταίες αχτίδες της ημέρας που έσβηνε μπόρεσε να δει τη θεία Ντιντ, αγκυλωμένη, σαν νεκρή, επάνω στο κρεβάτι. Αυτό το ταλαίπωρο κορμί, που οι νευρώσεις το είχαν καταστρέψει από την ώρα που γεννήθηκε, είχε τσακιστεί από μια ισχυρότατη κρίση. Τα νεύρα της έμοιαζαν να έχουν στραγγίξει όλο της το αίμα˙ η αφανής ενέργεια αυτής της φλογερής σάρκας, είχε αρχίσει να εξαντλείται, έσβηνε μέσα στην αποχή που επέβαλε το γήρας, σωνόταν, μετατρέποντας τη δύστυχη γυναίκα σε πτώμα που μονάχα οι ηλεκτρικές εκκενώσεις μπορούσαν ακόμα να το κρατούν στη ζωή. Εκείνη τη στιγμή, ένας φριχτός πόνος έμοιαζε να έχει επιταχύνει την αργή αποσύνθεση της ύπαρξής της. Η ασκητική χλομάδα της, που θύμιζε γυναίκα ζυμωμένη με τις σκιές και τις θυσίες του μοναστηριού, είχε αρχίσει να λεκιάζεται από κόκκινες κηλίδες. Με το πρόσωπο συσπασμένο, τα μάτια φρικιαστικά γουρλωμένα και τα χέρια της συστραμμένα, κοιμόταν φορώντας τα ρούχα της, τα οποία διέγραφαν τις κοκκαλιάρικες γραμμές του σώματός της. Έτσι όπως βρισκόταν εκεί, με τα χείλια της σφιγμένα, γέμιζε το σκοτεινό δωμάτιο με τον τρόμο μιας βουβής αγωνίας.

Ο Ρουγκόν έκανε μια ενοχλημένη χειρονομία. Αυτό το ενοχλητικό θέαμα του προκαλούσε μεγάλη δυσαρέσκεια˙ είχε ανθρώπους να δεξιωθεί το βράδυ και θα ήταν κρίμα να είναι κακοδιάθετος. Η μητέρα πάντα θα εφεύρισκε έναν τρόπο να τον ντροπιάζει. Ας διάλεγε κι αυτή μια άλλη μέρα. Γι’ αυτό πήρε ένα καθησυχαστικό ύφος και είπε:

«Μπα! Τίποτα δεν έχει. Εκατό φορές την έχω δει σε αυτήν την κατάσταση. Πρέπει μονάχα να ξεκουραστεί, αυτό είναι το μοναδικό γιατρικό».

Ο Πασκάλ κούνησε το κεφάλι του.

«Όχι, αυτή η κρίση δεν μοιάζει με τις άλλες, ψιθύρισε. Την παρακολουθώ συστηματικά και πρώτη φορά παρατηρώ τέτοια συμπτώματα. Κοίτα τα μάτια της: είναι υγρά και γυαλίζουν με τρόπο που μου προκαλεί μεγάλη ανησυχία. Και το πρόσωπό της! Όλοι οι μύες της έχουν παραμορφωθεί φριχτά!».

Έπειτα σκύβοντας ακόμα περισσότερο, για να μελετήσει τα χαρακτηριστικά από πιο κοντά, συνέχισε με χαμηλή φωνή, σα να μιλούσε στον εαυτό του.

«Τέτοιες εκφράσεις έχω δει μονάχα στα πρόσωπα των δολοφονημένων, αυτών που έχουν πεθάνει μέσα στον τρόμο… πρέπει να βίωσε κάτι πραγματικά οδυνηρό.

- Μα πως ξεκίνησε η κρίση;» Ρώτησε ανυπόμονα ο Ρουγκόν, μη ξέροντας με τι τρόπο να το σκάσει από εκεί μέσα.

Ο Πασκάλ δεν είχε ιδέα. Ο Μακάρ συνεχίζοντας να γεμίζει το μικρό του ποτηράκι, τους είπε πως είχε θελήσει να πιει λίγο κονιάκ και την είχε στείλει να του φέρει ένα μπουκάλι. Δεν άργησε καθόλου να επιστρέψει. Έπειτα μόλις μπήκε μέσα, έπεσε σαν κούτσουρο στο πάτωμα, χωρίς να βγάλει λέξη. Ο Μακάρ υποχρεώθηκε να την κουβαλήσει ως το κρεβάτι.

«Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, είπε καταληκτικά, είναι πως δεν έσπασε το μπουκάλι».

Ο νεαρός γιατρός μπήκε σε σκέψεις. Μετά από μια μακριά παύση είπε:

«Άκουσα δύο πυροβολισμούς, την ώρα που ερχόμουν προς τα εδώ. Μάλλον αυτοί οι άθλιοι είχαν τουφεκίσει μερικούς ακόμα από τους αιχμαλώτους. Αν πέτυχε τις σειρές των στρατιωτών πάνω στην κρίσιμη στιγμή, η θέα του αίματος μπορεί να της προκάλεσε αυτήν την κρίση… Πρέπει να υπέφερε τρομερά».

Ευτυχώς είχε μαζί του το μικρό κουτάκι πρώτων βοηθειών, το οποίο κουβαλούσε μαζί του από την νύχτα της αναχώρησης των ανταρτών. Προσπάθησε να ρίξει ανάμεσα στα σφιγμένα δόντια της θείας Ντιντ μερικές σταγόνες από ένα τριανταφυλλί υγρό. Εκείνη την ώρα ο Μακάρ ξαναρώτησε τον αδερφό του:

«Έφερες τα λεφτά;

- Ναι, τα έφερα, άντε να τελειώνουμε, του απάντησε ο Ρουγκόν, ευχαριστημένος από αυτόν τον αντιπερισπασμό.

Τότε ο Μακάρ βλέποντας πως είχε έρθει η ώρα της πληρωμής, άρχισε να κλαψουρίζει. Είχε συνειδητοποιήσει πολύ αργά τις συνέπειες της προδοσίας του. διαφορετικά θα είχε ζητήσει τα διπλάσια, μπορεί και τα τριπλάσια. Και παραπονιόταν. Πραγματικά τα χίλια φράγκα δεν ήταν αρκετά. Τα παιδιά του τον είχαν εγκαταλείψει, ήταν ολομόναχος σε αυτόν τον κόσμο, ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τη Γαλλία. Παραλίγο να ξεσπάσει σε κλάματα την ώρα που έκανε λόγο για την επερχόμενη εξορία.

«Έλα τώρα, θέλεις τα οχτακόσια φράγκα ή όχι; Του είπε ο Ρουγκόν, ο οποίος δεν έβλεπε την ώρα να φύγει μακριά από εκεί μέσα.

- Όχι, ειλικρινά, πρέπει να διπλασιάσεις το ποσό. Η γυναίκα σου με ξεγέλασε. Αν μου είχε πει ευθέως τι περίμενε από εμένα δεν θα είχα συμβιβαστεί με τόσα λίγα».

Ο Ρουγκόν άπλωσε τα οχτακόσια χρυσά φράγκα επάνω στο τραπέζι.

«Σου ορκίζομαι πως δεν έχω περισσότερα, του είπε. Θα σε έχω υπόψη μου για αργότερα. Αλλά για όνομα του θεού, φρόντισε να φύγεις απόψε κιόλας».

Ο Μακάρ γκρινιάζοντας και θρηνολογώντας μέσα από τα δόντια του, τράβηξε το τραπέζι μπροστά στο παράθυρο και άρχισε να μετράει τα χρυσά νομίσματα, κάτω από τελευταίο φως του σούρουπου. Πετούσε ψηλά στον αέρα τα κέρματα που του γαργαλούσαν ευχάριστα τις άκρες των δακτύλων του και που γέμιζαν το σκοτεινό δωμάτιο με τον μεταλλικό τους ήχο. Κάποια στιγμή σταμάτησε και είπε:

«Μου υποσχέθηκε μια αποκατάσταση, μη το ξεχνάς. Θέλω να επιστρέψω στη Γαλλία… Μια θέση αγροφύλακα σε μια ωραία εξοχή της επιλογής σου, δε θα μου κακοφαινόταν…

- Ναι, ναι σύμφωνοι, του απάντησε ο Ρουγκόν. Βρήκες τα οχτακόσια φράγκα σωστά;»

Ο Μακάρ επέστρεψε στο μέτρημά του. Την στιγμή που κροτάλιζε και το τελευταίο λουδοβίκι το ξέσπασμα ενός δυνατού γέλιου τους έκανε να γυρίσουν το κεφάλι. Η θεία Ντιντ στεκόταν μπροστά στο κρεβάτι, με μισάνοιχτο το μπούστο της, λυμένα τα λευκά της μαλλιά και το πρόσωπό της διάστικτο από κόκκινους λεκέδες. Μάταια ο Πασκάλ προσπάθησε να την συγκρατήσει. Τρέμοντας ολόκληρη, με τα χέρια της τεντωμένα, άρχισε να κουνάει το κεφάλι της, παραληρώντας.

«Η τιμή του αίματος, η τιμή του αίματος! Έλεγε και ξανάλεγε. Άκουσα το χρυσάφι… και είναι αυτοί, αυτοί που τον πούλησαν. Α! φονιάδες! Είναι λύκοι».

Έριξε πίσω τα μαλλιά της κι έπιασε το κεφάλι της με τα χέρια, σαν να προσπαθούσε να συγκεντρώσει τις σκέψεις της. έπειτα συνέχισε:

«Το έβλεπα εδώ και πολύ καιρό, εκείνο το πρόσωπο το τρυπημένο από τη σφαίρα. Υπήρχαν πάντα μέσα στο κεφάλι μου άνθρωποι με τουφέκια που τον παραμόνευαν. Μου έκαναν νόημα πως θα τον πυροβολούσαν… είναι φριχτό, τους νιώθω να μου σπάνε τα κόκαλα και να μου αδειάζουν το κρανίο. Ω! Θεέ, θεέ!... σε ικετεύω, δε θα την ξαναδεί, δε θα την αγαπάει πια, ποτέ, ποτέ! Θα τον κλειδώσω μέσα, θα τον εμποδίσω να τρέχει πίσω από τα φουστάνια της. Μη, έλεος, μη πυροβολείτε… δεν είναι δικό μου το λάθος… Αν ξέρατε…».

Είχε πέσει σχεδόν στα γόνατά της και έκλαιγε, ικέτευε, άπλωνε τα ταλαιπωρημένα της χέρια συγκλονισμένη από κάποιο σπαραξικάρδιο όραμα που έβλεπε μέσα στις σκιές. Κι άξαφνα, ανασηκώθηκε, γούρλωσε τα μάτια, άφησε μια κραυγή να ξεφύγει από τα βάθη του λαιμού της και φαινόταν πως κάποιο θέαμα, που μονάχα εκείνη μπορούσε να δει, την είχε κατακλύσει με έναν παρανοϊκό τρόμο.

Ωχού, ο χωροφύλακας!» είπε σαν να πνιγόταν κι έπεσε πίσω στο κρεβάτι, όπου άρχισε να κυλιέται ξεσπώντας σε ηχηρά μανιασμένα γέλια.

Ο Πασκάλ παρακολουθούσε την κρίση με πολύ προσοχή. Οι δύο αδερφοί, έντρομοι, πιάνοντας μονάχα κάποιες συγκεχυμένες φράσεις από τα όσα έλεγε η μητέρα τους, είχαν βρει καταφύγιο σε κάποια γωνιά του δωματίου. Όταν ο Ρουγκόν άκουσε τη λέξη χωροφύλακας, νόμισε πως κατάλαβε˙ από τον καιρό που δολοφονήθηκε ο εραστής της στα σύνορα, η θεία Ντιντ έτρεφε ένα βαθύ μίσος ενάντια στους χωροφύλακες και τους τελωνιακούς, αφήνοντας να τους πάρει όλους το ίδιο κύμα εκδικητικών σκέψεων.

«Μάλλον προσπαθεί να μας πει εκείνη την ιστορία με τον λαθροθήρα», μουρμούρισε.

Ο Πασκάλ του έκανε νόημα να σωπάσει. Η μισοπεθαμένη γυναίκα σηκώθηκε με δυσκολία. Άρχισε να κοιτάζει ολόγυρά της με ένα αποσβολωμένο ύφος. Παρέμεινε για λίγο σιωπηλή, προσπαθώντας να αναγνωρίσει τα αντικείμενα, σαν να βρισκόταν για πρώτη φορά σε ένα άγνωστο μέρος. Ύστερα ρώτησε με μια ξαφνική αγωνία:

«Που είναι το τουφέκι;»

Ο γιατρός της έβαλε την καραμπίνα μέσα στα χέρια. Εκείνη έβγαλε μια μικρή κραυγή ευτυχίας, το κοίταξε για ώρα και είπε με σιγανά, με μια τραγουδιστή φωνούλα που θύμιζε μικρό κοριτσάκι:

«Αυτό είναι. Ω! Το αναγνωρίζω… Είναι λερωμένο από τα αίματα. Σήμερα οι κηλίδες είναι νωπές… τα κόκκινα χέρια του άφησαν ματωμένα σημάδια επάνω στο κοντάκι... Αχ! Φτωχή, φτωχή θεία Ντιντ!».

Άρχισε πάλι να ζαλίζεται. Φάνηκε χαμένη στους συλλογισμούς της.

«Ο χωροφύλακας είχε πεθάνει, μουρμούρισε, κι όμως τον είδα, ξαναγύρισε… Δεν πεθαίνουν ποτέ αυτά τα αποβράσματα!».

Μετά την έπιασε πάλι η σκοτεινή της μανία και τραντάζοντας την καραμπίνα, προχώρησε προς τους δύο γιούς της, οι οποίοι στριμώχτηκαν προς τα πίσω, ανίκανοι να μιλήσουν από το φόβο τους. Τα λυμένα της φουστάνια σέρνονταν στο πάτωμα, το συστραμμένο της κορμί ορθώθηκε και στάθηκε έτσι μισόγυμνη και αποκρουστικά σκαμμένη από τα γηρατειά.

«Εσείς τραβήξατε την σκανδάλη, φώναξε. Άκουσα το χρυσάφι… Εγώ, η έρμη! Δε γέννησα παρά μονάχα λύκους… μια ολάκερη οικογένεια, μια γενιά από λύκους… Υπήρχε μονάχα ένα φτωχό αγοράκι, κι αυτοί το κατασπάραξαν˙ ο καθένας σας του έδωσε κι από μια δαγκωνιά˙ το αίμα στάζει ακόμα στα χείλια τους… Αχ! Αναθεματισμένοι! Έκλεψαν, σκότωσαν. Και ζουν σαν κύριοι. Κτήνη! Κτήνη! Κτήνη!»

Τραγούδησε, γέλασε, φώναξε και στο τέλος επανέλαβε: «Κτήνη!» με μια παράξενη χροιά στη φωνή της, που θύμιζε ομοβροντία πυροβολισμών. Ο Πασκάλ με μάτια δακρυσμένα, την πήρε στην αγκαλιά του και την έβαλε να ξαπλώσει ξανά. Εκείνη αφέθηκε, σαν μικρό παιδί. Συνέχισε το τραγούδι της, με γρηγορότερο ρυθμό, κρατώντας το μέτρο με τα γέρικα χέρια της επάνω στο σκέπασμα.

«Έγινε αυτό ακριβώς που φοβόμουν, είπε ο γιατρός, αποτρελάθηκε. Το χτύπημα παραήταν δυνατό για ένα φτωχό πλάσμα σαν κι αυτή, που έχει ήδη υποστεί οξεία νεύρωση. Θα πεθάνει κι αυτή σε τρελάδικο, όπως ο πατέρας της.
   
- Μα τι μπορεί να είδε; Ρώτησε ο Ρουγκόν, αποφασίζοντας να βγει από τη γωνιά που είχε λουφάξει.

- Έχω μια φοβερή υποψία, του απάντησε ο Πασκάλ. Ήθελα να σου μιλήσω για τον Σιλβέρ, όταν ήρθες. Είναι αιχμάλωτος. Πρέπει να μιλήσεις στο νομάρχη, για να τον σώσουμε, αν βέβαια δεν είναι ήδη πολύ αργά.

Ο πρώην λαδέμπορος κοίταξε τον γιο χάνοντας το χρώμα του. Έπειτα είπε με βιασύνη:

«Άκου, εσύ μείνε εδώ να την προσέχεις. Εγώ είμαι πολύ απασχολημένος αυτό το βράδυ. Θα φροντίσουμε αύριο να μεταφερθεί στο φρενοκομείο του Τουλέτ. Κι εσύ Μακάρ πρέπει να φύγεις απόψε κιόλας. Ορκίσου το! Εγώ θα πάω να δω τον κύριο ντε Μπλεριό».

Τα είπε όλα αυτά τραυλίζοντας, ενώ καιγόταν να βγει έξω, στον παγωμένο αέρα του δρόμου. Ο Πασκάλ έριξε μια διαπεραστική ματιά στην τρελή γυναίκα, στον πατέρα και στον θείο του˙η επιστημονική του μονομανία τον παρέσυρε˙ άρχισε να μελετά αυτήν την γυναίκα με τους δύο γιους της με την προσοχή του φυσιολόγου που παρατηρεί τη μεταμόρφωση ενός εντόμου. Αναλογίστηκε τον τρόπο που αναπτύσσεται μια οικογένεια, σαν ένας κορμός που πετάει διάφορα κλαδιά, τα οποία τρέφονται όλα με τον ίδιο φυτικό χυμό, αλλά αναπτύσσονται διαφορετικά ανάλογα με το αν μεγαλώνουν στο φως ή στη σκιά. Για μια στιγμή, του φάνηκε πως είδε, σε μια αναλαμπή, το μέλλον των Ρουγκόν – Μακάρ, είδε αυτό το σινάφι με τις αχαλίνωτες και ακόρεστες ορέξεις, μέσα σε μια λάμψη από χρυσάφι και αίμα.

Στο μεταξύ, η θεία Ντιντ, στο άκουσμα του ονόματος του Σιλβέρ, είχε πάψει να τραγουδάει. Για μια στιγμή προσπαθούσε να ακούσει γεμάτη αγωνία. Έπειτα άρχισε να βγάζει φριχτά ουρλιαχτά. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά˙ το κατασκότεινο δωμάτιο έμοιαζε έρημο και θλιβερό. Οι κραυγές της τρελής, που δεν φαινόταν πια, έμοιαζαν να βγαίνουν σαν μέσα από τάφο. Ο Ρουγκόν, χάνοντας τη ψυχραιμία του, το έβαλε στα πόδια, κυνηγημένος από αυτούς του καγχασμούς, που το σκοτάδι μεγέθυνε την σκληρότητά τους.

Την ώρα που έβγαινε, διστακτικός, από το αδιέξοδο του Σαιν Μιτρ και αναρωτιόταν για το αν θα ήταν επικίνδυνο να κάνει στο νομάρχη μια αίτηση χάριτος για τον Σιλβέρ, είδε τον Αριστίντ, ο οποίος τριγύριζε μέσα στη μάντρα της ξυλείας. Εκείνος, μόλις αναγνώρισε τον πατέρα του, έτρεξε κοντά του με μια έκφραση που φανέρωνε αγωνία, και του ψιθύρισε μερικά λόγια στο αυτί. Ο Πιέρ έγινε κάτασπρος˙ έριξε ένα έντρομο βλέμμα στο βάθος της μάντρας, μέσα στο σκοτάδι που φωτιζόταν μονάχα από την κόκκινη λάμψη μια φωτιάς αναμμένης από τους τσιγγάνους. Ύστερα εξαφανίστηκαν και οι δυο μέσα στην οδό της Ρώμης, με βήμα βιαστικό, σα να είχαν μόλις διαπράξει φόνο και σήκωσαν τους γιακάδες από τα παλτά τους, για να μη τους πάρει κανένα μάτι.

«Αυτό με γλιτώνει από μια αγγαρεία, μουρμούρισε ο Ρουγκόν. Ας πάμε τώρα στο δείπνο. Μας περιμένουν».

Όταν έφτασαν το κίτρινο σαλόνι άστραφτε. Η Φελισιτέ επέβλεπε τα πάντα. Όλοι βρίσκονταν εκεί, ο Σικαρντό, ο Γκρανού, ο Ρουντιέ, ο Βουιγιέ, οι λαδέμποροι, οι αμυγδαλέμποροι, ολάκερη η συμμορία. Μονάχα ο μαρκήσιος είχε βρει πρόσχημα επικαλούμενος τους ρευματισμούς του˙ εκτός αυτού ετοιμαζόταν για ένα μικρό ταξίδι. Αυτοί οι αιματοβαμμένοι αστοί του χαλούσαν την όρεξη και επιπλέον ο συγγενής του, ο κόμης ντε Βαλκεράς του είχε ζητήσει να απέχει για ένα διάστημα από τα δημόσια πράγματα και να αποσυρθεί για λίγο καιρό στο Κορμπιέρ. Η άρνηση του μαρκησίου ντε Καρναβάν πίκαρε τους Ρουγκόν. 

Αλλά η Φελισιτέ παρηγορήθηκε υποσχόμενη στον εαυτό της να κάνει μια ακόμα πιο μεγάλη επίδειξη πλούτου˙ νοίκιασε δύο κηροπήγια, παρήγγειλε δύο επιπλέον ορεκτικά και δύο ακόμα επιδόρπια, προκειμένου να αντικαταστήσει τον μαρκήσιο. Το τραπέζι, για περισσότερη επισημότητα είχε στρωθεί μέσα στο σαλόνι. Το Οτέλ ντε Προβάνς τους είχε προμηθεύσει με ασημικά, πορσελάνες και κρύσταλλα. Το τραπεζομάντηλο είχε στρωθεί από τις πέντε η ώρα, έτσι ώστε οι καλεσμένοι, κατά την άφιξή τους να απολαμβάνουν τη θέα του. Και στις δύο άκρες του τραπεζιού, πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο, υπήρχαν μπουκέτα από τεχνητά τριαντάφυλλα, μέσα σε επίχρυσα πορσελάνινα βάζα, ζωγραφισμένα με σχέδια λουλουδιών.

Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι οι τακτικοί θαμώνες του σαλονιού, δεν μπορούσαν κρύψουν τον θαυμασμό τους για το θέαμα που αντίκριζαν. Αυτοί οι κύριοι χαμογελούσαν με κάποια αμηχανία, ανταλλάσσοντας κλεφτές ματιές που το δίχως άλλο σήμαιναν: «Αυτοί οι Ρουγκόν είναι τρελοί, πετούν τα χρήματά τους από το παράθυρο». Ομολογουμένως η Φελισιτέ, όταν είχε βγει για να μοιράσει τις προσκλήσεις, δεν είχε καταφέρει να κρατήσει τη γλώσσα της. Οπότε όλοι είχαν μάθει πως ο Ρουγκόν είχε παρασημοφορηθεί και πως επρόκειτο να του ανατεθεί κάποιο σπουδαίο αξίωμα˙ αυτό έκανε τα αυτιά τους να πέσουν, σύμφωνα με την έκφραση της γηραιάς γυναίκας. Μάλιστα ο Ρουντιέ είπε: 

«Αυτή η μαυριδερή γυναικούλα καμάρωνε φουσκώνοντας σα διάνος». 

Η ημέρα της ανταμοιβής είχε φτάσει γι’ αυτήν την συμμορία των μπουρζουάδων, οι οποίοι είχαν ορμήξει επάνω στην ετοιμοθάνατη Δημοκρατία παραφυλώντας ο ένας τον άλλο, κομπάζοντας για το ποιος έδωσε τη μεγαλύτερη δαγκωνιά από τους άλλους, και τώρα τους κακοφαινόταν που έβλεπαν ότι οι οικοδεσπότες τους έδρεπαν όλες τις δάφνες της νίκης. Ακόμα και εκείνοι που φωνασκούσαν λόγω χαρακτήρα, χωρίς να έχουν λαμβάνειν από την ανερχόμενη Αυτοκρατορία, είχαν ενοχληθεί βαθύτατα βλέποντας πως χάρη σε αυτούς, οι φτωχότεροι και οι πλέον παρακατιανοί κέρδιζαν τελικά το παράσημο με την κόκκινη κορδέλα.

«Κανονικά θα έπρεπε να παρασημοφορηθούν όλα τα μέλη του σαλονιού! Όχι πως έχω καμία σκασίλα για τα παράσημα, είπε ο Ρουντιέ στον Γκρανού, τραβώντας προς το άνοιγμα του παραθύρου. Το αρνήθηκα την εποχή του Λουδοβίκου Φιλίππου, όταν ήμουν προμηθευτής της αυλής. Αχ! Ο Λουδοβίκος Φίλιππος ήταν ένας εξαίρετος μονάρχης, η Γαλλία δεν θα βρει ποτέ της παρόμοιο».

Ο Ρουντιέ είχε ξαναγίνει ορλεανιστής. Και προσέθεσε με την υποκριτική πονηριά του πρώην καλτσοπώλη της οδού Σαιν Ονορέ:

«Αλλά εσύ, καλέ μου Γκρανού, πιστεύεις πως δεν θα ταίριαζε ωραιότατα η κορδέλα καρφιτσωμένη στην μπουτονιέρα σου; Σε τελική ανάλυση συνέβαλες στη σωτηρία της πόλης τόσο, όσο και ο Ρουγκόν. Χτες, στο σπίτι κάποιων επιφανών προσώπων, συζητούσαν για την απίστευτη δύναμη που σίγουρα χρειάστηκε για να βγει ένας τόσο δυνατός ήχος από μια βαριοπούλα».




Ο Γκρανού ψέλλισε κάποια λόγια ευχαριστίας και κοκκίνισε σαν κόρη μπροστά στην πρώτη της ερωτική εξομολόγηση, έπειτα έσκυψε στο αυτί του Ρουντιέ και ψιθύρισε:

«Μη το πεις παραέξω, αλλά έχω λόγους να πιστεύω πως ο Ρουγκόν θα με προτείνει για παρασημοφόρηση. Είναι τόσο καλό παιδί».

Ο πρώην καλτσοπώλης σοβάρεψε και αμέσως υιοθέτησε μια εξαιρετικά ευγενική στάση. Όταν ήρθε ο Βουιγιέ για να του πει πόσο άξιζε ο αγαπητός τους φίλος αυτήν την διάκριση, απάντησε μεγαλόφωνα, για τον ακούσει η Φελισιτέ, η οποία καθόταν λίγα βήματα πιο πέρα, πως άνδρες σαν τον Ρουγκόν «αποτελούσαν το στολίδι της Λεγεώνας της Τιμής». Ο βιβλιοπώλης πέρασε κι αυτός στο χορό˙ εκείνο το πρωί είχε λάβει την προφορική διαβεβαίωση πως η πελατεία του κολεγίου θα επέστρεφε σε αυτόν. Όσο για τον Σικαρντό, αυτός αρχικά ενοχλήθηκε κάπως που δεν ήταν πλέον ο μοναδικός της ομάδας που έφερε παράσημο. Κατά την άποψή του, μονάχα οι στρατιώτες θα έπρεπε να έχουν δικαίωμα στην κορδέλα. Η ανδραγαθία του Πιέρ τον εξέπληξε. Όμως επειδή κατά βάθος ήταν καλόψυχος, γρήγορα ξεπέρασε τη ψυχρότητά του και κατέληξε να λέει πως οι Ναπολέοντες πάντα ήξεραν να ξεχωρίζουν τους άνδρες με πνεύμα και ανδρεία.

Έτσι ο Ρουγκόν κι ο Αριστίντ έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό˙ όλοι έσπευσαν να τους δώσουν το χέρι. Κάποια μάλιστα θέλησαν να τους αγκαλιάσουν. Η Ανζέλ καθόταν στον καναπέ, δίπλα στην πεθερά της, μες στην καλή χαρά και με το βλέμμα εστιασμένο στο τραπέζι έχοντας την παραζαλισμένη έκφραση του λιχούδη που για πρώτη φορά στη ζωή του βλέπει μαζεμένα τόσα πολλά πιάτα. Ο Αριστίντ πλησίασε και ο Σικαρντό συνεχάρη το γαμπρό του για το εξαίρετο άρθρο του στον Ανεξάρτητο. Του μίλησε με εγκαρδιότητα. Ο νεαρός άνδρας απάντησε στις πατρικές ερωτήσεις του πεθερού του, λέγοντας πως επιθυμούσε να φύγει μαζί με την μικρή του οικογένεια για το Παρίσι, όπου ο αδερφός του, ο Εζέν, θα μπορούσε να τον προωθήσει˙ όμως του έλειπαν γύρω στα πεντακόσια φράγκα. Ο Σικαρντό υποσχέθηκε να του τα δώσει, βλέποντας από τώρα την ημέρα που η κόρη του, θα γινόταν δεκτή στα ανάκτορα του Κεραμεικού από το Ναπολέοντα τον 3ο.

Στο μεταξύ η Φελισιτέ έκανε ένα νόημα στον άνδρα της. Ο Πιέρ, που ήταν ασφυκτικά περιστοιχισμένος από όλους εκείνους που με πολύ ενδιαφέρον ρωτούσαν για τη χλομάδα του προσώπου του, κατάφερε να δραπετεύσει για ένα λεπτό. Μπόρεσε να ψιθυρίσει στο αυτί της γυναίκας του πως είχε βρει τον Πασκάλ και πως ο Μακάρ θα έφευγε το ίδιο κιόλας βράδυ. Έπειτα χαμηλώνοντας ακόμα περισσότερο τον τόνο της φωνής του, της είπε για την τρέλα της μητέρας του βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη, σαν να έλεγε: «Ούτε κουβέντα, κάτι τέτοια θα κατέστρεφε το σουαρέ μας». Η Φελισιτέ σούφρωσε τα χείλη της. Αντάλλαξαν μια ματιά που εξέφραζε την κοινή τους σκέψη: τώρα πια, η γριά γυναίκα δε θα τους δημιουργούσε άλλα προβλήματα˙ η καλύβα του λαθροκυνηγού θα ξεθεμελιωνόταν, όπως είχαν κατεδαφιστεί και οι τείχη της περιουσίας των Φουκ και θα μπορούσαν από εδώ και στο εξής να απολαμβάνουν τον σεβασμό και την εκτίμηση των κατοίκων του Πλασσάν.

Οι καλεσμένοι είχαν αρχίσει να κοιτάζουν προς το τραπέζι. Η Φελισιτέ τους έδειξε τις θέσεις τους. Επικρατούσε μια ατμόσφαιρα μακαριότητας. Την ώρα που όλοι έπιαναν τα κουτάλια τους, ο Σικαρντό, με μια χειρονομία ζήτησε να σταματήσουν για μια στιγμή. Σηκώθηκε και είπε με σοβαρότητα:

«Κύριοι, θέλω εκ μέρους όλων των παρευρισκομένων, να εκφράσω τη χαρά μου για την επιβράβευση του οικοδεσπότη μας, η οποία είναι το αποτέλεσμα της γενναιότητας και του πατριωτισμού του. Αναγνωρίζω πως ο Ρουγκόν είχε την θεόσταλτη έμπνευση να παραμείνει στο Πλασσάν, την ώρα που εκείνοι οι εγκληματίες έσερναν εμένα και τους άλλους στις δημοσιές. Επίσης επικροτώ τις αποφάσεις της κυβέρνησης… Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω και μετά μπορείτε να συγχαρείτε το φίλο μας… Μάθετε λοιπόν, πως ο φίλος μας, εκτός του ότι χρίστηκε ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής, πρόκειται επίσης να αναλάβει και το αξίωμα του εφοριακού».

Ακούστηκαν φωνές έκπληξης. Όλοι περίμεναν ένα χαμηλόβαθμο πόστο. Ορισμένοι κατάφεραν να κάνουν μια γκριμάτσα που θύμιζε χαμόγελο˙ αλλά με την βοήθεια του πλουσιοπάροχου γεύματος, οι φιλοφρονήσεις άρχισαν πάλι να ρέουν αφειδώς.

Ο Σικαρντό ένευσε ξανά για ησυχία.

«Μισό λεπτό, είπε, δεν τελείωσα ακόμα… Μια λέξη μόνο… το πιθανότερο είναι πως ο φίλος μας θα παραμείνει ανάμεσά μας, εξαιτίας του θανάτου του κυρίου Περό.

Την ώρα που οι καλεσμένοι αναφωνούσαν, η Φελισιτέ αισθάνθηκε την καρδιά της να πεταρίζει. Ο Σικαρντό την είχε ήδη πληροφορήσει για τον θάνατο του εφοριακού˙ αλλά η αναφορά σε αυτόν τον αναπάντεχο και αποτρόπαιο θάνατο κατά το ξεκίνημα του θριαμβευτικού της δείπνου, την έκανε να νιώσει λες και μια παγωμένη πνοή να πέρασε επάνω στο πρόσωπό της. Θυμήθηκε την ευχή της˙ αυτή ήταν που σκότωσε εκείνον τον άνδρα. Ωστόσο υπό τους ήχους των ασημένιων σερβίτσιων, οι καλεσμένοι είχαν ήδη αρχίσει το φαγοπότι. Στην επαρχία ο κόσμος συνηθίζει να τρώει πολύ και με θόρυβο. Μετά από την πρόποση, όλοι οι κύριοι άρχισαν να μιλούν ταυτόχρονα˙ περιγελούσαν τους ηττημένους, αντάλλασσαν κολακείες και έκαναν απαξιωτικά σχόλια για την  απουσία του μαρκησίου˙ οι ευγενείς είχαν τόσες ανυπόφορες παραξενιές˙ ο Ρουντιέ μάλιστα έφτασε στο σημείο να πει πως ο μαρκήσιος είχε προσπαθήσει να δικαιολογηθεί ισχυριζόμενος πως ο φόβος των ανταρτών του είχε ανεβάσει το ίκτερο. 

Μόλις σερβιρίστηκε το δεύτερο πιάτο, όλοι ξεσπάθωσαν. Οι λαδέμποροι και οι αμυγδαλέμποροι ήταν αυτοί που έσωσαν τη Γαλλία. Τσούγκριζαν τα ποτήρια τους στην υγειά του Ρουγκόν. Ο Γκρανού, κατακόκκινος, άρχισε να τραυλίζει, και ο Βουιγιέ, πολύ χλωμός, είχε πανιάσει εντελώς˙ ο Σικαρντό δε σταματούσε να πίνει, ενώ η Ανζέλ που είχε περιδρομιάσει τον αγλέορα, κατέβαζε ποτηράκια με ζαχαρόνερο. Οι κύριοι αυτοί, χαρούμενοι για την σωτηρία τους, χωρίς να τρέμουν πια, μέσα στο κίτρινο σαλόνι, γύρω από ένα πλουσιοπάροχο τραπέζι, κάτω από τη μεταλλική λάμψη των δύο κηροπηγίων και του πολυελαίου, που για πρώτη φορά τον έβλεπαν χωρίς το μυγόστικτο κάλυμμά του, είχαν αφεθεί σε μια έκρηξη βλακείας, στην πληρότητα μια χοντροκομμένης απόλαυσης. Μέσα στη ζεστή ατμόσφαιρα, οι φωνές τους ηχούσαν βαριές, πιο κολακευτικές έπειτα από κάθε πιάτο και στο τέλος όντας υποχρεωμένοι να επινοούν ολοένα και νέα κομπλιμέντα, έφτασαν στο σημείο να πουν – συγκεκριμένα ένας πρώην βυρσοδέψης σκέφτηκε αυτήν την φράση – πως το δείπνο «ήταν ένα πραγματικό λουκούλλειο γεύμα».

Ο Πιέρ ακτινοβολούσε, το παχύ, χλωμό πρόσωπό του, ίδρωνε θριαμβευτικά. Η Φελισιτέ, πολύ άνετη, έλεγε πως αναμφίβολα θα νοίκιαζαν την οικεία του καημένου κυρίου Περό, ωσότου να αγοράσουν ένα μικρό σπιτάκι στη νέα πόλη˙ Σχεδίαζε από τώρα τον τρόπο που θα τοποθετούσε τα νέα της έπιπλα στα δωμάτια του εφοριακού. Θα έμπαινε στο δικό της παλάτι. Κάποια στιγμή, καθώς η φασαρία από τις φωνές είχε γίνει εκκωφαντική, η Φελισιτέ φάνηκε να θυμάται κάτι στα ξαφνικά˙ σηκώθηκε και έσκυψε στο αυτί του Αριστίντ:

«Κι ο Σιλβέρ; τον ρώτησε.

Ο νεαρός άνδρας, ξαφνιασμένος από την ερώτησή της, σκίρτησε.

«Είναι νεκρός, της απάντησε χαμηλόφωνα. Ήμουν μπροστά όταν ο χωροφύλακας του τίναξε τα μυαλά στο αέρα με ένα πιστόλι».

Η Φελισιτέ αναρίγησε με τη σειρά της. Άνοιξε το στόμα της για να ρωτήσει το γιο της, γιατί δεν εμπόδισε τον σκοτωμό, διεκδικώντας το αγόρι˙ αλλά τελικά δεν είπε τίποτα, απόμεινε εκεί αμίλητη. Ο Αριστίντ που μάντεψε την ερώτηση που κρεμόταν στα τρεμάμενα χείλη της, ψιθύρισε:

«Καταλαβαίνεις, δεν είπα τίποτα… τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν! Πιστεύω πως έκανα καλά. Έτσι τον ξεφορτωθήκαμε μια και καλή».

Αυτή η ωμή ειλικρίνεια ενόχλησε τη Φελισιτέ. Ο Αριστίντ, σαν τον πατέρα και την μητέρα του ήταν κι αυτός υπόλογος για ένα πτώμα. Σίγουρα δε θα ομολογούσε τόσο ανοιχτά πως βολτάριζε στο προάστιο και πως είχε επιτρέψει να τσακίσουν το κεφάλι του ξαδέρφου του, αν τα κρασιά του Οτέλ ντε Προβάνς και τα όνειρα για την επερχόμενη μετακίνησή του στο Παρίσι δεν τον είχαν κάνει να εγκαταλείψει τη συνηθισμένη του πονηριά. Μόλις ξεστόμισε αυτά τα λόγια άρχισε να λικνίζεται στην καρέκλα του. Ο Πιέρ που παρακολουθούσε από μακριά τη στιχομυθία της μητέρας με το γιο, κατάλαβε και αντάλλαξε μαζί τους μια ματιά γεμάτη συνενοχή, ζητώντας τους να σωπάσουν. 

Ήταν η τελευταία πνοή τρόμου που φύσηξε πάνω από τους Ρουγκόν, μέσα στη λάμψη και τη χαρούμενη ζεστασιά του τραπεζιού. Την ώρα που επέστρεφε για να καθίσει ξανά στη θέση της, η Φελισιτέ είδε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, πίσω από ένα τζάμι, ένα αναμμένο κερί˙ ξενυχτούσαν το λείψανο του κυρίου Περό, που το είχαν φέρει εκείνο το πρωί από το Σαιν Ρουρ. Κάθισε νιώθοντας πίσω της εκείνο το κερί να της καίει την πλάτη. Όμως η εύθυμη ατμόσφαιρα μεγάλωνε και επιφωνήματα ενθουσιασμού αντήχησαν μέσα στο κίτρινο σαλόνι μόλις εμφανίστηκε το επιδόρπιο.

Την ίδια ώρα, στο προάστιο δεν είχε καταλαγιάσει ακόμα ο απόηχος από το δράμα που είχε προσφάτως ποτίσει με αίμα το χώμα του Αιρ Σαιν Μιτρ. Η επιστροφή του στρατεύματος μετά από το μακελειό στην πεδιάδα του Νορ σημαδεύτηκε από φριχτά αντίποινα. Πολλοί βρήκαν τον θάνατο πίσω από εκείνους τους τοίχους χτυπημένοι με υποκόπανους, άλλοι βρέθηκαν με μια σφαίρα στο κεφάλι μέσα στα χαντάκια από το πιστόλι ενός χωροφύλακα. Προκειμένου να κρατήσουν τα στόματα κλειστά, οι στρατιώτες σκόρπιζαν τον τρόμο απλώνοντας τα πτώματα επάνω στο δρόμο. Από το δρόμο ως το σημείο της εκτέλεσης θα μπορούσε να φτάσει κάποιος ακολουθώντας τα ίχνη των ματωμένων γραμμών που άφηναν πίσω τους τα πτώματα. Ήταν μια συνεχιζόμενη σφαγή. 

Σε κάθε στάση  εκτελούνταν και ορισμένοι αντάρτες. Δύο δολοφονήθηκαν στο Σαιν Ρουρ, τρεις στο Ορσέρ, ένας στο Μπεάζ. Όταν το στράτευμα κατασκήνωσε στο Πλασσάν, στο δρόμο για τη Νίκαια, αποφασίστηκε να εκτελεστεί ένας ακόμα κρατούμενος, ο πιο επικίνδυνος. Οι νικητές έκριναν σωστό να αφήσουν πίσω στους ένα ακόμα πτώμα, έτσι να εμπνεύσουν στην πόλη τον απαιτούμενο σεβασμό για τη νέο - εγκαθιδρυμένη Αυτοκρατορία. Όμως οι στρατιώτες είχαν κουραστεί από τους σκοτωμούς˙ κανένας δεν προσφέρθηκε να πραγματοποιήσει το άχαρο τούτο έργο. Οι αιχμάλωτοι ρίχτηκαν πάνω στα δοκάρια που υπήρχαν μέσα στη μάντρα με τη ξυλεία, σα να ξάπλωναν σε κρεβάτι εκστρατείας, δεμένοι ανά ζεύγη, από τα χέρια και άκουγαν περιμένοντας, ναρκωμένοι από την κούραση και την παραίτηση.

Εκείνη τη στιγμή, ο Ρενγκάντ, ο χωροφύλακας, άνοιξε δρόμο μέσα από το πλήθος των περίεργων αργόσχολων. Μόλις πληροφορήθηκε πως ο στρατός επέστρεψε μαζί με αρκετές εκατοντάδες από αντάρτες, σηκώθηκε από το κρεβάτι του, τρέμοντας από τον πυρετό, ρισκάροντας τη ζωή του μέσα στην παγερή σκοτεινιά του Δεκέμβρη. Μόλις βρέθηκε έξω η πληγή του άρχισε πάλι να αιμορραγεί και ο επίδεσμος που κάλυπτε το χτυπημένο του μάτι γέμισε λεκέδες από αίμα˙ κόκκινες σταγόνες έτρεχαν επάνω στο μάγουλο και το μουστάκι του. Τρομαχτικός στην όψη, γεμάτος από βουβή οργή και με το χλωμό του πρόσωπο τυλιγμένο στο ματωμένο ύφασμα, έσπευσε για να εξετάσει το πρόσωπο του κάθε κρατουμένου εξονυχιστικά. Ακολουθούσε τα δοκάρια, σκύβοντας, πηγαινοερχόταν κάνοντας ακόμα και τους πιο γενναίους να ανατριχιάζουν από την απρόσμενη παρουσία του. Και τότε, στα ξαφνικά, αναφώνησε:

«Αχ! Κάθαρμα, σε τσάκωσα!».

Είχε μόλις βάλει το χέρι του επάνω στον ώμο του Σιλβέρ. Ο Σιλβέρ καθισμένος οκλαδόν επάνω σε ένα δοκάρι, με το πρόσωπό του απονεκρωμένο, κοιτούσε μακριά μπροστά του, μέσα στο αχνό λυκόφως, με ένα ήρεμο, αποναρκωμένο ύφος. Από τότε που είχε εγκαταλείψει το Σαιν Ρουρ είχε πάρει αυτό το αδειανό βλέμμα. Στη διαδρομή, σε μια πορεία πολλών χιλιομέτρων, κάθε φορά που οι στρατιώτες βίαζαν το βήμα των αιχμαλώτων τους χρησιμοποιώντας τους υποκόπανούς τους, εκείνος συμπεριφερόταν τόσο άβουλα, όσο ένα μικρό παιδί. Καλυμμένος από τη σκόνη, πεθαμένος από τη δίψα και την κούραση, προχωρούσε συνεχώς, χωρίς να βγάζει μιλιά, σαν πρόβατο που ακολουθεί το κοπάδι του κάτω από τη μαγκούρα του βοσκού του. Συλλογιζόταν τη Μιέτ. Την έβλεπε ξαπλωμένη επάνω στη σημαία, κάτω από τα δέντρα, με τα μάτια της στυλωμένα στο άπειρο. Για τρεις ημέρες δεν έβλεπε τίποτα έξω από εκείνη. Και τώρα, μέσα στο σκοτάδι που απλωνόταν, πάλι εκείνη έβλεπε.

Ο Ρενγκάντ στράφηκε στον αξιωματικό, ο οποίος δεν είχε καταφέρει να βρει ανάμεσα στους στρατιώτες τους άνδρες που χρειάζονταν για την εκτέλεση.

«Αυτό το απόβρασμα, μου έβγαλε το μάτι, είπε δείχνοντάς του τον Σιλβέρ. Θέλω να μου τον παραδώσετε… θα είναι σαν να το έχετε κάνει εσείς».

Ο αξιωματικός, χωρίς να του απαντήσει, απομακρύνθηκε με αδιάφορο ύφος, κάνοντας μια αόριστη χειρονομία. Ο εθνοφρουρός κατάλαβε πως το αγόρι ήταν όλο δικό του.

«Άντε, σήκω!» ξανάπε, ταρακουνώντας τον.

Ο Σιλβέρ όπως και οι άλλοι αιχμάλωτοι είχε κι αυτός έναν σύντροφο αλυσοδεμένο μαζί του. Ήταν πιασμένος από το χέρι με ένα χωρικό από το Πουζόλ, ονόματι Μουργκ, ένα πενηντάχρονο άνδρα σκληραγωγημένο από τον καυτό ήλιο και τις βαριές εργασίες. Ήταν ήδη καμπούρης, με χέρια ροζιασμένα, πρόσωπο σκαμμένο και αλληθώριζε αποβλακωμένος, έχοντας την πεισματάρικη και καχύποπτη έκφραση των υποζυγίων. Είχε ακολουθήσει τους αντάρτες, οπλισμένος με ένα δίκρανο, γιατί αυτό είχαν κάνει κι οι υπόλοιποι συγχωριανοί του˙ αλλά του ήταν αδύνατο να εξηγήσει τις αιτίες που τον ώθησαν να βγεις στις δημοσιές. Από τότε μάλιστα που συνελήφθη καταλάβαινε ακόμη πιο λίγα. Πίστευε κάπως συγκεχυμένα πως τον μετέφεραν πίσω στο χωριό του. Το να βρίσκεται αλυσοδεμένος του προξενούσε κατάπληξη και η θέα όλων αυτών των περίεργων ανθρώπων τον είχαν αποβλακώσει ακόμα περισσότερο. Καθώς μιλούσε και καταλάβαινε μονάχα την τοπική διάλεκτο (Le patois (πατουά) στο πρωτότυπο.) δεν μπορούσε να φανταστεί τι τον ήθελε ο χωροφύλακας. Τον κοίταξε κατάματα στρέφοντας το παχύ του πρόσωπο με μεγάλη δυσκολία˙ έπειτα νομίζοντας πως τον ρώτησαν το όνομα του τόπου καταγωγής του, απάντησε με τη βραχνή φωνή του:

«Είμαι απ’ το Πουζόλ».

Ένα κύμα γέλιου διαπέρασε το πλήθος και κάποιοι φώναξαν:

«Ελευθέρωσε το χωριάτη.

- Αμ δε! Απάντησε ο Ρενγκάντ. Όσο πιο πολλά από αυτά τα παράσιτα εξολοθρευτούν, τόσο το καλύτερο. Έτσι όπως είναι παρέα, έτσι και θα φύγουν παρέα.

Ακούστηκε τότε ένα μουρμουρητό.

Ο χωροφύλακας έστρεψε το φρικιαστικό ματωμένο του πρόσωπο επάνω στους περίεργους κι εκείνοι άρχισαν να σκορπίζουν. Ένας καθωσπρέπει ανθρωπάκος απομακρύνθηκε δηλώνοντας πως αν παρέμενε κι άλλο θα του κοβόταν η όρεξη για το βραδινό του. Κάποια πιτσιρίκια που αναγνώρισαν τον Σιλβέρ, άρχισαν να μιλούν για το κόκκινο κορίτσι. Τότε ο μικροσκοπικός ανθρωπάκος επέστρεψε για να δει τον εραστή της γυναίκας με τη σημαία, εκείνο το πλάσμα για το οποίο είχε κάνει λόγο η Γκαζέττα.

Ο Σιλβέρ ούτε έβλεπε, ούτε καταλάβαινε τίποτα. Ο Ρενγκάντ υποχρεώθηκε να τον πιάσει από το γιακά. Έτσι το αγόρι σηκώθηκε αναγκάζοντας και τον Μουργκ να σηκωθεί μαζί του.

«Έλα, του είπε ο χωροφύλακας. Αυτό δε θα πάρει πολύ ώρα».

Τότε ο Σιλβέρ αναγνώρισε το μονόφθαλμο άνδρα. Χαμογέλασε. Θα πρέπει να κατάλαβε. Ύστερα απέστρεψε το κεφάλι του. Η θέα του μονόφθαλμου και εκείνου του μουστακιού πάνω στο οποίο το αίμα είχε κοκαλώσει, του προκάλεσε ανείπωτη θλίψη. Θα προτιμούσε έναν πιο ήρεμο θάνατο. Έτσι απέφυγε να κοιτάζει το μοναδικό γερό μάτι του Ρενγκάντ που άστραφτε κάτω από τον άσπρο επίδεσμο. Το νεαρό αγόρι προχώρησε μόνο του στο βάθος του Αιρ Σαιν Μιτρ, παίρνοντας το στενό δρομάκι που κρυβόταν πίσω από τις στοίβες της ξυλείας. Ο Μουργκ τον ακολούθησε.

Η έκταση απλωνόταν ερημική κάτω από τον κίτρινο ουρανό. Η λάμψη των χάλκινων σύννεφων αντανακλούσε διώχνοντας τις σκιές. Ποτέ πριν το γυμνό χωράφι, η μάντρα της ξυλείας μέσα στην οποία κοιμούνταν τα δοκάρια, άκαμπτα από την παγωνιά, δεν είχαν τόση μελαγχολική όψη, μέσα στο σούρουπο που έπεφτε αργά και θλιβερά. Στην άκρη του δρόμου, οι αιχμάλωτοι, οι στρατιώτες, το πλήθος, εξαφανίστηκαν μέσα στις σκιές των δέντρων. Μονάχα η έκταση της γης, τα δοκάρια, οι στοιβαγμένες σανίδες που αργόσβηναν μέσα στο φως που χανόταν, με τις σταχτιές τους αποχρώσεις, θύμιζαν αμυδρά ένα ποτάμι που είχε πια στερέψει. Τα ικριώματα των πριονιστών που πρόβαλαν από μια γωνιά με τον λεπτό σκελετό τους, θύμιζαν αγχόνες, σα να σχημάτιζαν το περίγραμμα μια γκιλοτίνας. Τα μόνα ζωντανά πλάσματα που υπήρχαν εκεί πέρα ήταν τρεις τσιγγάνοι, που πρόβαλλαν τα τρομαγμένα κεφάλια τους από την πόρτα του κάρου τους, ένας γέρος άνδρας και μια ηλικιωμένη γυναίκα, μαζί με ένα μεγάλο κορίτσι με κατσαρά μαλλιά, του οποίου τα μάτια έλαμπαν σαν του λύκου.

Πριν φτάσει στο μικρό μονοπάτι ο Σιλβέρ κοίταξε ολόγυρά του. Του ήρθε στο νου μια Κυριακή από τα περασμένα, όπου, κάτω από το υπέροχο φως του φεγγαριού, είχε διασχίσει αυτό το μέρος. Ήταν όλα τόσο γαλήνια και ειρηνικά! Πόσο αργά προχωρούσαν οι χλωμές αχτίδες επάνω στα στοιβαγμένα ξύλα! Από τον παγωμένο ουρανό έπεφτε μια επιβλητική σιωπή. Και μέσα σε αυτήν τη σιωπή, η τσιγγάνα με τα κατσαρά μαλλιά, τραγουδούσε χαμηλόφωνα σε μια άγνωστη γλώσσα. Τότε ο Σιλβέρ θυμήθηκε πως εκείνη η περασμένη Κυριακή, ήταν μόλις πριν από οχτώ ημέρες. Πριν από οχτώ ημέρες είχε έρθει για να αποχαιρετήσει τη Μιέτ. Πόσο μακρινά ήταν πλέον όλα αυτά! Του φαινόταν πως είχε χρόνια ολάκερα να πατήσει το πόδι του σε αυτό το χωράφι. Όμως μόλις μπήκε στο στενό μονοπάτι, λιποψύχησε. 

Αναγνώρισε τη μυρωδιά των χορταριών, τις σκιές από τις σανίδες, τα ανοίγματα του τοίχου. Όλα τα αντικείμενα έμοιαζαν να σπαράσσονται από ένα λυγμό. Το μονοπάτι μάκραινε, λυπημένο και άδειο˙ η απόσταση του φάνηκε μεγαλύτερη από ότι συνήθως˙ αισθάνθηκε την πνοή ενός παγερού αέρα. Αυτή η γωνιά είχε γεράσει απότομα. Είδε τον φαγωμένο από τα βρύα τοίχο, το χαλί της χλόης καμένο από τον παγετό, τα βουνά των σανίδων σαπισμένα από την υγρασία. Όλα ήταν ερειπωμένα. Το κιτρινωπό λυκόφως έπεφτε σαν ψιλή σκόνη επάνω στα χαλάσματα όλων εκείνων που κάποτε αγάπησε. Έπρεπε να κλείσει τα μάτια για ξαναδεί το πρασινισμένο μονοπάτι και ζήσει για άλλη μια φορά τις εποχές της περασμένης του ευτυχίας. Ο καιρός ήταν καλός, έτρεχε μέσα στο ζεστό αέρα μαζί με τη Μιέτ. 

Έπειτα άρχισαν να πέφτουν οι βροχές του Δεκέμβρη, δυνατές και ατελείωτες˙ αυτοί όμως συνέχιζαν να έρχονται, κρυμμένοι μέσα στα ξύλα κι από εκεί άκουγαν κατευχαριστημένοι, το δυνατό ήχο της ορμητικής βροχής. Ήταν μια αστραπιαία ματιά στο παρελθόν, σε όλη του τη ζωή, σε όλες τις περασμένες χαρές του. Η Μιέτ σκαρφάλωνε στον τοίχο, έτρεχε, ξεσπούσε σε δυνατά γέλια. Ήταν εκεί, μπορούσε να τη δει, λαμπερή μέσα στο σκοτάδι, με το φυσικό της κράνος, τα ολόμαυρα μαλλιά της. Του μιλούσε για τις φωλιές με τις κίσσες, που είναι τόσο δύσκολο να τις εντοπίσεις και τον τραβούσε μαζί της. Ύστερα άκουσε από μακριά το απαλό μουρμούρισμα του Βιόρν, το τραγούδι των αργόσχολων τζιτζικιών, το αεράκι που φυσούσε πάνω στις λεύκες και στα λιβάδια του Σαιν Κλαιρ. 

Αχ, πως έτρεχαν τότε! Η ανάμνηση ήταν ολοζώντανη. Εκείνη είχε μάθει να κολυμπάει μέσα σε δεκαπέντε ημέρες. Ήταν ένα σπουδαίο κορίτσι. Είχε μονάχα ένα ελάττωμα: έκλεβε κάποτε κανένα φρούτο. Αλλά αυτός θα την είχε βάλει στον ίσιο δρόμο. Η ανάμνηση από τις πρώτες τους τρυφερότητες, τον έφερε πίσω στο στενό μονοπάτι. Πάντα επέστρεφαν πίσω σε αυτήν την τρύπα. Του φάνηκε πως άκουσε τις τελευταίες νότες του τραγουδιού της τσιγγάνας, το τρίξιμο από τα τελευταία παραθυρόφυλλα, τους αυστηρούς ήχους του ρολογιού που σήμαινε τη στερνή ώρα. Τότε ήχησε η ώρα του αποχωρισμού, η Μιέτ σκαρφάλωσε επάνω στον τοίχο. Του έστειλε φιλιά. Αυτό ήταν. Δεν την ξανάδε πια. Ένα τρομερό συναίσθημα τον γράπωσε από το λαιμό. Δε θα την ξανάβλεπε, ποτέ πια, ποτέ.

«Με την ησυχία σου, είπε γελώντας ο μονόφθαλμος, διάλεξε εσύ το μέρος».

Ο Σιλβέρ έκανε μερικά βήματα ακόμα. Πλησίαζε στο τέρμα του μονοπατιού και το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν μια λουρίδα ουρανού στην οποία αργόσβηνε το φως που είχε το χρώμα της σκουριάς. Εκεί είχε περάσει όλη του τη ζωή τα τελευταία δύο χρόνια. Το αργό πλησίασμα του θανάτου πάνω σε αυτό το μονοπάτι που για τόσο καιρό περιδιάβαινε με την αγαπημένη του, είχε μια ανείπωτη γλύκα. Βραδυπορούσε, προσπαθούσε να παρατείνει τη χαρά του αποχαιρετισμού σε όλα όσα είχε αγαπήσει, τις πρασινάδες, τα κομμένα ξύλα, τις πέτρες του παλιού τοίχου, εκείνα τα πράγματα στα οποία η Μιέτ έδινε ζωή. Για άλλη μια φορά χάθηκε μέσα στις σκέψεις του. Περίμεναν να φτάσουν σε ηλικία γάμου. Η θεία Ντιντ θα ζούσε μαζί τους. Αχ! Αν κατάφερναν να φύγουν μακριά, πολύ μακριά, σε κάποιο άγνωστο χωριουδάκι, όπου οι παλιάνθρωποι του προαστίου δε θα μπορούσαν πια να έρθουν για να πετάξουν στο πρόσωπο της  Σαντεγκρέιλ το έγκλημα του πατέρα της! Τι ευτυχισμένη ηρεμία! Θα άνοιγαν ένα εργαστήρι τροχοποιού στην άκρη ενός κεντρικού δρόμου. Ομολογουμένως, τώρα δεν ήταν καιρός για μεγάλες φιλοδοξίες˙ δεν επιθυμούσε πλέον τις καρότσες και τις άμαξες με τις καλογυαλισμένες τους επιφάνειες που άστραφταν σαν καθρέφτες. 

Μέσα στη ρέμβη της απελπισίας του είχε ξεχάσει το λόγο που η ευτυχία του δε θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα. Γιατί δεν έφυγε μακριά με τη Μιέτ και τη θεία Ντιντ; Προσπαθούσε να θυμηθεί την ώρα που άκουσε τον οξύ κρότο ενός πυροβολισμού, είδε μια σημαία να σωριάζεται εμπρός του, είδε το σπασμένο κοντάρι, το ύφασμα που κρεμόταν σαν την τσακισμένη φτερούγα ενός πληγωμένου πουλιού. Ήταν η Δημοκρατία εκείνη που αναπαυόταν μαζί με τη Μιέτ κάτω από την κόκκινη σημαία. Αχ! Τι δυστυχία, είχαν και οι δυο τους πεθάνει! Είχαν μια τρύπα που αιμορραγούσε επάνω στο στήθος τους, και έτσι, με αυτά τα νεκρά κορμιά των δυο του αγαπημένων έφτασε στο τέρμα της ζωή του. Τώρα πια δεν του απέμεινε τίποτα, μπορούσε να πεθάνει. Όλα αυτά, έπειτα από το Σαιν Ρουρ, τον είχαν κάνει άβουλο σαν παιδί, χαμένο και αποχαυνωμένο. Θα μπορούσαν να τον δείρουν χωρίς να αισθανθεί το παραμικρό. Δεν κατοικούσε πλέον μέσα στο σώμα του, η ψυχή του είχε παραμείνει κοντά στις νεκρές του αγάπες, κάτω από τα δέντρα, μέσα στον πικρό καπνό της πυρίτιδας.

Όμως ο μονόφθαλμος είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του˙ έσπρωξε το Μουργκ, που σερνόταν ξωπίσω και ούρλιαξε:

«Προχωρείτε, δεν θα περάσω όλη τη νύχτα εδώ πέρα».

Ο Σιλβέρ σκόνταψε. Κοίταξε στα πόδια του. Το κομμάτι από ένα κρανίο άσπριζε ανάμεσα στα χορτάρια. Του φάνηκε πως το στενό δρομάκι γέμιζε από φωνές. Οι πεθαμένοι τον καλούσαν, οι παλιοί νεκροί, εκείνοι που με τις ζεστές ανασαιμιές τους, τα βράδια του Ιούλη, αναστάτωναν με έναν αλλόκοτο τρόπο, αυτόν και την αγαπημένη του. Αναγνώρισε τα σιγανά τους ψιθυρίσματα. Ήταν χαρούμενοι, τον καλούσαν να έρθει, του υπόσχοντας πως θα ξανάσμιγε με τη Μιέτ κάτω από τη γη, σε μια κρυψώνα πιο μυστική ακόμα κι από το τέρμα αυτού του μονοπατιού. Το νεκροταφείο που είχε εμπνεύσει στις καρδιές των δύο παιδιών, με τα βαριά του αρώματα και την σκοτεινή του βλάστηση, τους πιο δυνατούς πόθους, απλώνοντας αυτάρεσκα το καμωμένο από αγριόχορτα στρώμα του, μη μπορώντας πια να δεχτεί και τους δυο αγκαλιασμένους, επιθυμούσε, εκείνη την ώρα, να πιει το ζεστό αίμα του Σιλβέρ. Για δύο ολάκερα καλοκαίρια περίμενε του νεαρό ζευγάρι.

«Εδώ είναι; Ρώτησε ο μονόφθαλμος άνδρας.

Ο Σιλβέρ κοίταξε μπροστά του. Είχε φτάσει στο τέρμα του μονοπατιού. Είδε την ταφόπλακα και τον διαπέρασε ένα ρίγος. Η Μιέτ είχε δίκιο, αυτή η ταφόπλακα προοριζόταν για κείνη.

Εδώ ετάφη… Μαρί… πέθανε. 

Είχε πεθάνει, το χώμα την είχε σκεπάσει. Τότε, νιώθοντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, ακούμπησε επάνω στην παγωμένη πέτρα. Πόσο ζεστή ήταν τότε παλιά, όταν κουβέντιαζαν, καθισμένοι σε μια γωνιά, όλα εκείνα τα ατελείωτα βράδια! Εκείνη ερχόταν πάντα από αυτό το σημείο, χρησιμοποιούσε τη μία άκρη της πλάκας για να πατήσει το πόδι της, την ώρα που προσπαθούσε να κατέβει από τον τοίχο. Σε εκείνη την ακρούλα είχε αφήσει κάτι από τον εαυτό της, από το λυγερό της κορμάκι, ένα μικρό αποτύπωμα. Κι αυτός σκεφτόταν πως όλα αυτά τα πράγματα ήταν μοιραία, πως αυτή η πέτρα βρισκόταν σε τούτο το μέρος για μπορεί να έρθει εδώ και να πεθάνει, στο ίδιο μέρος όπου είχε αγαπήσει.
Ο μονόφθαλμος άνδρας όπλισε τα πιστόλια του.
   
Ο θάνατος, ο θάνατος, αυτή η σκέψη συνέπαιρνε τον Σιλβέρ. Να λοιπόν που είχε φτάσει εκεί ακολουθώντας τον μεγάλο, άσπρο δρόμο από το Σαιν Ρουρ ως το Πλασσάν. Αν ήξερε τον τελικό προορισμό του, θα είχε βιαστεί, να φτάσει μια ώρα αρχύτερα. Να πεθάνει πάνω σε αυτήν την  πέτρα, στο βάθος αυτού του μονοπατιού, μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα, όπου του φαινόταν πως μπορούσε ακόμα να νιώσει την πνοή της Μιέτ, ήταν η μεγαλύτερη, η πιο ανέλπιστη παρηγοριά στον πόνο του. Οι ουρανοί ήταν ευσπλαχνικοί. Περίμενε με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη του.

Στο μεταξύ ο Μουργκ είχε δει τα όπλα. Είχε αφεθεί να τον σύρουν ως εκεί μέσα στην πλήρη αποβλάκωση. Όμως τώρα τον κατέλαβε ένας ξαφνικός τρόμος. Άρχισε να επαναλαμβάνει με φωνή γεμάτη απελπισία:

«Είμαι απ’ το Πουζόλ, είμαι απ’ το Πουζόλ».

Έπειτα έπεσε στο έδαφος, κυλίστηκε μπροστά στα πόδια του χωροφύλακα, ικετεύοντας, νομίζοντας, το δίχως άλλο, πως τον είχαν μπερδέψει με κάποιον άλλο.

«Και τι με νοιάζει αν είσαι από το Πουζόλ;» Μουρμούρισε ο Ρενγκάντ.

Και καθώς αυτός ο δυστυχισμένος, έκλαιγε συγκλονισμένος από τον τρόμο, χωρίς να καταλαβαίνει τον λόγο που θα πέθαινε κι άπλωνε τα τρεμάμενα χέρια του, τα ταλαίπωρα, παραμορφωμένα και σκληραγωγημένα χέρια του εργάτη, λέγοντας  στην τοπική διάλεκτο, πως δεν είχε κάνει τίποτα, πως έπρεπε να τον συγχωρήσει, ο μονόφθαλμος άρχισε να χάνει την υπομονή του, καθώς δεν μπορούσε να ακουμπήσει το πιστόλι στον κρόταφό του, έτσι που τρανταζόταν πέρα δώθε.

«Βγάλε τον σκασμό! Του φώναζε.

Τότε ο Μουργκ, τρελαμένος από το φόβο του, μη θέλοντας να πεθάνει, άρχισε να σκληρίζει σα ζώο, σα γουρούνι που το σφάζουν.

«Σκάσε βρε κτήνος!» Ξανάπε ο χωροφύλακας.

Και του τίναξε τα μυαλά. Το άψυχο σώμα του κύλισε ως την βάση ενός σωρού από ξύλα κι απόμεινε εκεί, διπλωμένο. Η βιαιότητα του χτυπήματος είχε σπάσει την αλυσίδα που τον έδενε με τον σύντροφό του. Ο Σιλβέρ έπεσε στα γόνατα μπροστά στην ταφόπλακα.

Ο Ρενγκάντ επέλεξε επίτηδες να σκοτώσει πρώτα τον Μουργκ, για να κάνει την εκδίκησή του ακόμα πιο τρομερή. Άρχισε να παίζει με το δεύτερο πιστόλι του, αργά, δοκιμάζοντας την αγωνία του Σιλβέρ. Το αγόρι, ήρεμο, τον κοιτούσε. Η θέα αυτού του μονόφθαλμου άνδρα, του οποίου το μοναδικό μάτι πετούσε φωτιές, του έφερε λιγοθυμιά. Απέστρεψε το βλέμμα του, φοβούμενος πως θα λιποψυχούσε, αν συνέχιζε να κοιτάζει αυτόν τον άνδρα που έτρεμε από τον πυρετό, με τον λεκιασμένο του επίδεσμο και το ματωμένο μουστάκι. Όμως καθώς σήκωσε τη ματιά του, είδε να προβάλει από την κορυφή του τοίχου το κεφάλι του Ζυστέν, στο σημείο από όπου συνήθιζε να έρχεται η Μιέτ.

Ο Ζυστέν, ήταν ανάμεσα στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην πύλη της Ρώμης, και είχε δει τον χωροφύλακα να παίρνει τους δύο αιχμαλώτους. Έτσι άρχισε να τρέχει με όλες του τις δυνάμεις, διασχίζοντας το Ζα Μεϊφράν, προκειμένου να μη χάσει το θέαμα της εκτέλεσης. Η σκέψη πως αυτός μονάχα, από όλους τους αργόσχολους του προαστίου θα έβλεπε το δράμα με την άνεσή του, σα να βρισκόταν επάνω σε μπαλκόνι, τον έκανε να βιάζεται τόσο, που έπεσε δυο φορές. Όμως παρόλη τη γρηγοράδα του έφτασε αργά και δεν πρόλαβε την πρώτη πιστολιά. Απελπισμένος, σκαρφάλωσε επάνω στη μουριά. Όταν είδε πως είχε απομείνει ο Σιλβέρ, χαμογέλασε. Οι στρατιώτες τον είχαν πληροφορήσει για το θάνατο της ξαδέρφης του και τώρα η δολοφονία του τροχοποιού ερχόταν να ολοκληρώσει την ευτυχία του. Περίμενε τον πυροβολισμό με την ευχαρίστηση που του προκαλούσε ο πόνος των άλλων, μια ευχαρίστηση πολλαπλασιασμένη επί δέκα από την φρίκη της σκηνής, και το αίσθημα ενός εξαίσιου τρόμου.

Ο Σιλβέρ αναγνωρίζοντας αυτό το κεφάλι, που πρόβαλε, μονάχο από τον τοίχο, βλέποντας αυτό το σιχαμένο παλιόπαιδο, με το χλωμό, ευχαριστημένο του πρόσωπο, και τα μαλλιά του ελαφρώς ορθωμένα επάνω στο μέτωπό του, δοκίμασε ένα βουβό θυμό, μια επιθυμία να ζήσει. Αυτή ήταν και η τελευταία αντίδραση του αίματός του, μια στιγμιαία εξέγερση. Βολεύτηκε στα γόνατά του και κοίταξε ίσια μπροστά. Μέσα στο μελαγχολικό σούρουπο, είδε να περνάει μπροστά από τα μάτια του ένα στερνό όραμα. Στο τέρμα του μονοπατιού, στην είσοδο που οδηγούσε στο αδιέξοδο του Σαιν Μιτρ, του φάνηκε πως είδε τη θεία Ντιντ, να στέκεται στητή, λευκή και ακίνητη, σαν πέτρινο άγαλμα και να κοιτάζει από μακριά την αγωνία του.

Εκείνη την ώρα ένιωσε το παγωμένο όπλο επάνω στον κρόταφό του. Το ωχρό κεφάλι του Ζυστέν γέλασε. Ο Σιλβέρ κλείνοντας τα μάτια, άκουσε τους παλιούς πεθαμένους να τον καλούν μανιασμένα. Μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπε τίποτα πια, εκτός από τη Μιέτ, κάτω από τα δέντρα, τυλιγμένη με τη σημαία, με τα μάτια της να ατενίζουν το κενό. Τότε ο μονόφθαλμος άνδρας πυροβόλησε και όλα τελείωσαν˙ το κρανίο του παιδιού έσκασε σαν ένα ώριμο ρόδι˙ έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα, με τα χείλη του να αγγίζουν το σημείο που συνήθιζε να πατά το πόδι της η Μιέτ, μέσα σε αυτόν τον ζεστό τόπο που η λατρεμένη του είχε αφήσει ένα σημάδι από το κορμί της.

Πίσω στην οικία των Ρουγκόν, το βράδυ, την ώρα του επιδορπίου, τα γέλια σκορπίζονταν ολόγυρα στο τραπέζι, και η ζέστα του δείπνου δεν είχε ακόμα ξεθυμάνει. Επιτέλους, η οικογένεια Ρουγκόν, μπορούσε να τσιμπολογάει τις απολαύσεις των πλουσίων! Οι ορέξεις τους, οξυμένες ύστερα από τριάντα χρόνια καταπιεσμένων επιθυμιών, έδειχναν τα σουβλερά τους δόντια. Αυτά τα ανικανοποίητα, λιμασμένα θηρία, που μόλις τώρα άρχιζαν το φαγοπότι, πανηγύριζαν για τη νεοσύστατη αυτοκρατορία, την εποχή των ζεστών θηραμάτων. Το πραξικόπημα, με το ίδιο τρόπο που ανέδειξε το ριζικό της δυναστείας του  Βοναπάρτη, θεμελίωσε και την απαρχή της περιουσία των Ρουγκόν.

Ο Πιέρ στάθηκε όρθιος, έτεινε το ποτήρι του και φώναξε:

«Πίνω στην υγειά του πρίγκιπα Λουδοβίκου, στην υγειά του αυτοκράτορα!».

Οι παρευρισκόμενοι κύριοι, οι οποίοι είχαν πνίξει την ζήλεια τους στη σαμπάνια, σηκώθηκαν αμέσως και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους με εκκωφαντικές ζητωκραυγές. Μα τι υπέροχο θέαμα ήταν αυτό! Οι αστοί του Πλασσάν, ο Ρουντιέ, ο Γκρανού, ο Βουιγιέ και οι άλλοι, έκλαιγαν και αγκαλιάζονταν πάνω από πτώμα της Δημοκρατίας, προτού αυτό προλάβει καν να κρυώσει. Τότε ήρθε στον Σικαρντό μια εξαιρετική ιδέα. Πήρε από τα μαλλιά της Φελισιτέ μια τριανταφυλλί, μεταξωτή κορδέλα, την οποία είχε βάλει πάνω από δεξί αυτί της, για να τιμήσει την περίσταση, έκοψε μια λωρίδα με το μαχαιράκι του γλυκού κι έπειτα την πέρασε με επισημότητα μέσα από την μπουτονιέρα του Ρουγκόν. Εκείνος έκανε τάχα τον σεμνό. Αντιστεκόταν, με το πρόσωπό του να λάμπει, την ώρα που έλεγε:

«Μη, παρακαλώ, είναι νωρίς ακόμα. Πρέπει να περιμένουμε μέχρι να εκδοθεί το διάταγμα».
«Ανοησίες! Αναφώνησε ο Σικαρντό, μπορείς μια χαρά να κρατήσεις κι αυτό! Αυτός που σε παρασημοφορεί είναι παλιός στρατιώτης του Ναπολέοντα!».

Όλο το κίτρινο σαλόνι ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Η Φελισιτέ παραλίγο να σβήσει από τη χαρά της. Ο σιωπηλός Γκρανού, μέσα στον ενθουσιασμό του, ανέβηκε πάνω σε μία καρέκλα κι άρχισε να κουνάει την πετσέτα του, προσπαθώντας να βγάλει ένα λόγο που τελικά χάθηκε μέσα στην οχλαγωγία. Το κίτρινο σαλόνι είχε θριαμβεύσει και παραληρούσε. Αλλά το τριανταφυλλί, μεταξένιο κουρελάκι στην μπουτονιέρα του Πιέρ, δεν ήταν το μοναδικό κόκκινο σημάδι του θριάμβου των Ρουγκόν. Ξεχασμένο κάτω από το κρεβάτι, στο διπλανό δωμάτιο, βρισκόταν ένα παπούτσι που είχε ακόμα αίμα στο τακούνι του. Το κερί που έκαιγε κοντά στον κύριο Περό, στην απέναντι πλευρά του δρόμου, αιμορραγούσε μέσα στο σκοτάδι σαν μια ανοιγμένη πληγή. Και πέρα μακριά, στο βάθος του Αιρ Σαιν Μιτρ, πάνω σε μια ταφόπλακα, έπηζε μια λίμνη από αίμα.

ΤΕΛΟΣ

με την επιφύλαξη και διατήρηση παντός δικαιώματος  © 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου