Émile Zola - Η περιουσία των Ρουγκόν Κεφάλαιο 3
Στο Πλασσάν, σε αυτήν την τόσο κλειστή, εσωστρεφή πόλη, όπου ο ταξικός διαχωρισμός διατηρούνταν στο ακέραιο, πίσω στα 1848, ο αντίκτυπος από τα πολιτικά γεγονότα ήταν ελάχιστος. Ακόμη και σήμερα η φωνή του λαού συνεχίζει να καταπνίγεται σε εκείνα τα μέρη. Οι αστοί βάζουν εμπρός την σύνεσή τους, οι ευγενείς την σιωπηλή απελπισία τους και ο κλήρος την λεπτεπίλεπτη πονηριά του. Βασιλιάδες μπορεί να σφετερίζονται θρόνους ή δημοκρατίες να εδραιώνονται, και στην μικρή πόλη να μην κουνιέται φύλλο. Το Πλασσάν κοιμάται την ώρα που το Παρίσι μάχεται. Παρόλο όμως που η πόλη μοιάζει, επιφανειακώς, ήρεμη και αδιάφορη, ωστόσο υπάρχουν στο βάθος κάποιες κρυφές διεργασίες που αξίζουν μια προσεκτικότερη εξέταση. Μπορεί οι τουφεκιές να ηχούν σπάνια στους δρόμους, αλλά οι μηχανορραφίες συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των σαλονιών της νέας πόλης και της συνοικίας του Σαιν Μαρκ. Μέχρι το 1830 ο λαουτζίκος ήταν αμελητέα ποσότης. Αυτό βέβαια συνεχίζεται ως τις μέρες μας.Όλα μαγειρεύονται από τον κλήρο, τους ευγενείς και τους αστούς. Οι ιερείς, που συμβαίνει να είναι αναρίθμητοι, δίνουν το γενικό πρόσταγμα στην άσκηση της πολιτικής˙ δρουν υπογείως, χτυπούν κρυμμένοι από το σκοτάδι, ακολουθώντας ένα συνετό και υπολογισμένο σύστημα που μετά βίας τους επιτρέπει να κάνουν ένα βήμα προς τα εμπρός ή ένα υπαναχωρώντας σε βάθος μιας δεκαετίας. Οι μυστικές διαμάχες αυτών των ανθρώπων, που πάνω από όλα επιθυμούν να αποφύγουν τον θόρυβο, απαιτούν μια ιδιαίτερη ελαστικότητα, μια ικανότητα να καταπιάνονται με μικροπράγματα, και μια υπομονή που μόνο οι δίχως κανένα πάθος άνθρωποι διαθέτουν. Έτσι η επαρχιώτικη αδράνεια, που ο κόσμος του Παρισιού έχει αρχίσει πλέον να την περιγελά, είναι γεμάτη από προδοσίες, πισώπλατα μαχαιρώματα, μυστικές αποτυχίες και νίκες. Αυτοί οι Κύριοι, ειδικά όταν τα θίγονται τα συμφέροντά τους σκοτώνουν από την άνεση τους σπιτιού τους, κι αρκεί ένα κροτάλισμα των δαχτύλων τους για συμβεί αυτό, όπως εμείς οι Παρισινοί σκοτώνουμε σε δημόσια μέρη πατώντας την σκανδάλη του όπλου μας.
Η πολιτική ιστορία του Πλασσάν, όπως και όλων των άλλων μικρών πόλεων της Προβηγκίας παρουσιάζει μια μοναδική ιδιαιτερότητα. Ως τα 1830 οι κάτοικοι παρέμεναν πιστοί Καθολικοί και θιασώτες της μοναρχίας˙ ακόμα και ο λαουτζίκος ορκιζόταν μονάχα εν ονόματι του Θεού και των νομίμων βασιλέων του. Αργότερα συνέβη μια παράξενη μεταστροφή˙ η πίστη πήγε περίπατο, η εργατική και αστική τάξη, εγκαταλείποντας την αρχή της νομιμότητας, αφέθηκε σταδιακά να παρασυρθεί από το μεγάλο δημοκρατικό κίνημα της εποχής μας. Όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1848 οι ευγενείς και ο κλήρος ήταν οι μόνοι που παρέμειναν πιστοί στον θρίαμβο του Ερρίκου του 5ου. Για πολύ καιρό θεωρούσαν την διαδοχή των Ορλεανιστών ως ένα γελοίο πείραμα, που αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε στην επιστροφή των Βουρβόνων˙ και παρόλο που οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν παταγωδώς, συνέχισαν παρόλα αυτά τον αγώνα τους, σκανδαλισμένοι από την αποστασία των πρώην ομοϊδεατών τους, τους οποίους πάλευαν να ξανακερδίσουν με το μέρος τους.
Η συνοικία του Σαιν Μαρκ, υποβοηθούμενη από όλες τις ενορίες, στρώθηκε στη δουλειά. Ανάμεσα στους αστούς και τον λαό υπήρχε ένας αυξανόμενος ενθουσιασμός που θέριευε κυρίως μετά τα γεγονότα του Φεβρουαρίου. Αυτοί οι μαθητευόμενοι δημοκράτες βιάζονταν να εκτονώσουν τον επαναστατικό πυρετό τους. Ωστόσο για τους ιδιοκτήτες της νέας πόλης αυτή η ωραία φωτιά είχε την λάμψη και την διάρκεια ενός άχερου που σιγοκαίει ως σβήσει τελείως. Οι μικροϊδιοκτήτες, οι αποσυρμένοι έμποροι, που είχαν ήδη φάει τα ψωμιά τους ή είχαν κάνει τις περιουσίες τους τον καιρό της μοναρχίας, σύντομα άρχισαν να πανικοβάλλονται. Η Δημοκρατία με τα συνεχή της σκαμπανεβάσματα, τους έκανε να τρέμουν για τα λεφτά και την πολύτιμη εγωιστική ύπαρξή τους.
Η συνοικία του Σαιν Μαρκ, υποβοηθούμενη από όλες τις ενορίες, στρώθηκε στη δουλειά. Ανάμεσα στους αστούς και τον λαό υπήρχε ένας αυξανόμενος ενθουσιασμός που θέριευε κυρίως μετά τα γεγονότα του Φεβρουαρίου. Αυτοί οι μαθητευόμενοι δημοκράτες βιάζονταν να εκτονώσουν τον επαναστατικό πυρετό τους. Ωστόσο για τους ιδιοκτήτες της νέας πόλης αυτή η ωραία φωτιά είχε την λάμψη και την διάρκεια ενός άχερου που σιγοκαίει ως σβήσει τελείως. Οι μικροϊδιοκτήτες, οι αποσυρμένοι έμποροι, που είχαν ήδη φάει τα ψωμιά τους ή είχαν κάνει τις περιουσίες τους τον καιρό της μοναρχίας, σύντομα άρχισαν να πανικοβάλλονται. Η Δημοκρατία με τα συνεχή της σκαμπανεβάσματα, τους έκανε να τρέμουν για τα λεφτά και την πολύτιμη εγωιστική ύπαρξή τους.
Συνεπώς όταν σημειώθηκε η Εκκλησιαστική Αντίδραση όλοι οι αστοί πέρασαν στο στρατόπεδο των Συντηρητικών. Εκεί έγιναν δεκτοί με ανοικτές αγκάλες. Πότε πριν η νέα πόλη δεν είχε τόσο στενές σχέσεις με την συνοικία του Σαιν Μαρκ˙ ορισμένοι ευγενείς έφταναν στο σημείο να κάνουν χειραψίες με δικηγόρους και αποσυρμένους λαδέμπορους. Αυτή η απροσδόκητη οικειότητα γέμισε με ενθουσιασμό τους κατοίκους της νέας συνοικίας, οι οποίοι από τούδε και στο εξής τάχθηκαν ενάντια στην δημοκρατική κυβέρνηση. Προκειμένου δε, να επιτευχθεί αυτή η σημαντική συμπόρευση, ο κλήρος διέθεσε όλους τους θησαυρούς της δεξιοτεχνίας και της υπομονής που κατείχε. Στο τέλος οι ευγενείς του Πλασσάν, βυθίστηκαν σαν ετοιμοθάνατη γυναίκα σε μια ακατανίκητη κόπωση˙ διατήρησαν την πίστη τους, αλλά έπεσαν σε λήθαργο, και προτίμησαν να παραμείνουν αδρανείς, αφήνοντας τα πάντα στο θέλημα του Μεγαλοδύναμου. Στο εξής, θα διατηρούσαν μία στάση σιωπηλής διαμαρτυρίας, έχοντας την αόριστη αίσθηση πως οι θεοί τους πέθαναν και πως οι ίδιοι μπορούσαν μονάχα να τους ακολουθήσουν στον θάνατο. Ακόμη και αυτήν την εποχή των αναταραχών, όταν η καταστροφή του 1848 θα μπορούσε να τους κάνει, έστω και για λίγο, να πιστέψουν στην επιστροφή των Βουρβόνων, αυτοί παρέμειναν αδρανείς και αδιάφοροι, κάνοντας λόγο για μάχες σώμα με σώμα, χωρίς ωστόσο να απομακρύνονται από την θαλπωρή του τζακιού τους.
Ο κλήρος πάλεψε ακούραστα ενάντια σε αυτό το αίσθημα της ανικανότητας και παραίτησης. Για αυτήν τους την αποστολή έβαλαν όλο τους πάθος. Όταν ένας ιερέας απελπίζεται τότε είναι που πολεμάει πιο λυσσαλέα˙ η τακτική της εκκλησίας συνίσταται στο να εφορμά πάντα μπροστά, και παρόλο που μπορεί να αναγκαστεί να αναβάλλει την επίτευξη των στόχων της για κάμποσους αιώνες, δεν αφήνει ούτε μια ώρα να πάει χαμένη, παρά μόνο ξεχύνεται προς τα μπρος, πολεμώντας αδιάκοπα. Συνεπώς ήταν ο κλήρος αυτός που ηγούνταν της αντίδρασης στο Πλασσάν. Οι ευγενείς λειτουργούσαν απλώς ως κάλυψη και τίποτα παραπάνω˙ οι ιερείς κρύβονταν πίσω από το αρχοντολόι, τους καθοδηγούσαν, τους κατηύθυναν κατάφεραν ακόμα και να τους προσδώσουν μια επίφαση ζωής. Όταν τελικά κατάφεραν τους ευγενείς να υπερβούν τις αναστολές τους και να συμπράξουν με τους αστούς για τον κοινό σκοπό, οι ιερείς θεωρούσαν πως έχουν εξασφαλισμένη την νίκη. Το έδαφος ήταν εξαίσια προετοιμασμένο˙αυτή η παλιά φιλομοναρχική πόλη, που αποτελούνταν από φιλήσυχους μικροαστούς και δειλούς εμπόρους, προοριζόταν μοιραία, να στραφεί, αργά ή γρήγορα στο πλευρό του νόμου και της τάξης.
Ο κλήρος με τους σοφούς χειρισμούς του, επιτάχυνε την μεταστροφή. Αφού πρώτα πήραν με το μέρος τους μεγαλοϊδιοκτήτες της νέας πόλης, κατάφεραν να κερδίσουν ακόμα και τους μικρεμπόρους της παλιάς συνοικίας. Έκτοτε το αντιδραστικό κίνημα κυριάρχησε ολοκληρωτικά μέσα στην πόλη. Όλες οι ιδεολογίες συνέκλιναν σε αυτήν την αντίδραση˙ πότε άλλοτε δεν είχε εμφανιστεί παρόμοιο αμάλγμα αποτελούμενο από πικραμένους Φιλελεύθερους, Νομιμόφρονες, Ορλεανιστές, Βοναπαρτιστές και κληρικούς. Αλλά για την ώρα αυτό δεν είχε καμία σημασία. Το ζητούμενο ήταν ο θάνατος της Δημοκρατίας. Και η Δημοκρατία έπνεε τα λοίσθια. Μόνο ένα μικρό τμήμα του λαού, το πολύ γύρω στους χίλιους εργάτες, μικρό ποσοστό σε σύγκριση με τις δέκα χιλιάδες ψυχές της πόλης, συνέχιζε να χαιρετά το δέντρο της ελευθερίας, που είχε φυτευτεί στην μέση της πλατείας, μπροστά από το κτίριο της Υπονομαρχίας.
Ο κλήρος με τους σοφούς χειρισμούς του, επιτάχυνε την μεταστροφή. Αφού πρώτα πήραν με το μέρος τους μεγαλοϊδιοκτήτες της νέας πόλης, κατάφεραν να κερδίσουν ακόμα και τους μικρεμπόρους της παλιάς συνοικίας. Έκτοτε το αντιδραστικό κίνημα κυριάρχησε ολοκληρωτικά μέσα στην πόλη. Όλες οι ιδεολογίες συνέκλιναν σε αυτήν την αντίδραση˙ πότε άλλοτε δεν είχε εμφανιστεί παρόμοιο αμάλγμα αποτελούμενο από πικραμένους Φιλελεύθερους, Νομιμόφρονες, Ορλεανιστές, Βοναπαρτιστές και κληρικούς. Αλλά για την ώρα αυτό δεν είχε καμία σημασία. Το ζητούμενο ήταν ο θάνατος της Δημοκρατίας. Και η Δημοκρατία έπνεε τα λοίσθια. Μόνο ένα μικρό τμήμα του λαού, το πολύ γύρω στους χίλιους εργάτες, μικρό ποσοστό σε σύγκριση με τις δέκα χιλιάδες ψυχές της πόλης, συνέχιζε να χαιρετά το δέντρο της ελευθερίας, που είχε φυτευτεί στην μέση της πλατείας, μπροστά από το κτίριο της Υπονομαρχίας.
Οι καλύτεροι πολιτικοί του Πλασσάν, αυτοί που ηγούνταν της αντιδραστικής κίνησης, δεν πήραν μυρωδιά τον ερχομό της Αυτοκρατορίας, παρά μόνο όταν ήταν πλέον πάρα πολύ αργά. Είχαν την εντύπωση πως η δημοτικότητα του πρίγκιπα Λουδοβίκου Ναπολέοντα ήταν μια περαστική τρέλα του όχλου που γρήγορα θα ξεπερνιόταν. Ελάχιστο θαυμασμό έτρεφαν για το πρόσωπο του πρίγκιπα. Τον έκριναν ως μηδαμινό, αιθεροβάμονα, ανίκανο να απλώσει τα χέρια του πάνω στην Γαλλία και κυρίως να παραμείνει στην εξουσία. Γι’ αυτούς ήταν απλώς ένα όργανο που έλπιζαν να τους φανεί χρήσιμο, που θα τους άνοιγε τον δρόμο και που με μια κλωτσιά θα τον πετούσαν έξω από την πόρτα, όταν θα έφτανε η ώρα να εμφανιστεί ο πραγματικός διεκδικητής του θρόνου. Παρόλα αυτά οι μήνες περνούσαν και η ανησυχία τους μεγάλωνε. Τότε μόνο κατάλαβαν κάπως είχαν ξεγελαστεί. Ωστόσο δεν πρόλαβαν να αναλάβουν την παραμικρή δράση˙ το πραξικόπημα ξέσπασε πάνω στα κεφάλια τους και υποχρεώθηκαν να το αποδεχτούν. Το μέγα μίασμα, η Δημοκρατία είχε μόλις δολοφονηθεί. Αυτό από μόνο του ήταν ένας θρίαμβος. Ο κλήρος και ο λαός δέχτηκαν τα γεγονότα με μια διάθεση παραίτησης, αναβάλλοντας για αργότερα την εκπλήρωση των ελπίδων τους, εκτονώνοντας την απογοήτευσή τους, συμβάλλοντας μαζί με τους Βοναπαρτιστές στην εξόντωση των τελευταίων Δημοκρατικών.
Αυτά τα γεγονότα έθεσαν τα θεμέλια της περιουσίας των Ρουγκόν. Παρεμβαίνοντας στις διάφορες φάσεις αυτής της κρίσης, αναπτύχθηκαν πάνω στα ερείπια της ελευθερίας. Αυτοί οι λήσταρχοι, καραδοκούσαν υπομονετικά και μόλις βρήκαν την ευκαιρία έπεσαν πάνω στην Δημοκρατία και την καταλήστεψαν˙ από την στιγμή που βρέθηκε με κομμένο το λαρύγγι, ήρθαν αυτοί για να κάνουν πλιάτσικο πάνω στο νεκρό κορμί της. Λίγο μετά τις μέρες του Φεβρουαρίου, η Φελισιτέ, που οσμιζόταν καλύτερα από όλους στην οικογένεια, κατάλαβε πως είχαν μπει επιτέλους στον σωστό δρόμο. Άρχισε να γυροφέρνει τον άνδρα της και να τον κεντρίζει, προκειμένου αυτός να ταρακουνηθεί. Οι πρώτες φήμες περί επανάστασης είχαν φοβίσει τον Πιέρ. Όταν όμως η γυναίκα του τον έπεισε πως είχαν λίγα να χάσουν και πολλά να κερδίσουν από την όλη αναταραχή, άλλαξε γνώμη και συμφώνησε μαζί της.
«Δεν ξέρω τι μπορείς να κάνεις, επαναλάμβανε κάθε τόσο η Φελισιτέ, αλλά μου φαίνεται πως εδώ μπορούν να γίνουν πολλά. Ο μαρκήσιος ντε Καρναβάν, δεν μας είπε τις προάλλες πως θα γινόταν πλούσιος, αν ποτέ επέστρεφε ο Ερρίκος ο 5ος και πως αυτός ο βασιλιάς θα αντάμειβε πλουσιοπάροχα όσους εργάστηκαν για την επιστροφή του; Πιθανώς εκεί βρίσκεται η τύχη μας. Ίσως ήρθε η ώρα να πάρουμε την πάνω βόλτα».
Ο μαρκήσιος ντε Καρναβάν, ο ευγενής που σύμφωνα με τα κουτσομπολιά της πόλης είχε στενή γνωριμία με την μητέρα της Φελισιτέ, συνήθιζε, περιστασιακά, να επισκέπτεται τους Ρουγκόν. Οι κακές γλώσσες έλεγαν πως η κυρία Ρουγκόν του έμοιαζε. Ήταν ένας άνδρας λεπτός, μικροκαμωμένος, δραστήριος, ηλικίας γύρω στα εβδομήντα πέντε εκείνη την εποχή, του οποίου τα χαρακτηριστικά και τους τρόπους φαινόταν να παίρνει η Φελισιτέ καθώς γερνούσε κι αυτή. Ακουγόταν πως οι γυναίκες είχαν καταβροχθίσει τα απομεινάρια της περιουσίας, την οποία είχε σχεδόν χάσει ο πατέρας του από τον καιρό των Εμιγκρέδων. Πραγματικά παραδεχόταν την κακή του οικονομική κατάσταση, χωρίς ωστόσο να χάνει την καλή του διάθεση. Μεγαλωμένος από ένα συγγενή του, τον κόμη ντε Βαλκυράς, ζούσε παρασιτικά, τρώγοντας στο τραπέζι του κόμη και καταλαμβάνοντας ένα μικρό διαμέρισμα κάτω από την στέγη του προστάτη του.
«Μικρή μου, έλεγε συχνά στην Φελισιτέ, τσιμπώντας της το μάγουλο, αν ποτέ ο Ερρίκος ο 5ος μου παραχωρήσει κάποια περιουσία, θα σε κάνω κληρονόμο μου!»
Συνέχιζε να αποκαλεί την Φελισιτέ μικρή μου, παρόλο που κι αυτή είχε πατήσει τα πενήντα. Κάτι τέτοιες χειρονομίες καθώς και οι αδιάκοπες υποσχέσεις για μια κληρονομιά περνούσαν από το μυαλό της Φελισιτέ όταν αποφάσιζε να ανακατέψει τον σύζυγό της με τα πολιτικά. Ο μαρκήσιος ντε Καρναβάν συχνά οίκτιρε την αδυναμία του να της προσφέρει την παραμικρή βοήθεια. Αναμφίβολα θα της παράστεκε σαν πατέρας αν κάποτε αποκτούσε κάποια δύναμη. Ο Πιέρ, στον οποίο η γυναίκα του εξήγησε την κατάσταση με μισόλογα, δήλωσε πως ήταν διατεθειμένος να κινηθεί προς όποια κατεύθυνση ήταν ενδεδειγμένη.
Η ιδιαίτερη θέση στην οποία είχε περιέλθει ο μαρκήσιος, τον ώθησε να γίνει, στο Πλασσάν, από τις πρώτες κιόλας μέρες την Δημοκρατίας, ο πλέον ενεργός παράγοντας του κινήματος την αντίδρασης. Αυτός ο μικροσκοπικός άνθρωπος που έσφυζε από ενεργητικότητα και είχε πάρα πολλά να κερδίσει από την Παλινόρθωση εργαζόταν αδιάλειπτα γι’ αυτόν τον σκοπό. Την ώρα που οι ευκατάστατοι ευγενείς της συνοικίας του Σαιν Μαρκ κοιμούνταν βαθιά, βουτηγμένοι μέσα στην σιωπηλή τους απόγνωση, γιατί πιθανώς φοβούνταν μήπως βρεθούν σε δυσχερή θέση και αντιμετωπίσουν για δεύτερη φορά το φάσμα της εξορίας, αυτός βρισκόταν παντού προκειμένου να διαδώσει τις ιδέες του και να συσπειρώσει τους πιστούς του. Είχε μετατραπεί σε ένα όπλο στην υπηρεσία κάποιου αόρατου χεριού. Έκτοτε οι επισκέψεις του στους Ρουγκόν έγιναν καθημερινές. Είχε ανάγκη από ένα κέντρο επιχειρήσεων. Ο συγγενής του, ο κόμης Βαλκυράς του είχε απαγορεύσει να φέρνει τους ομοϊδεάτες του στο σπίτι και έτσι κατέληξε στο κίτρινο σαλόνι της Φελισιτέ. Επιπλέον βρήκε αμέσως στο πρόσωπο του Πιέρ έναν πολύτιμο βοηθό. Δεν μπορούσε να πάει ο ίδιος και να διακηρύξει τις αρχές της νομιμότητας στους μικρεμπόρους και τους εργάτες της παλιά συνοικίας˙ θα τον έπαιρναν με τις πέτρες.
Ο Πιέρ αντιθέτως, που είχε ζήσει ανάμεσα σε εκείνους τους ανθρώπους, μιλούσε την γλώσσα τους, γνώριζε τις ανάγκες τους και μπορούσε να τους κανοναρχεί με τρόπο προσιτό κι εγκάρδιο. Κάπως έτσι κατόρθωσε να γίνει απαραίτητος. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες οι Ρουγκόν είχαν γίνει βασιλικότεροι του βασιλέως. Ο μαρκήσιος βλέποντας τον ζήλο του Πιέρ, ταμπουρώθηκε για τα καλά πίσω από αυτόν. Ποιος ο λόγος να φανερώνεται ο ίδιος, όταν ένας τόσο στιβαρός άνδρας ήταν διατεθειμένος να πάρει πάνω του όλες τις σαχλαμάρες της παράταξης; Επέτρεπε στον Πιερ να βασιλεύει, να μεγαλοπιάνεται και να μιλάει σαν αυθεντία, ικανοποιημένος απλώς από το να τον συγκρατεί ή να τον εξαπολύει ανάλογα με τις ανάγκες του σκοπού. Έτσι ο γερολαδέμπορος έγινε μέσα σε σύντομο διάστημα μια χαρακτηριστική φυσιογνωμία. Τα βράδια, όταν βρίσκονταν μόνοι οι δυο τους, η Φελισιτέ συνήθιζε να του λέει:
Ο Πιέρ αντιθέτως, που είχε ζήσει ανάμεσα σε εκείνους τους ανθρώπους, μιλούσε την γλώσσα τους, γνώριζε τις ανάγκες τους και μπορούσε να τους κανοναρχεί με τρόπο προσιτό κι εγκάρδιο. Κάπως έτσι κατόρθωσε να γίνει απαραίτητος. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες οι Ρουγκόν είχαν γίνει βασιλικότεροι του βασιλέως. Ο μαρκήσιος βλέποντας τον ζήλο του Πιέρ, ταμπουρώθηκε για τα καλά πίσω από αυτόν. Ποιος ο λόγος να φανερώνεται ο ίδιος, όταν ένας τόσο στιβαρός άνδρας ήταν διατεθειμένος να πάρει πάνω του όλες τις σαχλαμάρες της παράταξης; Επέτρεπε στον Πιερ να βασιλεύει, να μεγαλοπιάνεται και να μιλάει σαν αυθεντία, ικανοποιημένος απλώς από το να τον συγκρατεί ή να τον εξαπολύει ανάλογα με τις ανάγκες του σκοπού. Έτσι ο γερολαδέμπορος έγινε μέσα σε σύντομο διάστημα μια χαρακτηριστική φυσιογνωμία. Τα βράδια, όταν βρίσκονταν μόνοι οι δυο τους, η Φελισιτέ συνήθιζε να του λέει:
«Προχώρα και μη φοβάσαι τίποτα. Είμαστε σε καλό δρόμο. Αν αυτό συνεχιστεί θα γίνουμε πλούσιοι˙ θα αποχτήσουμε ένα σαλόνι σαν αυτό που έχει ο φοροεισπράκτορας και θα μπορούμε να δίνουμε δεξιώσεις».
Είχε ήδη σχηματιστεί μια μικρή ομάδα συντηρητικών, οι οποίοι συναντιόνταν κάθε βράδυ στο κίτρινο σαλόνι για να συζητούν ενάντια στην Δημοκρατία.
Ανάμεσα στους παρευρισκόμενους ήταν τρεις τέσσερις έμποροι που είχαν πλέον αποσυρθεί και έτρεμαν για τα λεφτουδάκια τους, και επιθυμούσαν από καρδιάς μια σοφή και δυνατή κυβέρνηση. Ένας πρώην έμπορος αμυγδάλων, μέλος του δημοτικού συμβουλίου, ο κύριος Ισιντόρ Γκρανού, ήταν κατά κάποιο τρόπο ο επικεφαλής αυτής της ομάδας. Το στόμα του, ένα λαγόχειλο που απείχε πέντε – έξι εκατοστά από την μύτη του, τα μάτια ίδια με κουμπότρυπες, ο αέρας ικανοποίησης και προβληματισμού που απέπνεε ταυτόχρονα, τον έκαναν να μοιάζει με παχιά χήνα που απολαμβάνει το φαΐ της τρέμοντας παράλληλα και το κουζινομάχαιρο του μάγειρα. Μιλούσε λίγο, γιατί δυσκολευόταν να βρει τις σωστές λέξεις˙ κι έστηνε αυτί μονάχα όταν κάποιος κατηγορούσε του δημοκρατικούς, προσάπτοντάς τους την κατηγορία πως θέλουν να λεηλατήσουν τα σπίτια των πλουσίων. Τότε γινόταν κατακόκκινος σε βαθμό που να δίνει την εντύπωση πως ήταν στα όρια της αποπληξίας και μουρμούριζε χαμηλόφωνα διάφορες κατάρες στις οποίες οι λέξεις «τεμπέληδες, εγκληματίες, κλέφτες, δολοφόνοι» επαναλαμβάνονταν ουκ ολίγες φορές.
Ωστόσο δεν ήταν όλοι οι θαμώνες του κίτρινου σαλονιού τόσο χοντροκομμένοι όσο αυτή η παχιά χήνα. Ένας πλούσιος μεγαλοϊδιοκτήτης, ο κύριος Ρουντιέ με παχουλό και ύπουλο πρόσωπο, συζητούσε με τις ώρες, πλημμυρισμένος από το πάθος του Ορλεανιστή που βλέπει πως η πτώση του Λουδοβίκου – Φιλίππου ανέτρεψε τους υπολογισμούς του. Παλιότερα πουλούσε κάλτσες και εσώρουχα στο Παρίσι και εφοδίαζε με αυτά το παλάτι, αλλά πλέον είχε αποσυρθεί στο Πλασσάν. Είχε καταφέρει να κάνει τον γιο του δικαστή και έλπιζε στη βοήθεια των Ορλεανιστών προκειμένου να τον προάγει σε ανώτερα αξιώματα. Όταν η επανάσταση σκότωσε όλες τις ελπίδες του κι έτσι, γεμάτος μανία, πέρασε στην παράταξη των συντηρητικών. Η περιουσία του, οι περασμένες εμπορικές του σχέσεις με το Παλάτι του Κεραμεικού, τις οποίες είχε καταφέρει να μετατρέψει σε φιλικές, η φήμη που απολαμβάνει κάθε άνδρας που έκανε τα λεφτά του στο Παρίσι κι έρχεται ύστερα να τα ξεκοκαλίσει σε κάποια μακρινή επαρχία, όλα αύξαιναν την επιρροή του στην περιοχή˙ ορισμένοι άνθρωποι όταν τον άκουγαν να μιλά έδειχναν την ίδια προσήλωσαν που θα είχαν και μπροστά σε έναν προφήτη.
Μα το μεγάλο κεφάλι του κίτρινου σαλονιού ήταν αναμφίβολα ο καπετάν Σικαρντό, ο πεθερός του Αριστίντ. Με κοψιά Ηρακλή, μούρη κόκκινη σαν πατζάρι, σημαδεμένος και με σκόρπιες γκρίζες τούφες στο κεφάλι, ήταν ένας από τους πιο δοξασμένους γεροξεκούτηδες του Μεγάλου Αυτοκρατορικού στρατού του Ναπολέοντα. Κατά την διάρκεια των γεγονότων του Φεβρουαρίου, είχε εξοργιστεί με τις οδομαχίες˙ δεν κουραζόταν ποτέ να καταπιάνεται με αυτό το θέμα, τονίζοντας θυμωμένα πως αυτό το είδος μάχης του προκαλούσε ντροπή, και αναπολούσε με περηφάνια την μεγάλη βασιλεία του Ναπολέοντα.
Άλλη μια μορφή που εμφανιζόταν τακτικά στην οικία των Ρουγκόν, ήταν ένας τύπος με ιδρωμένα χέρια και διφορούμενο βλέμμα, κάποιος κύριος Βουιγιέ, βιβλιοπώλης που εφοδίαζε με ιερές εικονίτσες και κομποσχοίνια όλες τις θεοσεβούμενες κυρίες της πόλης. Ο Βουιγιέ εμπορευόταν τόσο τους κλασικούς όσο και τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς˙ ήταν πιστός καθολικός κι αυτό του εξασφάλιζε πελατεία από πολλά μοναστήρια και ενορίες. Είχε την σπουδαία έμπνευση να προσθέσει στο εμπόρευμά του και την διακίνηση μιας μικρής εφημερίδας, που κυκλοφορούσε δυο φορές την εβδομάδα, της Γκαζέττας του Πλασσάν, με την οποία υποστήριζε αποκλειστικά τα συμφέροντα του Κλήρου. Αυτή η εφημερίδα του κόστιζε χίλια φράγκα το χρόνο, αλλά τον καθιστούσε στυλοβάτη της εκκλησίας και του εξασφάλιζε την διάθεση των θρησκευτικών προϊόντων του, που διαφορετικά θα έμεναν απούλητα. Αυτός ο αγράμματος άνθρωπος, ο ανορθόγραφος, συνέτασσε ο ίδιος τα άρθρα της Γκαζέττας με τόση ταπεινότητα και θράσος, που ερχόταν η έλλειψη ταλέντου του κι εξισορροπούσε. Ο μαρκήσιος αναλαμβάνοντας αυτήν την εκστρατεία είχε αμέσως αντιληφθεί τα πλεονεκτήματα που μπορούσαν να προκύψουν από αυτόν τον ρηχό σκευοφύλακα και την χοντροκομμένη, στρατευμένη πένα του. Μετά την επανάσταση του Φλεβάρη τα άρθρα της Γκαζέττας είχαν λιγότερα λάθη˙ μαρκήσιος είχε αναλάβει την επιμέλειά τους.
Μετά από όλα αυτά, ο καθένας είναι τώρα σε θέση να φανταστεί το μοναδικό θέαμα που παρουσίαζε το κίτρινο σαλόνι κάθε βράδυ. Το κοινό σημείο όλων των απόψεων συνίστατο στους μύδρους κατά της Δημοκρατίας. Το κοινό μίσος τους ένωνε. Ο μαρκήσιος που φρόντιζε να μην χάνει καμία συνάντηση, ελάφρυνε με την παρουσία του τις διαφωνίες που ανέκυπταν ανάμεσα στον γέρο διοικητή και τους λοιπούς παρευρισκόμενους. Αυτοί οι πληβείοι κολακεύονταν από μέσα τους κάθε φορά που ο μαρκήσιος του μοίραζε χειραψίες κατά την άφιξη και αποχώρησή του. Μονάχα ο Ρουντιέ σαν ελευθερόφρονας της οδού Σαιν Ονορέ, υποστήριζε πως ο μαρκήσιος δεν έχει πεντάρα και τον περιγελούσε.
Ο μαρκήσιος από την πλευρά του διατηρούσε το ευγενικό του χαμόγελο˙ είχε πέσει στο επίπεδο αυτών των μικροαστών, αφήνοντας κατά μέρος όλες εκείνες τις απαξιωτικές γκριμάτσες που οι υπόλοιποι διαμένοντες στην συνοικία Σαιν Μαρκ, θα θεωρούσαν κατάλληλες για την περίσταση. Η παρασιτική ζωή του, τον είχε μαλακώσει. Ήταν η καρδιά της ομάδας. Πρόσταζε επ’ ονόματι κάποιων άγνωστων προσώπων , την ταυτότητα των οποίων δεν αποκάλυπτε ποτέ. «Θέλουν τούτο, δεν επιθυμούν εκείνο», συνήθιζε να λέει. Αυτοί οι αφανείς θεοί, που όριζαν το πεπρωμένο του Πλασσάν κρυμμένοι πίσω από τα ουράνια νέφη, χωρίς να παρεμβαίνουν άμεσα και αυτοπροσώπως στις δημόσιες υποθέσεις, μάλλον ήταν κάποιοι ιερείς, οι μεγάλοι πολιτικοί παράγοντες της επαρχίας. Όταν ο μαρκήσιος ξεστόμιζε αυτό το μυστηριώδες «Εκείνοι» το οποίο προκαλούσε δέος στην ομήγυρη, ο Βουιγιέ εκμυστηρευόταν, παίρνοντας μια πόζα γεμάτη αυταρέσκεια, ότι τους ήξερε πολύ καλά.
Ο μαρκήσιος από την πλευρά του διατηρούσε το ευγενικό του χαμόγελο˙ είχε πέσει στο επίπεδο αυτών των μικροαστών, αφήνοντας κατά μέρος όλες εκείνες τις απαξιωτικές γκριμάτσες που οι υπόλοιποι διαμένοντες στην συνοικία Σαιν Μαρκ, θα θεωρούσαν κατάλληλες για την περίσταση. Η παρασιτική ζωή του, τον είχε μαλακώσει. Ήταν η καρδιά της ομάδας. Πρόσταζε επ’ ονόματι κάποιων άγνωστων προσώπων , την ταυτότητα των οποίων δεν αποκάλυπτε ποτέ. «Θέλουν τούτο, δεν επιθυμούν εκείνο», συνήθιζε να λέει. Αυτοί οι αφανείς θεοί, που όριζαν το πεπρωμένο του Πλασσάν κρυμμένοι πίσω από τα ουράνια νέφη, χωρίς να παρεμβαίνουν άμεσα και αυτοπροσώπως στις δημόσιες υποθέσεις, μάλλον ήταν κάποιοι ιερείς, οι μεγάλοι πολιτικοί παράγοντες της επαρχίας. Όταν ο μαρκήσιος ξεστόμιζε αυτό το μυστηριώδες «Εκείνοι» το οποίο προκαλούσε δέος στην ομήγυρη, ο Βουιγιέ εκμυστηρευόταν, παίρνοντας μια πόζα γεμάτη αυταρέσκεια, ότι τους ήξερε πολύ καλά.
Ανάμεσά τους, ευτυχέστερη όλων ήταν η Φελισιτέ. Επιτέλους είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται κόσμος στο σαλόνι της. Η αλήθεια είναι πως ντρεπόταν λιγάκι για τα παμπάλαια κίτρινα, βελούδινα έπιπλά της˙ Παρηγορούταν ωστόσο με την σκέψη όλων εκείνων των πλούσιων πραγμάτων που θα αγόραζε όταν ο ωραίος τους αγώνας θα θριάμβευε. Οι Ρουγκόν στο τέλος έφτασαν να παίρνουν τον φιλομοναρχισμό τους στα σοβαρά. Η Φελισιτέ έφτασε στο σημείο να λέει, όταν ο Ρουντιέ δεν ήταν μπροστά, πως δεν κατάφεραν να κάνουν περιουσία από το εμπόριο λαδιου εξαιτίας της Ιουλιανής μοναρχίας. Με αυτόν τον τρόπο έδινε μία πολιτική απόχρωση στην φτώχεια τους. Είχε πάντα να πει έναν καλό λόγο για όλους, ακόμη και για τον Γκρανού, βρίσκοντας κάθε βράδυ κι από έναν νέο κομψό τρόπο να τον ξυπνάει, όταν έφτανε η ώρα της αναχώρησης.
Αυτό το σαλόνι, αυτή η ομάδα των συντηρητικών που ανήκαν σε διαφορετικές παρατάξεις και που πλήθαιναν καθημερινά, έφτασε σύντομα να ασκεί μεγάλη επιρροή. Χάρη στην ποικιλομορφία των μελών τους και κυρίως χάρη στην μυστική ενθάρρυνση που ο καθένας τους ξεχωριστά λάμβανε από τον κλήρο, σύντομα έγιναν το κέντρο του αντιδραστικού κινήματος που απλώθηκε πάνω σε ολόκληρο το Πλασσάν. Η τακτική του μαρκησίου, που επέλεξε να παραμένει στο παρασκήνιο, έκανε τον Ρουγκόν να φαίνεται ως ο επικεφαλής της ομάδας. Οι συγκεντρώσεις γίνονταν στο δικό του σπίτι, κι αυτό στην σκέψη των περισσότερων αρκούσε για να τον χρίσουν αρχηγό της ομάδας και να τραβήξει επάνω του την προσοχή της κοινής γνώμης. Όλη η δουλειά αποδιδόταν σε αυτόν˙ όλοι πίστευαν πως αυτός ήταν ο πρωτεργάτης του κινήματος, σιγά – σιγά κατάφερε να φέρει πίσω, στο συντηρητικό στρατόπεδο τους μέχρις εχθές ενθουσιώδεις δημοκρατικούς.
Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις που ωφελούν μονάχα τους ανθρώπους με κακή φήμη. Αυτοί βάζουν τα θεμέλια της περιουσίας τους εκεί που άνθρωποι με ανώτερες θέσεις και περισσότερη επιρροή δεν θα τολμούσαν ποτέ να πάρουν ένα τέτοιο ρίσκο. Ο Ρουντιέ, ο Γκρανού και οι άλλοι, όλοι τους άνθρωποι αποκατεστημένοι και αξιοσέβαστοι, φάνταζαν χίλιες φορές προτιμότεροι για την ανάληψη της ηγεσίας της συντηρητικής παράταξης. Αλλά κανένας από αυτούς δεν θα δεχόταν να μετατρέψει το σαλόνι του σε πολιτικό κέντρο˙ δεν επιθυμούσαν να εκθέσουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο για χάρη των πεποιθήσεών τους˙ στην πραγματικότητα οι περισσότεροι ήταν απλώς επαρχιώτες φαμφαρόνοι, που προτιμούσαν να αντιμάχονται την Δημοκρατία στο σπίτι του γείτονά τους, αρκεί ο γείτονας να ήταν διατεθειμένος να επωμισθεί την ευθύνη των συζητήσεών τους. Η όλη υπόθεση έκρυβε ρίσκα. Δεν υπήρχε κανένας ανάμεσα στους μεσοαστούς του Πλασσάν που να επιθυμεί αυτό το ρίσκο, εκτός από τους Ρουγκόν, που εξαιτίας της τεράστιας και ακόρεστης όρεξής τους ήταν διατεθειμένοι να καταφύγουν στην λήψη ακραίων μέτρων.
Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις που ωφελούν μονάχα τους ανθρώπους με κακή φήμη. Αυτοί βάζουν τα θεμέλια της περιουσίας τους εκεί που άνθρωποι με ανώτερες θέσεις και περισσότερη επιρροή δεν θα τολμούσαν ποτέ να πάρουν ένα τέτοιο ρίσκο. Ο Ρουντιέ, ο Γκρανού και οι άλλοι, όλοι τους άνθρωποι αποκατεστημένοι και αξιοσέβαστοι, φάνταζαν χίλιες φορές προτιμότεροι για την ανάληψη της ηγεσίας της συντηρητικής παράταξης. Αλλά κανένας από αυτούς δεν θα δεχόταν να μετατρέψει το σαλόνι του σε πολιτικό κέντρο˙ δεν επιθυμούσαν να εκθέσουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο για χάρη των πεποιθήσεών τους˙ στην πραγματικότητα οι περισσότεροι ήταν απλώς επαρχιώτες φαμφαρόνοι, που προτιμούσαν να αντιμάχονται την Δημοκρατία στο σπίτι του γείτονά τους, αρκεί ο γείτονας να ήταν διατεθειμένος να επωμισθεί την ευθύνη των συζητήσεών τους. Η όλη υπόθεση έκρυβε ρίσκα. Δεν υπήρχε κανένας ανάμεσα στους μεσοαστούς του Πλασσάν που να επιθυμεί αυτό το ρίσκο, εκτός από τους Ρουγκόν, που εξαιτίας της τεράστιας και ακόρεστης όρεξής τους ήταν διατεθειμένοι να καταφύγουν στην λήψη ακραίων μέτρων.
Τον Απρίλιο του 1849 ο Εζέν εγκατέλειψε εσπευσμένα το Παρίσι και ήρθε για περάσει καμιά δεκαπενταριά μέρες κοντά στον πατέρα του. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τον λόγο που τον οδήγησε σε αυτό το ταξίδι. Πάντως το πιθανότερο είναι πως επέστρεψε στην πατρίδα του για να μάθει, αν θα μπορούσε να έχει κάποια επιτυχία ως υποψήφιος για την θέση του εκπροσώπου της Νομοθετικής βουλής η οποία σύντομα να αντικαθιστούσε την Συντακτική. Παραήταν έξυπνος για να δεχτεί το ρίσκο μιας αποτυχίας. Αναμφίβολα δεν είχε την εύνοια της κοινής γνώμης, καθώς ποτέ δεν είχε ασχοληθεί με τα κοινά. Επιπλέον όλοι στο Πλασσάν αγνοούσαν, τι είχε απογίνει τόσο καιρό και με τι ασχολούταν στο Παρίσι. Φαινόταν αλλαγμένος λιγότερο βαρύς, λιγότερο κοιμισμένος. Διάφοροι τον πλησίασαν ζητώντας του να τους πει την άποψή του για την κατάσταση στον τόπο. Με μια προσποιητή άγνοια και χωρίς να παίρνει το μέρος κανενός, υποχρέωνε τους άλλους να φανερώνουν τις δικές τους πεποιθήσεις. Ένα πιο διερευνητικό πνεύμα θα διέκρινε κάτω από την προφανή αδιαφορία, το μεγάλο ενδιαφέρον που είχε ο Εζέν για τις πολιτικές απόψεις της πόλης. Έμοιαζε περισσότερο να βολιδοσκοπεί για λογαριασμό κάποιας παράταξης παρά για τον εαυτό του.
Παρόλο που έχασε κάθε ελπίδα για τον ίδιο, παρέμεινε στο Πλασσάν ως το τέλος του μήνα παρακολουθώντας επιμελώς τις συγκεντρώσεις στο κίτρινο σαλόνι. Μόλις χτυπούσε το πρώτο κουδούνι, έπαιρνε θέση μπροστά στο παράθυρο, όσο το δυνατόν μακρύτερα από την λάμπα. Παρέμενε εκεί όλο το βράδυ, με το σαγόνι του στηριγμένο στην παλάμη του δεξιού του χεριού, απόλυτα προσηλωμένος. Δεν αντιδρούσε ούτε κι όταν λέγονταν οι μεγαλύτερες ανοησίες. Κουνούσε το κεφάλι συναινετικά ακόμα και στο άκουσμα των τρομαγμένων γρυλισμάτων του Γκρανού. Όταν κάποιος του ζητούσε την άποψή του, επαναλάμβανε ευγενικά την άποψη της πλειοψηφίας. Τίποτα δεν κατάφερνε να εξαντλήσει την υπομονή του, ούτε τα κούφια όνειρα του μαρκησίου που μιλούσε για τους Βουρβόνους λες και το 1815 είχε γίνει χτες, ούτε τα μικροαστικά ξεσπάσματα του Ρουντιέ που συγκινούταν όταν υπολόγιζε με πόσα ζευγάρια κάλτσες είχε εφοδιάσει παλιότερα τον βασιλιά – πολίτη. Τουναντίον έμοιαζε να αισθάνεται πολύ άνετα μέσα σε αυτόν τον πύργο της Βαβέλ.
Μερικές φορές όταν αυτές οι γκροτέσκες φιγούρες μαίνονταν ενάντια στην Δημοκρατία, χαμογελούσε με τα μάτια, παρόλο που τα χείλη του διατηρούσαν το σχήμα της σοβαρότητας. Η συγκατάβαση με την οποία άκουγε τους άλλους και η αμετάβλητη ανεκτικότητά του τον έκαναν να κερδίσει την συμπάθεια όλων. Τον θεωρούσαν αμελητέα ποσότητα, αλλά και καλό παιδί. Όταν ένας πρώην λαδέμπορος ή αμυγδαλέμπορος δεν έβρισκε ακροατήριο μέσα στην οχλαγωγία, για να αναπτύξει το δικό του σχέδιο σωτηρίας της Γαλλίας, αν αυτός κατείχε την εξουσία, έβρισκε καταφύγιο στον Εζέν και φώναζε στο αυτί του τα θαυμαστά του σχέδια. Ο Εζέν κουνούσε το κεφάλι, δείχνοντας κατευχαριστημένος από τα σπουδαία πράγματα που άκουγε. Μόνο ο Βουιγιέ τον κοιτούσε με κάποια καχυποψία. Αυτός ο βιβλιοπώλης, μισός ιεροφύλαξ και μισός δημοσιογράφος, μιλούσε λιγότερο από τους άλλους και παρατηρούσε περισσότερο. Είχε παρατηρήσει πως ο δικηγόρος συζητούσε μερικές φορές καθισμένος σε μια γωνιά με τον καπετάν Σικαρντό. Είχε υποσχεθεί στο εαυτό του να τους παρακολουθεί, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να κρυφακούσει ούτε μια τους λέξη. Ο Εζέν ένευε στον καπετάνιο να σωπάσει με ένα κλείσιμο του ματιού του, μόλις έβλεπε τον Βουιγιέ να πλησιάζει. Έκτοτε ο Σικαρντό είχε ένα μυστηριώδες χαμόγελο στα χείλη κάθε φορά που μιλούσε για τον Ναπολέοντα.
Δυο μέρες προτού επιστρέψει στο Παρίσι, ο Εζέν συνάντησε στην λεωφόρο Σωβέρ τον αδερφό του, Αριστίντ, και περπάτησαν για λίγο μαζί. Ο Αριστίντ έμοιαζε να χρειάζεται κάποια καθοδήγηση. Βρισκόταν σε μεγάλη σύγχυση. Από την στιγμή της διακήρυξης της Δημοκρατίας, είχε εκδηλώσει τον πιο έντονο ενθουσιασμό για την νέα κυβέρνηση. Η διάνοια του οξυμένη από τα δύο χρόνια της διαμονής του στο Παρίσι τον έκανε να βλέπει μακρύτερα από τους στενοκέφαλους του Πλασσάν˙ μάντευε την ανικανότητα των νομιμοφρόνων και των ορλεανιστών, χωρίς να ξεχωρίζει με ευκρίνεια τον τρίτο άρπαγα που θα ερχόταν να κλέψει την Δημοκρατία. Πήρε τα ρίσκα του και στάθηκε στο πλευρό των νικητών, κόβοντας κάθε σχέση με τον πατέρα του, τον οποίο αποκήρυξε δημοσίως, χαρακτηρίζοντάς τον ως γέρο – ξεμωραμένο, παλιόβλακα που ξεγελάστηκε από την αριστοκρατία.
Μερικές φορές όταν αυτές οι γκροτέσκες φιγούρες μαίνονταν ενάντια στην Δημοκρατία, χαμογελούσε με τα μάτια, παρόλο που τα χείλη του διατηρούσαν το σχήμα της σοβαρότητας. Η συγκατάβαση με την οποία άκουγε τους άλλους και η αμετάβλητη ανεκτικότητά του τον έκαναν να κερδίσει την συμπάθεια όλων. Τον θεωρούσαν αμελητέα ποσότητα, αλλά και καλό παιδί. Όταν ένας πρώην λαδέμπορος ή αμυγδαλέμπορος δεν έβρισκε ακροατήριο μέσα στην οχλαγωγία, για να αναπτύξει το δικό του σχέδιο σωτηρίας της Γαλλίας, αν αυτός κατείχε την εξουσία, έβρισκε καταφύγιο στον Εζέν και φώναζε στο αυτί του τα θαυμαστά του σχέδια. Ο Εζέν κουνούσε το κεφάλι, δείχνοντας κατευχαριστημένος από τα σπουδαία πράγματα που άκουγε. Μόνο ο Βουιγιέ τον κοιτούσε με κάποια καχυποψία. Αυτός ο βιβλιοπώλης, μισός ιεροφύλαξ και μισός δημοσιογράφος, μιλούσε λιγότερο από τους άλλους και παρατηρούσε περισσότερο. Είχε παρατηρήσει πως ο δικηγόρος συζητούσε μερικές φορές καθισμένος σε μια γωνιά με τον καπετάν Σικαρντό. Είχε υποσχεθεί στο εαυτό του να τους παρακολουθεί, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να κρυφακούσει ούτε μια τους λέξη. Ο Εζέν ένευε στον καπετάνιο να σωπάσει με ένα κλείσιμο του ματιού του, μόλις έβλεπε τον Βουιγιέ να πλησιάζει. Έκτοτε ο Σικαρντό είχε ένα μυστηριώδες χαμόγελο στα χείλη κάθε φορά που μιλούσε για τον Ναπολέοντα.
Δυο μέρες προτού επιστρέψει στο Παρίσι, ο Εζέν συνάντησε στην λεωφόρο Σωβέρ τον αδερφό του, Αριστίντ, και περπάτησαν για λίγο μαζί. Ο Αριστίντ έμοιαζε να χρειάζεται κάποια καθοδήγηση. Βρισκόταν σε μεγάλη σύγχυση. Από την στιγμή της διακήρυξης της Δημοκρατίας, είχε εκδηλώσει τον πιο έντονο ενθουσιασμό για την νέα κυβέρνηση. Η διάνοια του οξυμένη από τα δύο χρόνια της διαμονής του στο Παρίσι τον έκανε να βλέπει μακρύτερα από τους στενοκέφαλους του Πλασσάν˙ μάντευε την ανικανότητα των νομιμοφρόνων και των ορλεανιστών, χωρίς να ξεχωρίζει με ευκρίνεια τον τρίτο άρπαγα που θα ερχόταν να κλέψει την Δημοκρατία. Πήρε τα ρίσκα του και στάθηκε στο πλευρό των νικητών, κόβοντας κάθε σχέση με τον πατέρα του, τον οποίο αποκήρυξε δημοσίως, χαρακτηρίζοντάς τον ως γέρο – ξεμωραμένο, παλιόβλακα που ξεγελάστηκε από την αριστοκρατία.
«Η μητέρα μου ωστόσο είναι μια έξυπνη γυναίκα, προσέθετε. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως αυτή θα έμπλεκε τον πατέρα μου με μία παράταξη που ελπίζει σε χίμαιρες. Αν συνεχίσουν αυτή την πορεία θα έχουν εξασφαλισμένα τα γερατειά τους μέσα στην φτώχεια. Αχ, αυτές οι γυναίκες, δεν καταλαβαίνουν τίποτα από πολιτική».
Ο ίδιος επιθυμούσε να πουληθεί όσο το δυνατόν πιο ακριβά. Η μεγάλη του αγωνία ήταν το να βρίσκει πάντα κατά πούθε φυσάει ο άνεμος, ώστε να βρίσκεται πάντα με το μέρος της παράταξης που θα μπορούσε να τον ανταμείψει πλουσιοπάροχα. Για κακή του τύχη, βάδιζε στα τυφλά˙ ένιωθε χαμένος στα βάθη της επαρχίας του, χωρίς πυξίδα, χωρίς σαφή καθοδήγηση. Αναμένοντας τα γεγονότα που θα του υποδείκνυαν ένα σίγουρο και ασφαλές μονοπάτι διατηρούσε την ενθουσιώδη στάση του δημοκράτη, που είχε υιοθετήσει από την πρώτη κιόλας μέρα. Χάρη σε αυτήν την συμπεριφορά παρέμενε στην Υπονομαρχία˙ πήρε ακόμα και αύξηση. Καθώς τον γαργαλούσε η επιθυμία να διαδραματίσει κάποιο ρόλο, έπεισε έναν βιβλιοπώλη, έναν αντίπαλο του Βουιγιέ, να ιδρύσει μια δημοκρατική εφημερίδα, στην οποία έγραφε κυρίως ο ίδιος. Κάτω από την δική του ηγεσία ο «Ανεξάρτητος» ξεκίνησε έναν αδυσώπητο πόλεμο ενάντια στους αντιδραστικούς. Αλλά το ρεύμα τον πήγε πιο μακριά από εκεί που θα ήθελε˙ κατέληξε να γράφει εμπρηστικά άρθρα, που του προκαλούσαν ρίγη, όταν τα ξαναδιάβαζε.
Όλοι στο Πλασσάν είχαν προσέξει πως ο γιος συχνά έκανε επίθεση κατά ορισμένων προσώπων που ο πατέρας του δεξιωνόταν στο διάσημο πλέον κίτρινο σαλόνι του. Τα πλούτη του Ρουντιέ και του Γκρανού εξαγρίωναν τον Αριστίντ σε βαθμό που να γίνεται απρόσεκτος. Σπρωγμένος από την πικρόχολη ζήλεια που του γεννούσε η φτώχεια του, κατάφερε να στρέψει την μέση αστική τάξη εναντίον του κι ο ερχομός του Εζέν στο Πλασσάν μαζί με την γενικότερη συμπεριφορά του τον γέμισαν απογοήτευση. Όφειλε να παραδεχτεί πως ο αδερφός του ήταν διαόλου κάλτσα. Πίστευε πως αυτός ο εύσωμος, νυσταλέος τύπος κοιμόταν πάντα με το ένα του μάτι ανοιχτό, σαν γάτα που καραδοκεί έξω από την ποντικότρυπα. Και να σου τώρα ο Εζέν να περνάει όλα του τα βράδια στο κίτρινο σαλόνι, ακούγοντας ευλαβικά αυτούς τους γελοίους που αυτός, ο Αριστίντ είχε λοιδορήσει αλύπητα. Όταν έμαθε από τις διαδόσεις που κυκλοφορούσαν στην πόλη πως έκανε χειραψίες με τον Γκρανού και τον μαρκήσιο, αναρωτήθηκε, γεμάτος φόβο, ως προς το τι να πιστέψει. Μήπως λοιπόν ο ίδιος είχε πέσει έξω; Μήπως οι νομιμόφρονες ή οι ορλεανιστές είχαν κάποια πιθανότητα επιτυχίας; Αυτή η σκέψη τον γέμιζε τρόμο. Έχασε την ισορροπία του και, όπως συχνά συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, ξέσπασε πάνω στους συντηρητικούς με ακόμα μεγαλύτερη μανία, σα να ήθελε τους εκδικηθεί για την δική του στραβωμάρα.
Όλοι στο Πλασσάν είχαν προσέξει πως ο γιος συχνά έκανε επίθεση κατά ορισμένων προσώπων που ο πατέρας του δεξιωνόταν στο διάσημο πλέον κίτρινο σαλόνι του. Τα πλούτη του Ρουντιέ και του Γκρανού εξαγρίωναν τον Αριστίντ σε βαθμό που να γίνεται απρόσεκτος. Σπρωγμένος από την πικρόχολη ζήλεια που του γεννούσε η φτώχεια του, κατάφερε να στρέψει την μέση αστική τάξη εναντίον του κι ο ερχομός του Εζέν στο Πλασσάν μαζί με την γενικότερη συμπεριφορά του τον γέμισαν απογοήτευση. Όφειλε να παραδεχτεί πως ο αδερφός του ήταν διαόλου κάλτσα. Πίστευε πως αυτός ο εύσωμος, νυσταλέος τύπος κοιμόταν πάντα με το ένα του μάτι ανοιχτό, σαν γάτα που καραδοκεί έξω από την ποντικότρυπα. Και να σου τώρα ο Εζέν να περνάει όλα του τα βράδια στο κίτρινο σαλόνι, ακούγοντας ευλαβικά αυτούς τους γελοίους που αυτός, ο Αριστίντ είχε λοιδορήσει αλύπητα. Όταν έμαθε από τις διαδόσεις που κυκλοφορούσαν στην πόλη πως έκανε χειραψίες με τον Γκρανού και τον μαρκήσιο, αναρωτήθηκε, γεμάτος φόβο, ως προς το τι να πιστέψει. Μήπως λοιπόν ο ίδιος είχε πέσει έξω; Μήπως οι νομιμόφρονες ή οι ορλεανιστές είχαν κάποια πιθανότητα επιτυχίας; Αυτή η σκέψη τον γέμιζε τρόμο. Έχασε την ισορροπία του και, όπως συχνά συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, ξέσπασε πάνω στους συντηρητικούς με ακόμα μεγαλύτερη μανία, σα να ήθελε τους εκδικηθεί για την δική του στραβωμάρα.
Το βράδυ πριν την ημέρα της συνάντησής του με τον Εζέν, στη λεωφόρο Σωβέρ, είχε δημοσιεύσει στον «Ανεξάρτητο» ένα φοβερό άρθρο για τις ανομίες του κλήρου, ως απάντηση σε μια σύντομη παράγραφο του Βουιγιέ, ο οποίος υποστήριζε πως οι δημοκρατικοί θέλουν να κάψουν τις εκκλησίες. Ο Βουιγιέ ήταν η Νέμεσις του Αριστίντ. Δεν περνούσε βδομάδα που, αυτοί οι δυο δημοσιογράφοι, να μην ανταλλάξουν τις μεγαλύτερες προσβολές. Στις επαρχίες, που διατηρείται ακόμη το περιφραστικό στυλ γραφής, οι πολεμικές κρύβονται πίσω από μεγαλόστομες εκφράσεις: ο Αριστίντ αποκαλούσε τον αντίπαλό του «αδερφό του Ισκαριώτη» ή «δούλο του Αγίου Αντωνίου» και ο Βουιγιέ του επέστρεφε αβρότατα τους χαρακτηρισμούς, αποκαλώντας τον «αιμοβόρο τέρας, του οποίου επαίσχυντη τροφοδότρια ήταν η γκιλοτίνα».
Για να δοκιμάσει τον αδερφό του, ο Αριστίντ, που δεν τολμούσε να παραδεχτεί στα ανοιχτά τους φόβους του, αρκέστηκε στο να ρωτήσει:
«Διάβασες το χτεσινό μου άρθρο; Πως σου φάνηκε;»
Ο Εζέν κούνησε ελαφρώς τους ώμους του.
«Είσαι ανόητος αδερφέ μου», ήταν η μοναδική του απόκριση.
«Είσαι ανόητος αδερφέ μου», ήταν η μοναδική του απόκριση.
- Τότε, αναστέναξε χλομιάζοντας ο δημοσιογράφος, δίνεις δίκιο στον Βουιγιέ, πιστεύεις στον θρίαμβο του Βουιγιέ.
- εγώ! Στον Βουιγιέ…»
Ήταν σίγουρο πως ετοιμαζόταν να προσθέσει:
ο Βουιγιέ είναι το ίδιο ανόητος με εσένα».
Αλλά προσέχοντας το χαιρέκακο χαμόγελο στο πρόσωπο του αδερφού του, που έτεινε αγωνιώντας προς το μέρος του, φάνηκε να καταλαμβάνεται από μια ξαφνική δυσπιστία.
ο Βουιγιέ είναι το ίδιο ανόητος με εσένα».
Αλλά προσέχοντας το χαιρέκακο χαμόγελο στο πρόσωπο του αδερφού του, που έτεινε αγωνιώντας προς το μέρος του, φάνηκε να καταλαμβάνεται από μια ξαφνική δυσπιστία.
«Ο Βουιγιέ έχει και τα δίκια του», είπε με ηρεμία.
Αφήνοντας τον αδερφό του, ο Αριστίντ, αισθανόταν, πιο μπερδεμένος από πριν. Μάλλον ο Εζέν τον κορόιδευε, αφού ο Βουιγιέ ήταν ο πλέον ποταπός χαρακτήρας που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί. Ωστόσο υποσχέθηκε στον εαυτό του να είναι προσεκτικότερος από εδώ κι εξής, να μην μπλεχτεί περισσότερο, ώστε να έχει τα χέρια του ελεύθερα για την περίπτωση που κάποια παράταξη χρειαζόταν την βοήθειά του στον στραγγαλισμό της Δημοκρατίας.
Το πρωινό της αναχώρησής του, μια ώρα πριν επιστρέψει στο καθήκον, ο Εζέν πήρε κατά μέρος τον πατέρα του, μέσα στο υπνοδωμάτιό του και έκανε μία μεγάλη συζήτηση μαζί του. η Φελισιτέ, που παρέμεινε στο σαλόνι, προσπαθούσε μάταια να κρυφακούσει. Οι δύο άνδρες μιλούσαν χαμηλόφωνα, σα να φοβούνταν μήπως έστω και μια λέξη τους ακουστεί παραέξω. Όταν επιτέλους εγκατέλειψαν το δωμάτιο, έμοιαζαν να βρίσκονται σε μεγάλα κέφια. Αφού πρώτα φίλησε την μητέρα και τον πατέρα του, ο Εζέν, που συνήθως μιλούσε χαμηλόφωνα, είπε ζωηρά:
«Κατάλαβες πατέρα; Εκεί βρίσκεται η περιουσία μας. Είναι απαραίτητο να βάλουμε τα δυνατά μας προς αυτήν την κατεύθυνση. Έχει μου εμπιστοσύνη.
- Θα ακολουθήσω τις οδηγίες σου κατά γράμμα, απάντησε ο Ρουγκόν. Μονάχα μη λησμονήσεις αυτό που σου ζήτησα σαν ανταμοιβή για τους κόπους μου.
- Αν πετύχουμε, θα ικανοποιηθούν όλες σου οι επιθυμίες, σου το ορκίζομαι. Επιπλέον θα σου γράφω, θα σε κατευθύνω, ανάλογα με την τροπή που παίρνουν τα γεγονότα. Όχι πανικούς, ούτε ενθουσιασμούς. Να έχεις πίστη σε εμένα.
- Τι σκαρώνετε εσείς οι δυο; Ρώτησε η Φελισιτέ, γεμάτη περιέργεια.
- Αγαπητή μητέρα, απάντησε ο Εζέν με ένα χαμόγελο, με έχεις αμφισβητήσει τόσο πολύ, ώστε να μην μπορώ τώρα να σου εκμυστηρευθώ τις προσδοκίες μου, οι οποίες έτσι κι αλλιώς στηρίζονται μονάχα σε πιθανότητες. Χρειάζεται πίστη για να με καταλάβεις. Εκτός αυτό, ο πατέρας θα σε ενημερώσει όταν έρθει η ώρα».
Τότε, καθώς η Φελισιτέ πήρε ένα θιγμένο ύφος, πρόσθεσε ψιθυρίζοντας στο αυτί της και ξαναφιλώντας την:
«Θα σε φροντίσω, παρόλο που με αρνήθηκες. Η υπερβολική εξυπνάδα μπορεί να αποδειχτεί βλαβερή τούτη την ώρα. Την κρίσιμη στιγμή, εσύ θα πρέπει να οργανώσεις την δουλειά.
Ύστερα βγήκε από το δωμάτιο, αλλά άξαφνα ξανάνοιξε την πόρτα, και πρόσθεσε με επιτακτική φωνή:
«Και πάνω από όλα μην εμπιστεύεστε τον Αριστίντ. Είναι ικανός να τα καταστρέψει όλα. Τον έχω μελετήσει αρκετά ώστε να ξέρω πως πάντα θα τρώει τα μούτρα του. Μην τον λυπάστε˙ αν καταφέρουμε να κάνουμε περιουσία, θα βρει αυτός έναν τρόπο να μας κλέψει στην μοιρασιά.
Όταν έφυγε ο Εζέν η Φελισιτέ προσπάθησε να ξεσκεπάσει το μυστικό που της έκρυβαν. Ήξερε καλά τον άνδρα της, γι’ αυτό και δεν μπήκε καν στον κόπο να τον ανακρίνει ανοιχτά˙ θα της έλεγε θυμωμένα, να κοιτάζει την δουλειά της. Όμως παρόλο που μηχανεύτηκε διάφορα, δεν μπόρεσε να μάθει απολύτως τίποτα. Ο Εζέν είχε διαλέξει έναν άξιο έμπιστο, γι’ αυτούς τους ταραγμένους καιρούς, όπου η μέγιστη μυστικότητα ήταν απαραίτητη. Ο Πιέρ κολακευμένος από την εμπιστοσύνη του γιου του,παραπήρε στα σοβαρά τον ρόλο του και έγινε ίδιος βράχος, σοβαρός και αδιαπέραστος. Όταν η Φελισιτέ το πήρε απόφαση πως δεν επρόκειτο να του πάρει λέξη, έπαψε να στριφογυρίζει ολόγυρά του. Ένα μόνο πράγμα συνέχισε να την βασανίζει. Οι δύο άντρες είχαν αναφέρει μία αμοιβή, την οποία είχε ορίσει ο ίδιος ο Πιέρ. Ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η αμοιβή; Έτσι κι αλλιώς εκεί εντοπιζόταν κι όλο το ενδιαφέρον της Φελισιτέ, που δεν είχε και καμιά ιδιαίτερη σκασίλα για τα πολιτικά. Ήξερε πως ο άνδρας της είχε πουληθεί ακριβά, αλλά καιγόταν να μάθει για την φύση αυτής της συναλλαγής. Ένα βράδυ, μόλις είχαν πέσει στο κρεβάτι τους, βρίσκοντας τον Πιέρ καλοδιάθετο, έφερε την κουβέντα γύρω από την κακή περιουσιακή τους κατάσταση.
«Μάλλον ήρθε η ώρα να το σταματήσουμε αυτό, είπε. Κοντεύουν να μας σωθούν τα ξύλα και το λάδι από τότε που αυτοί οι κύριοι άρχισαν να έρχονται εδώ. Και ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό; Το πιθανότερο κανείς».
Ο σύζυγός της έπεσε στην παγίδα της. Χαμογέλασε με ένα ύφος αυτάρεσκης ανωτερότητας.
«Υπομονή», της είπε.
Ύστερα προσέθεσε, με βλέμμα που έλεγε πολλά, κοιτώντας την γυναίκα του ίσια στα μάτια:
«Θα σε ικανοποιούσε αν γινόσουν η σύζυγος ενός εφοριακού;»
Το πρόσωπο της Φελισιτέ φωτίστηκε και το αίμα ανέβηκε στα μάγουλά της. Ανακάθισε στο κρεβάτι και χτύπησε παλαμάκια με τα τοσοδούλικα, γέρικα, μαραμένα χέρια της, σαν να ήταν παιδάκι.
«Αλήθεια;… ψέλλισε. Εδώ στο Πλασσάν;…»
Ο Πιέρ χωρίς να της απαντήσει έκανε ένα βαθύ καταφατικό νεύμα. Διασκέδαζε με έκπληξη της συντρόφου του. Η συγκίνηση την έπνιγε.
«Αλλά, είπε τελικά, αυτό θα σήμαινε πως πρέπει να πληρώσεις ένα τεράστιο χρηματικό ποσό ως ασφάλεια. Έχω ακούσει πως ο γείτονάς μας, ο κύριος Περό, υποχρεώθηκε να καταθέσει ογδόντα χιλιάδες φράγκα στο Ταμείο.
- Ε! είπε ο πρώην λαδέμπορας, αυτό δε με απασχολεί. Ο Εζέν θα το φροντίσει αυτό. Θα μου προκαταβάλει την εγγύηση μέσω ενός τραπεζίτη από το Παρίσι… βλέπεις διάλεξα μια θέση που αποφέρει καλό εισόδημα. Ο Εζέν στην αρχή κατέβασε τα μούτρα. Μου είπε πως θα έπρεπε να είναι κανείς πλούσιος για να καταλάβει ένα τέτοιο αξίωμα και σε τέτοια πόστα μπαίνουν συνήθως άνθρωποι με επιρροή. Όμως επέμενα και τελικά υπέκυψε. Για να εισπράττεις φόρους δεν είναι δα, απαραίτητα τα Λατινικά και τα Ελληνικά. Θα πάρω κι εγώ, όπως έκανε ο κύριος Περό, έναν πληρεξούσιο, για να βγάζει όλη την δουλειά».
Η Φελισιτέ τον άκουγε εκστατική…
«Ωστόσο μάντεψα τι ήταν αυτό που ανησυχούσε τον αγαπημένο μας γιο. Δεν μας πολυσυμπαθούν εδώ πέρα. Οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι δεν διαθέτουμε περιουσία, και θα μας κακολογήσουν. Αλλά έννοια σου! Σε εποχές κρίσης όλα δύναται να συμβούν. Ο Εζέν ήθελε να με διορίσει σε κάποια άλλη πόλη. Αρνήθηκα. Θέλω να παραμείνω στο Πλασσάν.
- Ναι, ναι πρέπει να μείνουμε εδώ, απάντησε βιαστικά η γριά γυναίκα. Εδώ που υποφέραμε, εδώ πρέπει και να θριαμβεύσουμε. Α! Θα τους συντρίψω όλους, αυτές τις μεγαλοκυράδες που βολτάρουν στην Μέιλ και κοιτάζουν με περιφρόνηση τα μάλλινα φορέματά μου!... Δεν θα μου περνούσε ποτέ από το μυαλό το αξίωμα του εφοριακού˙ νόμιζα πως θα ήθελες να γίνεις δήμαρχος.
- Δήμαρχος, άντε από κει!... Αυτή η θέση είναι καθαρά τιμητική!...Κι ο Εζέν μου έκανε λόγο για την Δημαρχεία. Του απάντησα:
«Δέχομαι αρκεί να μου εξασφαλίσεις ένα εισόδημα δεκαπέντε χιλιάδων φράγκων». Αυτή η συζήτηση κατά την οποία παχυλά χρηματικά ποσά εκτοξεύονταν σαν πυροτεχνήματα, γέμισε με ενθουσιασμό την Φελισιτέ. πανηγύριζε, κάτι μέσα της την γαργαλούσε ευχάριστα. Επιτέλους πήρε ένα ταπεινό ύφος και είπε με σοβαρότητα:
«Έλα ας τα υπολογίσουμε, είπε. Πόσα θα κερδίζεις;
- Λοιπόν, είπε ο Πιερ, ο σταθερός μισθός είναι, μου φαίνεται, τρεις χιλιάδες φράγκα.
- Τρεις χιλιάδες, μέτρησε η Φελισιτέ.
- Έπειτα υπάρχει τέτοιο ποσοστό επί των αποδείξεων, στο Πλασσάν, μπορεί να αποφέρει ένα κέρδος δώδεκα χιλιάδων φράγκων.
- Αυτό μας κάνει σύνολο δεκαπέντε χιλιάδες φράγκα.
- Ναι, δεκαπέντε περίπου χιλιάδες φράγκα. Τόσα βγάζει κι Περό. Αλλά αυτά δεν τα μόνα. Ο Περό κάνει επίσης και μερικές τραπεζικές συναλλαγές για λογαριασμό του. Αυτό επιτρέπεται. Πιθανώς θα δοκιμάσω και ίδιος, μόλις αισθανθώ πως έχω την τύχη με το μέρος μου.
- Τότε ας βάλουμε είκοσι χιλιάδες… Είκοσι χιλιάδες φράγκα το χρόνο! Επανέλαβε η Φελισιτέ παραζαλισμένη από το ποσό.
- Θα πρέπει βέβαια να εξοφλήσουμε τις προκαταβολές, παρατήρησε ο Πιέρ.
- Αυτό δεν έχει σημασία, άρχισε πάλι η Φελισιτέ, και πάλι θα είμαστε πλουσιότεροι από πολλούς άλλους… ο μαρκήσιος και οι λοιποί θα μοιραστούν την πίτα μαζί σου;
- Όχι, όχι όλα θα είναι δικά μας».
Οι ερωτήσεις της Φελισιτέ δεν είχαν τέλος, ο Πιέρ φοβήθηκε μήπως αποκαλυφθεί το μυστικό του. Αμέσως κατσούφιασε.
«Φτάνει τόσο, αρκετά, είπε απότομα. Έχει πάει αργά, πέσε να κοιμηθείς. Είναι γρουσουζιά να κάνουμε προκαταβολικά τους υπολογισμούς. Δεν έχω πάρει ακόμα την θέση. Και πάνω από όλα, το στόμα σου κλειστό.
Έσβησαν την λάμπα, όμως η Φελισιτέ δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Με τα μάτια κλειστά έκανε όνειρα. Τα είκοσι χιλιάδες φράγκα το χρόνο χόρευαν ολόγυρά της, μέσα στο σκοτάδι, έναν διαβολικό χορό. Θα κατοικούσε σε ένα όμορφο διαμέρισμα της νέας πόλης, θα είχε τις πολυτέλειες του κυρίου Περό, θα οργάνωνε εσπερίδες πιτσιλίζοντας με τα λεφτά της όλη την πόλη. Αυτό που εξήπτε περισσότερο την ματαιοδοξία της, ήταν η υψηλή θέση που επρόκειτο να καταλάβει ο σύζυγός της. Με την δική του περιουσία θα κρατούσε στο χέρι τον Γκρανού και τον Ρουντιέ κι όλους αυτούς τους μεσοαστούς που σήμερα έρχονταν στο σπιτικό της, όπως κάποιος που πάει στο καφενείο, για να μιλήσει μεγαλόφωνα και να μάθει τα νέα της ημέρας. Είχε προσέξει την άνεση με την οποία κυκλοφορούσαν όλοι αυτοί οι τύποι μέσα στο σαλόνι της και αυτό δεν μπορούσε να το υποφέρει πλέον.
Ακόμα και ο μαρκήσιος με την περιπαιχτική του ευγένεια είχε αρχίσει να της δίνει στα νεύρα. Ένας κατάδικός τους θρίαμβος, η πίτα ολάκερη δική τους, σύμφωνα με την δική τους έκφραση, όλα αυτά ήταν μια γλυκειά εκδίκηση την οποία προσδοκούσε με λαχτάρα. Αργότερα, όταν όλα αυτά τα χυδαία υποκείμενα θα παρουσιάζονταν με τα καπέλα τους στο χέρι, μπροστά στον κύριο Ρουγκόν τον εφοριακό, θα ήταν η σειρά της να τους συντρίψει. Με αυτές τις σκέψεις δεν έκλεισε μάτι όλη την νύχτα. Το άλλο πρωί, καθώς άνοιγε τα πατζούρια η πρώτη ματιά της έπεσε ενστικτωδώς στην άλλη πλευρά του δρόμου, στα παράθυρα του κυρίου Περό˙ χαμογέλασε καθώς αντίκρισε τις μεγάλες δαμασκηνές κουρτίνες που κρέμονταν από τα τζάμια.
Ακόμα και ο μαρκήσιος με την περιπαιχτική του ευγένεια είχε αρχίσει να της δίνει στα νεύρα. Ένας κατάδικός τους θρίαμβος, η πίτα ολάκερη δική τους, σύμφωνα με την δική τους έκφραση, όλα αυτά ήταν μια γλυκειά εκδίκηση την οποία προσδοκούσε με λαχτάρα. Αργότερα, όταν όλα αυτά τα χυδαία υποκείμενα θα παρουσιάζονταν με τα καπέλα τους στο χέρι, μπροστά στον κύριο Ρουγκόν τον εφοριακό, θα ήταν η σειρά της να τους συντρίψει. Με αυτές τις σκέψεις δεν έκλεισε μάτι όλη την νύχτα. Το άλλο πρωί, καθώς άνοιγε τα πατζούρια η πρώτη ματιά της έπεσε ενστικτωδώς στην άλλη πλευρά του δρόμου, στα παράθυρα του κυρίου Περό˙ χαμογέλασε καθώς αντίκρισε τις μεγάλες δαμασκηνές κουρτίνες που κρέμονταν από τα τζάμια.
Οι ελπίδες της Φελισιτέ αναπτερώθηκαν. Όπως όλες οι γυναίκες δεν έλεγε όχι σε λίγο μυστήριο. Ο μυστικός στόχος που ο άντρας της επιδίωκε, την πάθιαζε περισσότερο από τις ίντριγκες των νομιμοφρόνων του μαρκησίου ντε Καρναβάν. Χωρίς ιδιαίτερες τύψεις εγκατέλειψε τους υπολογισμούς που έκανε βασισμένη στην επιτυχία του μαρκησίου, τώρα που ο άντρας της διατεινόταν πως θα μπορούσε να αποκτήσει περισσότερα οφέλη με άλλο τρόπο. Επιπλέον και η ίδια επέδειξε πρωτοφανή σωφροσύνη και διακριτικότητα.
Κατά βάθος, συνέχισε να βασανίζεται από μία αγωνιώδη περιέργεια˙ παρατηρούσε και την παραμικρή χειρονομία του συζύγου της, στην προσπάθειά της να καταλάβει τι γίνεται. Κι αν ο άνδρας της είχε πάρει τον λάθος δρόμο; Κι αν ο Εζέν τους οδηγούσε σε κάποια πανωλεθρία, από την οποία θα έβγαιναν ακόμα πιο πεινασμένοι και φτωχότεροι; Παρόλα αυτά οι ελπίδες της φούντωναν. Ο Εζέν είχε δώσει τις οδηγίες του με έναν τέτοιο αέρα αυθεντίας, που στο τέλος πείστηκε κι αυτή η ίδια. Ο Πιέρ έκανε λόγο για σημαίνονται πρόσωπα τα οποία γνώριζε ο γιος τους, στο Παρίσι˙ από την πλευρά της δεν μπορούσε να καταλάβει τι δουλειά είχε ο γιος της με όλους αυτούς, αλλά από την άλλη δεν μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια μπροστά στις επιπολαιότητες του Αριστίντ, οι οποίες είχαν αναστατώσει το Πλασσάν. Οι θαμώνες του σαλονιού της δεν δίσταζαν να αποκηρύξουν τον δημοκρατικό δημοσιογράφο, με εξαιρετική αυστηρότητα. Ο Γκρανού τον αποκαλούσε λήσταρχο, μέσα από τα δόντια του, και ο Ρουντιέ δυο τρεις φορές κάθε εβδομάδα φρόντιζε να υπενθυμίζει στην Φελισιτέ:
«Τι ωραία πράγματα γράφει ο γιος σας! Χτες πάλι επιτέθηκε ξανά στον φίλο μας τον Βουιγιέ με έναν κυνισμό που φτάνει στα όρια της απέχθειας».
Όλοι οι παρεβρισκόμενοι επαναλάμβαναν τα ίδια εν χορώ. Ο καπετάν Σικαρντό υποστήριζε πως ο γαμπρός του χρειαζόταν μερικές σφαλιάρες. Ο Πιερ αποκήρυσσε τον γιο του στα φανερά. Υπήρχαν στιγμές που η Φελισιτέ αισθανόταν την επιθυμία να ξεσπάσει και να πει στον Ρουντιέ, πως το γλυκό της το αγοράκι, με όλα του τα ελαττώματα, άξιζε περισσότερα από όλους τους εκεί μέσα. Αλλά εφόσον είχε δεσμευτεί, δεν ήθελε να διακινδυνεύσει την θέση που με τόσους κόπους είχαν αποκτήσει. Βλέποντας όλη την πόλη στραμμένη ενάντια στον Αριστίντ, σκεφτόταν με απελπισία πως ο δύστυχος ήταν χαμένος. Δυο φορές προσπάθησε του μίλησε στα κρυφά, ικετεύοντάς τον να γυρίσει σε αυτούς και να πάψει πλέον να εξοργίζει το κίτρινο σαλόνι. Ο Αριστίντ της απάντησε πως αυτή ήταν άσχετη με αυτά τα ζητήματα και πως ήταν λάθος, να βάλει τον άνδρα της στην υπηρεσία του μαρκησίου. Έτσι υποχρεώθηκε να παραιτηθεί αναλογιζόμενη πως, αν πετύχαινε ο Εζέν, θα τον υποχρέωνε να μοιραστεί τη λεία με τον φτωχό της το αγοράκι, το οποίο παρέμενε πάντα το αγαπημένο της παιδί.
Μετά την αναχώρηση του μεγαλύτερου γιου του, ο Πιέρ Ρουγκόν παρέμεινε σταθερά στο στρατόπεδο των αντιδραστικών. Τίποτα δεν φαινόταν να έχει αλλάξει στις απόψεις του περιβόητου κίτρινου σαλονιού. Κάθε βράδυ, οι ίδιοι άνδρες έκαναν την ίδια προπαγάνδα υπέρ της μοναρχίας, και ο οικοδεσπότης ενέκρινε και τους βοηθούσε με τον ίδιο ζήλο που είχε και στο παρελθόν. Ο Εζέν είχε φύγει από το Πλασσάν την πρώτη Μαρτίου. Λίγες μέρες αργότερα, ενθουσιασμός επικρατούσε στο κίτρινο δωμάτιο. Συζητούσαν για την επιστολή του προέδρου της Δημοκρατίας προς τον στρατηγό Ουντινό, με την οποία αποφασιζόταν η πολιορκία της Ρώμης. Η επιστολή αυτή θεωρήθηκε ως λαμπρή νίκη, οφειλόμενη στην σταθερή και αμετακίνητη στάση της αντιδραστικής παράταξης. Από το 1948 τα κοινοβουλευτικά σώματα συζητούσαν για το ζήτημα της Ρώμης˙ όμως έμελε να είναι ο Βοναπάρτης αυτός που θα κατέπνιγε μια νεοσύστατη δημοκρατία, μέσα από μια πράξη παρέμβασης, την οποία η Γαλλία, αν ήταν ελεύθερη ποτέ δεν θα είχε διαπράξει. Ο μαρκήσιος δήλωνε πως κανένας δεν θα μπορούσε να εργαστεί καλύτερα για τον σκοπό των νομιμοφρόνων.
Ο Βουιγιέ έγραψε ένα εξαιρετικό άρθρο. Ο ενθουσιασμός έγινε απεριόριστος, όταν ένα μήνα αργότερα, ο καπετάν Σικαρντό, κατέφθασε στην οικία των Ρουγκόν, για να αναγγείλει στην συντροφιά πως ο Γαλλικός Στρατός μαχόταν κάτω από τα τείχη της Ρώμης. Ενώ όλοι είχαν ξεσπάσει σε επευφημίες ο Σικαρντό πλησίασε τον Πιέρ και του έσφιξε το χέρι με τρόπο που σήμαινε πολλά. Ύστερα, κάθισε και ξεκίνησε να πλέκει το εγκώμιο του προέδρου της Δημοκρατίας, που, σύμφωνα με τα λόγια του, ήταν ο μόνος που μπορούσε να σώσει την Γαλλία από την αναρχία.
Ο Βουιγιέ έγραψε ένα εξαιρετικό άρθρο. Ο ενθουσιασμός έγινε απεριόριστος, όταν ένα μήνα αργότερα, ο καπετάν Σικαρντό, κατέφθασε στην οικία των Ρουγκόν, για να αναγγείλει στην συντροφιά πως ο Γαλλικός Στρατός μαχόταν κάτω από τα τείχη της Ρώμης. Ενώ όλοι είχαν ξεσπάσει σε επευφημίες ο Σικαρντό πλησίασε τον Πιέρ και του έσφιξε το χέρι με τρόπο που σήμαινε πολλά. Ύστερα, κάθισε και ξεκίνησε να πλέκει το εγκώμιο του προέδρου της Δημοκρατίας, που, σύμφωνα με τα λόγια του, ήταν ο μόνος που μπορούσε να σώσει την Γαλλία από την αναρχία.
«Ας την σώσει, λοιπόν, το ταχύτερο δυνατόν, επενέβη ο Μαρκήσιος, αρκεί μόνο να αντιληφθεί πως η χώρα ανήκει στους νόμιμους κυρίους».
Ο Πιέρ φάνηκε να εγκρίνει αυτήν την ωραία απάντηση. Κι αφού έδειξε με αυτόν τον τόπο τον φιλομοναρχισμό του, τόλμησε να συμπληρώσει πως ο πρίγκιπας Λουδοβίκος Βοναπάρτης (ανιψιός του Μέγα) είχε την αμέριστη συμπάθειά του σε αυτήν την περίσταση. Τότε άρχισε να ανταλλάσσει μερικές σύντομες προτάσεις με τον καπετάνιο, με τις οποίες εγκωμίαζαν τις εξαιρετικές προθέσεις του προέδρου και που έμοιαζαν σαν να τις είχαν προετοιμάσει και αποστηθίσει εκ των προτέρων. Για πρώτη φορά ο Βοναπαρτισμός εκδηλώθηκε στο κίτρινο σαλόνι ευθέως. Πράγματι ήδη από τις εκλογές της 10ης Δεκεμβρίου, ο πρίγκιπας αντιμετωπιζόταν εκεί μέσα με κάποια συμπάθεια. Ήταν χίλιες φορές προτιμότερος από τον Καβενιάκ, και όλη η αντιδραστική πτέρυγα τον είχε ψηφίσει. Αλλά τον θεωρούσαν περισσότερο ως συνεργό και λιγότερο ως φίλο˙ και ως τέτοιον δεν τον εμπιστεύονταν και μάλιστα είχαν αρχίσει να τον κατηγορούν πως επιθυμούσε να κρατήσει για τον εαυτό του τα κάστανα που είχε βγάλει από την φωτιά. Εκείνο το βράδυ, ωστόσο, χάρη στην εκστρατεία της Ρώμης***, άκουγαν με ευχαρίστηση τους επαίνους τον Πιέρ και του καπετάνιου.
Η ομάδα του Γκρανού και του Ρουντιέ αξίωναν ήδη από τον πρόεδρο την εκτέλεση όλων των δημοκρατικών αποβρασμάτων. Ο Μαρκήσιος ακουμπώντας κοντά στο τζάκι, κοιτούσε σκεπτικός τα ξεθωριασμένα σχέδια του χαλιού. Όταν τελικά σήκωσε το κεφάλι, ο Πιέρ, που προσπαθούσε να ερμηνεύει τον αντίκτυπο που είχαν τα λόγια του από την έκφραση του μαρκησίου, σώπασε απότομα. Ο μαρκήσιος ντε Καρναβάν αρκέστηκε να χαμογελάσει στην Φελισιτέ, κοιτώντας την με τον γνωστό του τρόπο. Αυτό το στιγμιαίο παιχνίδι διέλαθε της προσοχής των μεσοαστών που βρίσκονταν ολόγυρα. Μόνο ο Βουιγιέ παρατήρησε με κοφτή φωνή:
«Θα προτιμούσα να δω τον Βοναπάρτη σου στο Λονδίνο παρά στο Παρίσι. Έτσι οι υποθέσεις μας θα πήγαιναν καλύτερα».
Ο πρώην λαδέμπορος χλώμιασε ελαφρά, φοβούμενος πως το παράκανε.
«Δεν στηρίζω τον Βοναπάρτη «μου», είπε με κάμποση αυστηρότητα˙ απλώς υποστηρίζω πως η εκστρατεία στην Ρώμη είναι καλό πράγμα».
Η Φελισιτέ είχε παρακολουθήσει όλη την σκηνή γεμάτη κατάπληξη και περιέργεια. Ωστόσο δεν μίλησε στον άνδρα της για το όλο συμβάν και κράτησε τις εντυπώσεις της μυστικές. Το μυστηριώδες χαμόγελο του μαρκησίου, που δεν ήξερε πώς να το εκλάβει, την έβαλε σε σκέψεις.
Από εκείνη την μέρα, ο Ρουγκόν, πότε – πότε, όταν έβρισκε πρόσφορο έδαφος πετούσε καμιά καλή κουβέντα για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εκείνα τα βράδια ο καπετάν Σικαρντό έπαιζε τον ρόλο του πρόθυμου συνεργού. Επιπλέον οι απόψεις του κλήρου, παρέμεναν κυρίαρχες μέσα στο κίτρινο σαλόνι. Η επιρροή αυτής της ομάδας των αντιδραστικών πάνω στην πόλη μεγάλωσε κατά τον επόμενο χρόνο κυρίως χάρη στο οπισθοδρομικό κίνημα που συνέβαινε στο Παρίσι. Το σύνολο των ανελεύθερων μέτρων, που ονομάστηκαν «η ρωμαϊκή εκστρατεία του εσωτερικού» εξασφάλισε στο Πλασσάν τον ολοκληρωτικό θρίαμβο της παράταξης του Ρουγκόν. Κι ο τελευταίος ενθουσιαστής μεσοαστός βλέποντας το ξεψύχισμα της Δημοκρατίας έτρεξε να προσδεθεί στο άρμα των συντηρητικών. Η ώρα των Ρουγκόν είχε φτάσει. Η νέα πόλη τους επιφύλασσε μία σχεδόν πανηγυρική υποδοχή την ημέρα που έκοψαν το δέντρο της ελευθερίας, από την πλατεία της Υπονομαρχίας.
Αυτό το δέντρο, μια νεαρή λεύκα φερμένη από τις όχθες του Βιόρν, ξεραινόταν μέρα με την ημέρα όλο και πιο πολύ, γεγονός που προκαλούσε απόγνωση στους δημοκρατικούς εργάτες, οι οποίοι πήγαιναν κάθε Κυριακή για να δουν την εξέλιξη του μαρασμού, χωρίς να καταλαβαίνουν την αιτία που τον προκαλούσε. Ο μαθητευόμενος ενός πιλοποιού, υποστήριξε εν τέλει πως είχε δει μια γυναίκα να βγαίνει από την οικία των Ρουγκόν για να έρθει και να ρίξει έναν κουβά με δηλητηριασμένο νερό στις ρίζες του δέντρου. Έτσι διαδόθηκε η φήμη πως η Φελισιτέ σηκωνόταν ή ίδια κάθε βράδυ για να ποτίσει την λεύκα με βιτριόλι, κι έτσι θα την θυμούνται όλοι έκτοτε.
Όταν πέθανε το δέντρο, το συμβούλιο του δήμου δήλωσε πως το κύρος της Δημοκρατίας απαιτούσε την άμεση απομάκρυνσή του. Καθώς όμως φοβούνταν την αποδοκιμασία της εργατικής τάξης επέλεξαν να το κάνουν αργά την νύχτα. Όμως οι συντηρητικοί σπιτονοικοκύρηδες της νέας πόλης το πήραν μυρωδιά˙ μαζεύτηκαν όλοι στην πλατεία της Υπονομαρχίας για να παρακολουθήσουν την πτώση του δέντρου της ελευθερίας. Η παρέα του κίτρινου σαλονιού είχε μαζευτεί στα παράθυρα. Όταν η τσακισμένη λεύκα έπεσε κάνοντας έναν υπόκωφο ήχο μες στις σκιές, με εκείνη την τραγική ακαμψία του χτυπημένου από τον θάνατο ήρωα, η Φελισιτέ θεώρησε καθήκον της να κουνήσει ένα λευκό μαντήλι. Τότε το πλήθος άρχισε να χειροκροτεί και κάμποσοι ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό κυματίζοντας κι αυτοί τα μαντήλια τους. Μάλιστα ορισμένοι στάθηκαν κάτω από το παράθυρο φωνάζοντας:
Αυτό το δέντρο, μια νεαρή λεύκα φερμένη από τις όχθες του Βιόρν, ξεραινόταν μέρα με την ημέρα όλο και πιο πολύ, γεγονός που προκαλούσε απόγνωση στους δημοκρατικούς εργάτες, οι οποίοι πήγαιναν κάθε Κυριακή για να δουν την εξέλιξη του μαρασμού, χωρίς να καταλαβαίνουν την αιτία που τον προκαλούσε. Ο μαθητευόμενος ενός πιλοποιού, υποστήριξε εν τέλει πως είχε δει μια γυναίκα να βγαίνει από την οικία των Ρουγκόν για να έρθει και να ρίξει έναν κουβά με δηλητηριασμένο νερό στις ρίζες του δέντρου. Έτσι διαδόθηκε η φήμη πως η Φελισιτέ σηκωνόταν ή ίδια κάθε βράδυ για να ποτίσει την λεύκα με βιτριόλι, κι έτσι θα την θυμούνται όλοι έκτοτε.
Όταν πέθανε το δέντρο, το συμβούλιο του δήμου δήλωσε πως το κύρος της Δημοκρατίας απαιτούσε την άμεση απομάκρυνσή του. Καθώς όμως φοβούνταν την αποδοκιμασία της εργατικής τάξης επέλεξαν να το κάνουν αργά την νύχτα. Όμως οι συντηρητικοί σπιτονοικοκύρηδες της νέας πόλης το πήραν μυρωδιά˙ μαζεύτηκαν όλοι στην πλατεία της Υπονομαρχίας για να παρακολουθήσουν την πτώση του δέντρου της ελευθερίας. Η παρέα του κίτρινου σαλονιού είχε μαζευτεί στα παράθυρα. Όταν η τσακισμένη λεύκα έπεσε κάνοντας έναν υπόκωφο ήχο μες στις σκιές, με εκείνη την τραγική ακαμψία του χτυπημένου από τον θάνατο ήρωα, η Φελισιτέ θεώρησε καθήκον της να κουνήσει ένα λευκό μαντήλι. Τότε το πλήθος άρχισε να χειροκροτεί και κάμποσοι ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό κυματίζοντας κι αυτοί τα μαντήλια τους. Μάλιστα ορισμένοι στάθηκαν κάτω από το παράθυρο φωνάζοντας:
«Θα το θάψουμε, θα το θάψουμε!»
Αναμφίβολα εννοούσαν το δημοκρατικό πολίτευμα. Ήταν τέτοια η συγκίνηση της Φελισιτέ που παραλίγο να πάθει νευρικό κλονισμό. Ήταν μια υπέροχη βραδιά για το κίτρινο σαλόνι.
Ωστόσο ο μαρκήσιος συνέχιζε να ρίχνει ματιές στην Φελισιτέ χαμογελώντας της με τον μυστηριώδη του τρόπο. Αυτός ο μικροκαμωμένος γεράκος παραήταν έξυπνος για να μην καταλαβαίνει το προς τα που πήγαιναν τα πράγματα στην Γαλλία. Ήταν από τους πρώτους που μυρίστηκαν τον ερχομό της Αυτοκρατορίας. Έπειτα, όταν λίγο αργότερα το νομοθετικό σώμα αναλώθηκε σε αδιέξοδες διαφωνίες, όταν οι ορλεανιστές και οι νομιμόφρονες αποδέχτηκαν σιωπηρά την πιθανότητα ενός πραξικοπήματος, σκέφτηκε πως το παιχνίδι είχε χαθεί οριστικά. Ήταν πράγματι ο μόνος που έβλεπε ξεκάθαρα προς τα που πήγαιναν τα πράγματα. Ο Βουιγιέ καταλάβαινε πως η υπόθεση του Ερίκου του 5ου, που υποστήριζε η εφημερίδα του, είχε αρχίσει να προκαλεί αντιπάθειες˙ όμως αυτό λίγο τον ενδιέφερε˙ του αρκούσε να είναι ο υποτακτικός του κλήρου˙ όλη η πολιτική του επικεντρωνόταν στο να μπορέσει να πουλήσει όσο το δυνατό περισσότερα κομποσχοίνια και ιερές εικόνες.
Ο Ρουντιέ και ο Γκρανού ζούσαν μέσα στο σκοτάδι του φόβου˙ δεν είναι καν σίγουρο πως είχαν μια ορισμένη άποψη˙ ήθελαν να τρώνε και να κοιμούνται εν ειρήνη, ως εκεί έφταναν οι πολιτικές τους επιδιώξεις. Ο μαρκήσιος, αφού πρώτα αποχαιρέτησε τις ελπίδες του, συνέχισε τις τακτικές του επισκέψεις στην οικία των Ρουγκόν. Διασκέδαζε εκεί μέσα. Η διαμάχη ανάμεσα σε συγκρουόμενα συμφέροντα, η ανάδειξη της αστικής μωρίας, όλα αυτά κατέληξαν να του προσφέρουν κάθε βράδυ το πλέον διασκεδαστικό θέαμα. Ανατρίχιαζε στην σκέψη πως θα υποχρεωνόταν να ξανακλειστεί στο μικρό διαμέρισμά του, που το χρωστούσε στην φιλανθρωπία του κόμη ντε Βαλκυράς. Με ένα είδος κακόβουλης χαράς κρατούσε για τον εαυτό του την πεποίθηση πως δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα των Βουρβόνων. Έκανε τα στραβά μάτια, εργαζόμενος όπως και πρωτύτερα για τον θρίαμβο της νομιμότητας παραμένοντας υπό τις διαταγές του κλήρου και των ευγενών. Είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή την αλλαγή τακτικής του Πιέρ, και πίστευε πως πίσω από αυτό κρυβόταν η Φελισιτέ.
Ο Ρουντιέ και ο Γκρανού ζούσαν μέσα στο σκοτάδι του φόβου˙ δεν είναι καν σίγουρο πως είχαν μια ορισμένη άποψη˙ ήθελαν να τρώνε και να κοιμούνται εν ειρήνη, ως εκεί έφταναν οι πολιτικές τους επιδιώξεις. Ο μαρκήσιος, αφού πρώτα αποχαιρέτησε τις ελπίδες του, συνέχισε τις τακτικές του επισκέψεις στην οικία των Ρουγκόν. Διασκέδαζε εκεί μέσα. Η διαμάχη ανάμεσα σε συγκρουόμενα συμφέροντα, η ανάδειξη της αστικής μωρίας, όλα αυτά κατέληξαν να του προσφέρουν κάθε βράδυ το πλέον διασκεδαστικό θέαμα. Ανατρίχιαζε στην σκέψη πως θα υποχρεωνόταν να ξανακλειστεί στο μικρό διαμέρισμά του, που το χρωστούσε στην φιλανθρωπία του κόμη ντε Βαλκυράς. Με ένα είδος κακόβουλης χαράς κρατούσε για τον εαυτό του την πεποίθηση πως δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα των Βουρβόνων. Έκανε τα στραβά μάτια, εργαζόμενος όπως και πρωτύτερα για τον θρίαμβο της νομιμότητας παραμένοντας υπό τις διαταγές του κλήρου και των ευγενών. Είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή την αλλαγή τακτικής του Πιέρ, και πίστευε πως πίσω από αυτό κρυβόταν η Φελισιτέ.
Ένα βράδυ που έτυχε να φτάσει πρώτος βρήκε την γερασμένη γυναίκα να κάθεται μόνη της στο σαλόνι.
«Ε, λοιπόν, μικρή μου, είπε με την συνήθη χαμογελαστή του οικειότητα, πως πάνε οι δουλειές σου; Όλα καλά; Γιατί βρε διαβολάκι κρατάς μυστικά από μένα;
- Δεν σου κρύβω τίποτα, απάντησε παραξενεμένη η Φελισιτέ.
- Στα σοβαρά πιστεύεις πως μπορείς να ξεγελάσεις μια γριά αλεπού σαν εμένα! Εχ! Αγαπητό μου παιδί, να με θεωρείς φίλο σου. Είμαι διατεθειμένος να σου προσφέρει την διακριτική μου συμπαράσταση… Έλα τώρα, να είσαι ειλικρινής».
Άξαφνα μια φαεινή ιδέα κατέβηκε στην Φελισιτέ. Δεν είχε να πει το παραμικρό, ίσως όμως να μάθαινε κάτι, αν παρέμενε σιωπηλή.
«Γιατί χαμογελάς; Ρώτησε ο ντε Καρναβάν. Έτσι ξεκινάει πάντα μια εξομολόγηση. Υποψιάζομαι πως εσύ κρύβεσαι πίσω από τον άνδρα σου. Ο Πιέρ παραείναι αργός για σχεδιάσει την ωραία προδοσία που ετοιμάζετε… Στ’ αλήθεια, εύχομαι με όλη μου την καρδιά να σας προσφέρει ο Βοναπάρτης, όλα όσα θα ζητούσα εγώ για λογαριασμό σας από τους Βουρβόνους».
Αυτή η απλή πρόταση επιβεβαίωσε τις υποψίες που είχε η ηλικιωμένη γυναίκα εδώ και κάμποσο καιρό.
«Ο πρίγκιπας Λουδοβίκος έχει πολλές πιθανότητες, έτσι δεν είναι; τον ρώτησε με ζέση.
- Αν σου ομολογήσω πως αυτό πιστεύω, θα με προδώσεις; Της απάντησε γελώντας ο μαρκήσιος. Λυπήθηκα βαθύτατα, μικρή μου. Είμαι ένας γεροξοφλημένος και θαμμένος. Κι όμως εγώ για σένα πάλεψα. Αφού τώρα πλέον ξέρεις να βρίσκεις το σωστό μονοπάτι, θα αισθάνομαι μια μικρή παρηγοριά βλέποντας τον θρίαμβό σου πάνω στην δική μου ήττα. Τέρμα πια τα μυστικά. Έλα σε εμένα αν ποτέ βρεθείς σε δύσκολη θέση».
Και πρόσθεσε με το σκεπτικό χαμόγελο του ξεπεσμένου ευγενούς:
«Τι στην οργή! Κι εγώ μπορώ να διαπράξω μια μικρή προδοσία».
Εκείνη την στιγμή κατέφθασε η παρέα των πρώην αμυγαλεμπόρων και λαδεμπόρων.
«Α! Αγαπητοί μου αντιδραστικοί! Άρχισε πάλι να λέει ο μαρκήσιος ντε Καρναβάν με χαμηλή φωνή. Βλέπεις μικρή μου η μεγάλη τέχνη της πολιτική συνίσταται στο να έχεις ένα ζευγάρι γερά μάτια την ώρα που οι άλλοι είναι τυφλοί. Σε αυτό το παιχνίδι πρέπει να ξέρεις να διαλέγεις τα σωστά χαρτιά».
Την επόμενη μέρα η Φελισιτέ, επηρεασμένη από την όλη συζήτηση θέλησε να σιγουρευτεί. Ήταν στις αρχές του 1851. Εδώ και δεκαοχτώ μήνες, ίσως και παραπάνω ο Ρουγκόν λάμβανε κάθε δεκαπέντε μέρες, μια επιστολή από τον γιο του τον Εζέν. Κρυβόταν στην κρεβατοκάμαρά του, για να διαβάσει αυτά τα γράμματα, τα οποία στην συνέχεια καταχώνιαζε μέσα σε ένα παλιό γραφείο, του οποίου το κλειδί φύλαγε ως κόρην οφθαλμού στην τσέπη του γιλέκου του. Κάθε φορά που η σύζυγός του ζητούσε κάποια πληροφορία σχετικά με το θέμα, αυτός αρκούνταν να της απαντήσει:
«Ο Εζέν μου γράφει πως όλα εξελίσσονται κατ’ ευχήν».
Εδώ και καιρό η Φελισιτέ επιθυμούσε διακαώς να βάλει χέρι στις επιστολές του γιου της. Το επόμενο πρωί, μετά από την συζήτηση με τον μαρκήσιο κι ενώ ο Πιερ κοιμόταν ακόμα, αυτή σηκώθηκε και πήγε, πατώντας στις μύτες των ποδιών της, να αλλάξει το κλειδί του σεκρετέρ, που βρισκόταν στην τσέπη του γιλέκου, με το κλειδί της ιματιοθήκης που είχε το ίδιο μέγεθος. Ύστερα μόλις έφυγε ο άνδρας της, κλειδώθηκε με την σειρά της στο δωμάτιο, άδειασε το συρτάρι και διάβασε όλες τις επιστολές με πυρετώδη περιέργεια.
«Ο Εζέν μου γράφει πως όλα εξελίσσονται κατ’ ευχήν».
Εδώ και καιρό η Φελισιτέ επιθυμούσε διακαώς να βάλει χέρι στις επιστολές του γιου της. Το επόμενο πρωί, μετά από την συζήτηση με τον μαρκήσιο κι ενώ ο Πιερ κοιμόταν ακόμα, αυτή σηκώθηκε και πήγε, πατώντας στις μύτες των ποδιών της, να αλλάξει το κλειδί του σεκρετέρ, που βρισκόταν στην τσέπη του γιλέκου, με το κλειδί της ιματιοθήκης που είχε το ίδιο μέγεθος. Ύστερα μόλις έφυγε ο άνδρας της, κλειδώθηκε με την σειρά της στο δωμάτιο, άδειασε το συρτάρι και διάβασε όλες τις επιστολές με πυρετώδη περιέργεια.
Ο μαρκήσιος ντε Καρναβάν δεν είχε λαθέψει, και οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν. Υπήρχαν σαράντα γράμματα, μέσα στα οποία θα μπορούσε κάποιος να παρακολουθήσει το μεγάλο κίνημα των Βοναπαρτιστών, που προοριζόταν να οδηγήσει στην επικράτηση της Αυτοκρατορίας. Οι επιστολές έμοιαζαν με σύντομο χρονικό, που περιέγραφε τα γεγονότα όπως αυτά είχαν συμβεί και συνέδεε το καθένα με ελπίδες και ερμηνείες. Ο Εζέν είχε πίστη. Μιλούσε στον πατέρα του για τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη περιγράφοντάς τον ως άνδρα απαραίτητο και προορισμένο να δώσει διέξοδο και λύσεις στην όλη κατάσταση. Πίστευε σε αυτόν, από την προ της επιστροφής του στη Γαλλία εποχή, τότε που ο Βοναπαρτισμός αντιμετωπιζόταν σαν μια γελοία χίμαιρα.
Η Φελισιτέ κατάλαβε πως ο γιος ήταν από το 1848 ένας πολύ δραστήριος μυστικός πράκτορας. Παρόλο που δεν παρείχε σαφείς πληροφορίες ως προς την δράση του στο Παρίσι, ήταν φανερό πως εργαζόταν για την Αυτοκρατορία, εκτελώντας τις εντολές προσώπων, των οποίων τα ονόματα ανέφερε με έναν αέρα οικειότητας. Σε κάθε γράμμα έδινε πληροφορίες για την πρόοδο της υπόθεσης και έκανε προβλέψεις για την μελλοντική έκβαση των γεγονότων. Συνήθως τελείωναν με τον καθορισμό της τακτικής που θα έπρεπε να ακολουθήσει ο Πιέρ στο Πλασσάν. Τώρα πλέον η Φελισιτέ ήταν σε θέση να καταλάβει λόγια και ενέργειες του συζύγου της, των οποίων το νόημα έως τότε της διέφευγε˙ ο Πιέρ υπάκουε τον γιο του και ακολουθούσε πιστά τις υποδείξεις του.
Η Φελισιτέ κατάλαβε πως ο γιος ήταν από το 1848 ένας πολύ δραστήριος μυστικός πράκτορας. Παρόλο που δεν παρείχε σαφείς πληροφορίες ως προς την δράση του στο Παρίσι, ήταν φανερό πως εργαζόταν για την Αυτοκρατορία, εκτελώντας τις εντολές προσώπων, των οποίων τα ονόματα ανέφερε με έναν αέρα οικειότητας. Σε κάθε γράμμα έδινε πληροφορίες για την πρόοδο της υπόθεσης και έκανε προβλέψεις για την μελλοντική έκβαση των γεγονότων. Συνήθως τελείωναν με τον καθορισμό της τακτικής που θα έπρεπε να ακολουθήσει ο Πιέρ στο Πλασσάν. Τώρα πλέον η Φελισιτέ ήταν σε θέση να καταλάβει λόγια και ενέργειες του συζύγου της, των οποίων το νόημα έως τότε της διέφευγε˙ ο Πιέρ υπάκουε τον γιο του και ακολουθούσε πιστά τις υποδείξεις του.
Όταν η ηλικιωμένη γυναίκα ολοκλήρωσε το διάβασμά της, είχε πειστεί. Όλες οι σκέψεις του Εζέν είχαν αποκαλυφθεί με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο. σκόπευε να σφυρηλατήσει την πολιτική του περιουσία μέσα στην φωτιά και το σίδερο, και να ξεπληρώσει στους γονείς του το χρέος των σπουδών τους, πετώντας τους ένα κοψίδι από την λεία μόλις εξασφάλιζε το θήραμά του. Όσο μικρή κι αν ήταν η βοήθεια που ο πατέρας του θα προσέφερε στον ίδιο και στον σκοπό του, το να τον επιβραβεύσει με το αξίωμα του εφοριακού θα ήταν πανεύκολο. Κανένας δεν θα μπορούσε να αρνηθεί το παραμικρό στον Εζέν και το σινάφι του, που βουτήχτηκε ως τον λαιμό μέσα στις πιο μυστικές μηχανορραφίες. Στα γράμματά του απλώς εφιστούσε την προσοχή των γονιών του, προκειμένου να αποφύγουν ένα βουνό από λάθη. Η Φελισιτέ ένιωσε τεράστια εμπιστοσύνη. Διάβασε ξανά ορισμένα αποσπάσματα από τα γράμματα, στα οποία ο Εζέν μιλούσε αόριστα για την «τελική καταστροφή». Αυτή η καταστροφή, την οποίας το μέγεθος και την είδος αγνοούσε η Φελισιτέ, έγινε γι’ αυτήν κάτι σαν την συντέλεια του κόσμου˙ ο θεός θα έβαζε τους εκλεγμένους εκ δεξιών και τους απορριπτέους εξ αριστερών κι αυτή τοποθέτησε τον εαυτό της ανάμεσα στους εκλεκτούς.
Όταν κατάφερε, το επόμενο βράδυ, να επιστρέψει το κλειδί του σεκρετέρ στην τσέπη του γιλέκου, υποσχέθηκε στον εαυτό της να χρησιμοποιεί την ίδια μέθοδο, προκειμένου να διαβάζει κάθε νέο γράμμα που θα έφτανε. Γι’ αυτό άλλωστε αποφάσισε να κάνει πως δεν ξέρει τίποτα. Αυτή η τακτική της ήταν η πλέον ενδεδειγμένη. Από εκείνη την ημέρα βοηθούσε, διακριτικά, όσο περισσότερο μπορούσε τον άνδρα της. Ενώ ο Ρουγκόν είχε την εντύπωση πως μόνος του δούλευε για τον σκοπό, αυτή προσέφερε την βοήθειά της, στρέφοντας τη συζήτηση γύρω από τα επιθυμητά θέματα, ώστε να εξασφαλίσει υποστηρικτές για την κρίσιμη ώρα. Η έλλειψη εμπιστοσύνης από την πλευρά του Εζέν την έκανε να υποφέρει. Ήθελε να είναι σε θέση να του πει, μετά την αίσια έκβαση της υπόθεσης: «Τα ήξερα όλα, κι όχι μόνο δεν υπονόμευσα το παραμικρό, αλλά απεναντίας σιγούρεψα τον θρίαμβο». Ποτέ πριν δεν υπήρξε συνεργός που να κάνει τόσο λίγο θόρυβο και τόση πολλή δουλειά. Ο μαρκήσιος, τον οποίο είχε πάρει για έμπιστό της, είχε μείνει έκθαμβος με το ταλέντο της.
Ωστόσο αυτό που πάντα την ανησυχούσε ήταν η μοίρα του πολυλατρεμένου της Αριστίντ. Τώρα που ενστερνιζόταν τις πεποιθήσεις του μεγαλύτερου γιου της, τα μαινόμενα άρθρα του «Ανεξάρτητου» την τρομοκρατούσαν ακόμη περισσότερο. Επιθυμούσε διακαώς να μεταστρέψει τον δύστυχο δημοκρατικό προς τις ναπολεόντειες ιδέες˙ αλλά δεν ήξερε πώς να το κάνει χωρίς να εκτεθεί. Θυμόταν την επιμονή με την οποία ο Εζέν τους είχε παροτρύνει να φυλάγονται από τον Αριστίντ. Υπέβαλε το ζήτημα στον μαρκήσιο ντε Καρναβάν. Ο οποίος ήταν της απολύτου ιδίας γνώμης.
«Μικρούλα μου, της είπε, στην πολιτική είναι απαραίτητο να είμαστε κάπως εγωιστές. Αν μετέπειθες το γιο σου κι άρχιζε μια μέρα ο Ανεξάρτητος να υπερασπίζεται τον Βοναπαρτισμό, θα προξενούσες βαρύτατες βλάβες στο κίνημα. Ο Ανεξάρτητος έχει ήδη καταδικαστεί˙ ο τίτλος του και μόνο αρκεί για να εξοργίσει την αστική τάξη του Πλασσάν. Αφήστε τον Αριστίντ να παίζει με τα στρατιωτάκια του, αυτό θα του δώσει ένα χρήσιμο μάθημα. Δεν μου φαίνεται πως θα αντέξει να παίζει για καιρό τον ρόλο του μάρτυρα, δεν είναι φτιαγμένος για κάτι τέτοιο.
Ωστόσο η Φελισιτέ στην μανία της να υποδείξει τον σωστό δρόμο στους δικούς της, τώρα που πίστευε πως κατείχε το φως το αληθινό, έφτασε στο σημείο να θέλει να κατηχήσει ως και τον γιο της, τον Πασκάλ. Ο γιατρός με τον εγωισμό του απορροφημένου από τις έρευνές του επιστήμονα, ασχολούνταν ελάχιστα με την πολιτική. Αυτοκρατορίες να γκρεμίζονταν, την ώρα που αυτός διεξήγε κάποιο από τα πειράματά του, εκείνος δεν θα γύριζε καν το κεφάλι, να κοιτάξει. Τελικά βέβαια υποχώρησε στις εκκλήσεις της μητέρας του, που τον κατηγορούσε περισσότερο από ποτέ για την τάση του να ζει σαν μοναχικός λύκος.
«Αν είχες σχέσεις με τον καλό κόσμο, του έλεγε, θα είχε πελάτες από την υψηλή κοινωνία. Τουλάχιστον έλα να περάσεις μερικά βράδια στο σαλόνι μας. θα γνωρίσεις έτσι τους κυρίους Ρουντιέ, Γκρανού, Σικαρντό, που είναι όλοι τους καλοστεκούμενοι άνθρωποι, που θα σου πληρώνουν τέσσερα και πέντε φράγκα την επίσκεψη. Οι φτωχοί δε θα σε κάνουν πλούσιο».
Η ιδέα της επιτυχίας, το να δει όλη την οικογένειά της να αποκτά περιουσία, είχε γίνει κάτι σαν έμμονη ιδέα για τη Φελισιτέ. ο Πασκάλ, προκειμένου να μην της χαλάσει χατίρι, πέρασε μερικές βραδιές στο κίτρινο σαλόνι. Δεν βαρέθηκε τόσο όσο φοβόταν. Την πρώτη φορά έμεινε άναυδος μπροστά στο μέγεθος της ανοησίας που μπορεί να επιδείξει ένας κατά τα άλλα υγιής άνθρωπος. Οι πρώην έμποροι αμυγδάλων και οι λαδέμποροι, ακόμα κι ο μαρκήσιος και ο καπετάνιος, έμοιαζαν σαν παράξενα ζώα, τα οποία δεν είχε ως τώρα την ευκαιρία να μελετήσει. Παρατηρούσε με το ενδιαφέρον του φυσιοδίφη τις εκφράσεις των προσώπων τους, από τις οποίες συμπέραινε τις ασχολίες και τις ορέξεις τους˙ επίσης άκουγε τις κενολογίες τους, όπως ακριβώς θα προσπαθούσε να καταλάβει τι σημαίνει το νιαούρισμα μιας γάτας ή το γάβγισμα ενός σκύλου.
Εκείνη την εποχή τον απασχολούσε η συγκριτική φυσική ιστορία, εφαρμόζοντας στο ανθρώπινο είδος τα όσα είχε παρατηρήσει προηγουμένως σχετικά με την επίδραση της κληρονομικότητας πάνω στα ζώα. Επίσης, όση ώρα βρισκόταν στο κίτρινο σαλόνι, διασκέδαζε με την σκέψη πως βρισκόταν μέσα σε ένα θηριοτροφείο. Εντόπιζε ομοιότητες ανάμεσα σε αυτές τις γκροτέσκες φιγούρες και διάφορα ζώα που γνώριζε. Ο μαρκήσιος του θύμιζε μεγάλη πράσινη ακρίδα, έτσι όπως ήταν αδύνατος με λεπτό και έξυπνο κεφάλι. Ο Βουιγιέ του έδινε την χλωμή και γλοιώδη εντύπωση ενός βατράχου. Επιεικέστερος για τον Ρουντιέ, έβρισκε πως έμοιαζε με παχουλό πρόβατο και ο καπετάνιος, με φαφούτη μολοσσό. Αλλά ο παράξενος Γκρανού, αποτελούσε αστείρευτη πηγή εκπλήξεων. Πέρασε ένα ολόκληρο βράδυ να μετρά τις γωνίες του προσώπου του. Όταν τον άκουγε να μουρμουρίζει διάφορες ακαθόριστες βρισιές κατά των δημοκρατικών, αυτών των αιματορουφηχτών, τον φανταζόταν να μουγκανίζει σα μοσχάρι˙ και κάθε φορά που τον έβλεπε να σηκώνεται από το κάθισμά του, νόμιζε πως θα έπεφτε στα τέσσερα, να περπατήσει έξω από το σαλόνι.
Εκείνη την εποχή τον απασχολούσε η συγκριτική φυσική ιστορία, εφαρμόζοντας στο ανθρώπινο είδος τα όσα είχε παρατηρήσει προηγουμένως σχετικά με την επίδραση της κληρονομικότητας πάνω στα ζώα. Επίσης, όση ώρα βρισκόταν στο κίτρινο σαλόνι, διασκέδαζε με την σκέψη πως βρισκόταν μέσα σε ένα θηριοτροφείο. Εντόπιζε ομοιότητες ανάμεσα σε αυτές τις γκροτέσκες φιγούρες και διάφορα ζώα που γνώριζε. Ο μαρκήσιος του θύμιζε μεγάλη πράσινη ακρίδα, έτσι όπως ήταν αδύνατος με λεπτό και έξυπνο κεφάλι. Ο Βουιγιέ του έδινε την χλωμή και γλοιώδη εντύπωση ενός βατράχου. Επιεικέστερος για τον Ρουντιέ, έβρισκε πως έμοιαζε με παχουλό πρόβατο και ο καπετάνιος, με φαφούτη μολοσσό. Αλλά ο παράξενος Γκρανού, αποτελούσε αστείρευτη πηγή εκπλήξεων. Πέρασε ένα ολόκληρο βράδυ να μετρά τις γωνίες του προσώπου του. Όταν τον άκουγε να μουρμουρίζει διάφορες ακαθόριστες βρισιές κατά των δημοκρατικών, αυτών των αιματορουφηχτών, τον φανταζόταν να μουγκανίζει σα μοσχάρι˙ και κάθε φορά που τον έβλεπε να σηκώνεται από το κάθισμά του, νόμιζε πως θα έπεφτε στα τέσσερα, να περπατήσει έξω από το σαλόνι.
«Πιάσε τους την κουβέντα, του έλεγε η μητέρα του, χαμηλόφωνα, προσπάθησε να κερδίσεις αυτούς τους κυρίους για πελάτες σου».
- Δεν είμαι κτηνίατρος», της απάντησε τελικά, απηυδισμένος.
Η Φελισιτέ τον πήρε παράμερα ένα βράδυ, σε μια γωνιά και δοκίμασε να τον συμμορφώσει. Ήταν χαρούμενη που τον έβλεπε να έρχεται τακτικά στο σπίτι της. Νόμιζε πως ο γιος της είχε πλέον συμφιλιωθεί με τον καλό κόσμο, και δεν της πέρασε ούτε για μια στιγμή από το μυαλό ότι αυτός διασκέδαζε περίφημα με την διακωμώδηση αυτών των πλούσιων ανδρών. Μέσα της κατέστρωνε το μυστικό σχέδιο που θα τον έκανε τον νούμερο ένα γιατρό του Πλασσάν. Αρκούσε να έκανε την αρχή με ανθρώπους όπως ο Γκρανού και ο Ρουντιέ. Πάνω από όλα επιθυμούσε να του ενσταλάξει τις πολιτικές πεποιθήσεις της οικογένειας, αναλογιζόμενη πως ένας γιατρός είχε πολλά να κερδίσει αν εμφανιζόταν ως οπαδός του καθεστώτος που επρόκειτο να αντικαταστήσει την δημοκρατία.
«Χρυσό μου, του είπε, τώρα που λογικεύτηκες, είναι απαραίτητο να σκεφτείς για το μέλλον σου… Πολλοί σε κατηγορούν για δημοκράτη, γιατί είσαι κάνεις την ανοησία να φροντίζεις όλους τους ζητιάνους της πόλης, χωρίς αμοιβή. Πες μου ειλικρινά ποιες είναι οι αληθινές πολιτικές σου απόψεις;
Ο Πασκάλ κοίταξε την μητέρα με μια παιδιάστικη κατάπληξη. Ύστερα είπε χαμογελώντας:
«Οι αληθινές απόψεις μου; Δεν έχω ιδέα… Λες πως με θεωρούν δημοκράτη, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν! Αυτό δεν με στενοχωρεί καθόλου. Είμαι αναμφίβολα δημοκράτης, αν με την λέξη αυτή κάποιος εννοεί εκείνον που επιθυμεί την ευημερία του συνόλου».
- Μα έτσι δεν θα καταφέρεις τίποτα, τον διέκοψε βιαστικά η Φελισιτέ. Θα σε συνθλίψουν. Κοίτα τα αδέρφια σου πώς προσπαθούν να βρουν τον δρόμο τους.
Τότε ο Πασκάλ κατάλαβε πως τον δεν τον επέπληττε για τον επιστημονικό εγωισμό του. Απλώς η μητέρα του τον κατηγορούσε πως δεν ενδιαφερόταν για μια ενδεχόμενη σπέκουλα, δεδομένης και της πολιτικής συγκυρίας. Έβαλε τα γέλια, νιώθοντας μέσα του κάποια θλίψη και φρόντισε να αλλάξει θέμα συζήτησης. Ποτέ δεν θα κατάφερνε να τον κάνει να σκεφτεί τις προοπτικές που θα είχε με τις διάφορες πολιτικές παρατάξεις, ούτε και να τον πείσει να προσδεθεί στο άρμα του επικρατέστερου. Παρόλα αυτά συνέχισε να περνά μερικά από τα βράδια του, από καιρού εις καιρόν στο κίτρινο σαλόνι. Ο Γκρανού τον ενδιέφερε πάντα, σα να επρόκειτο για κάποιο προϊστορικό θηλαστικό.
Στο μεταξύ τα γεγονότα έτρεχαν. Το έτος 1851 ήταν μια χρονιά γεμάτη αγωνία και φόβο για τους πολιτικούς του Πλασσάν, και ο σκοπός που υπηρετούσαν οι Ρουγκόν είχε πολλά οφέλη από αυτήν την κατάσταση. Οι πλέον αντιφατικές ειδήσεις κατέφθαναν από το Παρίσι˙ κάποιες φορές επικρατούσαν οι δημοκράτες, κάποιες άλλες η συντηρητική παράταξη συνέτριβε την Δημοκρατία. Ο απόηχος από τις διαμάχες που συντάρασσαν την Νομοθετική Βουλή έφτανε ως τα βάθη της επαρχίας, πιο δυνατός την μια μέρα, πιο σιγανός την επομένη, και τόσο αλλοιωμένος που και οι πιο διορατικοί βάδιζαν εν τω μέσω της νυκτός. Η μόνη γενική αίσθηση ήταν πως η τελική έκβαση πλησίαζε. Η άγνοια του τελικού αποτελέσματος ήταν αυτό που προκαλούσε την μεγαλύτερη ανησυχία σε εκείνους τους λιπόψυχους μικροαστούς. Όλοι εύχονταν να τελειώσει επιτέλους η όλη υπόθεση. Είχαν βαρεθεί την αβεβαιότητα και θα προσκυνούσαν και τον Τούρκο ακόμη, αν ο Σουλτάνος αποφάσιζε να εισβάλει στην Γαλλία για να την σώσει από την αναρχία.
Το χαμόγελο του μαρκησίου έγινε ακόμα πιο αιχμηρό. Ένα βράδυ, στο κίτρινο σαλόνι κι ενώ ο φόβος έπνιγε τους βρυχηθμούς του Γκρανού, πλησίασε την Φελισιτέ και της ψιθύρισε στο αυτί:
«Έλα, μικρή μου, ο καρπός ωρίμασε… αλλά πρέπει να φανείς χρήσιμη». Η Φελισιτέ, που συνέχιζε να διαβάζει τα γράμματα του Εζέν, και ήξερε πως, από μέρα σε μέρα, μπορούσε να συμβεί μια καθοριστική κρίση, είχε αντιληφθεί πως όφειλε να φανεί χρήσιμη κι αναρωτιόταν για το πώς η οικογένειά της θα διαχειριζόταν τα πράγματα. Τελικά συμβουλεύτηκε τον μαρκήσιο.
«Όλα εξαρτώνται από τις περιστάσεις, της απάντησε ο μικροκαμωμένος άνδρας. Αν διατηρηθεί η ηρεμία στην περιοχή, αν καμία εξέγερση δεν εκδηλωθεί στο Πλασσάν, ώστε να προκληθεί πανικός, δύσκολα θα διακριθείτε προσφέροντας τις υπηρεσίες σας στην καινούργια κυβέρνηση. Εν τοιαύτη περιπτώσει σας συμβουλεύω να παραμείνετε στο σπίτι σας και να περιμένετε με την ησυχία σας τις παροχές που πρόκειται να σας εξασφαλίσει ο γιος σας. Μα αν ο λαός ξεσηκωθεί, αν οι γενναίοι αστοί μας αισθανθούν πως απειλούνται, θα υποχρεωθείτε να παίξετε έναν σημαντικό ρόλο… ο άνδρας σου είναι λιγάκι αδιάλλακτος…
Ω! είπε η Φελισιτέ, όσο γι’ αυτό, αναλαμβάνω να τον μαλακώσω εγώ… πιστεύετε πως η επαρχία μας θα εξεγερθεί;
- Σίγουρα πράγματα, αν θες την άποψή μου. Στο Πλασσάν πιθανώς να μην έχουμε φασαρίες˙ οι αντιδραστικοί επικράτησαν κατά κράτος εδώ πέρα. Αλλά τις γειτονικές πόλεις, τα χωριά και κυρίως την ύπαιθρο, την έχουν του χεριού τους διάφορες μυστικές οργανώσεις που ανήκουν στην ριζοσπαστική δημοκρατική παράταξη. Έτσι και ξεσπάσει κανένα πραξικόπημα αμέσως θα σημάνει συναγερμός σε όλη την επικράτεια, από τα δάση του Σέιγ ως το υψίπεδο του Σαιν Ρουρ».
Η Φελισιτέ βυθίστηκε σε σκέψεις.
«Δηλαδή, είπε μετά από λίγο, θεωρείτε πως μια εξέγερση είναι απαραίτητη για να σιγουρέψουμε την περιουσία μας;»
«Αυτή είναι η άποψή μου», απάντησε ο μαρκήσιος ντε Καρναβάν.
Και προσέθεσε με ένα ελαφρώς ειρωνικό χαμόγελο:
«Μια νέα δυναστεία για να εδραιωθεί χρειάζεται κάποια σύγκρουση. Το αίμα είναι καλό λίπασμα. Θα είναι πολύ ωραίο να συμπέσει η άνοδος του ονόματος των Ρουγκόν με μια αιματοχυσία, όπως έχει ξανασυμβεί και με πολλές άλλες επιφανείς οικογένειες».
Αυτά τα λόγια, ειπωμένα με χλευαστική διάθεση, προκάλεσαν ανατριχίλα στην Φελισιτέ. Αλλά ήταν ψύχραιμη γυναίκα και η θέα από τις όμορφες κουρτίνες του κυρίου Περό, τις οποίες κοιτούσε με άκρα κατάνυξη κάθε βράδυ, της εξασφάλισαν το απαραίτητο κουράγιο. Όποτε αισθανόταν την δύναμή της να την εγκαταλείπει, στηνόταν στο παράθυρο και παρακολουθούσε την οικία του εφοριακού. Για την Φελισιτέ εκείνο το σπίτι ισοδυναμούσε με το ανάκτορο του Κεραμεικού. Συναίνεσε στις πιο ακραίες πράξεις, προκειμένου να εξασφαλίσει την είσοδό της στην νέα πόλη, τη γη της επαγγελίας, στο κατώφλι της οποίας στεκόταν εδώ και τόσα χρόνια φλεγόμενη από επιθυμία.
Η συζήτηση που είχε με τον μαρκήσιο, την βοήθησε να δει επιτέλους ξεκάθαρα τα πράγματα. Λίγες μέρες αργότερα μπόρεσε να διαβάσει ένα από τα γράμματα του Εζέν, στο οποίο εκείνος, που εργαζόταν για το πραξικόπημα, έμοιαζε να υπολογίζει σε μια εξέγερση, η οποία θα ανέβαζε τις μετοχές του πατέρα του. Ο Εζέν ήξερε τον τόπο του. Όλες του παροτρύνσεις στόχευαν στην αύξηση της επιρροής των αντιδραστικών του κίτρινου σαλονιού, ώστε να δοθεί στους Ρουγκόν η δυνατότητα να ελέγξουν την πόλη, κατά την κρίσιμη στιγμή. Και οι ευχές του πραγματοποιήθηκαν αφού, το Νοέμβριο του 1851, το κίτρινο σαλόνι ήταν ο κυρίαρχος του Πλασσάν. Ο Ρουντιέ εκπροσωπούσε εκεί μέσα τους πλούσιους αστούς˙ η στάση του αναμφίβολα καθόριζε τις επιλογές της νέας πόλης. Ο Γκρανού ήταν ακόμα πιο πολύτιμος˙ είχε στο πλευρό του όλο το δημοτικό συμβούλιο, κι ο ίδιος ήταν ένα από τα πλέον εξέχοντα μέλη του, πράγμα που δίνει και μια ιδέα για το ποιόν των υπολοίπων συμβούλων. Τέλος μέσω του διοικητή Σικαρντό, τον οποίο ο μαρκήσιος κατόρθωσε να διορίσει ως αρχηγό της εθνοφρουράς, το κίτρινο σαλόνι είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη των ενόπλων δυνάμεων.
Οι Ρουγκόν αυτοί οι ανυπόληπτοι φτωχοδιάβολοι, κατάφεραν με αυτόν τον τρόπο να συγκεντρώσουν γύρω τους τα όργανα που θα τους εξασφάλιζαν την περιουσία τους. Ο καθένας τους, είτε από δειλία, είτε από ηλιθιότητα, ήταν πρόθυμος να τους υπακούσει τυφλά και να εργαστεί για λογαριασμό τους, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην άνοδο του οίκου των Ρουγκόν. Το μόνο που έπρεπε να φοβάται αυτή η διαβόητη οικογένεια ήταν οι ξένες επιρροές που ενδεχομένους στόχευαν στα ίδια πράγματα, και μπορεί να τους έκλεβαν τμήμα των απολαβών της νίκης. Εκεί εντοπιζόταν ο μεγαλύτερος φόβος τους, καθώς επιθυμούσαν να παίξουν τον ρόλο του αποκλειστικού σωτήρα. Επιπλέον ήξεραν πως ο κλήρος και οι ευγενείς, θα στέκονταν στο πλευρό τους, χωρίς να τους βάζουν εμπόδια.
Όμως αν η Υπονομαρχία, ο δήμαρχος και οι λοιποί δημόσιοι λειτουργοί έμπαιναν μπροστά και κατέπνιγαν την εξέγερση εν τη γενέσει της, οι Ρουγκόν θα παραγκωνίζονταν κι ίσως απομακρύνονταν από την επίτευξη των στόχων τους˙ δεν θα είχαν ούτε τον χρόνο ούτε τα μέσα για να φανούν χρήσιμοι. Έτσι το ιδανικό τους ήταν η πλήρης αποχή και ο γενικός πανικός των δημοσίων υπαλλήλων. Αν χανόταν κάθε συντεταγμένη διοίκηση, αν κατάφερναν να γίνουν, έστω και για μια μέρα οι άρχοντες των πεπρωμένων του Πλασσάν, θα μπορούσαν να θεμελιώσουν σε στέρεες βάσεις την απαρχή της περιουσίας τους.
Όμως αν η Υπονομαρχία, ο δήμαρχος και οι λοιποί δημόσιοι λειτουργοί έμπαιναν μπροστά και κατέπνιγαν την εξέγερση εν τη γενέσει της, οι Ρουγκόν θα παραγκωνίζονταν κι ίσως απομακρύνονταν από την επίτευξη των στόχων τους˙ δεν θα είχαν ούτε τον χρόνο ούτε τα μέσα για να φανούν χρήσιμοι. Έτσι το ιδανικό τους ήταν η πλήρης αποχή και ο γενικός πανικός των δημοσίων υπαλλήλων. Αν χανόταν κάθε συντεταγμένη διοίκηση, αν κατάφερναν να γίνουν, έστω και για μια μέρα οι άρχοντες των πεπρωμένων του Πλασσάν, θα μπορούσαν να θεμελιώσουν σε στέρεες βάσεις την απαρχή της περιουσίας τους.
Ευτυχώς γι’ αυτούς, δεν υπήρχε στην δημόσια διοίκηση ένας άνδρας αρκετά αποφασισμένος ή επαρκώς αναγκεμένος, για να αναλάβει το παραμικρό ρίσκο. Ο υπονομάρχης ήταν ένα φιλελεύθερο πνεύμα, που ο αρμόδιος διοικητικός φορέας είχε ξεχάσει στο Πλασσάν, αναμφίβολα εξαιτίας της καλής φήμης που είχε η πόλη˙ ως χαρακτήρας ήταν συνεσταλμένος, ανίκανος για την παραμικρή υπέρβαση καθηκόντων, αναμφίβολα θα τα έχανε μπροστά σε μια λαϊκή εξέγερση. Οι Ρουγκόν που ήξεραν πως ο υπονομάρχης στήριζε την δημοκρατική παράταξη, δεν φοβούνταν μήπως επιδείξει υπερβάλλοντα ζήλο, και απλώς αναρωτιούνταν, γεμάτοι περιέργεια, για την στάση που θα κρατούσε. Ο δήμος δεν τους προβλημάτιζε ιδιαίτερα.
Ο δήμαρχος, ο αξιότιμος κύριος Γκαρσονιέ ήταν ένας νομιμόφρονας που χρωστούσε την θέση του στις πιέσεις που άσκησε η συνοικία του Σαιν Μαρκ κατά το έτος 1849˙ μισούσε τους δημοκρατικούς και τους αντιμετώπιζε με μία εξαιρετικά περιφρονητική διάθεση˙ αλλά διατηρούσε στενότατους δεσμούς με μία μερίδα του κλήρου, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να προσφέρει χείρα βοηθείας σε ένα πραξικόπημα Βοναπαρτιστών. Τα ίδια πάνω κάτω ίσχυαν και για τους υπόλοιπους δημόσιους λειτουργούς. Οι ειρηνοδίκες, ο διευθυντής του ταχυδρομείου, οι εφοριακοί, ο διευθυντής της εφορίας ο γνωστός κύριος Περό, όλοι, όφειλαν τα αξιώματά τους στον κλήρο και δεν ήταν σε θέση να δεχτούν την Αυτοκρατορία με μεγάλο ενθουσιασμό. Οι Ρουγκόν παρόλο που δεν ήξεραν ακόμη τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να ξεφορτωθούν αυτούς τους ανθρώπους ώστε να ανοίξουν τον δρόμο για τους εαυτούς τους, είχαν μεγάλες προσδοκίες καθώς δεν υπήρχε στην πόλη κανένας διατεθειμένος να αναλάβει τον ρόλο του σωτήρα.
Ο δήμαρχος, ο αξιότιμος κύριος Γκαρσονιέ ήταν ένας νομιμόφρονας που χρωστούσε την θέση του στις πιέσεις που άσκησε η συνοικία του Σαιν Μαρκ κατά το έτος 1849˙ μισούσε τους δημοκρατικούς και τους αντιμετώπιζε με μία εξαιρετικά περιφρονητική διάθεση˙ αλλά διατηρούσε στενότατους δεσμούς με μία μερίδα του κλήρου, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να προσφέρει χείρα βοηθείας σε ένα πραξικόπημα Βοναπαρτιστών. Τα ίδια πάνω κάτω ίσχυαν και για τους υπόλοιπους δημόσιους λειτουργούς. Οι ειρηνοδίκες, ο διευθυντής του ταχυδρομείου, οι εφοριακοί, ο διευθυντής της εφορίας ο γνωστός κύριος Περό, όλοι, όφειλαν τα αξιώματά τους στον κλήρο και δεν ήταν σε θέση να δεχτούν την Αυτοκρατορία με μεγάλο ενθουσιασμό. Οι Ρουγκόν παρόλο που δεν ήξεραν ακόμη τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να ξεφορτωθούν αυτούς τους ανθρώπους ώστε να ανοίξουν τον δρόμο για τους εαυτούς τους, είχαν μεγάλες προσδοκίες καθώς δεν υπήρχε στην πόλη κανένας διατεθειμένος να αναλάβει τον ρόλο του σωτήρα.
Το τέλος πλησίαζε. Κατά τις τελευταίες μέρες του Νοέμβρη, καθώς εξαπλωνόταν η φήμη για ένα πιθανό πραξικόπημα, ο πρίγκιπας – πρόεδρος κατηγορήθηκε στα ανοιχτά πως επιθυμεί να ανέλθει στο αξίωμα του αυτοκράτορα.
«Ε! Θα τον αποκαλούμε όπως του αρέσει, αναφώνησε ο Γκρανού, αρκεί να στήσει στον τοίχο αυτά τα καθάρματα τους δημοκρατικούς!»
Οι φωνές του Γκρανού, πως ως τότε έμοιαζε να κοιμάται, προκάλεσαν τρομερή αίσθηση. Ο μαρκήσιος έκανε τάχα πως δεν τον είχε ακούσει˙ αλλά οι αστοί ένευσαν καταφατικά συμφωνώντας με τον πρώην αμυγδαλέμπορο. Ο Ρουντιέ, που όντας πλούσιος, δεν φοβόταν να επικροτήσει τα λεγόμενα, δήλωσε λοξοκοιτώντας των μαρκήσιο ντε Καρναβάν, πως η κατάσταση είχε γίνει ανυπόφορη, και πως η Γαλλία έπρεπε να σωφρονιστεί το ταχύτερο δυνατό από οποιοδήποτε χέρι.
Ο μαρκήσιος συνέχισε να σωπαίνει πράγμα που θεωρήθηκε ως συναίνεση. Η κλίκα των συντηρητικών, εγκαταλείποντας της νομιμοφροσύνη, άρχισε τα ευχολόγια υπέρ της Αυτοκρατορίας.
«Φίλοι μου, είπε ο διοικητής Σικαρντό, και σηκώθηκε όρθιος, σήμερα, μόνο ο Ναπολέων μπορεί να προστατέψει τους τις επαπειλούμενες ζωές μας καθώς και τις περιουσίες μας… Μη φοβάστε, έχω πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα, έτσι ώστε η τάξη να βασιλεύει στο Πλασσάν».
Πράγματι ο διοικητής, σε συνεργασία με τον Ρουγκόν, είχε κρύψει σε έναν στάβλο, κοντά στα τείχη της πόλης, κάμποσες παρτίδες με φυσίγγια και μια αρκετά μεγάλη ποσότητα από τουφέκια˙ επίσης είχε εξασφαλίσει την συνεργασίας της χωροφυλακής, πάνω στην οποία πίστευε πως μπορούσε να βασιστεί. Τα λόγια που προκάλεσε μια ιδιαίτερα ευχάριστη αίσθηση. Κατά το τέλος της βραδινής συγκέντρωσης, η φιλειρηνικοί θαμώνες του κίτρινου σαλονιού, έκαναν λόγο για σφαγή των «κόκκινων» σε περίπτωση που αυτοί θα τολμούσαν να δημιουργήσουν αναταραχές.
Την 1η του Δεκέμβρη ο Πιέρ Ρουγκόν, έλαβε μία επιστολή από τον Εζέν και πήγε να το διαβάσει στο υπνοδωμάτιο, ακολουθώντας τα συνήθη μέτρα προφύλαξης. Η Φελισιτέ παρατήρησε πως ήταν φοβερά ταραγμένος όταν βγήκε από την κάμαρα. Όλη την μέρα γυρόφερνε το σεκρετέρ. Έπεσε η νύχτα και η υπομονή της είχε εξαντληθεί. Με το που ξεράθηκε επιτέλους ο Πιέρ, σηκώθηκε αθόρυβα, πήρε το κλειδί του σεκρετέρ από την τσέπη του γιλέκου και άρπαξε το γράμμα προσπαθώντας να μην κάνει φασαρία. Ο Εζέν μέσα σε δέκα γραμμές ειδοποιούσε τον πατέρα πως η κρίση επρόκειτο να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή και τον συμβούλευε να ενημερώσει την μητέρα του για το πώς έχει η κατάσταση. Είχε έρθει πλέον η ώρα να μάθει την αλήθεια˙ ενδεχομένως να χρειαζόταν τις συμβουλές της.
Την επομένη, η Φελισιτέ περίμενε μια εξομολόγηση, η οποία όμως δεν ήρθε. Δεν τολμούσε να εκφράσει την περιέργειά της, συνέχισε να καμώνεται την άσχετη, ενώ θέριευε ο θυμός της ενάντια στην ανόητη έλλειψη εμπιστοσύνης του συζύγου της, που αναμφίβολα τη θεωρούσε αμετροεπή και αδύναμη σαν τις υπόλοιπες γυναίκες. Ο Πιερ με την έπαρση του πάτερ φαμίλια, που δίνει στον άνδρα την αντίληψη κάποιας ανωτερότητας επί των οικογενειακών ζητημάτων, κατέληξε να επιρρίπτει στην σύζυγό του, την ευθύνη για όλες τις περασμένες του ατυχίες. Από τότε που αποφάσισε να αναλάβει μόνος του το χειρισμό των υποθέσεών του, όλα φαίνονταν να πηγαίνουν κατ’ ευχήν. Γι’ αυτό αποφάσισε να πορευτεί χωρίς τις παραινέσεις της γυναίκας του και να μην της αποκαλύψει το παραμικρό, παρά τις συστάσεις του γιου του.
Η Φελισιτέ πληγώθηκε τόσο πολύ που ευχαρίστως θα τα τίναζε όλα στον αέρα, αν δεν επιθυμούσε τον θρίαμβο τόσο παθιασμένα όσο και ο Πιέρ. Συνέχισε να εργάζεται δραστήρια για την επίτευξη του σκοπού τους, προσδοκώντας ωστόσο και μια μικρή εκδίκηση.
«Γκρρ! Έτσι και γίνει τίποτα και φοβηθεί, σκεφτόταν, έτσι και κάνει καμιά βλακεία!... Τότε θα τον δούμε τον κύριο να έρχεται γονατιστός και να με παρακαλάει για συμβουλές, τότε θα έρθει η δική μου σειρά, να ορίσω εγώ τους δικούς μου κανόνες».
Αυτό που την ανησυχούσε ήταν η συμπεριφορά του πανίσχυρου αφέντη που θα υιοθετούσε στα σίγουρα ο Πιέρ, στην περίπτωση που θριάμβευε χωρίς την βοήθειά της. Όταν παντρεύτηκε αυτό το χωριατόπαιδο, αντί να προτιμήσει κανέναν υπάλληλο συμβολαιογραφείου, το έκανε γιατί ήθελε να τον χρησιμοποιεί σαν γεροδεμένη μαριονέτα, κινώντας τα νήματα προς την κατεύθυνση που η ίδια επιθυμούσε. Και τώρα πάνω στην πιο κρίσιμη ώρα, η μαριονέτα, τυφλωμένη από την ηλιθιότητά της, ήθελε να κάνει του κεφαλιού της! Όλη η πονηριά και η πυρετώδης ενεργητικότητα της μικροσκοπικής γηραιάς γυναίκας εξεγείρονταν. Ήξερε πως ο Πιέρ ήταν σε θέση να παίρνει σκληρές αποφάσεις, όπως στην περίπτωση της μητέρας του, την οποία υποχρέωσε να υπογράψει την απόδειξη των πενήντα χιλιάδων φράγκων˙ το ανδρείκελο ήταν όντως χρήσιμο, μπορούσε να αγνοεί την φωνή της συνείδησής του˙ αλλά όφειλε να το καθοδηγεί ή ίδια, ιδιαίτερα κάτω από τις τωρινές περιστάσεις, οι οποίες απαιτούσαν μεγάλη ευελιξία.
Η επίσημη είδηση του πραξικοπήματος έφτασε στο Πλασσάν μόλις το απόγευμα της 3ης Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη. Στις επτά ή ώρα, το βράδυ της ίδιας ημέρας υπήρχε συνωστισμός στο κίτρινο σαλόνι. Παρόλο που η κρίση ήταν ευκταία μια αδιόρατη ανησυχία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα της πλειοψηφίας. Φλυαρούσαν ακατάπαυστα σχολιάζοντας τα γεγονότα. Ο Πιέρ ελαφρά χλωμός σαν τους άλλους, θεώρησε πως όφειλε, προληπτικώς, να δικαιολογήσει τις ακραίες ενέργειες του πρίγκιπα Λουδοβίκου ενώπιον των νομιμοφρόνων και των ορλεανιστών που παρίσταντο στην συγκέντρωση.
«Γίνεται λόγος για προσφυγή σε δημοψήφισμα, είπε˙ το έθνος θα είναι ελεύθερο να επιλέξει την κυβέρνηση που επιθυμεί… ο πρόεδρος είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει υπέρ των νομίμων ηγετών μας».
Μόνο ο μαρκήσιος που είχε διατηρήσει την αριστοκρατική του ψυχραιμία, υποδέχτηκε αυτά τα λόγια με ένα χαμόγελο. Οι υπόλοιποι μέσα στην έξαψη του παρόντος ελάχιστα ενδιαφέρονταν για τα παρεπόμενα. Ο Ρουντιέ αφήνοντας κατά μέρος την συμπάθειά του για τον οίκο της Ορλεάνης, διέκοψε απότομα τον Ρουγκόν. Όλοι φώναζαν:
«Ούτε λόγος. Τώρα προέχει η διασφάλιση της τάξης».
Αυτοί οι καλοί κύριοι έτρεμαν του δημοκρατικούς. Κι όμως, η πόλη είχε δεχτεί με σχετική ηρεμία την είδηση των γεγονότων του Παρισιού. Υπήρξαν βέβαια κάποιες συγκεντρώσεις μπροστά στην πόρτα της Υπονομαρχίας, εκεί όπου είχαν τοιχοκολληθεί οι ανακοινώσεις˙ κυκλοφορούσε επίσης η φήμη πως μερικές εκατοντάδες εργατών εγκατέλειψαν την εργασία τους, προκειμένου να οργανώσουν κάποια αντίσταση. Αυτό ήταν όλο. Καμία αναστάτωση δεν φαινόταν πως θα προέκυπτε. Η στάση που θα κρατούσαν οι γειτονικές πόλεις και τα χωριά ήταν αυτό που τους προκαλούσε την μεγαλύτερη ανησυχία˙ Κανένας δεν ήταν ακόμα σε θέση να ξέρει πως θα εκλάμβαναν όλοι εκείνοι τα νέα του πραξικοπήματος.
Κατά τις εννιά έφτασε και ο Γκρανού, ασθμαίνοντας˙ ερχόταν από μία συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου, η οποία είχε συγκληθεί εκτάκτως. Με φωνή ραγισμένη από την ένταση, ανακοίνωσε πως ο δήμαρχος, ο κύριος Γκαρσονιέ, είχε δηλώσει, με πάσα επιφύλαξη, πως ήταν αποφασισμένος να διασφαλίσει την τάξη λαμβάνοντας τα αυστηρότερα δυνατά μέτρα. Ωστόσο η είδηση που έκανε τον μεγαλύτερο πάταγο μέσα στο κίτρινο σαλόνι ήταν αυτή της παραίτησης του υπονομάρχη˙ αυτός ο δημόσιος λειτουργός αρνήθηκε κατηγορηματικά να διαβιβάσει στους κατοίκους του Πλασσάν την διακοίνωση του Υπουργείου των Εσωτερικών˙ έφυγε, όπως διαβεβαίωνε και ο Γκρανού, κι ευτυχώς που βρέθηκε ο δήμαρχος, ο οποίος φρόντισε να τοιχοκολληθούν οι ανακοινώσεις. Αυτή πιθανώς ήταν και η μοναδική περιφέρεια της Γαλλίας στην οποία ένας αξιωματούχος είχε την γενναιότητα να εκφράσει τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις.
Αν και η στάση του κυρίου Γκαρσονιέ ανησυχούσε κάπως τους Ρουγκόν, ωστόσο έτριβαν τα χέρια τους με την φυγή του Υπονομάρχη, που τους άφησε ελεύθερο το πεδίο δράσης. Τελικά εκείνη την αλησμόνητη νύχτα, τα μέλη του κίτρινου σαλονιού αποφάσισαν να δεχτούν το πραξικόπημα και να δηλώσουν ανοιχτά υπέρ των διαδραματισθέντων γεγονότων. Ο Βουιγιέ επιφορτίστηκε με την άμεση συγγραφή ενός άρθρου προσανατολισμένου προς αυτήν την κατεύθυνση, το οποίο θα δημοσιευόταν στην Γκαζέτα την επόμενη μέρα. Αυτός και ο μαρκήσιος δεν προέβαλλαν καμία αντίρρηση. Αναμφίβολα είχαν λάβει οδηγίες από εκείνα τα μυστηριώδη πρόσωπα την ύπαρξη των οποίων υπαινίσσονταν μερικές φορές, γεμάτοι από ευλαβικό σέβας. Ο κλήρος και οι ευγενείς είχαν ήδη παραιτηθεί, για να δώσουν χείρα βοηθείας στους νικητές, προκειμένου να συντρίψουν τον κοινό εχθρό, την Δημοκρατία.
Εκείνο το βράδυ, την ώρα που στο κίτρινο σαλόνι συσκέπτονταν, τον Αριστίντ τον έλουζε κρύος ιδρώτας από την αγωνία. Ποτέ κανένας χαρτοπαίχτης που πόνταρε το τελευταίο του λουδοβίκι σε ένα χαρτί, δεν είχε νιώσει τέτοια αβάσταχτη ανησυχία. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, η παραίτηση του προϊσταμένου του, ήταν μια αφορμή για να βάλει κάτω τα πράγματα και να τα εξετάσει διεξοδικά. Άκουσε πολλές φορές τον υπονομάρχη να λέει πως το πραξικόπημα τελικώς θα αποτύγχανε. Αυτός ο δημόσιος λειτουργός, εθελοτυφλώντας κατά κάποιον τρόπο, πίστευε στον τελικό θρίαμβο της δημοκρατίας, αν και του έλειπε το κουράγιο που θα επέτρεπε να εργαστεί προς αυτήν την κατεύθυνση, προβάλλοντας κάποια αντίσταση. Ο Αριστίντ συνήθιζε να κρυφακούει πίσω από τις κλειστές πόρτες της Υπονομαρχίας, προκειμένου να λαμβάνει ακριβείς πληροφορίες˙ αισθανόταν πως βάδιζε στα τυφλά και στήριξε όλες του τις ελπίδες στις ειδήσεις που υπέκλεπτε από την διοίκηση. Η γνώμη του υπονομάρχη τον κατακεραύνωσε˙ αλλά παρέμεινε σαστισμένος. Σκεφτόταν:
«Γιατί το βάζει στα πόδια αφού είναι βέβαιη η αποτυχία του πρίγκιπα – προέδρου;».
Ωστόσο όντας υποχρεωμένος να πάρει θέση, συνέχισε την αντιπολίτευσή του. Έγραψε ένα πολύ εχθρικό άρθρο κατά του πραξικοπήματος, και το πήγε στον Ανεξάρτητο το ίδιο κιόλας βράδυ, ώστε να κυκλοφορήσει στο αυριανό φύλλο. Διόρθωσε τα τυπογραφικά στοιχεία του κειμένου του, και βρισκόταν ήδη στον δρόμο για το σπίτι, κάπως ανακουφισμένος, όταν, καθώς περνούσε την οδό ντε λα Μπαν, σήκωσε μηχανικά το κεφάλι του και κοίταξε κατά το παράθυρο των Ρουγκόν. Από εκείνα τα παράθυρα έβγαινε ένα δυνατό φως.
Ωστόσο όντας υποχρεωμένος να πάρει θέση, συνέχισε την αντιπολίτευσή του. Έγραψε ένα πολύ εχθρικό άρθρο κατά του πραξικοπήματος, και το πήγε στον Ανεξάρτητο το ίδιο κιόλας βράδυ, ώστε να κυκλοφορήσει στο αυριανό φύλλο. Διόρθωσε τα τυπογραφικά στοιχεία του κειμένου του, και βρισκόταν ήδη στον δρόμο για το σπίτι, κάπως ανακουφισμένος, όταν, καθώς περνούσε την οδό ντε λα Μπαν, σήκωσε μηχανικά το κεφάλι του και κοίταξε κατά το παράθυρο των Ρουγκόν. Από εκείνα τα παράθυρα έβγαινε ένα δυνατό φως.
«Τι να καταστρώνουν άραγε εκεί μέσα;», αναρωτήθηκε ο δημοσιογράφος με μια ανήσυχη περιέργεια.
Τον κατέλαβε η έντονη επιθυμία να μάθει τις απόψεις που κυκλοφορούσαν στο κίτρινο σαλόνι σχετικά με τα πρόσφατα γεγονότα. Πίστευε πως αυτή η ομάδα των αντιδραστικών έπασχε ως προς την νοημοσύνη˙ αλλά οι αμφιβολίες του επέστρεψαν, βρισκόταν σε τέτοια ψυχική κατάσταση που θα μπορούσε να ζητήσει συμβουλές κι από έναν τετράχρονο παιδί. Δεν θα τολμούσε βέβαια να διαβεί το κατώφλι του πατρικού του σπιτιού, εκείνη την ώρα, έπειτα από την εκστρατεία που είχε διεξάγει ενάντια στον Γκρανού και το σινάφι του. Ανέβηκε ωστόσο τα σκαλοπάτια της εισόδου, αναλογιζόμενος την μοναδική αίσθηση που θα προκαλούσε η παρουσία του εκεί, αν κάποιος τον συναπαντούσε στις σκάλες. Πλησιάζοντας την πόρτα των Ρουγκόν μπορούσε μονάχα να ακούσει έναν ακαθόριστο θόρυβο από πολλές ανθρώπινες φωνές.
«Σαν μικρό παιδί κάνω, είπε, ο φόβος με κάνει ανόητο».
Ήταν έτοιμος να φύγει, όταν άκουσε την μητέρα του, που ετοιμαζόταν να ξεπροβοδίσει κάποιον. Την τελευταία στιγμή, πρόλαβε να κρυφτεί στη σκοτεινή γωνιά που σχημάτιζε η μικρή σκαλίτσα που οδηγούσε στη σοφίτα του σπιτιού. Η πόρτα άνοιξε και ο μαρκήσιος εμφανίστηκε συνοδευόμενος από τη Φελισιτέ. Ο μαρκήσιος ντε Καρναβάν προτιμούσε να φεύγει νωρίτερα από τους κυρίους της νέας πόλης, αναμφίβολα για να μην χρειαστεί να τους αποχαιρετήσει δια χειραψίας στην μέση του δρόμου.
«Εχ! Μικρή μου, της είπε, στεκόμενος στο κεφαλόσκαλο, με χαμηλή φωνή, αυτοί οι άνθρωποι είναι πιο δειλοί από όσο θα μπορούσα να φανταστώ. Με τέτοιους άνδρες η Γαλλία θα είναι πάντα στο έλεος του καθένα που θα έχει το θράσος να την καθυποτάξει».
Και προσέθεσε με μια δόση πικρίας, σαν να μιλούσε με τον εαυτό του:
«Η μοναρχία οπωσδήποτε είναι υπερβολικά έντιμη για την σύγχρονη εποχή. Ο καιρός της παρήλθε.
- Ο Εζέν ανακοίνωσε το ξέσπασμα της κρίσης στον πατέρα του, είπε η Φελισιτέ. φαίνεται πως είναι βέβαιος για τον θρίαμβο του πρίγκιπα Λουδοβίκου.
- Ω! Προχωρείτε άφοβα, απάντησε ο μαρκήσιος κατεβαίνοντας τα πρώτα σκαλοπάτια. Σε δυο τρεις μέρες η χώρα θα έχει στραγγαλιστεί. Τα λέμε πάλι αύριο, μικρή μου».
Η Φελισιτέ ξαναέκλεισε την πόρτα. Ο Αριστίντ κρυμμένος μέσα στην σκοτεινή γωνιά του, είχε αποσβολωθεί. Χωρίς να περιμένει ώσπου ο μαρκήσιος να κατέβει στον δρόμο, κουτρουβάλησε, κατεβαίνοντας τέσσερα – τέσσερα τα σκαλιά και όρμησε έξω αφηνιασμένος˙ύστερα βάλθηκε να τρέχει ως το τυπογραφείο που τυπωνόταν ο Ανεξάρτητος. Μια πλημμύρα από σκέψεις κατέκλυζε το μυαλό του. ήταν εξοργισμένος και κατηγορούσε την οικογένειά του πως τον είχε εξαπατήσει. Άκουσον – άκουσον! Ο Εζέν φρόντισε να κρατά τους γονείς του ενημερωμένους σχετικά με την κατάσταση, και η μητέρα του δεν του έδωσε να διαβάσει τις επιστολές του μεγαλύτερου γιου της, του οποίου τις συμβουλές θα είχε ακολουθήσει κατά γράμμα! Και μόνο τώρα, μάθαινε τυχαία πως αυτός ο μεγαλύτερος αδερφός του θεωρούσε βέβαιη την επιτυχία του πραξικοπήματος! Επιπλέον τώρα επιβεβαιώνονταν κάποια προαισθήματά του, τα οποία, εκείνος ο βλακέντιος ο υπονομάρχης, τον είχε αποτρέψει από το να τα λάβει στα σοβαρά υπόψην. Ήταν ιδιαίτερα εξοργισμένος με τον πατέρα του, αυτόν τον υποτιθέμενο ανόητο νομιμόφρονα που την κατάλληλη στιγμή εκδηλώθηκε ως βοναπαρτιστής.
«Με άφησαν να κάνω ένα σωρό βλακείες, μουρμούριζε την ώρα που έτρεχε. Τώρα την έβαψα. Α! ακόμα κι Γκρανού είναι πιο καπάτσος από εμένα».
Εισέβαλε στα γραφεία του Ανεξάρτητου, σαν σίφουνας, και ζητούσε το άρθρο του με πνιγμένη φωνή. Το άρθρο είχε ήδη στοιχειοθετηθεί. Κατέβασε τον πίνακα των τυπογραφικών στοιχείων και δεν ηρέμησε παρά μόνο όταν κατέστρεψε ολόκληρο το άρθρο ανακατεύοντας με μανία τα γράμματα, σα να επρόκειτο για το ταμπλό μιας παρτίδας ντόμινο. Ο βιβλιοπώλης που διεύθυνε την εφημερίδα τον κοίταζε γεμάτος απορία. Κατά βάθος και ο ίδιος ήταν ευχαριστημένος με το συμβάν, καθώς το άρθρο του είχε φανεί κάπως επικίνδυνο. Αλλά έπρεπε οπωσδήποτε να έχει κάποιο άρθρο προκειμένου να κυκλοφορήσει ο ανεξάρτητος.
«Θα μου δώσεις κάτι άλλο; Ρώτησε τον Αριστίντ.
- Βεβαίως», απάντησε ο Αριστίντ.
Κάθισε σε ένα γραφείο και άρχισε να γράφει ένα θερμότατο πανηγυρικό υπέρ του πραξικοπήματος. Από την πρώτη κιόλας γραμμή υποστήριζε πως ο πρίγκιπας Λουδοβίκος είχε μόλις σώσει την Δημοκρατία. Όμως με δυσκολία μπόρεσε να γράψει μία σελίδα κι έπειτα σταμάτησε, γιατί δεν είχε ιδέα πώς να συνεχίσει το γραπτό του. Το πρόσωπό του, που θύμιζε νυφίτσα, πήρε μια αγωνιώδη έκφραση.
«Πρέπει να πάω σπίτι μου, είπε τελικά, θα φροντίσω να στο στείλω εγκαίρως. Αν χρειαστεί μπορεί να καθυστερήσεις λιγάκι την έκδοση της εφημερίδας».
Στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι, περπατούσε αργά, χαμένος στις σκέψεις του. Η αναποφασιστικότητα τον κατέλαβε για άλλη μια φορά. Γιατί να βιαστεί να πάρει το μέρος τους; Ο Εζέν ήταν ένας έξυπνο αγόρι, αλλά ίσως η μητέρα του υπερέβαλε την σημασία κάποιας φράσης που διάβασε στην επιστολή του. Εν πάση περιπτώσει το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει και μετράει τα λόγια του.
Μια ώρα αργότερα η Ανζέλ κατέφθασε στον βιβλιοπώλη, υποκρινόμενη την δήθεν ταραγμένη.
«Ο σύζυγός μου, μόλις είχε ένα σοβαρό ατύχημα, είπε. Την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι τέσσερα δάχτυλα του χεριού του πιάστηκαν στην πόρτα. Και παρόλο που υποφέρει πολύ, μου υπαγόρευσε αυτό το μικρό σημείωμα, το οποίο σας παρακαλεί θερμά να δημοσιεύσετε αύριο».
Την επομένη ο Ανεξάρτητος, αποτελούμενος σχεδόν εξ ολοκλήρου από δευτερεύουσες ειδήσεις, κυκλοφόρησε με την εξής ανακοίνωση στο πρωτοσέλιδό του:
«Ένα θλιβερό ατύχημα που συνέβη στον διακεκριμένο μας συνεργάτη κύριο Αριστίντ Ρουγκόν θα μας στερήσει τα άρθρα του για κάποιο διάστημα. Η σιωπή θα είναι σκληρή γι’ αυτόν λαμβάνοντας υπόψη και την κρισιμότητα των σημερινών περιστάσεων. Όμως κανένας από τους αναγνώστες δεν θα αμφιβάλει πως, πλήρης πατριωτικών αισθημάτων, ο κύριος Ρουγκόν, εύχεται τα καλύτερα για την ευημερία της Γαλλίας».
Αυτό το αμφισήμαντο σημείωμα είχε μελετηθεί προσεκτικά. Η τελευταία πρόταση θα μπορούσε να έχει γραφτεί υπέρ οποιασδήποτε παράταξης. Με αυτό το τέχνασμα ο Αριστίντ, εξασφάλισε την θεαματική του επιστροφή, η οποία θα γινόταν μετά την τελική έκβαση των γεγονότων, με ένα θριαμβευτικό άρθρο που θα εξυμνούσε την πλευρά των νικητών. Την επομένη έκανε την εμφάνισή του στην πόλη με το χέρι του περασμένο σε μια δέστρα. Η μητέρα του, έτρεχε να τον συναντήσει, τρομαγμένη από την ανακοίνωση της εφημερίδας, αλλά αυτός αρνήθηκε να της δείξει το χέρι του και της μίλησε με μια πικρία που διαφώτισε την γηραιά γυναίκα.
«Δεν είναι τίποτα το σοβαρό, του είπε αυτή, σε έναν καθησυχαστικό και κάπως σαρκαστικό τόνο, την ώρα που ετοιμαζόταν να φύγει. Χρειάζεται μονάχα λίγη ξεκούραση».
Αναμφίβολα χάρη σε αυτό το υποτιθέμενο ατύχημα και την αποχώρηση του υπονομάρχη, ο Ανεξάρτητος δεν είχε τίποτα να φοβάται, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες δημοκρατικές εφημερίδες των άλλων περιοχών.
Η 4η του μηνός πέρασε με σχετική ηρεμία στο Πλασσάν. Κατά το βραδάκι έγινε μια λαϊκή διαδήλωση που διαλύθηκε αμέσως μόλις έκανε την εμφάνισή της η χωροφυλακή. Μια ομάδα εργατών ζήτησε από τον κύριο Γκαρσονιέ να δημοσιοποιήσει τις οδηγίες που του εστάλησαν από το Παρίσι, αλλά αυτός αρνήθηκε κατηγορηματικά˙ καθώς υποχωρούσε η ομάδα φώναξε: Ζήτω η Δημοκρατία! Ζήτω το Σύνταγμα! Μετά από αυτό η τάξη αποκαταστάθηκε. Το κίτρινο σαλόνι, αφού σχολίασε για κάμποση ώρα αυτήν την ακίνδυνη παρέλαση, δήλωσε πως τα πράγματα πήγαιναν προς το καλύτερο.
Όμως κατά την 5η και την 6η του μηνός σημειώθηκε μεγαλύτερη αναστάτωση. Υπήρχαν πληροφορίες για διαδοχικές εξεγέρσεις στις μικρές γειτονικές πόλεις˙ όλο το νότιο τμήμα της περιφέρειας είχε πάρει τα όπλα˙ το Λαπαλύ και το Σαιν Μαρτάν ντε Βω, ήταν τα πρώτα που ξεσηκώθηκαν παρασύροντας μαζί τους τα χωριά Σαβανόζ, Ναζέρ, Πουζόλ, Βαλκεράς και Βερνού. Τότε το κίτρινο σαλόνι άρχισε να καταλαμβάνεται από πανικό. Κυρίως τους ανησυχούσε το ενδεχόμενο να βρεθεί το Πλασσάν απομονωμένο στην μέση της εξέγερσης. Ομάδες ανταρτών σίγουρα θα περιφέρονταν στην ύπαιθρο και θα έκοβαν όλες τις διόδους επικοινωνίας. Ο Γκρανού επαναλάμβανε με ένα τρομοκρατημένο ύφος πως ο κύριος δήμαρχος δεν είχε λάβει την παραμικρή νέα είδηση. Ορισμένοι διέδιδαν πως το αίμα έρρεε άφθονο στην Μασσαλία και πως μία μεγαλειώδης επανάσταση είχε ξεσπάσει στο Παρίσι. Ο διοικητής Σικαρντό, έξαλλος με την δειλία της αστικής τάξης ορκιζόταν πως ήταν έτοιμος να συναντήσει τον θάνατο ηγούμενος της εμπροσθοφυλακής του.
Το Σάββατο στις επτά του μηνός ο τρόμος έφτασε στο απόγειο. Ήδη από τις έξι η ώρα το κίτρινο σαλόνι, στο οποίο είχε εγκατασταθεί μόνιμα ένα είδος επιτροπής των αντιδραστικών, ήταν ασφυκτικά γεμάτο από κατάχλωμους τρεμάμενους άνδρες που συζητούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, σα να βρίσκονταν σε νεκρικό θάλαμο. Είχε γίνει γνωστό κατά την διάρκεια της ημέρας πως ένα σύνταγμα ανταρτών, μια δύναμη περίπου τριών χιλιάδων ανδρών, συγκεντρώθηκε στο Αλμπουάζ, ένα μεγάλο χωριό που βρισκόταν σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των δεκαπέντε χιλιομέτρων. Στην πραγματικότητα αυτό το σύνταγμα είχε διαταχτεί να μετακινηθεί στην πρωτεύουσα της περιφέρειας αφήνοντας το Πλασσάν στα αριστερά του.
Αλλά ο σχεδιασμός της εκστρατείας μπορούσε να αλλάξει ανά πάσα στιγμή κι επιπλέον το γεγονός ότι οι αντάρτες θα βρίσκονταν λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα αρκούσε για να κάνει αυτούς τους φοβητσιάρηδες συνταξιούχους να φαντάζονται τα ροζιασμένα χέρια των εργατών σφιγμένα γύρω από τους λαιμούς τους. Το πρωί πήραν μία πρώτη γεύση από την επανάσταση: οι ελάχιστοι δημοκρατικοί του Πλασσάν, γνωρίζοντας πως ήταν αδύνατο να κάνουν την παραμικρή κίνηση μέσα στην πόλη, αποφάσισαν να ενωθούν με τους συντρόφους τους από το Λαπαλύ και το Σαιν Μαρτάν ντε Βω˙ η πρώτη ομάδα αναχώρησε κατά τις έντεκα από την πύλη της Ρώμης τραγουδώντας την Μαρσεγιέζα και σπάζοντας μερικά τζάμια. Πετροβόλησαν μάλιστα και ένα από τα παράθυρα του Γκρανού. Ο ίδιος διηγιόταν το συμβάν τραυλίζοντας από τον φόβο του.
Αλλά ο σχεδιασμός της εκστρατείας μπορούσε να αλλάξει ανά πάσα στιγμή κι επιπλέον το γεγονός ότι οι αντάρτες θα βρίσκονταν λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα αρκούσε για να κάνει αυτούς τους φοβητσιάρηδες συνταξιούχους να φαντάζονται τα ροζιασμένα χέρια των εργατών σφιγμένα γύρω από τους λαιμούς τους. Το πρωί πήραν μία πρώτη γεύση από την επανάσταση: οι ελάχιστοι δημοκρατικοί του Πλασσάν, γνωρίζοντας πως ήταν αδύνατο να κάνουν την παραμικρή κίνηση μέσα στην πόλη, αποφάσισαν να ενωθούν με τους συντρόφους τους από το Λαπαλύ και το Σαιν Μαρτάν ντε Βω˙ η πρώτη ομάδα αναχώρησε κατά τις έντεκα από την πύλη της Ρώμης τραγουδώντας την Μαρσεγιέζα και σπάζοντας μερικά τζάμια. Πετροβόλησαν μάλιστα και ένα από τα παράθυρα του Γκρανού. Ο ίδιος διηγιόταν το συμβάν τραυλίζοντας από τον φόβο του.
Εν τω μεταξύ το κίτρινο σαλόνι συνταρασσόταν από μια έντονη αγωνία. Ο διοικητής έστειλε τον υπηρέτη του να πληροφορηθεί για τις ακριβείς κινήσεις των ανταρτών, και οι υπόλοιποι, περιμένοντας την επιστροφή αυτού του άνδρα, περνούσαν την ώρα τους κάνοντας τις πλέον απίθανες υποθέσεις. Είχαν απαρτία. Ο Ρουντιέ και ο Γκρανού βυθισμένοι στις πολυθρόνες τους κοιτούσαν ολόγυρα με αξιολύπητο ύφος, ενώ, πίσω τους βαρυγκωμούσε η συγχυσμένη παρέα των αποσυρμένων εμπόρων. Ο Βουιγιέ, χωρίς να δείχνει υπερβολικά τρομαγμένος, σκεφτόταν τα μέτρα που έπρεπε να πάρει για να προφυλάξει το κατάστημα και τον εαυτό του˙ αμφιταλαντευόταν για το αν θα κρυφτεί στην σοφίτα ή στο κελάρι, και έκλινε προς το δεύτερο. Ο Πιέρ κι ο διοικητής περπατούσαν πάνω – κάτω, ανταλλάσσοντας αραιά και που καμία λέξη. Ο πρώην λαδέμπορας είχε γαντζωθεί επάνω στο φίλο του Σικαρντό, μήπως και καταφέρει να πάρει λίγο από το κουράγιο του. Αυτός που περίμενε τόσο καιρό το ξέσπασμα της κρίσης, τώρα αγωνιζόταν να προβάλλει μία καλή εικόνα παρά την συγκίνηση που τον έπνιγε. Όσο για τον μαρκήσιο, αυτός φαινόταν πιο κομψός και πιο γελαστός από συνήθως και καθόταν σε μια γωνιά μαζί με την Φελισιτέ, η οποία έδειχνε ιδιαίτερα εύθυμη.
Επιτέλους ακούστηκε ο χτύπος του κουδουνιού. Οι κύριοι αναπήδησαν λες και είχαν ακούσει πυροβολισμό από τουφέκι. Την ώρα που Φελισιτέ πήγαινε να ανοίξει μια νεκρική σιγή βασίλευε στο σαλόνι˙ τα πρόσωπα, χλωμά και αγχωμένα στράφηκαν προς την πόρτα. Ο υπηρέτης του διοικητή εμφανίστηκε στο κατώφλι, λαχανιασμένος, και είπε κοφτά στο αφεντικό του:
«Κύριε, οι αντάρτες θα βρίσκονται εδώ σε μία ώρα».
Ήταν σαν να τους χτύπησε κεραυνός. Όλοι σηκώθηκαν ξεφωνίζοντας, με τα χέρια υψωμένα. Για αρκετά λεπτά, ήταν αδύνατο να συνεννοηθούν. Είχαν όλη περικυκλώσει τον αγγελιαφόρο, βομβαρδίζοντάς τον με ερωτήσεις.
«Για όνομα του Θεού! Φώναζε τελικά ο διοικητής, μην ωρύεστε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ηρεμήστε ειδάλλως δεν προτίθεμαι να απαντήσω στο παραμικρό».
Όλοι ξανάπεσαν στα καθίσματά τους, βαριαναστενάζοντας. Τώρα ήταν σε θέση να ακούσουν ορισμένες λεπτομέρειες. Ο αγγελιαφόρος συνάντησε το σύνταγμα στο Τουλέτ και βιάστηκε να επιστρέψει.
«Είναι τουλάχιστον τρεις χιλιάδες, είπε. Παρελαύνουν σαν στρατιώτες χωρισμένοι σε τάγματα. Νομίζω πως είδα και μερικούς αιχμαλώτους ανάμεσά τους.
- Αιχμαλώτους! Αναφώνησαν οι κατατρομαγμένοι αστοί.
- Αναμφίβολα, διέκοψε ο μαρκήσιος με την διαπεραστική φωνή του. Άκουσα πως οι αντάρτες συλλαμβάνουν όλους εκείνους που είναι γνωστοί για τις συντηρητικές τους τάσεις».
Αυτή η πληροφορία ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τους καταθορυβημένους θαμώνες του κίτρινου σαλονιού. Κάμποσοι αστοί σηκώθηκαν και προχώρησαν βιαστικά προς την πόρτα, σκεπτόμενοι πως δεν είχαν αρκετό χρόνο στην διάθεσή τους, για να βρουν μία ασφαλή κρυψώνα.
Η είδηση για τις συλλήψεις που έκαναν οι δημοκρατικοί φάνηκε να συγκλονίζει την Φελισιτέ. Πήρε τον μαρκήσιο παράμερα και τον ρώτησε:
«Τι κάνουν αυτοί οι άνδρες με τους ανθρώπους που συλλαμβάνουν;
- Μα, φυσικά τους παίρνουν μαζί τους, απάντησε ο μαρκήσιος ντε Καρναβάν. Χωρίς αμφιβολία τους θεωρούν ως εξαιρετικούς ομήρους».
Αχά!» Είπε η γριά γυναίκα με μια παράξενη φωνή.
Ύστερα ξανακοίταξε σκεπτική την παράξενη σκηνή του πανικού που επικρατούσε ολόγυρά της. Ένας – ένας οι αστοί εξαφανίζονταν˙ σε λίγο δεν είχε απομείνει κανένας, εκτός από τον Βουιγιέ και τον Ρουντιέ στους οποίους ο επερχόμενος κίνδυνος ανέβασε κάπως το ηθικό τους. Όσο για Γκρανού παρέμεινε κι αυτός καθισμένος στην γωνιά του καθώς από την τρομάρα του δεν μπορούσε πλέον να πάρει τα πόδια του.
«Μα την πίστη μου, το προτιμώ καλύτερα έτσι, είπε ο Σικαρντό παρατηρώντας την φυγή των ομοϊδεατών του. Αυτοί οι κιοτήδες παραλίγο να με τρελάνουν. Για δυο χρόνια δεν είχαν άλλη κουβέντα πέρα απ’ το πώς θα τουφεκίσουν όλους τους δημοκρατικούς της επικράτειας, και σήμερα δεν θα τολμούσαν ούτε τρακατρούκα να ρίξουν κάτω από την μύτη τους».
Έπειτα πήρε το καπέλο του και πήγε κατά την πόρτα.
«Για να δούμε, συνέχισε, ο χρόνος πιέζει… Έλα Ρουγκόν».
Η Φελισιτέ έμοιαζε να περιμένει γι’ αυτήν ακριβώς την στιγμή. Ρίχτηκε ανάμεσα στην πόρτα και τον άνδρα της, οποίος, για να πούμε την αλήθεια, δίσταζε να ακολουθήσει τον τρομερό Σικαρντό.
«Δεν θέλω να πας εκεί έξω, φώναξε, παθαίνοντας τάχα μια ξαφνική κρίση απελπισίας. Δεν θα σου επιτρέψω να με εγκαταλείψεις. Αυτά τα κτήνη θα σε σκοτώσουν».
Ο διοικητής στάθηκε αποσβολωμένος.
Θεέ και Κύριε! Βροντολάλησε, αν αρχίσουν τώρα να κλαψουρίζουν και οι γυναίκες… Ξεκίνα λοιπόν Ρουγκόν.
- Όχι, όχι, επέμενε η γηραιά γυναίκα υποκύπτοντας σε έναν ολοένα αυξανόμενο τρόμο, δεν θα σε ακολουθήσει. Θα κρεμαστώ από τον λαιμό του, για να τον εμποδίσω».
Ο μαρκήσιος, έκπληκτος από αυτήν την σκηνή, κοίταζε παραξενεμένος την Φελισιτέ. επρόκειτο όντως για την ίδια γυναίκα με την οποία μόλις τώρα συζητούσε τόσο χαρωπά; Τι είδους κωμωδία έπαιζε; Εν τω μεταξύ ο Πιερ βλέποντας πως η γυναίκα του ήθελε να τον περιορίσει, θεώρησε πως όφειλε να βγει έξω πάση θυσία.
«Κι εγώ σου λέω πως δεν έχεις να πας πουθενά» επανέλαβε η γυναίκα, καθώς γαντζωνόταν από το ένα του μπράτσο.
Και γυρίζοντας προς τον διοικητή είπε:
Πως είναι δυνατό να σας περνάει από το μυαλό, πως μπορείτε να αντισταθείτε; Αυτοί είναι τρεις χιλιάδες κι εσείς δεν θα μπορέσετε να συγκεντρώσετε ούτε εκατό αξιόμαχους άνδρες. Βαδίζετε στον μάταιο χαμό σας.
- Ε! αυτό είναι το καθήκον μας», είπε ανυπόμονα ο Σικαρντό.
Η Φελισιτέ ξέσπασε σε λυγμούς.
«Αν δεν τον σκοτώσουν θα τον πιάσουν αιχμάλωτο, συνέχισε αυτή, με το βλέμμα καρφωμένο στον άνδρα της. Θεέ μου, τι θα απογίνω, ολομόναχη, σε μια εγκαταλειμμένη πόλη!
- Μα, κραύγασε ο διοικητής, πιστεύεις πως δεν θα μας πιάσουν, αν επιτρέψουμε στους αντάρτες να μπουν ανενόχλητοι στα σπίτια μας; Σου ορκίζομαι πως πριν περάσει μια ώρα όλοι οι δημόσιοι παράγοντες θα έχουν συλληφθεί, και πρωτίστως βέβαια ο άνδρας σου και οι θαμώνες αυτού του σαλονιού».
Ο μαρκήσιος νόμισε πως είδε ένα αχνό χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα χείλη της Φελισιτέ, καθώς έλεγε με έντρομο ύφος:
«Στ’ αλήθεια, αυτό πιστεύετε;
- Μα για όνομα του Κυρίου, άρχισε πάλι ο Σικαρντό, οι δημοκρατικοί δεν είναι τόσο βόδια ώστε να αφήσουν πίσω τους εχθρούς τους. Αύριο το Πλασσάν θα έχει αδειάσει από τους δημόσιους λειτουργούς του και από όλους τους καθωσπρέπει πολίτες του».
Στο άκουσμα αυτών των λόγων τα οποία η ίδια είχε τεχνηέντως προκαλέσει η Φελισιτέ ελευθέρωσε το μπράτσο του άνδρα της. ο Πιερ δεν έμοιαζε πια σαν να θέλει να φύγει. Χάρη στην γυναίκα του, της οποίας την έξυπνη τακτική δεν αντιλήφθηκε, καθώς ούτε για μια στιγμή δεν του πέρασε από το μυαλό πως πίσω από όλα αυτά υπήρχε μια μυστική σκοπιμότητα, του ήρθε κατά νου ένα ολάκερο σχέδιο δράσης.
«Πρέπει να το σκεφτούμε καλά, προτού λάβουμε την παραμικρή απόφαση, είπε στον διοικητή. Ίσως η σύζυγός μου έχει δίκιο, υπενθυμίζοντάς μας τα πραγματικά συμφέροντα των οικογενειών μας.
- Όχι πράγματι, η κυρία δεν κάνει λάθος», φώναξε ο Γκρανού, ο οποίες είχε ακούσει τις τρομοκρατημένες κραυγές της Φελισιτέ με την ικανοποίηση ενός δειλού.
Τότε ο διοικητής φόρεσε το καπέλο του κάνοντας μια νευρική χειρονομία, και είπε με δυνατή φωνή:
«Σωστό ή λάθος ποσώς με ενδιαφέρει. Είμαι ο επικεφαλής της χωροφυλακής, και θα έπρεπε να βρίσκομαι ήδη στο δημαρχείο. Ομολογείστε πως φοβάστε και πως με παρατάτε ολομόναχο… Λοιπόν, καλή σας νύχτα».
Γύρισε το πόμολο της πόρτα, αλλά ο Ρουγκόν τον σταμάτησε με την βία.
«Άκουσέ με Σικαρντό», του είπε.
Και τον πήρε παράμερα σε μια γωνιά βλέποντας πως ο Βουιγιέ τέντωσε τα μεγάλα αυτιά του. Εκεί, με χαμηλή φωνή, του εξήγησε πως θα ήταν σωστό να γλιτώσουν από τα χέρια των ανταρτών κάποιοι δραστήριοι πολίτες, οι οποίοι θα αναλάμβαναν να αποκαταστήσουν την τάξη στην πόλη. Και καθώς ο θηριώδης διοικητής αρνούταν να εγκαταλείψει το πόστο του, ο Πιερ του πρότεινε να τεθεί επικεφαλής των δυνάμεων εφεδρείας.
«Δώσε μου το κλειδί της αποθήκης που φυλάσσονται τα όπλα και τα πυρομαχικά και διέταξε γύρω στους πενήντα άνδρες σου να μην κινηθούν μέχρι να τους καλέσω».
Ο Σικαρντό κατέληξε να συναινέσει σε αυτά τα συνετά μέτρα. Εμπιστεύτηκε το κλειδί της αποθήκης στον Πιέρ, έχοντας καταλάβει πως για την ώρα κάθε αντίσταση ήταν μάταιη, διατηρώντας ωστόσο μια διάθεση αυτοθυσίας.
Κατά την διάρκεια αυτής της στιχομυθίας, ο μαρκήσιος ψιθύρισε συνωμοτικά λίγες λέξεις στο αυτί της Φελισιτέ. Αναμφίβολα επρόκειτο για κάποια κομπλιμέντα σχετικά με την παράσταση που μόλις είχε δώσει. Η γριά γυναίκα δεν μπόρεσε να καταπνίξει ένα μικρό χαμόγελο. Και καθώς ο Σικαρντό έτεινε το χέρι στον Ρουγκόν, ετοιμαζόμενος να φύγει, η Φελισιτέ τον ρώτησε ξαναπαίρνοντας το έντρομο ύφος της:
«Είστε λοιπόν αποφασισμένος να φύγετε;
- Ποτέ ένας παλιός στρατιώτης του Ναπολέοντα δεν θα επιτρέψει στον εαυτό του να φοβηθεί εξαιτίας του όχλου».
Είχε ήδη φτάσει στην σκάλα, όταν ο Γκρανού έτρεξε ξοπίσω του φωνάζοντας:
«Αν πάτε στο δημαρχείο ειδοποιείστε τον δήμαρχο για τα όσα συμβαίνουν. Εγώ θα τρέξω στο σπίτι μου, στην γυναίκα μου, για να την προστατέψω».
Η Φελισιτέ στράφηκε προς τον μαρκήσιο και του ψιθύρισε με συγκρατημένη ευθυμία:
«Μα την πίστη μου! Καλύτερα να συλληφθεί αυτός ο γεροδιάβολος, το προτιμώ, μιας και δείχνει τέτοιον υπερβάλλοντα ζήλο».
Ωστόσο ο Ρουγκόν έφερε τον Γκρανού πίσω στο σαλόνι. Ο Ρουντιέ που όλη αυτήν την ώρα ήταν καθισμένος στην γωνίτσα του και παρακολουθούσε σιωπηλός την σκηνή, νεύοντας καταφατικά υπέρ της λήψης των μέτρων ασφαλείας, σηκώθηκε και πήγε κοντά τους. Όταν ήρθαν κοντά τους κι ο Βουιγιέ με τον μαρκήσιο, ο Ρουγκόν άρχισε να λέει:
«Τώρα, που μείναμε μόνοι, ανάμεσα σε φιλήσυχους ανθρώπους, προτείνω να κρυφτούμε, για να αποφύγουμε την ειδάλλως βέβαιη σύλληψή μας, ώστε να είμαστε ελεύθεροι, όταν οι δικοί μας ανακαταλάβουν την εξουσία.
Ο Γκρανού παραλίγο να τον αγκαλιάσει˙ο Ρουντιέ και ο Βουιγιέ ανέπνευσαν ανακουφισμένοι.
«Σύντομα θα σας χρειαστώ κύριοι, συνέχισε ο λαδέμπορος με σημασία. Σε εμάς επιφυλάχθηκε η τιμή της διατήρησης της τάξης στο Πλασσάν.
- Μπορείτε να υπολογίζετε σε εμάς, αναφώνησε ο Βουιγιέ με έναν ενθουσιασμό που ενόχλησε την Φελισιτέ.
Ο χρόνος πίεζε. Αυτοί οι απίθανοι υπερασπιστές του Πλασσάν που προτίμησαν να κρυφτούν προκειμένου να προστατέψουν την πόλη τους, έσπευσαν να βρουν καταφύγιο στο βάθος κάποιας τρύπας. Ο Πιερ μόλις έμεινε μόνος με την σύζυγό του, την συμβούλεψε να μην κάνει το λάθος και κλειδαμπαρωθεί μέσα στο σπίτι, αλλά τουναντίον, αν έρθει κάποιος για να την ανακρίνει, να απαντήσει πως ο άνδρας της λείπει σε ταξίδι. Και καθώς αυτή έκανε την αφελή, που τάχα φοβάται, και τον ρωτούσε για το τι έμελλε να συμβεί, ο Πιέρ της απάντησε κάπως απότομα:
«Αυτά να μην σε απασχολούν. Άσε εμένα να χειριστώ τις υποθέσεις μας. Από εδώ και μπρος όλα βαίνουν από το καλό στο καλύτερο.
Λίγα λεπτά αργότερα γλιστρούσε βιαστικά κατά μήκος της οδού ντε λα Μπαν. Φτάνοντας στην λεωφόρο Σωβέρ είδε να περνάει μια ομάδα οπλισμένων εργατών που τραγουδούσαν την Μαρσεγιέζα.
«Διάβολε! Σκέφτηκε. Πάνω στην ώρα, έπεσαν κι αυτοί. Όρσε πόλη να σου πετύχει. Η επανάσταση τους έλειπε».
Τάχυνε το βήμα του τραβώντας κατά την Πύλη της Ρώμης. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε, μέχρι να δεήσει ο φρουρός να του ανοίξει την πόρτα. Δεν είχε προλάβει παρά να κάνει ελάχιστα βήματα πάνω στην δημοσιά, όταν είδε, μέσα στο σεληνόφως, στην άλλη πλευρά του προαστίου, το σύνταγμα των επαναστατών, με τις κάννες των τουφεκιών τους να αστράφτουν σαν μικρές λευκές φλογίτσες. Τρέχοντας έφτασε ως το αδιέξοδο του Σαιν Μιτρ κι από εκεί πήγε στο σπίτι της μητέρας του, το οποίο δεν είχε επισκεφθεί εδώ και πολλά χρόνια.
*** Βλέπε και παρακάτω: Εκκλησιαστική Αντίδραση (La réaction cléricale de 1849). Αναφέρεται στην πτώση της Ιταλικής Δημοκρατίας της 9ης Φεβρουαρίου 1849, μετά από γαλλική παρέμβαση. Συγκεκριμένα ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Λουδοβίκος Ναπολέων (που σύντομα θα αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτωρ Ναπολέων ο 3ος) κάτω από την ισχυρότατη πίεση και την αντίδραση των Γάλλων φιλοπαπικών (ultramontanes), οι οποίοι στήριξαν την εκλογή του, αποστέλλει στην Ιταλία τον στρατηγό Ουντινό ( Charles Oudinot), όπου το 1849 καταλαμβάνει έπειτα από πολιορκία την Ρώμη, καταλύει την Δημοκρατία και αποκαθιστά τον πάπα Πίο Θ΄ στην εξουσία.
με την επιφύλαξη και διατήρηση παντός δικαιώματος © 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου