Émile Zola - Η περιουσία των Ρουγκόν Κεφάλαιο 6
Ο Ρουγκόν γύρω στις πέντε τα ξημερώματα, βρήκε επιτέλους το κουράγιο να εγκαταλείψει το σπίτι της μητέρας του. Η γριά γυναίκα είχε αποκοιμηθεί επάνω σε μια καρέκλα. Γλίστρησε με χίλιες προφυλάξεις ως το τέρμα του αδιεξόδου του Σαιν Μιτρ. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος, δεν φαινόταν ούτε μια ελάχιστη σκιά. Συνέχισε να προχωράει ως την Πύλη της Ρώμης. Η μεγάλη δίφυλλη πόρτα ήταν ορθάνοιχτη κι από το άνοιγμά της εισέβαλε το σκοτάδι μέσα στο οποίο ήταν βυθισμένη η πόλη που κοιμόταν. Το Πλασσάν συνέχιζε τον ήσυχο ύπνο του, χωρίς να υποψιάζεται τη μεγάλη απερισκεψία που διέπραττε, καθώς κοιμόταν ενώ οι πύλες είχαν απομένει ανοιχτές. Η πόλη έμοιαζε τελείως νεκρή. Ο Ρουγκόν παίρνοντας κουράγιο συνέχισε προχωρώντας κατά την οδό της Νίκαιας. Έλεγξε από μακριά όλες τις γωνιές των δρόμων˙ έτρεμε μπροστά από κάθε πόρτα που περνούσε, νομίζοντας συνεχώς πως από κάπου θα πεταχτεί ένας αντάρτης για να τον πιάσει. Ωστόσο έφτασε ως τη λεωφόρο Σωβέρ χωρίς κανένα απρόοπτο. Στα σίγουρα, οι αντάρτες είχαν εξαφανιστεί μέσα στο σκοτάδι, σαν ένα κακό όνειρο.
Έπειτα ο Πιέρ σταμάτησε για μια στιγμή επάνω στον ερημικό πεζόδρομο. Αναστέναξε δυνατά, θριαμβευτικά, γεμάτος ανακούφιση. Αυτά τα καθάρματα οι δημοκρατικοί του είχαν λοιπόν παραδώσει το Πλασσάν. Τώρα η πόλη ανήκε σε αυτόν: κοιμόταν σαν ανόητη˙ βρισκόταν εκεί, μαύρη και ειρηνική, βουβή και ευκολόπιστη, και το μόνο που χρειαζόταν, προκειμένου να την κάνει δική του, ήταν να απλώσει το χέρι. Αυτή η μικρή στάση, αυτή η γεμάτη ανωτερότητα ματιά που έριχνε πάνω σε ολόκληρη την κοιμισμένη επαρχία, του προκάλεσε μια ανείπωτη ευχαρίστηση. Παρέμεινε εκεί, με τα χέρια σταυρωμένα, εντυπωσιασμένος, ολομόναχος μέσα στη νύχτα, ποζάροντας σα μεγάλος στρατηλάτης την παραμονή της μεγάλης του νίκης. Από μακριά, ακουγόταν μόνο το κελάρυσμα από τα σιντριβάνια της λεωφόρου, καθώς οι υδάτινοι πίδακες έπεφταν μέσα στις γούρνες με έναν μελωδικό ήχο.
Ύστερα από λίγο όμως οι παλιοί του φόβοι επέστρεψαν. Κι αν, για κακή του τύχη η Αυτοκρατορία είχε εδραιωθεί χωρίς εκείνον! Κι αν ο Σικαρντό, ο Γκαρσονιέ, ο Περό, αντί να πέσουν, ως όμηροι, στα χέρια των ανταρτών, είχαν τελικά κατορθώσει να κλείσουν τους αντάρτες στην φυλακή! Τον έλουσε κρύος ιδρώτας και άρχισε πάλι να περπατάει, ελπίζοντας πως η Φελισιτέ θα τον κατατόπιζε πλήρως για τα τεκταινόμενα. Τάχυνε το βήμα του, γλιστρώντας ανάμεσα στα σπίτια της οδού ντε λα Μπαν, όταν ένα παράξενο θέαμα, που έπιασε με την άκρη του ματιού του καθώς σήκωνε το κεφάλι του, τον καθήλωσε επάνω στο πεζοδρόμιο. Ένα από τα παράθυρα του κίτρινου σαλονιού ήταν έντονα φωτισμένο και μέσα στη λάμψη διέκρινε τη μαύρη σιλουέτα της γυναίκας του, που έσκυβε, κουνώντας τα χέρια της με έναν απεγνωσμένο τρόπο. Αναρωτιόταν για την σημασία όλων αυτών, χωρίς να καταλαβαίνει το παραμικρό και είχε αρχίσει να φοβάται, όταν ένα σκληρό αντικείμενο αναπήδησε επάνω στο πεζοδρόμιο, μπροστά στα πόδια του. Η Φελισιτέ του είχε πετάξει το κλειδί της αποθήκης, όπου βρισκόταν κρυμμένο ένα απόθεμα από τουφέκια. Αυτό το κλειδί σήμαινε ξεκάθαρα πως χρειαζόταν να πάρει αυτά τα όπλα. Γύρισε πίσω, συνεχίζοντας να μην καταλαβαίνει το γιατί η γυναίκα του τον εμπόδισε να ανέβει στο σπίτι τους, βάζοντας με το νου του τα χειρότερα.
Πήγε κατευθείαν στον Ρουντιέ, τον οποίο βρήκε ξύπνιο, έτοιμο να φύγει, αλλά σε πλήρη άγνοια σχετικά με τα γεγονότα της χθεσινής νύχτας. Ο Ρουντιέ ζούσε στο τέρμα της νέας πόλης, στο βάθος μιας ερημιάς όπου δεν είχε φτάσει ούτε ο απόηχος από το πέρασμα των ανταρτών. Ο Πιέρ του πρότεινε να πάνε και να αναζητήσουν τον Γκρανού, του οποίου το σπίτι βρισκόταν σε μια γωνία, στην πλατεία Ρεκολέ και στα σίγουρα το σύνταγμα των ανταρτών θα είχε περάσει κάτω από τα παράθυρα τους σπιτιού του. Η υπηρέτρια του δημοτικού συμβούλου διαπραγματεύτηκε για κάμποσο μαζί τους, πριν δεχτεί να τους παρουσιάσει και άκουσαν την τρεμάμενη φωνή του φτωχού ανθρωπάκου που φώναζε από το πλατύσκαλο:
«Μην ανοίξεις Κατρίν, οι δρόμοι έχουν γεμίσει από ληστές».
Βρισκόταν μέσα στο υπνοδωμάτιό του, με όλα τα φώτα σβηστά. Όταν αναγνώρισε τους δυο καλούς του φίλους, ένιωσε ανακούφιση˙ δεν ήθελε όμως να φέρει η υπηρέτρια μια λάμπα, από το φόβο μήπως το φως προσελκύσει καμιά σφαίρα. Έδειχνε να πιστεύει πως η πόλη ήταν ακόμα γεμάτη από αντάρτες. Πεσμένος σε μια πολυθρόνα, κοντά στο παράθυρο, φορώντας το παντελόνι του κι ένα μεταξωτό μαντήλι γύρω από τον λαιμό του, θρηνολογούσε:
«Αχ! Φίλοι μου, αν ξέρατε!... Προσπάθησα να ξαπλώσω˙ όμως έκαναν τόση φασαρία! Έπειτα ρίχτηκα σε αυτήν την πολυθρόνα. Τα είδα όλα, τα πάντα. Φριχτές μορφές, ένα τάγμα από καταδίκους που δραπέτευσαν. Αργότερα ξαναπέρασαν˙ μαζί τους έσερναν τον διοικητή Σικαρντό, τον αξιότιμο κύριο Γκαρσονιέ, τον διευθυντή του ταχυδρομείου, κι άλλους πολλούς, ουρλιάζοντας σαν κανίβαλοι!...»
Ο Ρουγκόν είχε ανάψει από τη χαρά του. Έβαλε τον Γκρανού να του επαναλάβει τη σκηνή όπου ο δήμαρχος και οι υπόλοιποι βρίσκονταν περιστοιχισμένοι από εκείνους τους εγκληματίες.
«Όπως σας τα λέω! Κλαψούρισε ο ανθρωπάκος˙ ήμουν κρυμμένος πίσω από τα παραθυρόφυλλά μου… είχαν μόλις συλλάβει τον κύριο Περό και τον άκουσα να λέει καθώς περνούσε κάτω από το παράθυρό μου: «Κύριοι, μη μου κάνετε κακό. Σίγουρα του έκαναν βασανιστήρια… Είναι ντροπή, ντροπή…»
Ο Ρουντιέ καθησύχασε τον Γκρανού διαβεβαιώνοντάς τον πως η πόλη ήταν ελεύθερη. Μάλιστα ξαναβρήκε την αγωνιστική του ζέση, όταν ο Πιερ τον πληροφόρησε πως ήρθε να τον βρει, για να σώσουν το Πλασσάν. Οι τρεις σωτήρες έκαναν συμβούλιο. Αποφάσισαν να ξυπνήσουν όλους τους φίλους τους και να ορίσουν μια συνάντηση στην αποθήκη, στο μυστικό οπλοστάσιο των αντιδραστικών. Ο Ρουγκόν δεν έβγαζε από το μυαλό του τις έντονες χειρονομίες της Φελισιτέ, υποψιαζόμενος κάποιον κρυμμένο κίνδυνο. Ο Γκρανού, που αναμφίβολα ήταν ο πιο ηλίθιος από τους τρεις, ήταν ο πρώτος που σκέφτηκε πως πρέπει να είχαν απομείνει κάποιο δημοκρατικοί μέσα στην πόλη. Αυτή η παρατήρηση ήταν σαν ξαφνική επιφοίτηση για τον Ρουγκόν, που με ένα αδιάψευστο προαίσθημα μονολόγησε:
«Πίσω από όλα αυτά σίγουρα κρύβεται ο Μακάρ».
Μια ώρα αργότερα, βρίσκονταν στην οπλαποθήκη, η οποία βρισκόταν σε ένα ιδιαίτερα απομονωμένο σημείο. Είχαν φτάσει ως εκεί με χίλιες προφυλάξεις, πηγαίνοντας από πόρτα σε πόρτα, χτυπώντας όσο το δυνατό πιο σιγά τα κουδούνια και τα ρόπτρα, προσπαθώντας να συγκεντρώσουν όσους περισσότερους άνδρες μπορούσαν. Ωστόσο κατάφεραν να μαζέψουν μονάχα καμιά σαρανταριά, που κατέφθασαν στη σειρά, γλιστρώντας μέσα στο σκοτάδι, μισοντυμένοι, με τον τρόμο ζωγραφισμένο επάνω στα αγουροξυπνημένα τους πρόσωπα. Η οπλαποθήκη, είχε νοικιαστεί στο όνομα ενός βαρελοποιού και ήταν γεμάτη από παλιές στεφάνες και σπασμένα βαρέλια, τα οποία σχημάτιζαν σωρούς στις γωνίες. Στη μέση βρίσκονταν τα τουφέκια, μέσα σε τρεις μεγάλες κάσες.
Ένα δαδί, σφηνωμένο μέσα σε ένα κομμάτι ξύλου, φώτιζε αυτό το παράξενο σκηνικό, με μια λάμψη που τρεμόπαιζε μέσα στο σκοτάδι. Όταν ο Ρουγκόν τράβηξε τα καπάκια από τις τρεις κάσες, η όλη εικόνα απέκτησε μία αλλόκοτη, γκροτέσκα διάσταση. Πάνω από τα τουφέκια, με τις γυαλιστερές τους κάνες, που έμοιαζαν να φωσφορίζουν σε μια μπλε απόχρωση, οι παρευρισκόμενοι τέντωσαν τους λαιμούς τους, σκύβοντας συνάμα τα κεφάλια κάτω από το βάρος ενός μυστικού φόβου, ενώ στους τοίχους η κιτρινωπή λάμψη της δάδας, διέγραφε μεγεθυμένες τις σκιές των προσώπων τους, σχηματίζοντας τεράστιες μύτες και ανασηκωμένες τρίχες μαλλιών.
Ένα δαδί, σφηνωμένο μέσα σε ένα κομμάτι ξύλου, φώτιζε αυτό το παράξενο σκηνικό, με μια λάμψη που τρεμόπαιζε μέσα στο σκοτάδι. Όταν ο Ρουγκόν τράβηξε τα καπάκια από τις τρεις κάσες, η όλη εικόνα απέκτησε μία αλλόκοτη, γκροτέσκα διάσταση. Πάνω από τα τουφέκια, με τις γυαλιστερές τους κάνες, που έμοιαζαν να φωσφορίζουν σε μια μπλε απόχρωση, οι παρευρισκόμενοι τέντωσαν τους λαιμούς τους, σκύβοντας συνάμα τα κεφάλια κάτω από το βάρος ενός μυστικού φόβου, ενώ στους τοίχους η κιτρινωπή λάμψη της δάδας, διέγραφε μεγεθυμένες τις σκιές των προσώπων τους, σχηματίζοντας τεράστιες μύτες και ανασηκωμένες τρίχες μαλλιών.
Μόλις η ομάδα τον αντιδραστικών καταμέτρησε τις δυνάμεις της, άρχισε να διστάζει διαπιστώνοντας το πολύ μικρό τους μέγεθος. Συνολικά έφταναν με το ζόρι τους τριάντα εννιά και η όλη επιχείρηση θα κατέληγε στον βέβαιο θάνατό τους˙ ένας γονιός έκανε λόγο για τα παιδιά του˙ άλλοι, χωρίς καν να βρουν μια δικαιολογία προχώρησαν κατά την πόρτα. Εκείνη την στιγμή κατέφθασαν δυο νέα μέλη˙ οι νεοφερμένοι έμεναν κοντά στην πλατεία του Δημαρχείου και γνώριζαν πως δεν είχαν απομείνει στο δημαρχείο, περισσότεροι από είκοσι δημοκρατικοί. Οπότε οι συνωμότες συνεδρίασαν εκ νέου. Σαρανταένας ενάντια σε είκοσι τους φάνηκε σαν λογική αναλογία. Ο Ρουγκόν πρώτος άρχισε να μοιράζει τα τουφέκια κι ο καθένας που έπιανε στα χέρια του την παγωμένη, από την δεκεμβριάτικη νύχτα, κάννη του όπλου του, αισθανόταν ένα ρίγος να τον διαπερνά ως τα κόκαλα.
Ο Ρουγκόν έκλεισε ξανά την κάσα γεμάτος απογοήτευση˙ είχαν απομείνει εκατόν εννιά τουφέκια, τα οποία θα ήθελε να είχε μοιράσει, με όλη του την καρδιά˙ στη συνέχεια μοίρασε τα φυσίγγια. Υπήρχαν, στο βάθος της αποθήκης, δύο μεγάλα βαρέλια, ξέχειλα ως επάνω, που αρκούσαν για να υπερασπιστούν το Πλασσάν ενάντια σε ολόκληρο στρατό. Και, καθώς αυτή η γωνιά δεν ήταν φωτισμένη, ένας από τους παρευρισκόμενους πήρε μαζί του το δαδί, ενώ ένας άλλος συνωμότης – ένας χοντρός χασάπης με γροθιές σαν γίγαντα – νευρίασε και τους είπε πως ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να πλησιάζουν τόσο κοντά με την φωτιά. Όλοι συμφώνησαν απολύτως. Τα φυσίγγια μοιράστηκαν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Γέμισαν ως επάνω τις τσέπες τους. Ύστερα, όταν ήταν πλέον έτοιμοι, αφού γέμισαν τα όπλα τους με άπειρη προσοχή, στάθηκαν εκεί για μια ακόμα στιγμή, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο με έναν αέρα καχυποψίας, ανταλλάσσοντας ματιές γεμάτες άνανδρη σκληρότητα και βλακεία.
Ο Ρουγκόν έκλεισε ξανά την κάσα γεμάτος απογοήτευση˙ είχαν απομείνει εκατόν εννιά τουφέκια, τα οποία θα ήθελε να είχε μοιράσει, με όλη του την καρδιά˙ στη συνέχεια μοίρασε τα φυσίγγια. Υπήρχαν, στο βάθος της αποθήκης, δύο μεγάλα βαρέλια, ξέχειλα ως επάνω, που αρκούσαν για να υπερασπιστούν το Πλασσάν ενάντια σε ολόκληρο στρατό. Και, καθώς αυτή η γωνιά δεν ήταν φωτισμένη, ένας από τους παρευρισκόμενους πήρε μαζί του το δαδί, ενώ ένας άλλος συνωμότης – ένας χοντρός χασάπης με γροθιές σαν γίγαντα – νευρίασε και τους είπε πως ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να πλησιάζουν τόσο κοντά με την φωτιά. Όλοι συμφώνησαν απολύτως. Τα φυσίγγια μοιράστηκαν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Γέμισαν ως επάνω τις τσέπες τους. Ύστερα, όταν ήταν πλέον έτοιμοι, αφού γέμισαν τα όπλα τους με άπειρη προσοχή, στάθηκαν εκεί για μια ακόμα στιγμή, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο με έναν αέρα καχυποψίας, ανταλλάσσοντας ματιές γεμάτες άνανδρη σκληρότητα και βλακεία.
Βγαίνοντας στους δρόμους, προχωρούσαν κατά μόνας, βιαστικά, ανάμεσα στα σπίτια, σιωπηλοί σαν τους αγρίους που ξεκινούν για τη μάχη. Ο Ρουγκόν επέμενε να έχει την τιμή να οδηγεί αυτός την ομάδα, ως επικεφαλής˙ είχε έρθει η ώρα να διακινδυνέψει το κεφάλι του, αν ήθελε να δει τα σχέδιά του να επιτυγχάνουν˙ σταγόνες ιδρώτα του αυλάκωναν το μέτωπο, παρόλο το κρύο. Διατηρούσε ωστόσο το πολεμικό του βάδισμα. Ακριβώς πίσω του, ακολουθούσαν ο Ρουντιέ και ο Γκρανού. Δυο φορές η ομάδα αναγκάστηκε διακόψει απότομα την πορεία της˙ τους φάνηκε πως άκουσαν ήχους μάχης από κάπου μακριά˙ αλλά ήταν απλώς εκείνα τα μεταλλικά πιατάκια που οι μπαρμπέρηδες έχουν για το ξύρισμα, τα οποία κρεμασμένα από αλυσίδες χρησιμεύουν και ως πινακίδες για τα κουρεία του Νότου. Αυτά τα πιατάκια κινούνταν πέρα δώθε στο παραμικρό φύσημα του ανέμου. Μετά από κάθε στάση, οι σωτήρες του Πλασσάν, συνέχιζαν την προσεχτική τους πορεία μέσα στο σκοτάδι, βηματίζοντας σαν αλαφιασμένοι ήρωες. Έτσι έφτασαν ως την πλατεία του Δημαρχείου. Εκεί μαζεύτηκαν γύρω από τον Ρουγκόν για ένα ακόμα συμβούλιο. Απέναντί τους, στη μαύρη πρόσοψη του δημαρχείου, μονάχα ένα παράθυρο ήταν φωτισμένο. Η ώρα ήταν σχεδόν επτά και πλησίαζε το ξημέρωμα.
Μετά από δέκα ολόκληρα λεπτά διαβουλεύσεων, αποφάσισαν να προχωρήσουν ως την πόρτα, για να διαπιστώσουν τι σήμαινε όλο αυτό το ανησυχητικό σκοτάδι και η σιωπή. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Ένας από τους συνωμότες έχωσε μέσα το κεφάλι του, αλλά το τράβηξε πίσω αμέσως, λέγοντας πως πίσω από το πρόστεγο βρισκόταν ένας άνδρας, που κοιμόταν με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και ένα τουφέκι ανάμεσα στα πόδια του. Ο Ρουγκόν, βλέποντας πως μπορούσε να κάνει την αρχή με ένα κατόρθωμα, μπήκε πρώτος, άρπαξε τον άνδρα και τον κράτησε ακίνητο, όσην ώρα ο Ρουντιέ τον φίμωνε. Αυτή η πρώτη επιτυχία, που ολοκληρώθηκε μέσα σε απόλυτη σιωπή, ενθάρρυνε εξαιρετικά την μικρή ομάδα, που είχαν φανταστεί πως θα έπεφταν πυροβολισμοί με πιθανές απώλειες. Και ο Ρουγκόν, χτυπιόταν στα βουβά για να αποτρέψει τους στρατιώτες του από ένα θορυβώδες ξέσπασμα.
Συνέχισαν να προχωρούν περπατώντας στις μύτες των ποδιών τους. Τότε, εντόπισαν στα αριστερά τους, μέσα στο αστυνομικό φυλάκιο που βρισκόταν εκεί, γύρω στους δεκαπέντε άνδρες, ξαπλωμένους επάνω σε στρώματα εκστρατείας, να ροχαλίζουν, φωτισμένοι από την αχνή φλόγα μιας λάμπας, κρεμασμένης επάνω στο τοίχο. Ο Ρουγκόν με τον αέρα μεγάλου στρατηγού, άφησε μπροστά στο φυλάκιο τους μισούς του άνδρες, διατάσσοντάς τους να μην ξυπνήσουν τους κοιμισμένους, αλλά να τους φυλάνε και αν κουνηθούν, να τους αιχμαλωτίσουν. Αυτό που κυρίως τον απασχολούσε ήταν το φωτισμένο παράθυρο που είχαν δει από την πλατεία˙ συνέχιζε να μυρίζεται την παρέμβαση του Μακάρ στην όλη υπόθεση και, καθώς καταλάβαινε πως έπρεπε πρώτα να συλλάβει όσους βρίσκονταν επάνω, δεν τον πείραζε να χρησιμοποιήσει την τακτική του αιφνιδιασμού, προτού ο θόρυβος της μάχης τους κάνει να ταμπουρωθούν. Ανέβηκε επάνω αθόρυβα, μαζί με τους υπόλοιπους είκοσι ήρωες. Ο Ρουντιέ είχε αναλάβει την αρχηγία του αποσπάσματος που έμεινε στον περίβολο.
Πράγματι, ο Μακάρ είχε αράξει στο δωμάτιο του δημάρχου, καθισμένος στην πολυθρόνα του, με τους αγκώνες ακουμπισμένους επάνω στο γραφείο. Μετά από την αναχώρηση των επαναστατών, με την χαρακτηριστική αυτοπεποίθηση που διακρίνει τους χυδαίους ανθρώπους, τους απορροφημένους από τις εμμονές τους και την προσωπική τους επιτυχία, ο Μακάρ είχε πείσει τον εαυτό του πως ήταν πλέον ο άρχοντας του Πλασσάν και πως θα το εξουσίαζε σαν νικηφόρος κατακτητής. Κατά τη γνώμη του, εκείνο το σύνταγμα των τριών χιλιάδων ανδρών που είχαν μόλις διασχίσει την πόλη, ήταν ένας αήττητος στρατός, του οποίου η εγγύτητα θα αρκούσε, για να παραμείνουν οι αστοί, ταπεινοί και υπάκουοι κάτω από την εξουσία του. Οι αντάρτες είχαν κλειδώσει τους χωροφύλακες μέσα στους στρατώνες τους, η εθνοφρουρά είχε ήδη διαμελιστεί, οι ευγενείς έτρεμαν από τον φόβο τους, οι αστοί της νέας πόλης στα σίγουρα δεν είχαν πιάσει ποτέ στη ζωή τους τουφέκι. Επιπλέον δεν υπήρχαν όπλα, όπως δεν υπήρχαν και στρατιώτες. Έτσι ο Μακάρ δεν μπήκε καν στον κόπο να κλείσει τις πόρτες. Οι άνδρες του, εντελώς αποθρασυμένοι, έπεσαν για ύπνο, την ώρα που αυτός περίμενε ήρεμα τον ερχομό της αυγής, πιστεύοντας πως όλοι οι δημοκρατικοί της χώρας θα έσπευδαν να συνταχθούν στο πλευρό του.
Σκεφτόταν ήδη τη λήψη μεγάλων επαναστατικών μέτρων: την σύσταση μιας Κομμούνας στην οποία θα ήταν ο επικεφαλής, τη φυλάκιση των κακών πατριωτών και δη των ατόμων που είχαν πέσει στη δυσμένειά του. Σκεφτόταν τους Ρουγκόν ηττημένους, με αδειανό το κίτρινο σαλόνι τους, όλη την κλίκα τους να τον ικετεύει για έλεος, και πλημμύριζε από μια γλυκιά χαρά. Για να περάσει την ώρα του, αποφάσισε να ετοιμάσει μια διακήρυξη προς τους κατοίκους του Πλασσάν. Τέσσερα άτομα από την ομάδα του ανέλαβαν να γράψουν το κείμενο. Όταν τελείωσαν, ο Μακάρ, παίρνοντας μια σεβάσμια πόζα, πάνω στην πολυθρόνα του δημάρχου, το διάβασε προτού να το στείλει στο τυπογραφείο του Ανεξάρτητου, στου οποίου τον πατριωτισμό βασιζόταν. Ένας από τους συγγραφείς του κειμένου είχε αρχίσει να διαβάζει με στόμφο:
«Κάτοικοι του Πλασσάν, σήμανε η ώρα της ανεξαρτησίας, το βασίλειο της δικαιοσύνης είναι εδώ…».
Εκείνη την στιγμή ένας θόρυβος ακούστηκε από την πόρτα του γραφείου, η οποία άρχισε να ανοίγει αργά.
«Εσύ είσαι Κασούτ;» Ρώτησε ο Μακάρ διακόπτοντας την ανάγνωση.
Κανένας δεν απάντησε˙ η πόρτα συνέχισε να ανοίγει.
«Πέρνα επιτέλους! Συνέχισε με ανυπομονησία. Μήπως εκείνος ο λήσταρχος ο αδερφός μου επέστρεψε στο σπίτι του;»
Τότε, απότομα, τα δυο φύλλα της πόρτας, σπρωγμένα με δύναμη, άνοιξαν χτυπώντας με βία επάνω στους τοίχους και ένα πλήθος οπλισμένων ανδρών, στην μέση των οποίων προχωρούσε ο Ρουγκόν, με πρόσωπο κατακόκκινο και μάτια γουρλωμένα, εισέβαλε στο δωμάτιο κραδαίνοντας τα όπλα τους σαν να ήταν ρόπαλα.
«Α! Οι κανάγιες, είναι οπλισμένοι» ούρλιαξε ο Μακάρ.
Προσπάθησε να αρπάξει δυο πιστόλια που βρίσκονταν επάνω στο γραφείο του˙ αλλά ήδη πέντε άνδρες τον είχαν πιάσει από τον λαιμό, ακινητοποιώντας τον. Οι τέσσερις συγγραφείς της διακήρυξης προσπάθησαν να αντισταθούν για μια στιγμή. Έπεφταν σπρωξιές, κλωτσιές κι ακουγόταν ο γδούπος από ανθρώπινα σώματα που πέφτουν. Οι μαχητές δεν ήξεραν τι να κάνουν με τα τουφέκια τους, από την μια δεν τους χρησίμευαν σε τίποτα, από την άλλη δεν ήθελαν να τα παρατήσουν. Μέσα στη μάχη, το όπλο του Ρουγκόν, το οποίο ένας αντάρτης προσπάθησε να του το πάρει, εκπυρσοκρότησε βγάζοντας ένα φριχτό ήχο και γέμισε όλο το δωμάτιο με καπνό˙ η σφαίρα έσπασε έναν υπέροχο καθρέφτη, που κάλυπτε όλη την επιφάνεια από το τζάκι ως το ταβάνι και που φημιζόταν ως ένας από τους πιο όμορφους καθρέφτες της πόλης. Αυτός ο πυροβολισμός, που έπεσε χωρίς κανένας να γνωρίζει την αιτία, ξεκούφανε τους πάντες κι έδωσε ένα τέλος στη μάχη.
Έπειτα, την ώρα που αυτοί οι κύριοι ξεφυσούσαν λαχανιασμένοι, ακούστηκαν τρεις ακόμα πυροβολισμοί, από τον περίβολο.
Ο Γκρανού έτρεξε προς ένα από τα παράθυρα του δωματίου. Τα πρόσωπά τους τραβήχτηκαν και έσκυψαν γεμάτοι αγωνία, περιμένοντας με βαριά καρδιά, αφού κανένας δεν είχε όρεξη να ξεκινήσει μια μάχη με τους άνδρες του φυλακίου, τους οποίους, μέσα στην όλη έξαψη του θριάμβου, είχαν ξεχάσει εντελώς. Αλλά η φωνή του Ρουντιέ τους διαβεβαίωσε πως όλα ήταν καλά. Ο Γκρανού ξαναέκλεισε το παράθυρο, με πρόσωπό που έλαμπε. Η αλήθεια ήταν πως ο πυροβολισμός του Ρουγκόν είχε ξυπνήσει τους κοιμισμένους˙ οι αντάρτες παραδόθηκαν αμέσως καταλαβαίνοντας πως κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. Ωστόσο τρεις από τους άνδρες του Ρουντιέ, μέσα στην τυφλή τους βιασύνη να ξεμπερδεύουν, είχαν ρίξει με τα όπλα τους στον αέρα, σαν να απαντούσαν στον πυροβολισμό του πάνω ορόφου, χωρίς κι οι ίδιοι να ξέρουν το γιατί. Συχνά τα όπλα εκπυρσοκροτούν, όταν βρίσκονται στα χέρια δειλών ανθρώπων.
Ο Γκρανού έτρεξε προς ένα από τα παράθυρα του δωματίου. Τα πρόσωπά τους τραβήχτηκαν και έσκυψαν γεμάτοι αγωνία, περιμένοντας με βαριά καρδιά, αφού κανένας δεν είχε όρεξη να ξεκινήσει μια μάχη με τους άνδρες του φυλακίου, τους οποίους, μέσα στην όλη έξαψη του θριάμβου, είχαν ξεχάσει εντελώς. Αλλά η φωνή του Ρουντιέ τους διαβεβαίωσε πως όλα ήταν καλά. Ο Γκρανού ξαναέκλεισε το παράθυρο, με πρόσωπό που έλαμπε. Η αλήθεια ήταν πως ο πυροβολισμός του Ρουγκόν είχε ξυπνήσει τους κοιμισμένους˙ οι αντάρτες παραδόθηκαν αμέσως καταλαβαίνοντας πως κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. Ωστόσο τρεις από τους άνδρες του Ρουντιέ, μέσα στην τυφλή τους βιασύνη να ξεμπερδεύουν, είχαν ρίξει με τα όπλα τους στον αέρα, σαν να απαντούσαν στον πυροβολισμό του πάνω ορόφου, χωρίς κι οι ίδιοι να ξέρουν το γιατί. Συχνά τα όπλα εκπυρσοκροτούν, όταν βρίσκονται στα χέρια δειλών ανθρώπων.
Εν τω μεταξύ ο Ρουγκόν διέταξε να δέσουν γερά τα χέρια του Μακάρ, χρησιμοποιώντας τα κορδόνια από τις μεγάλες πράσινες κουρτίνες του δωματίου. Εκείνος γελούσε, δακρύζοντας από οργή.
«Εντάξει λοιπόν, συνεχίστε… μουρμούρισε. Απόψε ή αύριο, όταν θα επιστρέψουν οι άλλοι, θα κανονίσουμε τους λογαριασμούς μας!»
Αυτή η αναφορά στον επαναστατικό στρατό προκάλεσε ένα ρίγος που διαπέρασε τις ραχοκοκαλιές των νικητών. Ο Ρουγκόν μάλιστα παραλίγο να πνιγεί. Ο αδερφός του, έξαλλος που πιάστηκε στον ύπνο από αυτούς τους κατατρομαγμένους μικροαστούς και που σαν πρώην στρατιώτης αποστρεφόταν τους ανίκανους πολίτες, του έριξε μια δηλητηριώδη ματιά γεμάτη από μίσος.
«Α! Ξέρω κάτι ωραίες ιστορίες για εσένα, κάτι ωραίες ιστορίες! Του είπε χωρίς να τον αφήνει από τα μάτια του. Για στείλε με στο κακουργιοδικείο, για να πω στον δικαστή μερικές πολύ αστείες ιστορίες».
Ο Ρουγκόν χλόμιασε. Φοβόταν τρομερά το ενδεχόμενο να αρχίσει ο Μακάρ τις κακογλωσσιές του και να καταστρέψει την καλή γνώμη των κυρίων, οι οποίοι μόλις τον είχαν βοηθήσει να σώσει το Πλασσάν. Επιπλέον, αυτοί οι κύριοι, φοβισμένοι από την δραματική αναμέτρηση των δύο αδερφών, είχαν αποσυρθεί σε μια γωνιά του δωματίου, βλέποντας πως επρόκειτο να διεξαχθεί ένα φορτισμένο ξεκαθάρισμα. Ο Ρουγκόν πήρε μια ηρωική απόφαση. Προχώρησε προς την συγκεντρωμένη ομάδα και είπε με ένα απόλυτα αξιοπρεπές ύφος:
«Θα κρατήσουμε αυτόν τον άνδρα εδώ. Όταν συνειδητοποιήσει την κατάστασή του, θα είναι σε θέση να μας δώσει πολύτιμες πληροφορίες».
Και συμπλήρωσε με ακόμα πιο σταθερή φωνή:
«Κύριοι, θα κάνω το καθήκον μου. Υποσχέθηκα να σώσω αυτήν την πόλη από την αναρχία και θα το κάνω, ακόμα κι αν χρειαστεί γίνω ο δήμιος του ίδιου μου του αδελφού».
Θα μπορούσε κάποιος να τον περάσει για αρχαίο Ρωμαίο που θυσιάζει την οικογένειά του στο βωμό της πατρίδας. Ο Γκρανού, βαθιά συγκινημένος, του έσφιξε δακρυσμένος το χέρι, με έναν τρόπο που σήμαινε:
«Σε καταλαβαίνω, είσαι μεγαλειώδης!».
Στη συνέχεια είχε την καλοσύνη να απομακρύνει τους υπόλοιπους με την δικαιολογία ότι έπρεπε να μεταφέρουν τους τέσσερις φυλακισμένους κάτω, στο προαύλιο.
«Σε καταλαβαίνω, είσαι μεγαλειώδης!».
Στη συνέχεια είχε την καλοσύνη να απομακρύνει τους υπόλοιπους με την δικαιολογία ότι έπρεπε να μεταφέρουν τους τέσσερις φυλακισμένους κάτω, στο προαύλιο.
Όταν ο Πιέρ έμεινε μόνος με τον αδερφό του, αισθάνθηκε να έχει ξανά το πάνω χέρι. Έτσι άρχισε να του λέει:
«Δεν με περίμενες, έτσι δεν είναι; Τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω τα πάντα: μου είχες στήσει ενέδρα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Αχ, Δύστυχε! Κοίτα τώρα που σε οδήγησαν οι κακίες και οι ασωτίες σου!»
Ο Μακάρ ανασήκωσε τους ώμους του.
«Βγάλε τον σκασμό, του απάντησε, τράβα στο διάβολο. Είσαι ένα βρωμερό κάθαρμα. Όμως γελάει καλύτερα, όποιος γελάει τελευταίος».
Ο Ρουγκόν, που δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι θα έκανε με δαύτον, τον έσπρωξε μέσα σε μια καμαρούλα, την οποία ο κύριος Γκαρσονιέ χρησιμοποιούσε μερικές φορές, όταν ήθελε να αναπαυθεί. Αυτή η μικρή κάμαρα, φωτιζόταν από ψηλά και δεν είχε άλλη έξοδο διαφυγής, πέρα από την πόρτα της εισόδου. Ήταν επιπλωμένη με μερικές πολυθρόνες, έναν καναπέ και έναν μαρμάρινο νιπτήρα. Ο Πιέρ έκλεισε την πόρτα και διπλοκλείδωσε, αφού πρώτα χαλάρωσε κάπως τα δεσμά του αδερφού του. Άκουσε τον Μακάρ που σωριάστηκε επάνω στον καναπέ και άρχισε να τραγουδάει το «Όλα θα παν καλά» με καθαρή φωνή, σα να προσπαθούσε να νανουρίσει τον εαυτό του.
Όταν επιτέλους ο Ρουγκόν, απόμεινε μόνος, κάθισε με την σειρά του στην πολυθρόνα του δημάρχου. Αναστέναξε και σκούπισε το μέτωπό του. Η απόκτηση περιουσίας και δόξας ήταν τελικά πολύ κουραστικό πράγμα! Επιτέλους πλησίαζε στην επίτευξη των στόχων του. Βυθίστηκε στην απαλή πολυθρόνα, χάιδεψε μηχανικά το μαονένιο γραφείο, νιώθοντάς το ιδιαίτερα μεταξένιο και απαλό, σαν το δέρμα μιας ωραία γυναίκας. Έπειτα τεντώθηκε ακόμα πιο πολύ και πήρε εκείνη την μεγαλειώδη πόζα που είχε προηγουμένως κι ο Μακάρ, όταν άκουγε την διακήρυξη. Ολόγυρά του, η σιωπή του δωματίου, έμοιαζε να αποκτά μια θρησκευτική σοβαρότητα που γέμιζε την καρδιά του με ουράνια μακαριότητα. Ακόμα και η σκόνη και τα παλιά έγγραφα που στοιβάζονταν στις γωνίες έμοιαζαν να αναδίνουν μια οσμή λιβανιού που έφτανε ως τα διεσταλμένα ρουθούνια του. Αυτό το δωμάτιο, με τις ξεθωριασμένες κουρτίνες, που μύριζε από την πολυκοσμία, με όλες εκείνες τις τετριμμένες υποθέσεις ενός δήμου τρίτης κατηγορίας, έγινε ένας ναός, μέσα στον οποίο ο ίδιος ήταν ο θεός. Εισερχόταν σε κάτι το ιερό. Αυτός, που κατά βάθος δεν συμπαθούσε τους ιερείς, θυμήθηκε το ευχάριστο συναίσθημα από την πρώτη του μετάληψη, όταν πίστευε ακόμα πως γευόταν το σώμα του Χριστού.
Αλλά μέσα στην ονειροπόλησή του, τιναζόταν κάθε τρεις και λίγο, από τις αγριοφωνάρες του Μακάρ. Οι λέξεις αριστοκράτης και φανάρι, οι απειλές του απαγχονισμού, ξεσπούσαν στα αυτιά του σαν ορμητικά κύματα και διέκοπταν με δυσάρεστο τρόπο τα θριαμβικά του όνειρα. Συνέχεια αυτός ο άνθρωπος! Και το όνειρό του, μέσα στο οποίο έβλεπε το Πλασσάν να τον προσκυνά, τελείωσε με το αναπάντεχο όραμα του κακουργιοδικείου, των δικαστών, των ενόρκων και του ακροατηρίου, που άκουγαν τις εξευτελιστικές αποκαλύψεις του Μακάρ, την ιστορία των πενήντα χιλιάδων φράγκων και άλλες˙ ή καθώς απολάμβανε την άνετη πολυθρόνα του κυρίου Γκαρσονιέ, έβλεπε τον εαυτό του κρεμασμένο από ένα φανάρι στην οδό ντε λα Μπαν. Ποιος θα μπορούσε να τον απαλλάξει από αυτό το παλιοκάθαρμα; Στο τέλος ο Αντουάν αποκοιμήθηκε. Ο Πιερ μπόρεσε να απολαύσει δέκα λεπτά απόλυτης έκστασης.
Ο Ρουντιέ και ο Γκρανού τον επανέφεραν στην πραγματικότητα. Επέστρεφαν από την φυλακή, όπου είχαν μεταφέρει τους επαναστάτες. Η μέρα μεγάλωνε, η πόλη ετοιμαζόταν να ξυπνήσει και έπρεπε να παρθούν κάποιες σημαντικές αποφάσεις. Ο Ρουντιέ δήλωσε πως πρωτίστως ήταν σοφό να απευθύνουν μια διακήρυξη προς τους κατοίκους. Εκείνη την ώρα ο Πιέρ διάβαζε το κείμενο που οι επαναστάτες είχαν αφήσει επάνω στο τραπέζι.
«Ορίστε, φώναξε, αυτό μας κάνει μια χαρά! Πρέπει μονάχα να αλλάξουμε ορισμένες λέξεις».
Και πράγματι, μετά από ένα τέταρτο της ώρας το κείμενο ήταν έτοιμο και ο Γκρανού διάβαζε με μια φωνή πνιγμένη από το συναίσθημα:
«Κάτοικοι του Πλασσάν, σήμανε η ώρα της αντίστασης, το βασίλειο της τάξης αποκαταστάθηκε...»
Αποφασίστηκε να τυπωθεί η διακήρυξη στο τυπογραφείο της Γκαζέττας και να τοιχοκολληθεί σε όλες τις γωνιές των δρόμων.
«Τώρα ακούστε, είπε ο Ρουγκόν, τώρα θα πάμε όλοι στο σπίτι μου˙ στο μεταξύ ο κύριος Γκρανού θα συγκεντρώσει εδώ τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου που δεν συνελήφθησαν και θα τους ενημερώσει για τα φοβερά γεγονότα της περασμένης νύχτας».
Έπειτα προσέθεσε με στόμφο:
«Είμαι έτοιμος να αναλάβω την ευθύνη των πράξεών μου. Αν, ό,τι έκανα έως τώρα αποτελεί ικανοποιητική απόδειξη της αγάπης μου για την τάξη, δέχομαι να μπω ως επικεφαλής μιας δημοτικής επιτροπής, μέχρι να αποκατασταθούν στις θέσεις τους οι κανονικοί εκπρόσωποι της εξουσίας. Αλλά για να μην κατηγορηθώ ως αριβίστας, δεν θα ξαναπεράσω από τις πόρτες του δημαρχείου παρά μόνο εάν μου ζητηθεί από τους συμπολίτες μου».
Ο Γκρανού και ο Ρουντιέ διαμαρτυρήθηκαν. Το Πλασσάν δεν θα επεδείκνυε αγνωμοσύνη. Σε τελική ανάλυση, πράγματι ο φίλος τους είχε σώσει την πόλη. Και τόνιζαν πως τα είχε κάνει όλα για την εξασφάλιση της τάξης. Το κίτρινο σαλόνι ήταν πάντα ανοιχτό για τους φίλους της εξουσίας, αυτό το γνωρίζει σχεδόν ολόκληρη η πόλη, η οπλαποθήκη ήταν δική του ιδέα και κυρίως αυτή η ιστορική νύχτα, αυτή η νύχτα της σωφροσύνης και του ηρωισμού, του χάρισε την αιώνια δόξα. Ο Γκρανού προσέθεσε πως ήταν σίγουρος εκ των προτέρων για τον θαυμασμό και την αναγνώριση των δημοτικών συμβούλων. Κατέληξε λέγοντας:
«Μη το κουνήσετε ρούπι από το σπίτι σας˙ θα έρθω να σας αναζητήσω εκεί, για να σας ξαναφέρω πίσω εδώ, επιφυλάσσοντας για εσάς την θριαμβευτική υποδοχή που σας αξίζει».
Ο Ρουντιέ προσέθεσε πως καταλάβαινε τη διακριτικότητα και την ταπεινότητα του φίλου τους και πως την ενέκρινε. Κανένας φυσικά δεν θα τον κατηγορούσε για υπέρμετρη φιλοδοξία, αλλά όλοι εκτιμούσαν την λεπτότητα που τον παρακινούσε να περιμένει πρώτα την έγκριση των συμπολιτών του. Αυτή ήταν μια άξια στάση, πολύ αξιοπρεπής και μεγαλειώδης.
Κάτω από αυτήν τη βροχή των επαίνων, ο Ρουγκόν χαμήλωσε ταπεινά το κεφάλι. Ψιθύρισε: «Όχι, όχι, τα παραλέτε», έτοιμος να λιποθυμήσει από την ευχαρίστηση που τον είχε συνεπάρει. Κάθε πρόταση του αποσυρμένου καλτσοπώλη και του γέρου αμυγδαλέμπορου, που στέκονταν ο ένας στα δεξιά και ο άλλος στα αριστερά του, του φαινόταν σαν απαλό χάδι στο πρόσωπό του˙ και ακουμπώντας πίσω στην πολυθρόνα του δημάρχου, εμποτισμένος από το άρωμα των διοικητικών εγγράφων που κατέκλυζε το δωμάτιο, υποκλίθηκε σκύβοντας στα δεξιά και στα αριστερά του σαν υποψήφιος πρίγκιπας που πρόκειται να γίνει αυτοκράτορας ύστερα από ένα πραξικόπημα.
Όταν κουράστηκαν να συγχαίρουν ο ένας τον άλλο, κατέβηκαν κάτω. Ο Γκρανού έφυγε, για να αναζητήσει το δημοτικό συμβούλιο. Ο Ρουντιέ είπε στον Ρουγκόν να προχωρήσει˙ θα τον συναντούσε στο σπίτι του, αφού πρώτα πήγαινε να δώσει τις απαραίτητες διαταγές για τη φρούρηση του δημαρχείου. Είχε αρχίσει πλέον να ξημερώνει για τα καλά. Ο Πιέρ προχώρησε κατά την οδό ντε λα Μπαν, χτυπώντας με στρατιωτικό τρόπο τα τακούνια των παπουτσιών του επάνω στο πεζοδρόμιο, που ήταν ακόμα έρημο. Κρατούσε το καπέλο του στα χέρια, παρά το τσουχτερό κρύο˙ η περηφάνια και το καμάρι που ένιωθε του ανέβαζε όλο το αίμα στο κεφάλι.
Στη βάση της σκάλας συνάντησε τον Κασούτ. Ο σκαφτιάς δεν το είχε κουνήσει από εκεί, μη βλέποντας κανένα να έρχεται. Καθόταν εκεί στο πρώτο σκαλί, με το χοντρό του κεφάλι ανάμεσα στα χέρια, το βλέμμα καρφωμένο μπροστά του, με το άδειο βλέμμα και το σιωπηλό πείσμα του πιστού σκυλιού.
«Εμένα περίμενες, έτσι δεν είναι; Ρώτησε ο Πιέρ καταλαβαίνοντας τα πάντα με μια ματιά. Ε! Λοιπόν, τρέξε να πεις στον κύριο Μακάρ πως επέστρεψα. Τράβα να τον γυρέψεις στο δημαρχείο».
Ο Κασούτ σηκώθηκε και έφυγε τρέχοντας, αφού πρώτα υποκλίθηκε αδέξια. Έτρεχε για να πάει και να τον συλλάβουν σαν το πρόβατο, προς μεγάλη ευχαρίστηση του Πιέρ, που γελούσε ανεβαίνοντας τις σκάλες, απορώντας με τον ίδιο του τον εαυτό, σκεπτόμενος γενικά και αόριστα:
«Σίγουρα δε μου λείπει το κουράγιο, αλλά διαθέτω άραγε το πνεύμα;»
Η Φελισιτέ δεν είχε κλείσει μάτι όλο το βράδυ. Την βρήκε ντυμένη με τα Κυριακάτικά της, το σκουφάκι της με τις κίτρινες – λεμονί κορδέλες, σαν οικοδέσποινα που περιμένει καλεσμένους. Περίμενε μάταια πλάι στο παράθυρο˙ δεν είχε ακούσει τίποτα και πέθαινε από περιέργεια.
«Λοιπόν;» Ρώτησε καθώς έτρεχε να υποδεχτεί τον άνδρα της.
Εκείνος, ξεφυσώντας λαχανιασμένος, πέρασε στο κίτρινο σαλόνι κι αυτή τον ακολούθησε στο κατόπι του, κλείνοντας προσεκτικά τις πόρτες πίσω της. Ο Ρουγκόν αφέθηκε να πέσει σε μια πολυθρόνα και είπε με παράξενη φωνή:
«Όλα καλά. Έχουμε την θέση του εφοριακού στο τσεπάκι».
Εκείνη έπεσε στο λαιμό και τον γέμισε φιλιά.
«Αλήθεια; Αλήθεια; Ξεφώνισε. Δεν μπόρεσα να ακούσω τίποτα. Αχ, γλυκέ μου αντρούλη, πες μου λοιπόν, πες τα μου όλα».
Ένιωθε σαν να είχε γίνει πάλι δεκαπέντε ετών, τριβόταν επάνω του σαν γατούλα, χοροπηδούσε ολόγυρά του σαν τζιτζίκι, μεθυσμένο από το φως και τη ζέστη. Και ο Πιερ ξεχειλίζοντας από τον ενθουσιασμό του θριάμβου του, της άνοιξε την καρδιά του. Δεν παρέλειψε την παραμικρή λεπτομέρεια. Της εξήγησε ακόμα και τα μελλοντικά του σχέδια, ξεχνώντας πως, σύμφωνα με τα όσα πίστευε, οι γυναίκες δεν ήταν ικανές για τίποτα και πως όφειλε να κρατάει τη σύζυγό του μέσα στην άγνοια, αν ήθελε να έχει πάντα το πάνω χέρι. Η Φελισιτέ είχε γύρει επάνω του και ρουφούσε την κάθε του λέξη. Τον έβαζε να της επαναλάβει κάποια μέρη της ιστορίας του, λέγοντας πως δεν τα είχε ακούσει˙ πραγματικά η χαρά είχε κάνει τα αυτιά της να βουίζουν και υπήρχαν στιγμές που έμοιαζε σα να κουφαίνεται, ο νους της έσβηνε μέσα στην απόλυτη ευτυχία. Όταν ο Πιερ της διηγήθηκε τα όσα συνέβησαν στο δημαρχείο, ξέσπασε σε γέλια, άλλαξε θέση τρεις φορές, μετακινώντας τα έπιπλα, ανίκανη να σταθεί ακίνητη σε ένα σημείο. Μετά από σαράντα χρόνια αδιάκοπων προσπαθειών, η τύχη επιτέλους τους χαμογελούσε. Ήταν τόσο ξετρελαμένη που παραμέρισε όλες τις επιφυλάξεις της.
«Χε! Σε εμένα τα χρωστάς όλα αυτά! Φώναξε σε μια έκρηξη θριάμβου! Αν σε είχα αφήσει να κάνεις του κεφαλιού σου, τώρα θα σε είχαν συλλάβει οι αντάρτες. Χαζούλη μου, ο Γκαρσονιέ, ο Σικαρντό και το σινάφι τους, ήταν εκείνοι που έπρεπε να πέσουν στα χέρια εκείνων των θηρίων».
Και δείχνοντας τα γέρικά δόντια της, πρόσθεσε γελώντας σα μικρό παιδί:
«Εχ! Ζήτω η Δημοκρατία. Μας άνοιξε τον δρόμο».
Αλλά ο Πιέρ είχε κατσουφιάσει.
«Εσύ, εσύ πάντα νομίζεις πως τα έχεις προβλέψει όλα. Δική μου ήταν η ιδέα να κρυφτώ. Αλλά βέβαια, που να καταλάβουν οι γυναίκες από πολιτική! Έτσι είναι, φτωχή μου γυναίκα, αν ήσουν εσύ στο τιμόνι αυτού του καραβιού, θα είχαμε στα σίγουρα ναυαγήσει».
Η Φελισιτέ σούφρωσε τα χείλια της. Το είχαν παρακάνει, είχε ξεχάσει τον ρόλο της καλής αόρατης νεράιδας που είχε αναλάβει να παίξει. Την κατέλαβε εκείνη η βουβή αγανάκτηση που την έπιανε κάθε φορά που άνδρας της ήθελε να την συνθλίψει με την ανωτερότητά του. Και υποσχέθηκε ξανά στον εαυτό της, πως, όταν θα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή, θα έβρισκε τον τρόπο να τον εκδικηθεί και να τον φέρει στα νερά της, δεμένο χειροπόδαρα.
«Α! Παραλίγο να το ξεχάσω, συνέχισε ο Ρουγκόν, ο κύριος Περό είναι ανάμεσα στους ομήρους. Ο Γκρανού τον είδε που πάλευε μέσα στα χέρια των ανταρτών».
Ένα ρίγος διαπέρασε την Φελισιτέ. Εκείνη ακριβώς την στιγμή στεκόταν μπροστά στο παράθυρο και κοιτούσε με βλέμμα γεμάτο πόθο το σπίτι του εφοριακού. Είχε αισθανθεί την ανάγκη να το ξαναδεί, καθώς η ιδέα του θριάμβου, μέσα στο μυαλό της, ταυτιζόταν με αυτό το πανέμορφο διαμέρισμα, του οποίου τα έπιπλα θαύμαζε όλον αυτόν τον καιρό.
Γύρισε και είπε, έχοντας έναν παράξενο τόνο στη φωνή της:
«Συνέλαβαν τον κύριο Περό;»
Ένα χαμόγελο ικανοποίησης ζωγραφίστηκε στα χείλια της˙το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο. Μια δολοφονική ευχή ανέβηκε από τα βάθη της ψυχής της: «Αχ! Μακάρι να τον σκότωναν οι αντάρτες!».
Ο Πιέρ χωρίς αμφιβολία διάβασε μέσα στα μάτια της, αυτές τις σκέψεις.
«Μα την πίστη μου! Αν τον χτυπούσε καμιά σφαίρα, τότε η υπόθεσή μας, θα τακτοποιούταν αμέσως… δεν θα χρειαζόταν να παραγκωνιστεί, έτσι δεν είναι; Και, βέβαια, το φταίξιμο δε θα ήταν δικό μας».
Αλλά η Φελισιτέ, ακόμα πιο νευρική είχε αρχίσει να τρέμει. Της φαινόταν λες και είχε ήδη καταδικάσει σε θάνατο έναν άνθρωπο. Τώρα, αν πέθαινε ο κύριος Περό, το φάντασμά του, θα την στοίχειωνε τις νύχτες, θα ερχόταν για να την σύρει από τα πόδια. Δεν ξανακοίταξε απέναντι από το παράθυρό της, παρά μονάχα με την άκρη του ματιού της, γεμάτη από έναν τρόμο ανάμεικτο με ευχαρίστηση. Έκτοτε, όλα όσα απολάμβανε, αμαυρώνονταν κάπως από ένα τρομαχτικό αίσθημα ενοχής.
Τώρα που ο Πιέρ, της είχε εμπιστευθεί τα πάντα, άρχισε να εξετάζει την αρνητική πλευρά των πραγμάτων. Της μίλησε για τον Μακάρ. Πως θα μπορούσε να ξεφορτωθεί αυτό το τέρας; Αλλά η Φελισιτέ, συνεπαρμένη από τον πυρετό της επιτυχίας, του φώναξε:
«Δεν γίνεται να τα κάνουμε όλα ταυτόχρονα. Θα βρούμε έναν τρόπο να του κλείσουμε το στόμα! Σύντομα θα σκεφτούμε κάτι…»
Πηγαινοερχόταν, ταχτοποιώντας τις πολυθρόνες, ξεσκονίζοντας τις ράχες τους. ξαφνικά, σταμάτησε στη μέση του δωματίου, και παρατήρησε με προσοχή τα ξεθωριασμένα έπιπλα:
«Θεέ μου!, είπε, πόσο άσχημα είναι όλα εδώ μέσα! Κι όλος αυτός ο κόσμος που θα έρθει!
- Πφ!, της απάντησε ο Πιέρ με μια αδιαφορία, γεμάτη ανωτερότητα, σύντομα θα τα αλλάξουμε όλα αυτά».
Αυτός, που την περασμένη νύχτα, αισθανόταν ένα θρησκευτικό σεβασμό για τις πολυθρόνες και τον καναπέ, τώρα ήταν έτοιμος να τα ποδοπατήσει, χοροπηδώντας επάνω τους. Η Φελισιτέ που δοκίμαζε μια παρόμοια περιφρόνηση, έφτασε στο σημείο να ταρακουνήσει μια πολυθρόνα που της έλειπε το ένα ροδάκι και δεν υποτάχτηκε αρκετά γρήγορα στη θέλησή της.
Εκείνη τη στιγμή, μπήκε ο Ρουντιέ. Στην ηλικιωμένη γυναίκα φάνηκε αμέσως πως οι τρόποι του ήταν περισσότερο ευγενικοί σε σχέση με άλλες φορές. Ξεστόμιζε τις λέξεις «Κύριε» και «Κυρία» που ηχούσαν στα αυτιά της σαν μελωδική μουσική. Στο κατόπι του ακολούθησαν και οι υπόλοιποι θαμώνες, μέχρι που το κίτρινο σαλόνι γέμισε από κόσμο. Κανένας δεν γνώριζε ακόμα λεπτομερώς τα γεγονότα της περασμένης νύχτας, και είχαν σπεύσει όλοι τους, με βλέμματα γεμάτα απορία και μεγάλα χαμόγελα, παρακινημένοι από τις φήμες που είχαν κατακλύσει την πόλη. Αυτοί οι κύριοι, που τη χθεσινή νύχτα, είχαν εγκαταλείψει κακήν κακώς το κίτρινο σαλόνι, την στιγμή που πληροφορήθηκαν πως οι αντάρτες πλησίαζαν στην πόλη, επέστρεφαν τώρα, περίεργοι και φασαριόζοι, σαν ένα ενοχλητικό σμήνος από μύγες που αρκούσε ένα φύσημα του αέρα για να τους σκορπίσει. Κάποιοι δεν είχαν προλάβει καν να φορέσουν τις τιράντες τους. Η ανυπομονησία τους ήταν μεγάλη, αλλά ήταν φανερό πως ο Ρουγκόν περίμενε να έρθει και κάποιος άλλος, προτού αρχίσει να μιλάει. Έριχνε συνεχώς αγχωμένες ματιές κοιτάζοντας κατά την πόρτα. Μέσα στο διάστημα μιας ώρας, αντάλλασσαν έντονες χειραψίες, αόριστα συγχαρητήρια, ψιθυρίσματα θαυμασμού, μια συγκρατημένη χαρά, χωρίς προφανή αιτία, η οποία χρειαζόταν απλώς μια λέξη ακόμα για να μετατραπεί σε ξέφρενο ενθουσιασμό.
Επιτέλους έφτασε και ο Γκρανού. Στάθηκε για μια στιγμή στο κατώφλι, με το δεξί του χέρι επάνω στο στήθος, ανάμεσα στα κουμπιά της ρεντιγκότας του˙ το παχύ, χλωμό πρόσωπό του ακτινοβολούσε, και προσπαθούσε μάταια να κρύψει τα αισθήματά του κάτω από ένα προσωπείο ευπρέπειας. Μόλις εμφανίστηκε, έγινε αμέσως απόλυτη ησυχία˙ όλοι ένιωθαν πως κάτι το εξαιρετικό επρόκειτο να συμβεί. Ο Γκρανού προχώρησε ευθεία, προς τη μεριά του Ρουγκόν, περνώντας ανάμεσα από δυο σειρές επισκεπτών, και του έσφιξε το χέρι.
«Φίλε μου, του είπε, έχω την τιμή να σου αναφέρω την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Σε ορίζουν επικεφαλής, μέχρι την επιστροφή του δημάρχου μας. Έσωσες το Πλασσάν. Στους χαλεπούς καιρούς μας, άνδρες σαν εσένα, που συνδυάζουν την εξυπνάδα με τη γενναιότητα, είναι απαραίτητοι. Έλα…»
Σε αυτό το σημείο, ο Γκρανού, που είχε προετοιμάσει με χίλιους κόπους αυτό το σύντομο λογύδριο, στη διαδρομή από το δημαρχείο ως την οδό ντε λα Μπαν, ένιωσε την μνήμη του να τον προδίδει. Αλλά ο Ρουγκόν, κυριευμένος από το συναίσθημα, τον διέκοψε σφίγγοντάς του το χέρι και είπε:
«Σε ευχαριστώ καλέ μου Γκρανού, σε ευχαριστώ πολύ».
Δεν μπόρεσε να πει κάτι περισσότερο. Ακολούθησε ένα δυνατό ξέσπασμα από φωνές χαράς. Όλοι όρμησαν να του σφίξουν το χέρι, γεμίζοντάς τον με επαίνους και κομπλιμέντα, κατακλύζοντάς τον με ερωτήσεις. Αλλά ο Ρουγκόν, παίρνοντας κιόλας το ύφος ανώτατου αξιωματούχου, ζήτησε μερικά λεπτά για να συσκεφθεί με τους κυρίους Γκρανού και Ρουντιέ. Το καθήκον πάνω από όλα. Η πόλη βρισκόταν σε μία πολύ κρίσιμη κατάσταση! Έπειτα αποσύρθηκαν οι τρεις τους σε μια γωνιά του σαλονιού και εκεί με χαμηλή φωνή, μοίρασαν τις αρμοδιότητες μεταξύ τους, ενώ οι υπόλοιποι επισκέπτες, που παρέμεναν μερικά βήματα παραπέρα, προσπαθούσαν να φανούν διακριτικοί αλλά συνάμα τους έριχναν κλεφτές ματιές, γεμάτες από θαυμασμό αναμεμιγμένο με περιέργεια. Ο Ρουγκόν θα έπαιρνε τον τίτλο του προέδρου της δημοτικής επιτροπής˙ ο Γκρανού θα γινόταν ο γραμματέας˙ κι όσο για τον Ρουντιέ, αυτός οριζόταν ως διοικητής της αναδιοργανωμένης εθνοφρουράς. Οι τρεις άνδρες ορκίστηκαν αμοιβαία υποστήριξη και αλληλεγγύη μπροστά σε κάθε δοκιμασία. Η Φελισιτέ, η οποία εν τω μεταξύ τους είχε πλησιάσει, τους διέκοψε κάπως απότομα ρωτώντας:
«Και ο Βουιγιέ;»
Αντάλλαξαν απορημένες ματιές. Κανένας δεν είχε δει τον Βουιγιέ. Ο Ρουγκόν έκανε έναν μορφασμό ανησυχίας.
«Ίσως να τον πήραν όμηρο μαζί με τους άλλους…» είπε προσπαθώντας να καθησυχάσει τον εαυτό του.
Αλλά η Φελισιτέ κούνησε το κεφάλι. Ο Βουιγιέ δεν ήταν ο άνθρωπος που θα καθόταν να τον συλλάβουν. Αφού κανένας δεν τον είχε δει, ούτε είχαν ακούσει νέα του, σίγουρα θα σκάρωνε κάτι κακό.
Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και ο Βουιγιέ μπήκε μέσα. Υποκλίθηκε με ταπεινοφροσύνη, νεύοντας με τα μάτια, χαμογελώντας με το συνηθισμένο παπαδίστικο ύφος του. Έτεινε το ιδρωμένο του χέρι για να το σφίξουν ο Ρουγκόν και οι άλλοι δυο. Ο Βουιγιέ κανόνισε τις υποθέσεις ολομόναχος. Φρόντισε να εξασφαλίσει ο ίδιος το μερτικό του από την πίτα, όπως θα έλεγε και η Φελισιτέ. Είχε δει από τον φεγγίτη του υπογείου του, τους αντάρτες να συλλαμβάνουν τον διευθυντή του ταχυδρομείου, του οποίου τα γραφεία βρίσκονταν πολύ κοντά στο δικό του βιβλιοπωλείο. Τα ξημερώματα, την ώρα που ο Ρουγκόν καθόταν αναπαυτικά στην πολυθρόνα του δημάρχου, πήγε και εγκαταστάθηκε αθόρυβα στο γραφείο του διευθυντή. Γνώριζε τους υπαλλήλους˙ τους υποδέχτηκε την ώρα που κατέφθαναν, πληροφορώντας τους πως θα αντικαθιστούσε τον προϊστάμενό τους ωσότου αυτός να επιστρέψει και πως δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας. Έπειτα ψαχούλεψε την πρωινή αλληλογραφία ανίκανος να κρύψει την περιέργειά του˙ εξέτασε όλα τα γράμματα˙ φαινόταν πως αναζητούσε ένα συγκεκριμένο.
Αναμφίβολα το νέο του πόστο εξυπηρετούσε στην εντέλεια τα μυστικά του σχέδια, γιατί έμεινε τόσο ικανοποιημένος που έφτασε στο σημείο να χαρίσει σε κάποιον υπάλληλο τα Ευφυολογήματα του Πιρόν. Ο Βουιγιέ έβγαζε λεφτά και από την πώληση σκαμπρόζικων αναγνωσμάτων, τα οποία έκρυβε σε ένα μεγάλο ντουλάπι, κάτω από ένα στρώμα ροζαρίων και ιερών εικόνων˙ ήταν ο ίδιος που είχε κατακλύσει την πόλη με άσεμνες φωτογραφίες και γκραβούρες, χωρίς αυτό να επηρεάζει στο ελάχιστο τη θρησκευτική του πελατεία. Όπως και να έχει, μόλις ξημέρωσε, μάλλον αισθάνθηκε κάποιους ενδοιασμούς, που αφορούσαν στον άνετο τρόπο με τον οποίο ανέλαβε την διαχείριση του ταχυδρομείου, χωρίς να ενημερώσει κανένα. Συνειδητοποίησε πως έπρεπε να νομιμοποιήσει τον σφετερισμό του. Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε έτρεξε μέχρι το σπίτι του Ρουγκόν, ο οποίος είχε πλέον αποκτήσει αδιαμφισβήτητο κύρος.
Αναμφίβολα το νέο του πόστο εξυπηρετούσε στην εντέλεια τα μυστικά του σχέδια, γιατί έμεινε τόσο ικανοποιημένος που έφτασε στο σημείο να χαρίσει σε κάποιον υπάλληλο τα Ευφυολογήματα του Πιρόν. Ο Βουιγιέ έβγαζε λεφτά και από την πώληση σκαμπρόζικων αναγνωσμάτων, τα οποία έκρυβε σε ένα μεγάλο ντουλάπι, κάτω από ένα στρώμα ροζαρίων και ιερών εικόνων˙ ήταν ο ίδιος που είχε κατακλύσει την πόλη με άσεμνες φωτογραφίες και γκραβούρες, χωρίς αυτό να επηρεάζει στο ελάχιστο τη θρησκευτική του πελατεία. Όπως και να έχει, μόλις ξημέρωσε, μάλλον αισθάνθηκε κάποιους ενδοιασμούς, που αφορούσαν στον άνετο τρόπο με τον οποίο ανέλαβε την διαχείριση του ταχυδρομείου, χωρίς να ενημερώσει κανένα. Συνειδητοποίησε πως έπρεπε να νομιμοποιήσει τον σφετερισμό του. Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε έτρεξε μέχρι το σπίτι του Ρουγκόν, ο οποίος είχε πλέον αποκτήσει αδιαμφισβήτητο κύρος.
«Που ήσουνα εσύ; Τον ρώτησε η Φελισιτέ με έναν αέρα καχυποψίας.
Τότε της διηγήθηκε την ιστορία του, την οποία παραφούσκωσε με λογής δικές του επινοήσεις. Σύμφωνα με την δική του εκδοχή, είχε σώσει το ταχυδρομείο από λεηλασία.
«Ε, καλά! Εντάξει λοιπόν, τώρα, κάθισε εδώ! Του είπε ο Πιέρ μετά από σύντομη σκέψη. Δες σε τι μπορείς να φανείς χρήσιμος».
Αυτή η τελευταία φράση, φανέρωνε τον μεγαλύτερο φόβο των Ρουγκόν˙ φοβούνταν πως κάποιος άλλος θα αποδεικνυόταν υπερβολικά χρήσιμος, και θα έκανε περισσότερα από αυτούς για να σώσει την πόλη. Ωστόσο ο Πιέρ θεώρησε πως δεν υπήρχε κανένας σοβαρός κίνδυνος στο να αφήσει τον Βουιγιέ στην διεύθυνση του ταχυδρομείου˙ τουναντίον ήταν ένας καλός τρόπος να μην τον έχει μέσα στα πόδια του. Όμως η Φελισιτέ έκανε μια έντονη γκριμάτσα, εκφράζοντας την αντίθεσή της.
Μόλις οι τρεις κύριοι ολοκλήρωσαν το μυστικό τους συμβούλιο, επέστρεψαν στους υπόλοιπους καλεσμένους που είχαν κατακλύσει το κίτρινο δωμάτιο. Τώρα πλέον μπορούσαν να απαντήσουν σε όλες τους τις απορίες. Έπρεπε να εξιστορήσουν τα πάντα καταλεπτώς. Ο Ρουγκόν διέπρεψε. Παραφούσκωσε με πολλές δραματικές λεπτομέρειες την ιστορία που είχε ήδη διηγηθεί στη γυναίκα του. Η εξιστόρηση της διανομής των τουφεκιών και των φυσιγγίων έκανε τους πάντες να κρατήσουν την ανάσα τους. Αλλά ήταν η διαδρομή μέσα στους ερειπωμένους δρόμους και η κατάληψη του δημαρχείου που άφησε άναυδους όλους τους παρευρισκόμενους. Με κάθε νέα λεπτομέρεια ερχόταν και μια καινούργια διακοπή:
«Και ήσαστε μονάχα σαράντα άτομα, μα αυτό είναι αξιοθαύμαστο!»
- Ναι, πράγματι, ευχαριστώ! Και το σκοτάδι ήταν μαύρο σαν την κόλαση».
- Όχι, το παραδέχομαι, εγώ δεν θα είχα αποτολμήσει κάτι παρόμοιο!»
- Ώστε τον έπιασες, κάπως έτσι, από τον λαιμό!
- Και οι αντάρτες τι είπαν για όλα αυτά;»
Αυτές οι σύντομες φράσεις δεν έκαναν άλλο παρά να υποδαυλίζουν ακόμα περισσότερο τη ζωντανή φαντασία του Ρουγκόν. Απαντούσε σε όλους. Αναπαριστούσε με μιμήσεις τη δράση. Αυτός ο μεγαλόσωμος άνδρας μέσα στον θαυμασμό του για τα ίδια του τα κατορθώματα, είχε αποχτήσει τη σβελτάδα ενός σχολιαρόπαιδου, ξεκινούσε από την αρχή, επαναλαμβάνοντας τα ίδια του τα λόγια, ανάμεσα σε επιφωνήματα θαυμασμού και ιδιαίτερες συζητήσεις που προέκυπταν ξαφνικά για να καταπιαστούν με κάποια λεπτομέρεια˙ κι αυτό το πράγμα συνέχιζε να μεγαλώνει παρασυρμένο από μια επική πνοή. Επιπλέον ο Γκρανού και ο Ρουντιέ τον σιγοντάριζαν, υπενθυμίζοντάς διάφορες μικρές παραλήψεις του. Επιθυμούσαν διακαώς να πουν κι αυτοί την κουβεντούλα τους. Να διηγηθούν κάποιο επεισόδιο και μερικές φορές τον διέκοπταν για να μιλήσουν οι ίδιοι. Ή μιλούσαν και οι τρεις τους ταυτόχρονα. Όταν ο Ρουγκόν, προκειμένου να κρατήσει τη διήγηση του σπασμένου καθρέφτη για το τέλος, σαν μια δραματική κορύφωση ομηρικού διαμετρήματος, ξεκίνησε να περιγράφει τα όσα συνέβαιναν κάτω, στον περίβολο του δημαρχείου, ο Ρουντιέ του παραπονέθηκε γιατί χαλούσε την αφήγηση, αλλάζοντας την αλληλουχία των γεγονότων. Για ένα λεπτό λογόφεραν σχετικά με αυτό το ζήτημα. Τότε ο Ρουντιέ αρπάζοντας την ευκαιρία είπε με δυνατή φωνή:
«Πολύ καλά, ας είναι! Αλλά εσύ δεν ήσουν εκεί κάτω… άσε, λοιπόν, θα τα πω εγώ…»
Έπειτα άρχισε να εξηγεί επί μακρόν πώς ξύπνησαν οι αντάρτες και με ποιο τρόπο τους ακινητοποίησαν με τα όπλα τους. Προσέθεσε ότι, ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να χυθεί αίμα. Αυτή η τελευταία φράση απογοήτευσε το ακροατήριο που περίμενε να υπάρχει τουλάχιστον ένα πτώμα.
«Αλλά έχω την εντύπωση πως πυροβολήσατε, τον διέκοψε η Φελισιτέ, υποδεικνύοντας με τον τρόπο της πως η όλη ιστορία χώλαινε ως προς την δραματική της ένταση.
- Ναι, ναι πράγματι, έπεσαν τρεις πυροβολισμοί, άρχισε πάλι ο πρώην καλτσοπώλης. Ήταν ο κύριος Ντυμπρουέλ ο χασάπης, ο κύριος Λιεβάν και ο κύριος Μασικό ήταν αυτοί που πυροβόλησαν, επιδεικνύοντας υπερβάλλοντα ζήλο».
Και καθώς αυτό το τελευταίο σχόλιο προκάλεσε κάποιους ψιθύρους, ο Ρουντιέ συμπλήρωσε:
«Υπερβάλλοντα, επαναλαμβάνω τη λέξη. Ο πόλεμος από μόνος του μας υποχρεώνει να επιδείξουμε μια απαραίτητα σκληρότητα, δεν χρειάζεται, λοιπόν, να προστεθεί σε αυτό και μία μάταιη αιματοχυσία. Θα ήθελα να έβλεπα τι θα κάνατε εσείς αν βρισκόσαστε στη θέση μου… επιπλέον αυτοί οι κύριοι μου ορκίστηκαν πως το λάθος δεν ήταν δικό τους˙ ούτε και οι ίδιοι μπόρεσαν να καταλάβουν πως εκπυρσοκρότησαν τα όπλα τους… όπως και να έχει μια σφαίρα εξοστρακίστηκε και τραυμάτισε στο μάγουλο έναν αντάρτη…»
Αυτή η μελανιά, αυτό το απροσδόκητο τραύμα, ικανοποίησε το κοινό. Άρχισαν πάλι να πέφτουν βροχή οι ερωτήσεις, σε ποιο μάγουλο έγινε το σημάδι, και πως μια σφαίρα, έστω κι εξοστρακισμένη, μπορεί να χτυπήσει ένα μάγουλο χωρίς να το διαπεράσει; Όλα αυτά έδωσαν τροφή για νέες μακροσκελείς αναλύσεις και σχόλια.
«Στον επάνω όροφο, συνέχισε ο Ρουγκόν, δυναμώνοντας την ένταση της φωνής του, προτού ξεθυμάνει ο γενικός ενθουσιασμός, επάνω είχαμε πολλά να κάνουμε. Η μάχη ήταν αδυσώπητη…»
Και άρχισε να περιγράφει γλαφυρά τη σύλληψη του αδερφού του και των τεσσάρων υπολοίπων, χωρίς να αναφέρει το όνομα του Μακάρ, αποκαλώντας τον απλώς «ο επικεφαλής». Επαναλάμβανε αδιάκοπα κάποιες λέξεις όπως: «το δωμάτιο του κυρίου δημάρχου, η πολυθρόνα, το γραφείο του κυρίου δημάρχου», και με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα τους ακροατές του, προσέθετε ένα μεγαλειώδες βάθος στην τρομερή σκηνή. Τώρα πλέον η μάχη δεν μαινόταν στην είσοδο του δημαρχείου, αλλά μέσα στο δωμάτιο της ανώτατης αρχής αυτής εδώ της πόλης. Ο Ρουντιέ είχε παραγκωνιστεί. Ο Ρουγκόν κατέληξε τελικά στο επεισόδιο που φύλαγε για το αποκορύφωμα και που στα σίγουρα θα του επέτρεπε να ποζάρει σαν ήρωας.
«Τότε, είπε, ένας από τους αντάρτες έρχεται κατά πάνω μου. Έσπρωξα στο πλάι την καρέκλα του δημάρχου και έπιασα τον άνδρα από το λαιμό. Και τον έσφιξα γερά, πιστέψτε με! Αλλά το όπλο μου με εμπόδιζε. Δεν ήθελα να το αφήσω, ένας πολεμιστής δεν εγκαταλείπει ποτέ το όπλο του. Το κράτησα, κάπως έτσι κάτω από το αριστερό μου χέρι. Και ξαφνικά αυτό εκπυρσοκροτεί…»
Όλο το ακροατήριο κρεμόταν από τα χείλια του Ρουγκόν. Ο Γκρανού, με το στόμα ορθάνοιχτο, τρωγόταν να πει κι αυτός τα δικά του, οπότε τελικά αναφώνησε:
«Όχι, όχι, δεν έγινε ακριβώς έτσι… δεν ήσουν σε θέσει να δεις την όλη εικόνα, φίλε μου˙ πολέμησες σαν λιοντάρι… αλλά εγώ, που εκείνη την ώρα βοηθούσα στο δέσιμο ενός αιχμαλώτου, είδα τα πάντα… εκείνος ο άνδρας ήθελε να σε σκοτώσει˙ εκείνος πυροβόλησε με το όπλο˙ είδα ξεκάθαρα τα μαύρα του δάχτυλα που γλιστρούσαν κάτω από το χέρι σου…
- Αλήθεια; Είπε ο Ρουγκόν χλομιάζοντας.
Δεν είχε συνειδητοποιήσει πως είχε διατρέξει έναν τέτοιο κίνδυνο και η αναφορά του πρώην αμυγδαλέμπορου, τον πάγωσε από τον φόβο… Ο Γκρανού δεν συνήθιζε να λέει ψέματα˙ βέβαια μετά από τέτοια μάχη είχε το δικαίωμα να δραματοποιήσει κάπως τα γεγονότα.
«Όπως ακριβώς σου τα λέω, εκείνος ο άνδρας ήθελε να σε δολοφονήσει, επανέλαβε σε κατηγορηματικό τόνο ο Γκρανού.
- Ώστε έτσι, είπε ο Ρουγκόν με ξεψυχισμένη φωνή, γι’ αυτό λοιπόν άκουσα τη σφαίρα να σφυρίζει ξυστά από το αυτί μου».
Σε εκείνο το σημείο ένα έντονο συναίσθημα διαπέρασε το ακροατήριο˙ όλοι κοιτούσαν τον ήρωα γεμάτοι σεβασμό. Μια σφαίρα ξυστά από το αυτί του! ομολογουμένως κανένας από τους λοιπούς παρευρισκόμενους δεν είχε να προσθέσει κάτι σε αυτό. Η Φελισιτέ θεώρησε ως καθήκον της να ριχτεί στην αγκαλιά του συζύγου της, ώστε να εκτοξεύσει στο μέγιστο την ένταση των συναισθημάτων. Αλλά ο Ρουγκόν, ελευθερώθηκε στα γρήγορα από το κράτημά της και ολοκλήρωσε την ηρωική του εξιστόρηση με μία φράση που έμελλε να γίνει διάσημη σε όλο το Πλασσάν:
«Η σφαίρα φεύγει, την ακούω να σφυρίζει ξυστά από το αυτί μου, και, παφ! Η σφαίρα σπάει τον καθρέφτη του κυρίου δημάρχου».
Αυτό προκάλεσε τη γενική κατάπληξη. Ένας τόσο όμορφος καθρέφτης! Πραγματικά ήταν απίστευτο! Το ατυχές γεγονός που συνέβη στον καθρέφτη σχεδόν επισκίασε τη συμπάθεια των καλεσμένων για τον ηρωισμό του Ρουγκόν. Αυτός ο καθρέφτης σχεδόν μετατράπηκε σε ένα πρόσωπο και μιλούσαν γι’ αυτόν περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας, αναφωνώντας, εκφράζοντας τη λύπη τους γεμάτοι στενοχώρια, λες και επρόκειτο για ένα ανθρώπινο πλάσμα που είχε πληγωθεί στην καρδιά. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα που επιδίωκε ο Ρουγκόν, η κατάληξη της καταπληκτικής του Οδύσσειας. Ένα τεράστιο βουητό από φωνές είχε κατακλύσει το κίτρινο σαλόνι. Οι καλεσμένοι επαναλάμβαναν τα όσα μόλις είχαν ακούσει και κάθε τρεις και λίγο κάποιος θα άφηνε τους υπολοίπους για να ρωτήσει κατ’ ιδίαν τους τρεις ήρωες σχετικά με την ακριβή εκδοχή κάποιου αμφιλεγόμενο γεγονότος. Οι ήρωες ξεκαθάριζαν τα πάντα με σχολαστική ακρίβεια˙ αισθάνονταν πως τα όσα έλεγαν καταγράφονταν από την ιστορία.
Στο τέλος ο Ρουγκόν και οι δύο του σωματοφύλακες ανακοίνωσαν πως τους περίμεναν στο δημαρχείο. Μια βαθιά σιωπή έπεσε τότε μέσα στο δωμάτιο˙ όλοι άρχισαν να αποχαιρετιούνται χαμογελώντας με σοβαρότητα. Ο Γκρανού είχε παραφουσκώσει από το καμάρι του˙ μονάχα αυτός είχε δει τον αντάρτη να πατάει τη σκανδάλη και να κομματιάζει τον καθρέφτη˙ τον είχε κυριεύσει μια αίσθηση μεγαλείο που σχεδόν ξεχείλιζε από κάθε ίνα του κορμιού του. Καθώς έβγαινε από το κίτρινο σαλόνι, έπιασε τον Ρουγκόν από το μπράτσο με ύφος σπουδαίου στρατηγού που τον έχει κυριεύσει μια απίστευτη κούραση, και είπε:
«Είμαι άυπνος εδώ και τριάντα έξι ώρες και ένας θεός ξέρει πότε θα μπορέσω να ξαπλώσω λιγάκι!»
Ο Ρουγκόν, προτού αποσυρθεί, πήρε παράμερα τον Βουιγιέ και του είπε πως η παράταξη της τάξης βασιζόταν περισσότερο από ποτέ σε εκείνον και στην Γκαζέττα. Ήταν απαραίτητο να δημοσιεύει ένα ωραίο άρθρο με το οποίο να καθησυχάζει τον κόσμο και να καταδικάζει τον στρατό των παλιανθρώπων που διέσχισαν το Πλασσάν με τον αρμόζοντα τρόπο.
«Μείνει ήσυχος!, απάντησε ο Βουιγιέ. Η Γκαζέττα κανονικά θα κυκλοφορούσε αύριο το πρωί, αλλά την βγάλω απόψε κιόλας».
Μετά την αποχώρηση των αρχηγών οι επισκέπτες παρέμειναν για λίγο ακόμα στο κίτρινο σαλόνι, συζητώντας σαν τις κουτσομπόλες που αρκεί να το σκάσει ένα καναρίνι από το κλουβί του, για να συγκεντρωθούν, όλες μαζί, στο πεζοδρόμιο. Όλοι αυτοί οι αποσυρμένοι επιχειρηματίες, οι λαδέμποροι, οι πιλοποιοί, αισθάνονταν πως ζούσαν μέσα σε κάποιο παραμύθι. Δεν είχαν βιώσει παρόμοια αναστάτωση ποτέ πριν σε ολόκληρη τη ζωή τους. Δεν μπορούσαν να συνέλθουν από την έκπληξη που τους προκάλεσε η διαπίστωση πως ήρωες, σαν τον Ρουγκόν, τον Γκρανού και τον Ρουντιέ, ζούσαν ανάμεσά τους. Επιτέλους πνιγμένοι από τη βαριά ατμόσφαιρα του σαλονιού και, αφού κουράστηκαν να επαναλαμβάνουν μεταξύ τους την ίδια ιστορία, αισθάνθηκαν την ακατανίκητη επιθυμία να φύγουν, για να διαδώσουν παντού τα σπουδαία νέα˙ άρχισαν να εξαφανίζονται, ο ένας μετά τον άλλο, όλοι τους με το άγχος να είναι οι πρώτοι που θα διέσπειραν τις ειδήσεις˙ και η Φελισιτέ παρέμεινε μόνη, καθισμένη στο παράθυρο και τους κοιτούσε που σκορπίζονταν κατά την οδό ντε λα Μπαν, χειρονομώντας παράφορα, αδημονώντας να μεταδώσουν τον ενθουσιασμό τους στις τέσσερεις γωνιές της πόλης.
Η ώρα είχε πάει κιόλας δέκα. Το Πλασσάν είχε ξυπνήσει, είχε βγει στους δρόμους, ανάστατο από τις φήμες που κυκλοφορούσαν. Αυτοί που είχαν δει ή είχαν ακούσει τον επαναστατικό στρατό, έλεγαν ό,τι ανοησία και υπερβολή τους κατέβαινε στο κεφάλι, συχνά μάλιστα πέφτοντας σε αντιφάσεις, και κατασκεύαζαν τα πιο ακραία σενάρια. Αλλά οι περισσότεροι δεν είχαν την παραμικρή ιδέα σχετικά με το τι είχε συμβεί˙ όσοι ζούσαν στην άλλη άκρη της πόλης, άκουγαν με ανοιχτό το στόμα, σα να τους έλεγαν παραμύθι, την ιστορία των χιλιάδων ληστών που εισέβαλαν στους δρόμους και εξαφανίστηκαν πριν το ξημέρωμα, σα να επρόκειτο για στρατιά φαντασμάτων. Οι πιο σκεπτικιστές έλεγαν: «Άντε από κει!». Ωστόσο ορισμένες λεπτομέρειες ήταν ακριβείς.
Στο τέλος το Πλασσάν πείστηκε πως ένας τρομαχτικός κίνδυνος το προσπέρασε, την ώρα που εκείνο κοιμόταν, χωρίς να το αγγίξει. Αυτός η απροσδιόριστη συμφορά που παρέμενε συγκεχυμένη μέσα στις σκιές της νύχτας, με τις διάφορες αντικρουόμενες πληροφορίες, όλα, σκέπαζαν το γεγονός με ένα τρομαχτικό πέπλο μυστηρίου που αρκούσε για να κάνει ακόμα και τους πιο ατρόμητους να τρέμουν. Ποιος ήταν λοιπόν αυτός που απέτρεψε τον κεραυνό από το να πέσει στα κεφάλια τους; Πρέπει να επρόκειτο για κάποιο θαύμα. Ορισμένοι έκαναν λόγο για μια μικρή ομάδα ανδρών που είχαν κόψει το κεφάλι της Λερναίας Ύδρας, χωρίς όμως να γνωρίζουν λεπτομέρειες και η όλη ιστορία φαινόταν σχεδόν απίστευτη, μέχρι τη στιγμή που οι θαμώνες του κίτρινου σαλονιού σκορπίστηκαν στους δρόμους, διαδίδοντας τα νέα, επαναλαμβάνοντας την ίδια ακριβώς ιστορία μπροστά από κάθε πόρτα.
Στο τέλος το Πλασσάν πείστηκε πως ένας τρομαχτικός κίνδυνος το προσπέρασε, την ώρα που εκείνο κοιμόταν, χωρίς να το αγγίξει. Αυτός η απροσδιόριστη συμφορά που παρέμενε συγκεχυμένη μέσα στις σκιές της νύχτας, με τις διάφορες αντικρουόμενες πληροφορίες, όλα, σκέπαζαν το γεγονός με ένα τρομαχτικό πέπλο μυστηρίου που αρκούσε για να κάνει ακόμα και τους πιο ατρόμητους να τρέμουν. Ποιος ήταν λοιπόν αυτός που απέτρεψε τον κεραυνό από το να πέσει στα κεφάλια τους; Πρέπει να επρόκειτο για κάποιο θαύμα. Ορισμένοι έκαναν λόγο για μια μικρή ομάδα ανδρών που είχαν κόψει το κεφάλι της Λερναίας Ύδρας, χωρίς όμως να γνωρίζουν λεπτομέρειες και η όλη ιστορία φαινόταν σχεδόν απίστευτη, μέχρι τη στιγμή που οι θαμώνες του κίτρινου σαλονιού σκορπίστηκαν στους δρόμους, διαδίδοντας τα νέα, επαναλαμβάνοντας την ίδια ακριβώς ιστορία μπροστά από κάθε πόρτα.
Το όλο φαινόμενο έμοιαζε με γραμμή πυρίτιδας που είχε πυροδοτηθεί. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά η είδηση είχε διαδοθεί από τη μία ως την άλλη άκρη της πόλης. Το όνομα του Ρουγκόν πετούσε από στόμα σε στόμα, προκαλώντας επιφωνήματα έκπληξης στη νέα πόλη και κραυγές θαυμασμού στην παλιά συνοικία. Αρχικά, όταν οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν πως είχαν απομείνει, χωρίς υπονομάρχη, δήμαρχο, διευθυντή ταχυδρομείου, εφοριακό και κάθε άλλο είδος εξουσίας, τρομοκρατήθηκαν. Τους είχε προκαλέσει εντύπωση το γεγονός πως είχαν κοιμηθεί και ξυπνήσει κανονικά, παρόλο που απουσίαζε κάθε μορφή οργανωμένης εξουσίας.
Αφού πέρασε η πρώτη κατάπληξη, έσπευσαν να πέσουν με ευγνωμοσύνη στις αγκάλες των ελευθερωτών τους. Οι ελάχιστοι δημοκρατικοί, σήκωσαν απλώς τους ώμους˙ αλλά οι μικροί επιχειρηματίες και ιδιοκτήτες και οι πάσης φύσεως συντηρητικοί ευλογούσαν εκείνους τους ταπεινούς ήρωες που η νύχτα είχε σκεπάσει τα κατορθώματά τους. Όταν μαθεύτηκε πως ο Ρουγκόν δε δίστασε να συλλάβει τον ίδιο του τον αδερφό, ο γενικός θαυμασμός ξεπέρασε κάθε όριο. Ο κόσμος έκανε λόγο για ένα νέο Βρούτο. Αυτή η ενέργεια, που είχε γεμίσει με τόσο άγχος τον Ρουγκόν, τελικά κατέληξε να συμβάλει στην δόξα του. Για την ώρα, όσο η πόλη βρισκόταν υπό το κράτος ενός αδιόρατου φόβου, η αναγνώριση ήταν ομόφωνη. Όλοι αποδέχονταν τον Ρουγκόν ως σωτήρα τους, χωρίς την παραμικρή αντίρρηση.
Αφού πέρασε η πρώτη κατάπληξη, έσπευσαν να πέσουν με ευγνωμοσύνη στις αγκάλες των ελευθερωτών τους. Οι ελάχιστοι δημοκρατικοί, σήκωσαν απλώς τους ώμους˙ αλλά οι μικροί επιχειρηματίες και ιδιοκτήτες και οι πάσης φύσεως συντηρητικοί ευλογούσαν εκείνους τους ταπεινούς ήρωες που η νύχτα είχε σκεπάσει τα κατορθώματά τους. Όταν μαθεύτηκε πως ο Ρουγκόν δε δίστασε να συλλάβει τον ίδιο του τον αδερφό, ο γενικός θαυμασμός ξεπέρασε κάθε όριο. Ο κόσμος έκανε λόγο για ένα νέο Βρούτο. Αυτή η ενέργεια, που είχε γεμίσει με τόσο άγχος τον Ρουγκόν, τελικά κατέληξε να συμβάλει στην δόξα του. Για την ώρα, όσο η πόλη βρισκόταν υπό το κράτος ενός αδιόρατου φόβου, η αναγνώριση ήταν ομόφωνη. Όλοι αποδέχονταν τον Ρουγκόν ως σωτήρα τους, χωρίς την παραμικρή αντίρρηση.
«Για σκέψου, έλεγαν οι φοβητσιάρηδες, ήταν μονάχα σαράντα ένας άνδρες!»
Ήταν ακριβός αυτός ο αριθμός των σαράντα ένα ανδρών που είχε αναστατώσει την πόλη. Κάπως έτσι γεννήθηκε στο Πλασσάν ο θρύλος των σαράντα ενός αστών που έτρεψαν σε φυγή τους τρεις χιλιάδες αντάρτες. Μόνο κάποια ζηλόφθονα πνεύματα της νέας πόλης, κάποιοι άνεργοι δικηγόροι κάποιοι απόστρατοι στρατιωτικοί, γεμάτοι ντροπή επειδή είχαν κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα, εξέφρασαν ορισμένες αμφιβολίες. Εν ολίγοις το πιθανότερο ήταν πως οι αντάρτες έφυγαν μόνοι τους. Δεν υπήρχε η ελάχιστη απόδειξη μάχης, ούτε πτώματα, ούτε σημάδια αίματος. Συνεπώς η αποστολή αυτών των κυρίων δεν ήταν και τόσο δύσκολη.
«Μα ο καθρέφτης, ο καθρέφτης! Επαναλάμβαναν οι φανατικοί. Ποιος μπορεί να αρνηθεί τον σπασμένο καθρέφτη του κυρίου δημάρχου. Τραβάτε να τον δείτε».
Και πραγματικά, ως το βράδυ, υπήρξε μια μεγάλη ουρά από άτομα που, κάτω από χίλια δυο προσχήματα, περνούσαν από το μεγάλο δωμάτιο του δημάρχου, του οποίου την πόρτα ο Ρουγκόν είχε φροντίσει να αφήσει ορθάνοιχτη˙ στέκονταν με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη, στον οποίο η σφαίρα είχε ανοίξει μια στρογγυλή τρύπα από όπου ξεκινούσαν μεγάλες ραγισματιές˙ όλοι ψέλλιζαν την ίδια φράση:
«Διάβολε! Η σφαίρα πρέπει να είχε μια τρομαχτική ταχύτητα».
Και έφευγαν από εκεί απολύτως πεπεισμένοι.
Η Φελισιτέ από το παράθυρό της άκουγε με αγαλλίαση αυτές τις φήμες, αυτές τις φωνές ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης που ανέπεμπε η πόλη. Όλο το Πλασσάν εκείνη την στιγμή μιλούσε για τον άνδρα της˙ αισθανόταν πως οι δύο συνοικίες αναριγούσαν κάτω από τα πόδια της, στέλνοντάς της την ελπίδα ενός επερχόμενου θριάμβου. Αχ! Είχε έρθει επιτέλους η ώρα να συντρίψει με τη φτέρνα της ολόκληρη την πόλη! Ξαναθυμήθηκε όλες τις λύπες της και οι περασμένες της πίκρες διπλασίασαν την επιθυμία της για μια άμεση ικανοποίηση.
Έφυγε από το παράθυρο και έκανε αργά το γύρο του σαλονιού. Εκεί μέσα, πριν από λίγα λεπτά, όλοι έσφιγγαν το χέρι του άνδρα της και το δικό της. Είχαν επικρατήσει, οι αστοί βρίσκονταν στα πόδια τους. Το κίτρινο σαλόνι της φαινόταν σαν ιερός τόπος. Τα ετοιμόρροπα έπιπλα, το ξεφτισμένο βελούδο, το σημαδεμένο από τις μύγες πολύφωτο, όλα αυτά τα σαράβαλα της φαίνονταν τώρα σαν ένδοξα απομεινάρια παρμένα από ένα πεδίο μάχης. Η πεδιάδα του Αούστερλιτς δεν θα μπορούσε να της προκαλέσει μεγαλύτερη συγκίνηση.
Όταν επέστρεψε στο παράθυρο είδε τον Αριστίντ που περιδιάβαινε την πλατεία της υπονομαρχίας οσφραινόμενος τον αέρα. Του έκανε νόημα να ανέβει πάνω. Αυτός φάνηκε πως τόση ώρα περίμενε απλά για ένα της νεύμα.
«Πέρασε, του είπε η μητέρα του από το κεφαλόσκαλο, βλέποντάς τον κάπως διστακτικό. Ο πατέρας σου δεν είναι εδώ».
Ο Αριστίντ είχε πάρει το ύφος του μετανοημένου άσωτου γιου. Είχε σχεδόν τέσσερα χρόνια να πατήσει στο κίτρινο σαλόνι. Το χέρι του παρέμενε πιασμένο από τη δέστρα.
«Σε πονάει ακόμα;» Τον ρώτησε η Φελισιτέ με μια δόση ειρωνείας.
Αυτός κοκκίνισε και της απάντησε ντροπιασμένος:
Ω! Είναι πολύ καλύτερα, σχεδόν έχει περάσει».
Ύστερα απόμεινε εκεί, στριφογυρνώντας, χωρίς να ξέρει τι να πει. Η Φελισιτέ έσπευσε να τον βοηθήσει.
«Έμαθες για τη γενναία πράξη του πατέρα σου; Άρχισε να λέει.
Της απάντησε πως ολόκληρη η πόλη μιλούσε γι’ αυτό. Όμως γρήγορα βρήκε την αυτοκυριαρχία του˙ ανταπέδωσε στη μητέρα του την ειρωνική της παρατήρηση˙ την κοίταξε κατάματα και προσέθεσε:
«Ήρθα να ρωτήσω μήπως πληγώθηκε ο μπαμπάς.
- Έλα τώρα μη μου κάνεις το χαζό! Φώναξε οργισμένη η Φελισιτέ. Εγώ στη θέση σου θα φερόμουν με ειλικρίνεια. Έκανες λάθος, ορίστε, παραδέξου το, που πήγες με το μέρος εκείνων των άχρηστων των δημοκρατικών. Σήμερα δε θα σε πείραζε να τους ξεφορτωθείς και να γυρίσεις σε μας που είμαστε οι πιο δυνατοί. Να, το σπίτι είναι ανοιχτό για σένα!»
Όμως ο Αριστίντ διαμαρτυρήθηκε. Η Δημοκρατία ήταν μια μεγάλη ιδέα. Εκτός αυτού οι αντάρτες ίσως και να τα κατάφερναν.
«Άσε μας τώρα κι εσύ! Συνέχισε νευριασμένα η ηλικιωμένη γυναίκα. Φοβάσαι πως ο πατέρας σου δε θα σε καλοδεχτεί. Αυτό άστο επάνω μου, το αναλαμβάνω εγώ… Άκουσέ με: θα πας στην εφημερίδα σου, θα ετοιμάσεις εκεί ένα άρθρο υπέρ του πραξικοπήματος και αύριο βράδυ, όταν το άρθρο θα κυκλοφορήσει, θα επιστρέψεις εδώ και θα γίνεις δεκτός με ανοιχτές αγκάλες».
Και βλέποντας τον άνδρα να παραμένει σιωπηλός, συμπλήρωσε σε έναν πιο χαμηλό και επιτακτικότερο τόνο:
«Ακούς; Πρέπει να το κάνεις για το καλό το δικό σου και το δικό μας. Μην αρχίσεις πάλι τις βλακείες σου. Ήδη όπως είσαι τώρα βρίσκεσαι σε μειονεκτική θέση».
Ο νέος άνδρας έκανε μια χειρονομία. Την χειρονομία του Καίσαρα που περνούσε τον Ρουβίκωνα. Και με αυτόν τον τρόπο δεν χρειάστηκε να δεσμευτεί λεκτικά. Και καθώς ετοιμαζόταν να φύγει, η μητέρα του συμπλήρωσε αναζητώντας τον κόμπο στην δέστρα του:
«Και προπαντός, πρέπει να σου αφαιρέσω ετούτο το κουρέλι. Αυτό καταντάει γελοίο ξέρεις!».
Ο Αριστίντ αφέθηκε στα χέρια της. Όταν το μαντήλι είχε πλέον λυθεί, το δίπλωσε προσεχτικά και το έβαλε στην τσέπη του. Ύστερα φίλησε τη μητέρα του λέγοντας:
«Θα τα πούμε αύριο!»
Εν τω μεταξύ ο Ρουγκόν αναλάμβανε τα επίσημα διοικητικά του καθήκοντα στο δημαρχείο. Είχαν απομείνει μονάχα οχτώ δημοτικοί σύμβουλοι˙ οι υπόλοιποι βρίσκονταν στα χέρια των ανταρτών, όπως κι ο δήμαρχος και οι δυο βοηθοί του. Αυτοί οι οχτώ κύριοι που είχαν πλέον τις ίδιες αρμοδιότητες με τον Γκρανού, ίδρωναν από αγωνία, την ώρα που εκείνος τους εξηγούσε την κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η πόλη. Για να καταλάβει κάποιος τον τρόμο με τον οποίο έπεσαν στις αγκάλες του Ρουγκόν, πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίζει την πάστα από την οποία είναι καμωμένοι οι δημοτικοί σύμβουλοι των μικρών πόλεων.
Στο Πλασσάν ο δήμαρχος διέθετε τους πιο ηλίθιος υφισταμένους, υπό τις διαταγές του, άνδρες που δεν είχαν δική τους άποψη και λειτουργούσαν ως πειθήνια όργανα. Συνεπώς, εφόσον ο κύριος Γκαρσονιέ δεν ήταν πλέον εκεί, ο δημοτικός μηχανισμός κινδύνευε μοιραία να καταστραφεί και να βρεθεί κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του πρώτου που θα μπορούσε να κινήσει τα γρανάζια. Εκείνη την ώρα, καθώς ο υπονομάρχης είχε εγκαταλείψει το πόστο του, ο Ρουγκόν ήταν πολύ φυσικά, εξαιτίας των περιστάσεων, ο μοναδικός και απόλυτος άρχοντας της πόλης˙ αυτή η απίστευτη κρίση έριξε την διακυβέρνηση του τόπου στα χέρια ενός ασήμαντου άνδρα, στον οποίο μια μέρα πριν, κανένας δεν θα δάνειζε ούτε καν ένα εκατόφραγκο.
Στο Πλασσάν ο δήμαρχος διέθετε τους πιο ηλίθιος υφισταμένους, υπό τις διαταγές του, άνδρες που δεν είχαν δική τους άποψη και λειτουργούσαν ως πειθήνια όργανα. Συνεπώς, εφόσον ο κύριος Γκαρσονιέ δεν ήταν πλέον εκεί, ο δημοτικός μηχανισμός κινδύνευε μοιραία να καταστραφεί και να βρεθεί κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του πρώτου που θα μπορούσε να κινήσει τα γρανάζια. Εκείνη την ώρα, καθώς ο υπονομάρχης είχε εγκαταλείψει το πόστο του, ο Ρουγκόν ήταν πολύ φυσικά, εξαιτίας των περιστάσεων, ο μοναδικός και απόλυτος άρχοντας της πόλης˙ αυτή η απίστευτη κρίση έριξε την διακυβέρνηση του τόπου στα χέρια ενός ασήμαντου άνδρα, στον οποίο μια μέρα πριν, κανένας δεν θα δάνειζε ούτε καν ένα εκατόφραγκο.
Η πρώτη ενέργεια του Ρουγκόν ήταν να διακηρύξει τη μονιμότητα της προσωρινής επιτροπής. Έπειτα ασχολήθηκε με την ανασυγκρότηση της εθνοφρουράς και κατάφερε να συγκεντρώσει τριακόσιους άνδρες˙ τα εκατόν εννιά τουφέκια που είχαν απομείνει στην αποθήκη μοιράστηκαν επίσης σε διάφορους και έτσι ο αριθμός των οπλισμένων ανδρών που δούλευαν για το αντιδραστικό κίνημα ανήλθε στους εκατόν πενήντα˙ οι υπόλοιποι εκατόν πενήντα εθνοφρουροί αποτελούνταν από εθελοντές πολίτες και ορισμένους στρατιώτες του Σικαρντό. Όταν ο διοικητής Ρουντιέ επιθεώρησε τον μικρό στρατό του στην πλατεία του δημαρχείου αποθαρρύνθηκε παρατηρώντας πως οι μανάβηδες κρυφογελούσαν˙ κανένας τους δεν είχε στολή, και πολλοί έδειχναν τελείως γελοίοι φορώντας τα μαύρα καπέλα τους και τις ρεντιγκότες τους με το τουφέκι ανά χείρας. Αλλά κατά βάθος είχαν καλές προθέσεις. Ένας σκοπός παρέμεινε στη φρούρηση του δημαρχείου. Οι υπόλοιποι χωρίστηκαν σε μικρά αποσπάσματα και ανέλαβαν τη φύλαξη διάφορων σημείων εισόδου της πόλης. Ο Ρουντιέ ανέλαβε προσωπικά τη φρούρηση της Μεγάλης Πύλης η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει τον πιθανότερο στόχο των αντιπάλων.
Ο Ρουγκόν που αισθανόταν πολύ δυνατός για την ώρα, πήγε ο ίδιος στην οδό Κανκουάν για ζητήσει από τους χωροφύλακες να παραμείνουν στον στρατώνα τους και να μην αναμειχθούν στο παραμικρό. Φρόντισε να ανοίξει τοις πόρτες της χωροφυλακής τις οποίες οι αντάρτες είχαν κλειδώσει παίρνοντας μαζί τους τα κλειδιά. Ήθελε να κρατήσει για τον εαυτό του όλο το θρίαμβο, δεν ήθελε οι χωροφύλακες να του κλέψουν ένα κομμάτι από την δική του δόξα. Έτσι κι αλλιώς αν προέκυπτε κάποια απόλυτη ανάγκη θα μπορούσε τότε να τους καλέσει. Και τους εξήγησε τους λόγους που η παρουσία τους θα μπορούσε ίσως να ερεθίσει τους εργάτες και συνεπώς να χειροτερέψει τα πράγματα. Ο ταξίαρχος τον επαίνεσε για την σωφροσύνη που επεδείκνυε. Όταν έμαθε πως στον στρατώνα υπήρχε ένας τραυματίας, ο Ρουγκόν που ήθελε να γίνει δημοφιλής, ζήτησε να τον δει. Βρήκε τον Ρενγκάντ ξαπλωμένο, με το μάτι του καλυμμένο και το μεγάλο του μουστάκι που πρόβαλλε από το σεντόνι. Παρηγόρησε με κάμποσες μεγαλοστομίες περί καθήκοντος τον καημένο μονόφθαλμο άνδρα, ο οποίος ξεφυσούσε και καταριόταν την πληγή του, που θα γινόταν η αιτία της πρόωρης αποστράτευσής του. Ο Ρουγκόν υποσχέθηκε να στείλει ένα γιατρό.
«Σας ευχαριστώ θερμά κύριε, απάντησε ο Ρενγκάντ˙ αλλά, ξέρετε, αυτό που θα με ανακούφιζε περισσότερο από κάθε άλλο γιατρικό θα ήταν να στρίψω το λαιμό εκείνου του καθάρματος που μου έβγαλε το μάτι. Ω! Κάπου θα το πετύχω πάλι˙ είναι ένα μικρό, λεπτό και χλωμό πλάσμα, μικρό σε ηλικία…»
Ο Ρουγκόν θυμήθηκε το αίμα που κάλυπτε τα χέρια του Σιλβέρ. Πισωπάτησε σα να φοβόταν πως ο Ρενγκάντ θα τον άρπαζε από το λαιμό, λέγοντας: «Είναι ο ανεψιός σου αυτός που με στράβωσε˙ φυλάξου, γιατί τώρα εσύ θα πληρώσεις για λογαριασμό του!». Και ενώ καταριόταν σιωπηρά την απαράδεκτη οικογένειά του, δήλωσε με κάθε επισημότητα, μεγαλοφώνως, πως, αν ποτέ βρισκόταν ο παραβάτης, θα τιμωρούταν με όλη την αυστηρότητα του νόμου.
«Όχι, όχι, δεν αξίζει τον κόπο, απάντησε ο μονόφθαλμος άνδρας˙ απλά θα του στρίψω το λαρύγγι άμα ποτέ πέσει στα χέρια μου».
Ο Ρουγκόν βιάστηκε να επιστρέψει πίσω στο δημαρχείο. Αφιέρωσε ολόκληρο το απόγευμα στη λήψη διαφόρων μέτρων. Η διακήρυξη που δημοσιεύθηκε γύρω στη μία η ώρα έκανε μεγάλη αίσθηση. Τελείωνε με μία επίκληση στην ορθή σύνεση των πολιτών και διαβεβαίωνε με τρόπο κατηγορηματικό πως δεν θα υπήρχε περαιτέρω διασάλευση της τάξης. Μέχρι το σούρουπο, πραγματικά, στους δρόμους επικρατούσε ένα αίσθημα γενικής ανακούφισης και απόλυτης σιγουριάς. Στα πεζοδρόμια οι συγκεντρωμένοι που διάβαζαν την διακήρυξη έλεγαν:
«Ευτυχώς όλα τέλειωσαν και σύντομα θα δούμε να περνούν τα στρατεύματα που θα σταλούν για να καταδιώξουν τους αντάρτες».
Αυτή η πεποίθηση πως ο στρατός πλησίαζε ήταν τόσο γενικευμένη, ώστε οι αργόσχολοι της λεωφόρου Σωβέρ πήγαιναν ως τον δρόμο προς τη Νίκαια με σκοπό να συναντήσουν την στρατιωτική μπάντα. Όμως επέστρεψαν όταν έπεσε η νύχτα, απογοητευμένοι, χωρίς να έχουν δει το παραμικρό. Τότε μια απροσδιόριστη ανησυχία άρχισε να πέφτει επάνω στην πόλη.
Στο δημαρχείο η προσωρινή επιτροπή είχε συζητήσει για τα πάντα χωρίς να καταλήξει σε ορισμένες αποφάσεις και έτσι τα μέλη της, με το στομάχι άδειο και φοβισμένοι από την ίδια τους τη φλυαρία ένιωσαν όλους τους φόβους τους να επιστρέφουν. Ο Ρουγκόν τους έστειλε να δειπνίσουν λέγοντάς τους που θα συναντιούνταν ξανά στις εννιά η ώρα το βράδυ. Ετοιμαζόταν να φύγει και ο ίδιος από το δωμάτιο, όταν ο Μακάρ ξύπνησε και άρχισε να χτυπάει με βία την πόρτα της φυλακής του. Δήλωσε πως πεινούσε, έπειτα ρώτησε τι ώρα ήταν, και όταν ο αδερφός του, του είπε πως ήταν πέντε, μουρμούρισε με μια διαβολική κακία, υποκρινόμενος τον έκπληκτο, πως οι επαναστάτες του είχαν υποσχεθεί πως θα επέστρεφαν νωρίτερα και πως καθυστερούσαν υπερβολικά την απελευθέρωσή του. Ο Ρουγκόν, αφού έδωσε εντολή να του δώσουν φαγητό, κατέβηκε κάτω, αρκετά προβληματισμένος από την επιμονή με την οποία ο Μακάρ μιλούσε για την επιστροφή του επαναστατικού στρατού.
Στον δρόμο αισθάνθηκε κάποια δυσφορία. Η πόλη του φάνηκε αλλαγμένη. Είχε πάρει μια παράξενη όψη˙ σκιές γλιστρούσαν βιαστικά κατά μήκος των πεζοδρομίων, μεγεθυμένες από την ερημιά και τη σιωπή και πάνω στις ζοφερές επιφάνειες των σπιτιών έμοιαζε να πέφτει, μέσα στο λυκόφως, ένας γκρίζος, αργός και επίμονος φόβος σαν ψιλή βροχή. Η φλύαρη αυτοπεποίθηση της ημέρας έδωσε τη θέση της σε έναν αναίτιο πανικό, σε ένα φόβο που μεγάλωσε με το πλησίασμα της νύχτας˙ οι κάτοικοι αποκαμωμένοι και ικανοποιημένοι με τον θρίαμβό τους δεν είχαν πλέον τη δύναμη να ονειρευτούν τίποτε άλλο εκτός από ένα πράγμα, τα φοβερά αντίποινα των ανταρτών. Ο Ρουγκόν ανατρίχιασε καθώς τον διαπέρασε ένα κύμα φόβου. Τάχυνε το βήμα του κι ένιωσε πως πνιγόταν. Καθώς περνούσε μπροστά από ένα καφενείο στην πλατεία Ρεκολέ, που μόλις είχε ανάψει τις λάμπες του και όπου είχαν συγκεντρωθεί οι μικροεισοδηματίες της νέας πόλης, μπόρεσε να ακούσει το τέλος μια ιδιαίτερα ανησυχητικής συζήτησης.
«Ε, λοιπόν, κύριε Πικού, ακούστηκε να λέει μια βαριά φωνή, τα μάθατε τα νέα; Ο στρατός που περίμεναν τελικά δεν ήρθε.
- Μα κανένας δεν περίμενε κάποιο στρατό, κύριε Τους, απάντησε μια τσιριχτή φωνή.
- Μα τι λες τώρα; Ώστε λοιπόν δεν διάβασες την διακήρυξη;
- Είναι αλήθεια, οι τοιχοκολλημένες ανακοινώσεις υπόσχονταν πως η τάξη θα επιβαλλόταν ακόμα και δια της βίας, αν αυτό ήταν απαραίτητο.
- Να το βλέπεις; Γίνεται λόγος για βία˙ αυτό σημαίνει στρατιωτική βία.
- Και τι λέει δηλαδή ο κόσμος;
- Ε, μπορείς να φανταστείς, άλλοι φοβούνται, άλλοι βρίσκουν αφύσικη την καθυστέρηση του στρατού, και πως οι αντάρτες θα μπορούσαν να τους πετσοκόψουν για τα καλά».
Μια κραυγή τρόμου διαπέρασε το καφέ. Ο Ρουγκόν ήθελε να μπει μέσα, για να πει σε αυτούς τους μικροαστούς πως πουθενά στην διακήρυξη δεν γινόταν λόγος για την άφιξη κάποιου στρατιωτικού συντάγματος πως δεν έπρεπε να ερμηνεύουν με αυτόν τον ακραίο τρόπο τα κείμενα κι ούτε να διαδίδουν τέτοιες ανόητες θεωρίες. Όμως μάλλον κι ο ίδιος, μέσα στην ταραχή που τον είχε καταλάβει, περίμενε την αποστολή κάποιων στρατευμάτων και όντως του είχε φανεί παράξενο που δεν είχε εμφανιστεί ούτε ένας στρατιώτης. Επέστρεψε στο σπίτι του τρομερά αγχωμένος. Η Φελισιτέ γεμάτη ζωηράδα και σθένος θύμωσε, όταν τον είδε έτσι καταρρακωμένο από μια ανοησία. Την ώρα που έτρωγαν το επιδόρπιο φρόντισε να τον παρηγορήσει.
«Έλα μη γίνεται τόσο κουτός, του είπε, αν ο νομάρχης μας ξεχάσει, τόσο το καλύτερο! Θα σώσουμε την πόλη μονάχα με τις δικές μας δυνάμεις. Προσωπικά θα ήθελα να δω τους αντάρτες να επιστρέφουν, για να τους υποδεχτούμε με τουφεκιές και να λουστούμε στη δόξα… Άκουσε, κλείσε τις πύλες της πόλης και μην πας για ύπνο˙ μείνει σε εγρήγορση όλη τη νύχτα˙ αυτό θα μετρήσει υπέρ σου αργότερα».
Ο Πιέρ επέστρεψε στο δημαρχείο, με το ηθικό του λιγάκι ανεβασμένο. Χρειαζόταν κουράγιο ώστε να παραμείνει σταθερός ανάμεσα στα παράπονα των συνεργατών του. Τα μέλη της προσωρινής επιτροπής ανέδιναν μια οσμή πανικού, σαν τους ανθρώπους που κουβαλούν μια μυρωδιά υγρασίας όταν ο καιρός είναι κακός και βρέχει αδιάκοπα. Όλοι υποστήριζαν πως υπολόγιζαν στην αποστολή ενός στρατιωτικού αποσπάσματος και διαμαρτύρονταν πως δεν είναι σωστό να εγκαταλείπονται έτσι, αυτοί οι τόσο γενναίοι πολίτες, στο μένος της δημαγωγίας. Ο Πιέρ, προκειμένου να εξασφαλίσει την ηρεμία, σχεδόν τους υποσχέθηκε πως το σύνταγμα θα κατέφθανε την επομένη. Στην συνέχεια δήλωσε σε επίσημο τόνο πως θα πήγαινε να κλείσει τις πύλες. Αυτό προκάλεσε κάποια ανακούφιση. Οι εθνοφρουροί στάλθηκαν αμέσως σε κάθε πύλη με την διαταγή να την διπλοκλειδώσουν.
Όταν επέστρεψαν, αρκετά από τα μέλη της επιτροπής ομολόγησαν πως τώρα πλέον αισθάνονταν σαφώς πιο ήρεμοι˙ και όταν ο Πιέρ είπε πως η κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η πόλη απαιτούσε να παραμείνουν όλοι στα πόστα τους, αρκετοί από αυτούς φρόντισαν ώστε να βολευτούν περνώντας τη νύχτα σε κάποια πολυθρόνα. Ο Γκρανού φόρεσε ένα μαύρο μεταξωτό σκουφί το οποίο είχε πάρει καλού κακού μαζί του. Κατά τις έντεκα οι μισοί από αυτούς τους κυρίους κοιμούνταν ολόγυρα από το γραφείο του κυρίου Γκαρσονιέ. Όσοι μπορούσαν ακόμα να βαστήξουν τα μάτια τους ανοιχτά, φαντασιώνονταν, ακούγοντας το ρυθμικό βάδισμα των εθνοφρουρών, που ακουγόταν από την αυλή, πως ήταν ήρωες και πως λάμβαναν παράσημα. Μια μεγάλη λάμπα, τοποθετημένη πάνω στο γραφείο φώτιζε αυτούς τους αλλόκοτους άγρυπνους φύλακες. Ο Ρουγκόν που είχε αρχίσει να αποκοιμιέται, σηκώθηκε απότομα και ζήτησε να του φέρουν τον Βουιγιέ. Μόλις είχε θυμηθεί πως δεν είχε παραλάβει ακόμα την Γκαζέττα.
Όταν επέστρεψαν, αρκετά από τα μέλη της επιτροπής ομολόγησαν πως τώρα πλέον αισθάνονταν σαφώς πιο ήρεμοι˙ και όταν ο Πιέρ είπε πως η κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η πόλη απαιτούσε να παραμείνουν όλοι στα πόστα τους, αρκετοί από αυτούς φρόντισαν ώστε να βολευτούν περνώντας τη νύχτα σε κάποια πολυθρόνα. Ο Γκρανού φόρεσε ένα μαύρο μεταξωτό σκουφί το οποίο είχε πάρει καλού κακού μαζί του. Κατά τις έντεκα οι μισοί από αυτούς τους κυρίους κοιμούνταν ολόγυρα από το γραφείο του κυρίου Γκαρσονιέ. Όσοι μπορούσαν ακόμα να βαστήξουν τα μάτια τους ανοιχτά, φαντασιώνονταν, ακούγοντας το ρυθμικό βάδισμα των εθνοφρουρών, που ακουγόταν από την αυλή, πως ήταν ήρωες και πως λάμβαναν παράσημα. Μια μεγάλη λάμπα, τοποθετημένη πάνω στο γραφείο φώτιζε αυτούς τους αλλόκοτους άγρυπνους φύλακες. Ο Ρουγκόν που είχε αρχίσει να αποκοιμιέται, σηκώθηκε απότομα και ζήτησε να του φέρουν τον Βουιγιέ. Μόλις είχε θυμηθεί πως δεν είχε παραλάβει ακόμα την Γκαζέττα.
Ο βιβλιοπώλης εμφανίστηκε τρομερά κακοδιάθετος.
«Λοιπόν! του είπε ο Ρουγκόν παίρνοντάς τον παράμερα, που είναι το άρθρο που μου υποσχέθηκες; Δεν είδα καμία εφημερίδα.
- Και γι’ αυτό με ξεσήκωσες; Του απάντησε ο Βουιγιέ θυμωμένα. Διάβολε! Δεν κυκλοφόρησε η Γκαζέττα˙ δεν έχω όρεξη να με σφάξουν αύριο οι αντάρτες, σε περίπτωση που επιστρέψουν πίσω.
Ο Ρουγκόν προσπάθησε να χαμογελάσει λέγοντας πως για όνομα του Θεού, κανένας δε θα σκότωνε κανέναν. Και ακριβώς επειδή κυκλοφορούσαν διάφορες ψευδείς και ανησυχητικές διαδόσεις, το συγκεκριμένο άρθρο θα αποτελούσε μια τεράστια υπηρεσία για τον ιερό σκοπό τους.
«Πιθανώς, άρχισε πάλι ο Βουιγιέ, αλλά ο ιερότερος όλων των σκοπών είναι, στην προκειμένη περίπτωση, το να διατηρήσει κάποιος το κεφάλι του στους ώμους του».
Και προσέθεσε με πικρόχολη κακία:
«Κι εγώ που πίστευα πως είχατε σκοτώσει όλους τους αντάρτες! Αφήσατε να ξεφύγουν τόσοι πολλοί, ώστε δεν προτίθεμαι, να πάρω το παραμικρό ρίσκο».
Όταν ο Ρουγκόν έμεινε μόνος, άρχισε να παραξενεύεται με την αντίδραση αυτού τον άνδρα, που ήταν συνήθως τόσο ταπεινός και μειλίχιος. Η συμπεριφορά του Βουιγιέ του φάνηκε ύποπτη. Αλλά δεν είχε το χρόνο για να αναζητήσει κάποια εξήγηση. Δεν είχε προφτάσει να τεντωθεί λιγάκι πάνω στην πολυθρόνα του, όταν μπήκε ο Ρουντιέ κάνοντας έναν τρομερό θόρυβο, καθώς το τεράστιο σπαθί που είχε περάσει μέσα στη ζώνη του, χτυπούσε επάνω στο μηρό του. Όσοι κοιμούνταν ξύπνησαν τρομαγμένοι. Ο Γκρανού νόμισε πως επρόκειτο για κάλεσμα στα όπλα.
«Ε; Τι; Τι συμβαίνει; Ρώτησε, ενώ προσπαθούσε να βάλει το μαύρο μεταξωτό σκουφί του μέσα στην τσέπη του.
- Κύριοι, είπε ο Ρουντιέ με κομμένη την ανάσα, χωρίς να μετράει τα λόγια του, πιστεύω πως μια ομάδα ανταρτών πλησιάζει στην πόλη».
Το άκουσμα αυτών των λέξεων ακολούθησε μια σιωπή γεμάτη τρόμο. Μονάχα ο Ρουγκόν βρήκε τη δύναμη να πει:
«Τους είδες, εσύ ο ίδιος;
- Όχι απάντησε ο πρώην καλτσοπώλης˙ αλλά ακούγονται κάτι παράξενοι θόρυβοι που έρχονται από την εξοχή˙ ένας από τους άνδρες μου με διαβεβαίωσε πως είδε φωτιές να προχωρούν κατά μήκος των Γκαρίγκ».
Και καθώς όλοι οι παρεβρισκόμενοι απόμειναν να κοιτάζονται, σιωπηλοί και κατάχλομοι, συμπλήρωσε:
«Θα επιστρέψω στο πόστο μου˙ φοβάμαι πως επίκειται κάποια επίθεση. Φροντίστε να λάβετε τα μέτρα σας».
Ο Ρουγκόν θέλησε να τον ακολουθήσει για πάρει περισσότερες πληροφορίες˙ όμως εκείνος είχε ήδη φύγει. Όπως ήταν επόμενο, η επιτροπή δεν είχε την παραμικρή διάθεση να συνεχίσει τον ύπνο της. Παράξενοι θόρυβοι! Φωτιές! Μια επίθεση. Κι όλα αυτά μέσα στη νύχτα! Να λάβουν τα μέτρα τους, αυτό ήταν εύκολο να το πει κάποιος, αλλά στην πράξη τι θα μπορούσαν να κάνουν; Ο Γκρανού σχεδόν πρότεινε να ακολουθήσουν την ίδια τακτική που αποδείχτηκε ιδιαίτερα επιτυχημένη την προηγούμενη βραδιά: να κρυφτούν, να περιμένουν μέχρι να περάσουν οι αντάρτες από το Πλασσάν κι έπειτα να θριαμβεύσουν μέσα στους άδειους δρόμους. Ο Πιέρ, ευτυχώς, θυμήθηκε τις συμβουλές της συζύγου του και γνωρίζοντας πως ο Ρουντιέ μπορεί να είχε λαθέψει, αποφάσισε πως το καλύτερο θα ήταν να πάνε οι ίδιοι, για να δουν τι συμβαίνει.
Κάποια από τα μέλη δυσανασχέτησαν˙ αλλά, όταν συμφωνήθηκε πως μια οπλισμένη συνοδεία θα ακολουθούσε την επιτροπή, όλοι κατέβηκαν με αναπτερωμένο το ηθικό τους. Άφησαν μονάχα λίγους άνδρες στο ισόγειο˙ περιστοιχίζονταν από τριάντα περίπου εθνοφρουρούς˙ έτσι προχώρησαν μέσα στην πόλη που κοιμόταν. Μονάχα το φεγγάρι που γλιστρούσε επάνω στις στέγες των σπιτιών σχημάτιζε αργά τις μεγεθυμένες σκιές του. Μάταια περπατούσαν με την πλάτη στους τοίχους, από πόρτα σε πόρτα, δεν μπορούσαν να διακρίνουν το παραμικρό στο βάθος του ορίζοντα, δεν έβλεπαν τίποτα και δεν άκουγαν τίποτα. Οι εθνοφρουροί από διάφορα πόστα, τους είπαν πως οι περίεργοι ήχοι ακούγονταν από την εξοχή, πέρα από τις κλειστές πύλες˙ έστησαν αυτί, αλλά δεν κατάφεραν να ακούσουν κάτι πέρα από έναν αμυδρό ήχο τον οποίο ο Γκρανού αναγνώρισε απλώς ως το βουητό του ποταμού Βιόρν.
Κάποια από τα μέλη δυσανασχέτησαν˙ αλλά, όταν συμφωνήθηκε πως μια οπλισμένη συνοδεία θα ακολουθούσε την επιτροπή, όλοι κατέβηκαν με αναπτερωμένο το ηθικό τους. Άφησαν μονάχα λίγους άνδρες στο ισόγειο˙ περιστοιχίζονταν από τριάντα περίπου εθνοφρουρούς˙ έτσι προχώρησαν μέσα στην πόλη που κοιμόταν. Μονάχα το φεγγάρι που γλιστρούσε επάνω στις στέγες των σπιτιών σχημάτιζε αργά τις μεγεθυμένες σκιές του. Μάταια περπατούσαν με την πλάτη στους τοίχους, από πόρτα σε πόρτα, δεν μπορούσαν να διακρίνουν το παραμικρό στο βάθος του ορίζοντα, δεν έβλεπαν τίποτα και δεν άκουγαν τίποτα. Οι εθνοφρουροί από διάφορα πόστα, τους είπαν πως οι περίεργοι ήχοι ακούγονταν από την εξοχή, πέρα από τις κλειστές πύλες˙ έστησαν αυτί, αλλά δεν κατάφεραν να ακούσουν κάτι πέρα από έναν αμυδρό ήχο τον οποίο ο Γκρανού αναγνώρισε απλώς ως το βουητό του ποταμού Βιόρν.
Ωστόσο παρέμεναν ανήσυχοι˙ ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στο δημαρχείο γεμάτοι αγωνία, παρόλο που καμώνονταν πως ανασήκωναν δήθεν αδιάφορα τους ώμους και αντιμετώπιζαν τον Ρουντιέ ως δειλό και ονειροπαρμένο, όταν ο Ρουγκόν, που ήθελε ειλικρινά να καθησυχάσει τους φίλους του, σκέφτηκε να τους πάει να δουν την πεδιάδα σε βάθος αρκετών χιλιομέτρων. Οδήγησε τη μικρή ομάδα στην περιοχή του Σαιν Μαρκ και χτύπησε την εξώθυρα του μεγάρου του Βαλκεράς.
Ο κόμης με το ξέσπασμα των πρώτων αναταραχών φρόντισε να φύγει για τον κάστρο του στο Κορμπιέρ. Στο αρχοντικό δεν υπήρχε κανένας εξόν από τον μαρκήσιο ντε Καρναβάν. Αυτός από την περασμένη νύχτα είχε πολύ σοφά επιλέξει να παραμείνει σε απόσταση, όχι επειδή φοβόταν αλλά γιατί δεν ήθελε επ’ ουδενί να τον δουν στο πλευρό του Ρουγκόν κατά την κρίσιμη ώρα. Κατά βάθος φλεγόταν από περιέργεια˙ είχε υποχρεωθεί να παραμείνει κλειδωμένος εμποδίζοντας τον εαυτό του να τρέξει ως το κίτρινο σαλόνι για να δει τις τρομερές μηχανορραφίες που συνέβαιναν εκεί μέσα. Όταν ο υπηρέτης του ήρθε να τον πληροφορήσει για τους κυρίους που περίμεναν κάτω και τον ζητούσαν, δεν μπορούσε να συγκρατηθεί ούτε για ένα λεπτό, σηκώθηκε και κατέβηκε γεμάτος βιασύνη.
«Αγαπητέ μου μαρκήσιε, είπε ο Ρουγκόν συστήνοντάς του τα μέλη της δημοτικής επιτροπής, θέλουμε να σας ζητήσουμε μία χάρη. Μπορείτε να μας επιτρέψετε να πάμε στον κήπο της επαύλεως;
Μα φυσικά, απάντησε έκπληκτος ο μαρκήσιος, θα σας οδηγήσω εγώ ο ίδιος ως εκεί».
Στη διαδρομή πληροφορήθηκε περί τίνος επρόκειτο. Ο κήπος κατέληγε σε έναν εξώστη από τον οποίο φαινόταν η ανοιχτή πεδιάδα˙ σε εκείνο το σημείο ένα μεγάλο τμήμα του προμαχώνα είχε καταρρεύσει και η θέα απλωνόταν ανεμπόδιστη ως το βάθος του ορίζοντα. Ο Ρουγκόν ήξερε πως εκεί ήταν το ιδανικότερο παρατηρητήριο. Οι εθνοφρουροί είχαν παραμείνει να φυλούν την είσοδο. Τα μέλη της επιτροπής προχώρησαν συζητώντας ως την άκρη του εξώστη και ακούμπησαν στο στηθαίο. Το μοναδικό θέαμα που ανοιγόταν μπροστά τους, τους έκανε να βουβαθούν. Πέρα, μακριά, στην κοιλάδα του Βιόρν, κατά μήκος του απέραντου κάμπου που ανοιγόταν στα δυτικά, ανάμεσα στην αλυσίδα των Γκαρίγκ και τα βουνά του Σέιγ, οι αχτίδες του φεγγαριού έρρεαν σαν ένα χλωμό ποτάμι φωτός.
Οι συστάδες των δέντρων, οι σκουρόχρωμοι βράχοι που σχημάτιζαν κατά τόπους την εντύπωση μικρών νησιών, σαν γλώσσες γης, αναδύονταν από τη λαμπερή θάλασσα. Μπορούσαν να ξεχωρίσουν στα σημεία που έστριβε ο Βιόρν, κάποιες άκρες, κάποια τμήματα του ποταμού, που αστραποβολούσαν σαν γυαλισμένες πανοπλίες μέσα στην ασημόσκονη που έπεφτε από τον ουρανό. Ήταν ένας ωκεανός, ένας κόσμος, που η νύχτα, το ψύχος, και οι μυστικοί φόβοι τον μεγέθυναν ως το άπειρο. Στην αρχή οι κύριοι δεν μπορούσαν ούτε να δουν, ούτε να ακούσουν το παραμικρό. Ο παλμός του ουρανίου φωτός και οι απομακρυσμένοι ήχοι είχαν κλείσει τα αυτιά τους και είχαν τυφλώσει τα μάτια τους. Ο Γκρανού, όντας λιγάκι ποιητής από τη φύση του, ψέλλισε συνεπαρμένος από την ειρηνική ηρεμία εκείνης της χειμωνιάτικης νυχτιάς:
Οι συστάδες των δέντρων, οι σκουρόχρωμοι βράχοι που σχημάτιζαν κατά τόπους την εντύπωση μικρών νησιών, σαν γλώσσες γης, αναδύονταν από τη λαμπερή θάλασσα. Μπορούσαν να ξεχωρίσουν στα σημεία που έστριβε ο Βιόρν, κάποιες άκρες, κάποια τμήματα του ποταμού, που αστραποβολούσαν σαν γυαλισμένες πανοπλίες μέσα στην ασημόσκονη που έπεφτε από τον ουρανό. Ήταν ένας ωκεανός, ένας κόσμος, που η νύχτα, το ψύχος, και οι μυστικοί φόβοι τον μεγέθυναν ως το άπειρο. Στην αρχή οι κύριοι δεν μπορούσαν ούτε να δουν, ούτε να ακούσουν το παραμικρό. Ο παλμός του ουρανίου φωτός και οι απομακρυσμένοι ήχοι είχαν κλείσει τα αυτιά τους και είχαν τυφλώσει τα μάτια τους. Ο Γκρανού, όντας λιγάκι ποιητής από τη φύση του, ψέλλισε συνεπαρμένος από την ειρηνική ηρεμία εκείνης της χειμωνιάτικης νυχτιάς:
- Μα, τι ωραία νύχτα κύριοι!
- Αναμφίβολα ο Ρουντιέ τα ονειρεύτηκε όλα, είπε ο Ρουγκόν με κάποια περιφρόνηση.
Αλλά ο μαρκήσιος, που είχε εξαιρετική ακοή, τέντωσε τα αυτιά του.
- Ωχ! Είπε φωναχτά, ακούω να σημαίνουν τις καμπάνες του συναγερμού.
Όλοι έσκυψαν πάνω από το στηθαίο κρατώντας την αναπνοή τους. Πράγματι από το βάθος της πεδιάδας έφτανε ο αχνός και καθαρός ήχος μιας καμπάνας. Αυτοί οι κύριοι δεν μπορούσαν να το αρνηθούν. Ήταν χωρίς αμφιβολία συναγερμός. Ο Ρουγκόν ισχυρίστηκε πως αναγνώριζε την καμπάνα του Μπεάζ, ενός χωριού που βρισκόταν πάνω από τέσσερα χιλιόμετρα μακριά. Αυτό το είπε μονάχα επειδή ήθελε να καθησυχάσει τους συντρόφους του.
«Ακούστε, ακούστε, τον διέκοψε ο μαρκήσιος. Τώρα ακούγεται η καμπάνα του Σαιν Μορ.»
Και τους υπέδειξε ένα άλλο σημείο του ορίζοντα. Πράγματι, μια δεύτερη καμπάνα ηχούσε μέσα στη λαμπερή νύχτα. Έπειτα ήχησαν δέκα καμπάνες, είκοσι καμπάνες και τα αυτιά τους, που είχαν στο μεταξύ προσαρμοστεί στις δονήσεις του σκοταδιού μπορούσαν πλέον να ακούσουν τα απελπισμένα τους κουδουνίσματα. Δυσοίωνα καλέσματα έφταναν από κάθε μεριά, σαν αγκομαχητά ετοιμοθάνατων. Σύντομα όλη η πεδιάδα έμοιαζε να σπαράζει από λυγμούς. Κανένας δεν κορόιδευε πια τον Ρουντιέ. Ο μαρκήσιος που αισθανόταν την κακεντρεχή επιθυμία να τους τρομάξει, θέλησε να τους εξηγήσει την αιτία όλων αυτών των καμπανοκρουσιών.
«Είναι, είπε, τα γειτονικά χωριά που συγκεντρώνονται για να επιτεθούν την αυγή στο Πλασσάν».
Ο Γκρανού γούρλωσε τα μάτια.
«Δεν είδατε κάτι εκεί πέρα;» Ρώτησε απότομα.
Κανένας δεν κοίταξε. Οι κύριοι είχαν κλείσει τα μάτια τους για να ακούν καλύτερα.
«Α! Σταθείτε! Ξανάρχισε μετά από μια σύντομη παύση. Εκεί, πέρα από τον Βιόρν, κοντά σε εκείνον τον σκούρο όγκο.
- Ναι το βλέπω, απάντησε ο Ρουγκόν απελπισμένα, κάποιος έχει ανάψει μια φωτιά».
Μια ακόμα φωτιά άναψε σχεδόν αμέσως απέναντι από την πρώτη κι ύστερα μια τρίτη και μια τέταρτη. Τα κόκκινα σημάδια άρχισαν να απλώνονται σε ολόκληρη την κοιλάδα, σε ίσες αποστάσεις, θυμίζοντας φανάρια τοποθετημένα κατά μήκος μιας γιγάντιας λεωφόρου. Το φεγγάρι που επισκίαζε τη λάμψη τους τα έκανε να φαίνονται σα λίμνες από αίμα. Αυτή η απειλητική λάμψη ήταν και το τελειωτικό χτύπημα για τη δημοτική επιτροπή.
«Για όνομα του θεού, ψέλλισε ο μαρκήσιος, σε ένα τόνο οξύ και χλευαστικό, αυτοί οι εγκληματίες κάνουν σινιάλα».
Και άρχισε να μετράει με ευχαρίστηση τις φωτιές για να δει, όπως είπε, περίπου πόσοι άνδρες θα τα έβαζαν με την «γενναία εθνοφρουρά του Πλασσάν». Ο Ρουγκόν ήθελε να εκφράσει κάποιες αμφιβολίες, λέγοντας πως τα χωριά είχαν πάρει τα όπλα για να προσχωρήσουν στον στρατό των ανταρτών και όχι για να επιτεθούν στην πόλη. Αλλά οι κύριοι με την σιωπηλή τους δυσαρέσκεια, απέρριψαν κάθε παρήγορη σκέψη.
«Ορίστε τώρα ακούω τη Μαρσεγιέζα» είπε ο Γκρανού με σβησμένη φωνή.
Κι αυτό ήταν όντως αλήθεια. Μάλλον κάποιο στρατιωτικό απόσπασμα πρέπει να ακολουθούσε την πορεία του Βιόρν περνώντας εκείνη την ώρα ακριβώς κάτω από την πόλη˙ η κραυγή: «Στα όπλα πολίτες! Σχηματίστε τα τάγματά σας!» έφτανε στα αυτιά τους κατά κύματα με μια παλλόμενη καθαρότητα. Ήταν μια φριχτή νύχτα. Οι κύριοι την πέρασαν γερμένοι επάνω στο στηθαίο του εξώστη, παγωμένοι από το φοβερό κρύο που έκανε, ανίκανοι να ξεκολλήσουν από το θέαμα της πεδιάδας που συνταρασσόταν από τις καμπάνες του συναγερμού και τη Μαρσεγιέζα και φλεγόταν από τις λάμψεις των σινιάλων. Η ματιά τους προσπαθούσε να χορτάσει με αυτή τη φωτισμένη θάλασσα, την στιγματισμένη από τις φλόγες που είχαν το χρώμα του αίματος˙ τέντωναν τα αυτιά τους για να ακούσουν όλη αυτή τη συγκεχυμένη φασαρία˙ στο τέλος οι αισθήσεις τους άρχισαν να τους παίζουν παιχνίδια και κατέληξαν να βλέπουν και να ακούν τα πιο τρομαχτικά πράγματα.
Για τίποτα στον κόσμο δεν θα εγκατέλειπαν αυτό το μέρος˙ αν γύριζαν την πλάτη τους θα κατέληγαν να φαντάζονται πως τους καταδίωκε ένας ολόκληρος στρατός. Όπως ορισμένοι φοβητσιάρηδες, ήθελαν να βλέπουν τον επερχόμενο κίνδυνο, ώστε να εξασφαλίσουν μια βέβαιη διαφυγή την κατάλληλη στιγμή. Λίγο πριν το ξημέρωμα, όταν το φεγγάρι είχε πια βασιλέψει και δεν μπορούσαν να δουν τίποτα μπροστά τους εκτός από μια μαύρη άβυσσο, δοκίμασαν τον πιο τρομερό φόβο. Πίστευαν πως περιβάλλονταν από αόρατους εχθρούς που σέρνονταν μέσα στο σκοτάδι, έτοιμοι να πηδήξουν στο λαιμό τους. Ο ελάχιστος θόρυβος τους έκανε να φαντάζονται πως υπήρχαν άνδρες στο κάτω μέρος του εξώστη, που συνεννοούνταν προτού σκαρφαλώσουν επάνω. Παρόλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα, τίποτα πέρα από τη μαυρίλα μέσα στην οποία κάρφωναν τις ματιές τους γεμάτοι παραφορά. Ο μαρκήσιος, σα να προσπαθούσε να τους καθησυχάσει, τους είπε με την ειρωνική φωνή του:
Για τίποτα στον κόσμο δεν θα εγκατέλειπαν αυτό το μέρος˙ αν γύριζαν την πλάτη τους θα κατέληγαν να φαντάζονται πως τους καταδίωκε ένας ολόκληρος στρατός. Όπως ορισμένοι φοβητσιάρηδες, ήθελαν να βλέπουν τον επερχόμενο κίνδυνο, ώστε να εξασφαλίσουν μια βέβαιη διαφυγή την κατάλληλη στιγμή. Λίγο πριν το ξημέρωμα, όταν το φεγγάρι είχε πια βασιλέψει και δεν μπορούσαν να δουν τίποτα μπροστά τους εκτός από μια μαύρη άβυσσο, δοκίμασαν τον πιο τρομερό φόβο. Πίστευαν πως περιβάλλονταν από αόρατους εχθρούς που σέρνονταν μέσα στο σκοτάδι, έτοιμοι να πηδήξουν στο λαιμό τους. Ο ελάχιστος θόρυβος τους έκανε να φαντάζονται πως υπήρχαν άνδρες στο κάτω μέρος του εξώστη, που συνεννοούνταν προτού σκαρφαλώσουν επάνω. Παρόλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα, τίποτα πέρα από τη μαυρίλα μέσα στην οποία κάρφωναν τις ματιές τους γεμάτοι παραφορά. Ο μαρκήσιος, σα να προσπαθούσε να τους καθησυχάσει, τους είπε με την ειρωνική φωνή του:
«Μην ανησυχείτε! Θα περιμένουν πρώτα να ξημερώσει».
Ο Ρουγκόν γκρίνιαζε. Αισθανόταν τον φόβο να τον κυριεύει για ακόμα μία φορά. Τα μαλλιά του Γκρανού άσπρισαν εντελώς. Επιτέλους πήρε να χαράζει αργά και βασανιστικά. Κι αυτή ήταν ακόμα μία άσχημη στιγμή. Όλοι αυτοί οι κύριοι περίμεναν να αντικρίσουν έναν ετοιμοπόλεμο στρατό παραταγμένο για μάχη μπροστά στην πόλη. Ειδικά εκείνο το πρωί φαίνεται πως η μέρα τεμπέλιαζε και δεν έλεγε να φανεί στο βάθος του ορίζοντα. Με τεντωμένους τους λαιμούς τους και τα μάτια καρφωμένα προσπαθούσαν να διακρίνουν κάτι μέσα στην αόριστη λευκότητα. Και μέσα στο θολό τοπίο, φαντάζονταν τερατώδεις μορφές, νόμιζαν πως η πεδιάδα είχε μεταμορφωθεί σε μια λίμνη αίματος, οι βράχοι σε πτώματα που έπλεαν στην επιφάνεια, οι συστάδες των δέντρων σε τάγματα που στέκονταν απειλητικά. Έπειτα, καθώς η το φως που μεγάλωνε άρχισε να σβήνει τα φαντάσματα, η μέρα αναδύθηκε, τόσο χλωμή, θλιμμένη και μελαγχολική, που ακόμα κι μαρκήσιος ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Δεν υπήρχαν αντάρτες, οι δρόμοι ήταν ελεύθεροι˙ αλλά η γκρίζα κοιλάδα, είχε την εγκαταλειμμένη και ψυχρή όψη ενός πνιγμένου. Οι φωτιές είχαν πια σβήσει και μονάχα οι καμπάνες ηχούσαν ακόμα. Γύρω στις οχτώ η ώρα ο Ρουγκόν διέκρινε μόνο μια μικρή ομάδα ανδρών που προχωρούσε κατά μήκος του Βιόρν.
Οι κύριοι της επιτροπής ήταν πεθαμένοι από το κρύο και την κούραση. Μη βλέποντας κανένα άμεσο κίνδυνο αποφάσισαν να ξεκουραστούν για λίγες ώρες. Ένας εθνοφρουρός παρέμεινε να φρουρεί στον εξώστη με τη διαταγή να τρέξει και να ειδοποιήσει τον Ρουντιέ αν έβλεπε από μακριά κάποια ομάδα ανταρτών. Ο Γκρανού και ο Ρουγκόν τσακισμένοι από τα συναισθήματα της νύχτας επέστρεψαν στα σπίτια τους, τα οποία σχεδόν γειτόνευαν, και στη διαδρομή ο ένας υποβάσταζε τον άλλο.
Η Φελισιτέ έβαλε τον άνδρα της να ξαπλώσει προσφέροντάς του κάθε δυνατή φροντίδα. Τον αποκάλεσε «καημένε γατούλη»˙ και του επαναλάμβανε συνεχώς πως δεν έπρεπε να παραδίνεται σε φαντασιοκοπίες και πως όλα θα είχαν αίσια έκβαση. Όμως αυτός κουνούσε το κεφάλι˙ είχε σοβαρούς λόγους να φοβάται. Τον άφησε να κοιμηθεί ως τις έντεκα. Έπειτα, αφού του έβαλε φαγητό, τον ενθάρρυνε να ξαναφύγει, δίνοντάς του να καταλάβει πως έπρεπε να προχωρήσει ως το τέλος. Στο δημαρχείο ο Ρουγκόν βρήκε μόνα τέσσερα από τα μέλη της επιτροπής˙ οι άλλοι έστειλαν τις δικαιολογίες τους˙ ήταν πολύ άρρωστοι. Ένα κύμα πανικού, με μεγαλύτερη σφοδρότητα, σάρωνε από το πρωί την πόλη.
Οι κύριοι της επιτροπής δεν κατάφεραν να κρατήσουν για λογαριασμό τους, την αλησμόνητη περασμένη νύχτα στον εξώστη του αρχοντικού των Βαλκεράς. Οι υπηρέτες τους έσπευσαν να διαδώσουν τα νέα εμπλουτίζοντάς τα με διάφορες δραματικές λεπτομέρειες. Ως εκείνη την ώρα είχε ήδη περάσει στην ιστορία η εμφάνιση της χορείας των κανιβάλων στα περίχωρα, στα υψώματα του Πλασσάν, οι οποίοι καταβρόχθιζαν τους αιχμαλώτους τους και των μαγισσών που συγκεντρωμένες γύρω από τα τσουκάλια τους έβραζαν μικρά παιδιά, την ώρα που ατέλειωτες ορδές ληστών περνούσαν από εκεί, βαστώντας όπλα που άστραφταν στο φεγγαρόφωτο. Κάποιος έκανε λόγο για τις καμπάνες που ηχούσαν χωρίς να τις χτυπά ανθρώπινο χέρι, σημαίνοντας συναγερμό μέσα στην ερημιά, και κάποιος άλλος διαβεβαίωνε πως οι αντάρτες είχαν βάλει φωτιά στα γύρω δάση και πως καιγόταν ολόκληρος ο τόπος.
Οι κύριοι της επιτροπής δεν κατάφεραν να κρατήσουν για λογαριασμό τους, την αλησμόνητη περασμένη νύχτα στον εξώστη του αρχοντικού των Βαλκεράς. Οι υπηρέτες τους έσπευσαν να διαδώσουν τα νέα εμπλουτίζοντάς τα με διάφορες δραματικές λεπτομέρειες. Ως εκείνη την ώρα είχε ήδη περάσει στην ιστορία η εμφάνιση της χορείας των κανιβάλων στα περίχωρα, στα υψώματα του Πλασσάν, οι οποίοι καταβρόχθιζαν τους αιχμαλώτους τους και των μαγισσών που συγκεντρωμένες γύρω από τα τσουκάλια τους έβραζαν μικρά παιδιά, την ώρα που ατέλειωτες ορδές ληστών περνούσαν από εκεί, βαστώντας όπλα που άστραφταν στο φεγγαρόφωτο. Κάποιος έκανε λόγο για τις καμπάνες που ηχούσαν χωρίς να τις χτυπά ανθρώπινο χέρι, σημαίνοντας συναγερμό μέσα στην ερημιά, και κάποιος άλλος διαβεβαίωνε πως οι αντάρτες είχαν βάλει φωτιά στα γύρω δάση και πως καιγόταν ολόκληρος ο τόπος.
Ήταν Τετάρτη, που στο Πλασσάν ήταν η μέρα της αγοράς˙ ο Ρουντιέ έκρινε πως έπρεπε να ανοίξει τις πύλες και να επιτρέψει την είσοδο σε λίγες αγρότισσες που κουβαλούσαν τα λαχανικά, το βούτυρο και τα αυγά τους. Μόλις συγκεντρώθηκε η δημοτική επιτροπή, η οποία πλέον δεν αριθμούσε περισσότερα από πέντε μέλη, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου, δήλωσε πως αυτή η ενέργεια αποτελούσε ασυγχώρητη επιπολαιότητα. Παρόλο που ο φρουρός που είχε παραμείνει στη έπαυλη του Βαλκεράς δεν είχε δει το παραμικρό, ήταν απαραίτητο η πόλη να παραμείνει κλειστή. Τότε ο Ρουγκόν αποφάσισε να στείλει ένα ντελάλη που με την συνοδεία ενός τυμπανιστή, θα έπαιρνε τους δρόμους για να κηρύξει πως η πόλη βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας, και να ανακοινώσει στους κατοίκους πως όποιος έφευγε δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να επιστρέψει. Οι πύλες έκλεισαν επισήμως μέρα μεσημέρι. Αυτό το μέτρο, που πάρθηκε για να καθησυχάσει τους κατοίκους, εκτίναξε τον φόβο σε ύψη δυσθεώρητα. Και τίποτα δεν ήταν πιο αλλόκοτο από την εικόνα αυτής της κλειδωμένης πόλης, που ασφάλιζε τους σύρτες , κάτω από τον λαμπερό ήλιο, στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Όταν το Πλασσάν κλειδαμπαρώθηκε μέσα στη σφιχτοδεμένη ζώνη των τειχών του, όταν πλέον ταμπουρώθηκε σαν πολιορκημένο φρούριο την ώρα επικείμενης επίθεσης, μια θανατερή αγωνία πέρασε ανάμεσα στα πένθιμα σπίτια. Κάθε τρεις και λίγο, βρισκόταν κάποιος που νόμιζε πως άκουγε μέσα από το κέντρο της πόλης, να ξεσπούν πυροβολισμοί προερχόμενοι από τα προάστια. Δεν είχαν την ελάχιστη ιδέα για το τι συνέβαινε, άλλοι κρύβονταν στα υπόγεια, άλλη σε καμιά περιφραγμένη τρύπα, αναμένοντας με αγωνία είτε τη σωτηρία είτε το τελειωτικό χτύπημα. Τις δύο τελευταίες ημέρες οι ομάδες των ανταρτών που όργωναν την εξοχή, είχαν αποκόψει κάθε επικοινωνία.
Το Πλασσάν, περιορισμένο μέσα στο αδιέξοδο στο οποίο ήταν χτισμένο, είχε αποκοπεί από την υπόλοιπη Γαλλία. Όλοι νόμιζαν πως ολόκληρη η ύπαιθρος είχε επαναστατήσει˙ ολόγυρά τους ηχούσαν οι καμπάνες και η Μαρσεγιέζα βροντολαλούσε, σαν ξεχειλισμένος, ορμητικός χείμαρρος. Η πόλη έτρεμε εγκαταλειμμένη, σαν λεία παρατημένη για τους νικητές και οι περιπατητές της λεωφόρου Σωβέρ μεταπηδούσαν ασταμάτητα από τον φόβο στην ελπίδα, καθώς φαντάζοντας ότι έβλεπαν άλλοτε τις μπλούζες των ανταρτών, άλλοτε τις στολές των στρατιωτών, να διασχίζουν τη Μεγάλη Πύλη. Ποτέ μια Υπονομαρχία, μπουντρουμιασμένη μέσα στα ετοιμόρροπα τείχη της δεν είχε γνωρίσει μεγαλύτερη αγωνία.
Το Πλασσάν, περιορισμένο μέσα στο αδιέξοδο στο οποίο ήταν χτισμένο, είχε αποκοπεί από την υπόλοιπη Γαλλία. Όλοι νόμιζαν πως ολόκληρη η ύπαιθρος είχε επαναστατήσει˙ ολόγυρά τους ηχούσαν οι καμπάνες και η Μαρσεγιέζα βροντολαλούσε, σαν ξεχειλισμένος, ορμητικός χείμαρρος. Η πόλη έτρεμε εγκαταλειμμένη, σαν λεία παρατημένη για τους νικητές και οι περιπατητές της λεωφόρου Σωβέρ μεταπηδούσαν ασταμάτητα από τον φόβο στην ελπίδα, καθώς φαντάζοντας ότι έβλεπαν άλλοτε τις μπλούζες των ανταρτών, άλλοτε τις στολές των στρατιωτών, να διασχίζουν τη Μεγάλη Πύλη. Ποτέ μια Υπονομαρχία, μπουντρουμιασμένη μέσα στα ετοιμόρροπα τείχη της δεν είχε γνωρίσει μεγαλύτερη αγωνία.
Γύρω στις δύο η ώρα διαδόθηκε η φήμη πως το πραξικόπημα είχε αποτύχει˙ ο πρίγκιπας – πρόεδρος είχε φυλακιστεί στο κάστρο της Βενσέν˙ το Παρίσι βρισκόταν στα χέρια των πιο διαβόητων δημαγωγών˙ Η Μασσαλία, η Τουλόν, το Ντραγκινιάν, όλος ο Νότος ανήκε πλέον στον νικηφόρο επαναστατικό στρατό. Οι αντάρτες επρόκειτο να φτάσουν το βράδυ για σφάξουν τους πάντες στο Πλασσάν.
Μια αντιπροσωπεία πήγε στο δημαρχείο παραπονούμενη στη δημοτική επιτροπή για το κλείσιμο των πυλών, καθώς κάτι τέτοιο θα αύξανε μονάχα το μένος των ανταρτών. Ο Ρουγκόν που κόντευε να τρελαθεί εντελώς, υπερασπίστηκε τις εντολές του με όση δύναμη του είχε απομείνει˙ θεωρούσε πως αυτό το κλειδαμπάρωμα ήταν η εξυπνότερη πράξη της διοίκησής του˙δικαιολόγησε τις πράξεις του χρησιμοποιώντας τα πιο πειστικά επιχειρήματα. Όμως ένιωσε εκτεθειμένος, όταν οι άλλοι τον ρώτησαν πού ήταν οι στρατιώτες, το σύνταγμα που τους είχε υποσχεθεί. Τότε άρχισε να ψεύδεται και τους είπε κατάμουτρα πως ποτέ δεν τους είχε υποσχεθεί κάτι τέτοιο. Η απουσία αυτού του θρυλικού συντάγματος το οποίο οι κάτοικοι προσδοκούσαν σε βαθμό που ονειρεύονταν την άφιξή του, αποτελούσε την κύρια αιτία του πανικού. Διάφοροι μάλιστα, όντες εξαιρετικά πληροφορημένοι δεν δίσταζαν να κατονομάσουν την ακριβή τοποθεσία στην οποία οι στρατιώτες είχαν αφανιστεί.
Στις τέσσερις η ώρα ο Ρουγκόν, ακολουθούμενος από τον Γκρανού, πέρασε ξανά από την έπαυλη του Βαλκεράς. Μικρές ομάδες ανδρών συνέχιζαν να περνούν από μακριά, διασχίζοντας την κοιλάδα του Βιόρν με σκοπό να ενωθούν με τους αντάρτες στο Ορσέρ. Όλη τη μέρα η πιτσιρικαρία δεν σταματούσε να σκαρφαλώνει στα τείχη και κάμποσοι πολίτες είχαν επίσης έρθει για να ρίξουν μια ματιά μέσα από τις πολεμίστρες. Αυτοί οι αυτόκλητοι φρουροί συντηρούσαν τον τρόμο της πόλης, μετρώντας τις διάφορες ομάδες των περαστικών περνώντας τες για τίποτε τρομερά στρατιωτικά αποσπάσματα. Όλοι αυτοί οι φοβητσιάρηδες νόμιζαν πως παρακολουθούσαν τις προετοιμασίες κάποιας παγκόσμιας σύρραξης. Κατά το σούρουπο, ο πανικός, ακριβώς όπως και το προηγούμενο βράδυ, άρχισε να απλώνεται παντού.
Κατά την επιστροφή τους στο δημαρχείο ο Ρουγκόν και ο αχώριστος σύντροφός του Γκρανού, παραδέχτηκαν πως η κατάσταση είχε γίνει πλέον ανυπόφορη. Κατά τη διάρκεια της απουσίας τους, ακόμα ένα μέρος της επιτροπής είχε εξαφανιστεί. Είχαν απομείνει μόνο τρία άτομα. Αισθάνονταν γελοίοι που κάθονταν εκεί με τις ώρες, να κοιτάζονται, κατάχλωμοι, χωρίς να έχουν τίποτα να πουν. Επιπλέον τους έπιανε τρόμος και μόνο στη σκέψη του να περάσουν μια δεύτερη νύχτα στην έπαυλη του Βαλκεράς.
Ο Ρουγκόν δήλωσε με κάθε σοβαρότητα πως, εφόσον η κατάσταση των πραγμάτων παρέμενε αμετάβλητη, δεν υπήρχε λόγος να παραμένουν εκεί. Αν προέκυπτε κάτι σοβαρό θα ερχόταν κάποιος να τους ενημερώσει. Το συμβούλιο αποφάσισε παμψηφεί να ανατεθεί στον Ρουντιέ το έργο της προσωρινής διοικήσεως. Ο καημένος ο Ρουντιέ, που είχε ξαναθυμηθεί τα νιάτα του, όταν βρισκόταν στην εθνοφρουρά του Παρισιού, επί Λουδοβίκου – Φιλίππου, φυλούσε σκοπιά στη Μεγάλη Πύλη, με μεγάλη ευσυνειδησία.
Ο Πιέρ επέστρεψε στο σπίτι του με κομμένα τα φτερά του, γλιστρώντας ανάμεσα στους ίσκιους των σπιτιών. Αισθανόταν ολόγυρά του το Πλασσάν, να τον περιβάλλει με εχθρικές διαθέσεις. Άκουγε το όνομά του να κυκλοφορεί ανάμεσα στις διάφορες παρέες, συνοδευόμενο από εκφράσεις οργής και περιφρόνησης. Ανέβηκε τις σκάλες καταϊδρωμένος, με βήμα ασταθές. Η Φελισιτέ τον υποδέχτηκε αμίλητη και σιωπηλή. Είχε κι αυτή αρχίσει επίσης να απελπίζεται. Όλα τους τα όνειρα κατέρρεαν. Στάθηκαν εκεί, στο κίτρινο σαλόνι, κοιτώντας ο ένας τον άλλο καταπρόσωπο.
Η μέρα αργόσβηνε, αυτή η βρώμικη μέρα του χειμώνα, που έβαφε με σκούρα χρώματα την πορτοκαλί ταπετσαρία με τα μεγάλα λουλουδένια σχέδια. Ποτέ πριν το δωμάτιο δεν είχε μια τόσο ξεφτισμένη, άθλια, κουρελιασμένη όψη. Και σε μια τέτοια στιγμή, βρίσκονταν ολομόναχοι˙ τώρα δεν περιστοιχίζονταν, όπως εχθές, από αυλοκόλακες που τους συνέχαιραν. Χρειάστηκε μόνο μια μέρα για τους ξεπεράσουν πάνω στην ώρα που γιόρταζαν τη νίκη τους. Αν την αυριανή δεν άλλαζε η κατάσταση, το παιχνίδι ήταν χαμένο. Η Φελισιτέ, η οποία την προηγούμενη ημέρα σκεφτόταν τις πεδιάδες του Αούστερλιτς κοιτάζοντας τα ερείπια του κίτρινου σαλονιού, σκεφτόταν τώρα, βλέποντας το έρημο κι εγκαταλειμμένο δωμάτιο, το καταραμένο πεδίο του Βατερλό.
Η μέρα αργόσβηνε, αυτή η βρώμικη μέρα του χειμώνα, που έβαφε με σκούρα χρώματα την πορτοκαλί ταπετσαρία με τα μεγάλα λουλουδένια σχέδια. Ποτέ πριν το δωμάτιο δεν είχε μια τόσο ξεφτισμένη, άθλια, κουρελιασμένη όψη. Και σε μια τέτοια στιγμή, βρίσκονταν ολομόναχοι˙ τώρα δεν περιστοιχίζονταν, όπως εχθές, από αυλοκόλακες που τους συνέχαιραν. Χρειάστηκε μόνο μια μέρα για τους ξεπεράσουν πάνω στην ώρα που γιόρταζαν τη νίκη τους. Αν την αυριανή δεν άλλαζε η κατάσταση, το παιχνίδι ήταν χαμένο. Η Φελισιτέ, η οποία την προηγούμενη ημέρα σκεφτόταν τις πεδιάδες του Αούστερλιτς κοιτάζοντας τα ερείπια του κίτρινου σαλονιού, σκεφτόταν τώρα, βλέποντας το έρημο κι εγκαταλειμμένο δωμάτιο, το καταραμένο πεδίο του Βατερλό.
Έπειτα, καθώς ο άνδρας της δεν έλεγε τίποτα, προχώρησε μηχανικά ως το παράθυρο, εκείνο το παράθυρο από το οποίο είχε εισπνεύσει την απολαυστική ευωδιά ολόκληρης της πόλης. Είδε εκεί κάτω πολλές ομάδες ανθρώπων συγκεντρωμένες στην πλατεία˙ έκλεισε τα παντζούρια βλέποντας ορισμένα κεφάλια να στρέφονται προς το σπίτι τους, φοβούμενη μήπως τους γιουχάρουν. Σίγουρα για εκείνους κουβέντιαζαν˙ αυτή τουλάχιστον ήταν η αίσθηση που είχε.
Διάφορες φωνές ακούγονταν μέσα στο σύθαμπο. Ένας δικηγόρος ωρυόταν σαν συνήγορος που φωνάζει σε θριαμβευτικό τόνο.
«Αυτό που σας λέω, οι αντάρτες έφυγαν από μόνοι τους και δεν θα ζητήσουν την άδεια των σαράντα ενός για να επιστρέψουν. Σαράντα ένας! Τι ωραία φάρσα! Εγώ προσωπικά, πιστεύω πως ήταν τουλάχιστον διακόσιοι.
- Μα όχι, είπε ένας εύσωμος έμπορος, ένας λαδέμπορος που παρίστανε τον τρανό πολιτικό, πιθανώς να μην ήταν ούτε καν δέκα. Γιατί σε τελική ανάλυση δεν έγινε καμία μάχη˙ διαφορετικά θα βλέπαμε κάμποσο αίμα το επόμενο πρωί. Εγώ που σου μιλάω, πήγα στο δημαρχείο για να δω˙ η αυλή ήταν πεντακάθαρη σαν την παλάμη μου».
Ένας εργάτης που είχε χωθεί δειλά μέσα στην ομάδα προσέθεσε:
«Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη επιδεξιότητα για την κατάληψη του δημαρχείου. Οι πόρτες δεν ήταν καν κλειδωμένες».
Γέλια ακολούθησαν αυτή την παρατήρηση και ο εργάτης, ενθαρρυμένος, συνέχισε:
«Οι Ρουγκόν, είναι γνωστοί, πρόκειται για κακή φάρα».
Αυτή η προσβολή χτύπησε κατάστηθα τη Φελισιτέ. Η αχαριστία αυτών των ανθρώπων την ενοχλούσε, γιατί είχε και η ίδια καταλήξει να πιστεύει στην αποστολή των Ρουγκόν. Κάλεσε τον σύζυγό της˙ ήθελε να πάρει κι αυτός ένα μάθημα σχετικά με την αστάθεια του πλήθους.
«Είναι σαν τον καθρέφτη τους, συνέχισε ο δικηγόρος˙ τι σαματά που έκαναν για εκείνον τον κακορίζικο σπασμένο καθρέφτη! Ξέρετε, ο Ρουγκόν είναι ικανός να τον πυροβόλησε μονάχα για μας κάνει να πιστέψουμε πως έγινε μάχη».
Ο Πιέρ συγκράτησε έναν πονεμένο αναστεναγμό. Τώρα δεν πίστευαν ούτε καν στον καθρέφτη του. Σύντομα κάποιος θα έφτανε στο σημείο να υποστηρίξει πως ούτε η σφαίρα πέρασε ξυστά από το αυτί του. Ο θρύλος των Ρουγκόν θα έσβηνε και τίποτα δεν θα απέμενε από τη δόξα τους. Όμως δεν είχε φτάσει ακόμα στο τέλος του μαρτυρίου του. Οι ομάδες του γύριζαν την πλάτη με την ίδια ευκολία που την προηγουμένη τον χειροκροτούσαν. Ένας πρώην πιλοποιός, ένας ηλικιωμένος άνδρας γύρω στα εβδομήντα, που είχε παλιότερα το εργοστάσιό του στα προάστια, άρχισε να σκαλίζει το παρελθόν του Ρουγκόν. Μιλούσε με γενικολογίες, με τους δισταγμούς που προκαλεί η φθίνουσα μνήμη, για την περιουσία των Φουκ, την Αντελαΐντ και τους έρωτές της για έναν λαθρέμπορο. Είπε αρκετά ώστε να αναζωπυρωθούν τα κουτσομπολιά.
Οι ανακατωσούρηδες πλησίασαν ακόμα πιο κοντά˙οι λέξεις κανάγιες, κλέφτες και αδιάντροποι σκευωροί ανέβηκαν ως τα κλεισμένα πατζούρια, πίσω από τα οποία ο Πιέρ και η Φελισιτέ ίδρωναν από τον φόβο και την οργή τους. Ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να αισθανθούν συμπόνια για τον Μακάρ. Αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα. Χτες ο Ρουγκόν ήταν ο Βρούτος, μια στωική καρδιά που θυσίασε τους αγαπημένους του στο βωμό της πατρίδας˙ σήμερα ο Ρουγκόν δεν ήταν άλλο παρά ένας χυδαίος φιλόδοξος που πάτησε επάνω στο πτώμα του φτωχού αδερφού του, και τον χρησιμοποίησε ως σκαλοπάτι προκειμένου να κάνει την τύχη του.
Οι ανακατωσούρηδες πλησίασαν ακόμα πιο κοντά˙οι λέξεις κανάγιες, κλέφτες και αδιάντροποι σκευωροί ανέβηκαν ως τα κλεισμένα πατζούρια, πίσω από τα οποία ο Πιέρ και η Φελισιτέ ίδρωναν από τον φόβο και την οργή τους. Ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να αισθανθούν συμπόνια για τον Μακάρ. Αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα. Χτες ο Ρουγκόν ήταν ο Βρούτος, μια στωική καρδιά που θυσίασε τους αγαπημένους του στο βωμό της πατρίδας˙ σήμερα ο Ρουγκόν δεν ήταν άλλο παρά ένας χυδαίος φιλόδοξος που πάτησε επάνω στο πτώμα του φτωχού αδερφού του, και τον χρησιμοποίησε ως σκαλοπάτι προκειμένου να κάνει την τύχη του.
«Ακούς, ακούς, μουρμούρισε ο Πιέρ με ραγισμένη φωνή. Αχ! Τα καθάρματα μας καταρρακώνουν˙ δε θα συνέλθουμε ποτέ πια μετά από κάτι σαν κι αυτό».
Η Φελισιτέ έξαλλη, ταμπουρωμένη πίσω από τα παραθυρόφυλλα, με σφιγμένες τις γροθιές της, του απάντησε:
«Άσε τους να λένε. Αν ξαναπάρουμε το πάνω χέρι, θα δούνε όλοι τους από τι πάστα είμαι καμωμένη. Ξέρω από πού προέρχονται τα χτυπήματα. Η νέα πόλη μας απεχθάνεται».
Είχε μαντέψει σωστά. Η ξαφνική δυσμένεια των Ρουγκόν ήταν έργο μιας ομάδας δικηγόρων που είχαν ενοχληθεί από τη σημασία που είχε αποχτήσει αυτός ο αμόρφωτος πρώην λαδέμπορος του οποίου η επιχείρηση είχε κινδυνεύσει από την χρεοκοπία. Η συνοικία του Σαιν Μαρκ εδώ και δυο μέρες ήταν σαν πεθαμένη. Μονάχα η παλιά συνοικία και η νέα πόλη παρέμεναν παρούσες. Η τελευταία μάλιστα είχε επωφεληθεί από τον πανικό προκειμένου να μειώσει το κίτρινο σαλόνι στις συνειδήσεις των εμπόρων και των εργατών. Ο Ρουντιέ και ο Γκρανού ήταν άριστοι άνδρες, αξιότιμοι πολίτες που είχαν παρασυρθεί από τις ίντριγκες των Ρουγκόν. Κάποιος έπρεπε να τους ανοίξει τα μάτια. Σάμπως δεν θα ήταν ορθότερο, αντί για εκείνον τον κοιλαρά, αδέκαρο ζήτουλα, να καθίσει ο κύριος Ισιντόρ Γκρανού στην πολυθρόνα του δημάρχου;
Από εκεί ξεκινούσαν οι κακόβουλοι και συνέχιζαν με τις μομφές ενάντια στη διοίκηση του Ρουγκόν, ο οποίος μόλις την περασμένη ημέρα είχε αναλάβει τα καθήκοντά του. Δεν είχε το δικαίωμα να παρακρατήσει τις αρμοδιότητες του παλιού δημοτικού συμβουλίου˙ είχε διαπράξει μέγιστη ανοησία κρατώντας τις πύλες κλειστές˙ εξαιτία της δικής του ανοησίας, πέντε μέλη της προσωρινής επιτροπής είχαν αρπάξει πνευμονία στον εξώστη της επαύλεως του Βαλκεράς. Και το κακό δεν σταματούσε εκεί. Ακόμα και οι δημοκρατικοί σήκωσαν κεφάλι. Κάποιος έκανε λόγο για την πιθανότητα μιας ξαφνικής επίθεσης των εργατών του προαστίου ενάντια στο δημαρχείο. Το αντιδραστικό κίνημα ασφυκτιούσε.
Από εκεί ξεκινούσαν οι κακόβουλοι και συνέχιζαν με τις μομφές ενάντια στη διοίκηση του Ρουγκόν, ο οποίος μόλις την περασμένη ημέρα είχε αναλάβει τα καθήκοντά του. Δεν είχε το δικαίωμα να παρακρατήσει τις αρμοδιότητες του παλιού δημοτικού συμβουλίου˙ είχε διαπράξει μέγιστη ανοησία κρατώντας τις πύλες κλειστές˙ εξαιτία της δικής του ανοησίας, πέντε μέλη της προσωρινής επιτροπής είχαν αρπάξει πνευμονία στον εξώστη της επαύλεως του Βαλκεράς. Και το κακό δεν σταματούσε εκεί. Ακόμα και οι δημοκρατικοί σήκωσαν κεφάλι. Κάποιος έκανε λόγο για την πιθανότητα μιας ξαφνικής επίθεσης των εργατών του προαστίου ενάντια στο δημαρχείο. Το αντιδραστικό κίνημα ασφυκτιούσε.
Ο Πιέρ μπροστά σε αυτή την κατάρρευση των ελπίδων του, άρχισε να σκέφτεται πάνω σε ποιος θα μπορούσε να βασιστεί για βοήθεια, στην περίπτωση που οι συνθήκες το απαιτούσαν.
«Ο Αριστίντ, ρώτησε ο Ρουγκόν, δεν ήταν να έρθει απόψε από εδώ, για να συμφιλιωθεί μαζί μας;
- Ναι, απάντησε η Φελισιτέ. Μου υποσχέθηκε πως θα έγραφε ένα θετικά διακείμενο άρθρο. Όμως ο Ανεξάρτητος δεν κυκλοφόρησε ακόμα…»
Όμως ο άνδρας της την διέκοψε λέγοντας:
«Ε! Αυτός δεν είναι που βγαίνει από το κτίριο της Υπονομαρχίας;
Η γηραιά γυναίκα έριξε μια φευγαλέα ματιά.
«Έβαλε ξανά το χέρι του στην δέστρα!» είπε με δυνατή φωνή.
Ο Αριστίντ, πράγματι, είχε τυλίξει το χέρι του για ακόμα μία φορά. Η Αυτοκρατορία κατέρρεε και η Δημοκρατία δεν είχε θριαμβεύσει, οπότε μετά από προσεκτική σκέψη αποφάσισε να ξαναρχίσει να καμώνεται τον τραυματισμένο. Διάβηκε με ύπουλο βήμα την πλατεία, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του˙ έπειτα, καθώς αναμφίβολα άκουσε διάφορες επικίνδυνες και υποτιμητικές παρατηρήσεις από τη μεριά του πλήθους, βιάστηκε να στρίψει στη γωνία της οδού ντε λα Μπαν.
«Αχ! Δεν πρόκειται να ανέβει στο σπίτι μας, είπε η Φελισιτέ πικραμένη. Πιάσαμε πάτο… Ακόμα και τα ίδια μας τα παιδιά, μας εγκατέλειψαν!».
Έκλεισε βίαια το παράθυρο μη θέλοντας ούτε να δει ούτε να ακούσει τίποτα πια. Στη συνέχεια, αφού άναψε τη λάμπα, δείπνησαν, αποθαρρυμένοι και ανόρεχτοι, αφήνοντας σχεδόν όλο το φαγητό τους στο πιάτο. Τους απόμεναν μόνο μερικές ώρες για να δράσουν αποτελεσματικά. Έπρεπε ως την αυγή να κρατούν το Πλασσάν στο χέρι και να το υποχρεώσουν να ικετεύσει για άφεση, διαφορετικά θα έπρεπε να ξεχάσουν οριστικά την περιουσία των ονείρων τους. Η παντελής απουσία αξιόπιστων ειδήσεων ήταν η μοναδική αιτία της αγχωμένης τους αναποφασιστικότητας.
Η Φελισιτέ με την οξυδέρκεια του πνεύματός της το κατάλαβε αυτό πολύ γρήγορα. Αν κατάφερναν να πληροφορηθούν την έκβαση του πραξικοπήματος τότε θα μπορούσαν είτε να το τραβήξουν συνεχίζοντας να παίζουν το ρόλο των σωτήρων, είτε θα φρόντιζαν να ξεχάσουν μια ώρα αρχύτερα την αποτυχημένη τους εκστρατεία. Όμως δεν είχαν καμία ακριβή πληροφόρηση και κόντευαν να χάσουν το μυαλό τους, σκεπτόμενοι πως έπαιζαν την περιουσία τους σε μια ζαριά, αγνοώντας τα τεκταινόμενα, γεγονός που τους έλουζε με κρύο ιδρώτα.
Η Φελισιτέ με την οξυδέρκεια του πνεύματός της το κατάλαβε αυτό πολύ γρήγορα. Αν κατάφερναν να πληροφορηθούν την έκβαση του πραξικοπήματος τότε θα μπορούσαν είτε να το τραβήξουν συνεχίζοντας να παίζουν το ρόλο των σωτήρων, είτε θα φρόντιζαν να ξεχάσουν μια ώρα αρχύτερα την αποτυχημένη τους εκστρατεία. Όμως δεν είχαν καμία ακριβή πληροφόρηση και κόντευαν να χάσουν το μυαλό τους, σκεπτόμενοι πως έπαιζαν την περιουσία τους σε μια ζαριά, αγνοώντας τα τεκταινόμενα, γεγονός που τους έλουζε με κρύο ιδρώτα.
«Κι αυτό το διαβολόπαιδο ο Εζέν δεν μου έχει γράψει ακόμα! Ξεστόμισε ο Ρουγκόν σε ένα ξέσπασμα απελπισίας, χωρίς να του περνάει από το μυαλό ότι έτσι απεκάλυπτε στη γυναίκα του τη μυστική του αλληλογραφία.
Αλλά η Φελισιτέ έκανε πως δεν άκουσε. Οι φωνές του άνδρα της την είχαν ταρακουνήσει για τα καλά. Όντως γιατί άραγε ο Εζέν δεν είχε γράψει στον πατέρα του; Αφού τον ενημέρωνε τακτικότατα για την πρόοδο του σκοπού των Βοναπαρτιστών, θα έπρεπε τουλάχιστον να του έχει ανακοινώσει τον θρίαμβο ή την ήττα του πρίγκιπα Λουδοβίκου. Αυτό τουλάχιστον απαιτούσε η πιο αυτονόητη φρόνηση. Αν σιωπούσε σήμαινε μάλλον πως η νικήτρια Δημοκρατία τον είχε στείλει να συναντήσει τον διεκδικητή της εξουσίας στα μπουντρούμια της Βενσέν. Η Φελισιτέ αισθάνθηκε ένα σύγκρυο˙ η σιωπή του γιου της σκότωσε τις στερνές της ελπίδες. Εκεί τη στιγμή κάποιος έφερε τη Γκαζέττα, που ήταν ακόμα φρεσκοτυπωμένη.
«Πως! Είπε έκπληκτος ο Πιερ, τελικά ο Βουιγιέ κυκλοφόρησε την εφημερίδα του;»
.
.
Έσκισε το περιτύλιγμα, διάβασε το κεντρικό άρθρο και μόλις το τελείωσε απόμεινε άσπρος σα το πανί, σκύβοντας πάνω στην καρέκλα του.
«Ορίστε, διάβασε, είπε πάλι, δίνοντας την εφημερίδα στη Φελισιτέ.
Ήταν ένα εξαιρετικό άρθρο που εξαπέλυε μια πρωτοφανή επίθεση ενάντια στους επαναστάτες. Ποτέ πριν δεν είχε βγει τόση χολή, τόσα ψέματα, τόσες υπερβολές γεμάτες φανατισμό, από μια και μόνη πένα. Ο Βουιγιέ ξεκινούσε αναφερόμενος στην είσοδο του επαναστατικού στρατού στο Πλασσάν. Σκέτο αριστούργημα. Μέσα στο κείμενο υπήρχαν φράσεις όπως «αυτοί οι κακούργοι, αυτές οι εγκληματικές φυσιογνωμίες, τα αποβράσματα των κάτεργων» εισέβαλαν στην πόλη «μεθυσμένοι από μπράντι, λαγνεία και διάθεση για λεηλασία». Στη συνέχεια τους παρουσίασε να «περιφέρουν τον κυνισμό τους στους δρόμους, τρομοκρατώντας τους κατοίκους με τις άγριες κραυγές τους, επιδιώκοντας την διάπραξη βιασμών και δολοφονιών».
Παρακάτω η σκηνή του δημαρχείου και της σύλληψης των πολιτικών αρχών μετατράπηκε σε ατόφιο, αποτρόπαιο δράμα: «Έπειτα συνέλαβαν τους πιο αξιοσέβαστους άνδρες˙ και, όπως ο Ιησούς, έτσι και ο δήμαρχος, ο γενναίος διοικητής της εθνοφρουράς, ο διευθυντής του ταχυδρομείου, αυτός ο εξαιρετικά καλοκάγαθος δημόσιος λειτουργός, στέφθηκαν με το ακάνθινο στεφάνι από εκείνα τα άθλια υποκείμενα, τα οποία τους έφτυναν κατάμουτρα». Η επόμενη παράγραφος που ήταν αφιερωμένη στη Μιέτ και στο κόκκινο παλτό της αποτελούσε το απόγειο του λυρισμού. Ο Βουιγιέ είχε δει δέκα, είκοσι αιματολουσμένα κορίτσια: «Και ποιος δεν είδε, ανάμεσα σε αυτά τα τέρατα, τα ξεδιάντροπα, ντυμένα στα κόκκινα πλάσματα, που προφανώς είχαν κυλιστεί στο αίμα των μαρτύρων που δολοφονήθηκαν από τους ληστές κατά την διαδρομή τους ως εδώ; Κρατούσαν υψωμένες σημαίες και παραδίνονταν στις άνομες ορέξεις ολόκληρης της ορδής καταμεσής στα σταυροδρόμια».
Και ο Βουιγιέ προσέθετε με βιβλική έμφαση: «Η Δημοκρατία πάντα προχωρεί στο πλευρό της πορνείας και του φόνου». Και αυτό ήταν μονάχα το πρώτο μέρος του άρθρου˙ ολοκληρώνοντας την διήγησή του, ο εκδότης αναρωτιόταν για το αν η χώρα θα συνέχιζε να ανέχεται «την αδιαντροπιά αυτών των άγριων θηρίων που δεν σέβονταν ούτε τις περιουσίες, ούτε τους ανθρώπους»˙ καλούσε όλους τους γενναίους πολίτες, τονίζοντας πως περαιτέρω ανοχή θα σήμαινε ενθάρρυνση, και πως οι αντάρτες θα έρχονταν να πάρουν τις κόρες από τα χέρια των μανάδων και τις γυναίκες από τις αγκαλιές των συζύγων τους»˙ στο τέλος, μετά από μια πρόταση γεμάτη ευλάβεια, στην οποία δήλωνε πως ο θεός επιθυμούσε την εξόντωση των ασεβών, έκλεινε με το εξής φύσημα της σάλπιγγας: «Ακούγεται πως αυτά τα κτήνη, βρίσκονται πάλι μπροστά στις πύλες μας˙ Ε! Καλά! Ας πάρει ο καθένας μας από ένα όπλο για τους σκοτώσουμε σαν τα σκυλιά˙ εγώ ο ίδιος θα σταθώ στην πρώτη σειρά και με χαρά θα καθαρίσω τη γη από αυτά τα παράσιτα».
Παρακάτω η σκηνή του δημαρχείου και της σύλληψης των πολιτικών αρχών μετατράπηκε σε ατόφιο, αποτρόπαιο δράμα: «Έπειτα συνέλαβαν τους πιο αξιοσέβαστους άνδρες˙ και, όπως ο Ιησούς, έτσι και ο δήμαρχος, ο γενναίος διοικητής της εθνοφρουράς, ο διευθυντής του ταχυδρομείου, αυτός ο εξαιρετικά καλοκάγαθος δημόσιος λειτουργός, στέφθηκαν με το ακάνθινο στεφάνι από εκείνα τα άθλια υποκείμενα, τα οποία τους έφτυναν κατάμουτρα». Η επόμενη παράγραφος που ήταν αφιερωμένη στη Μιέτ και στο κόκκινο παλτό της αποτελούσε το απόγειο του λυρισμού. Ο Βουιγιέ είχε δει δέκα, είκοσι αιματολουσμένα κορίτσια: «Και ποιος δεν είδε, ανάμεσα σε αυτά τα τέρατα, τα ξεδιάντροπα, ντυμένα στα κόκκινα πλάσματα, που προφανώς είχαν κυλιστεί στο αίμα των μαρτύρων που δολοφονήθηκαν από τους ληστές κατά την διαδρομή τους ως εδώ; Κρατούσαν υψωμένες σημαίες και παραδίνονταν στις άνομες ορέξεις ολόκληρης της ορδής καταμεσής στα σταυροδρόμια».
Και ο Βουιγιέ προσέθετε με βιβλική έμφαση: «Η Δημοκρατία πάντα προχωρεί στο πλευρό της πορνείας και του φόνου». Και αυτό ήταν μονάχα το πρώτο μέρος του άρθρου˙ ολοκληρώνοντας την διήγησή του, ο εκδότης αναρωτιόταν για το αν η χώρα θα συνέχιζε να ανέχεται «την αδιαντροπιά αυτών των άγριων θηρίων που δεν σέβονταν ούτε τις περιουσίες, ούτε τους ανθρώπους»˙ καλούσε όλους τους γενναίους πολίτες, τονίζοντας πως περαιτέρω ανοχή θα σήμαινε ενθάρρυνση, και πως οι αντάρτες θα έρχονταν να πάρουν τις κόρες από τα χέρια των μανάδων και τις γυναίκες από τις αγκαλιές των συζύγων τους»˙ στο τέλος, μετά από μια πρόταση γεμάτη ευλάβεια, στην οποία δήλωνε πως ο θεός επιθυμούσε την εξόντωση των ασεβών, έκλεινε με το εξής φύσημα της σάλπιγγας: «Ακούγεται πως αυτά τα κτήνη, βρίσκονται πάλι μπροστά στις πύλες μας˙ Ε! Καλά! Ας πάρει ο καθένας μας από ένα όπλο για τους σκοτώσουμε σαν τα σκυλιά˙ εγώ ο ίδιος θα σταθώ στην πρώτη σειρά και με χαρά θα καθαρίσω τη γη από αυτά τα παράσιτα».
Αυτό το άρθρο, που συνδύαζε τις περιφραστικές καταχρήσεις και τις βαρύγδουπες εκφράσεις που χαρακτηρίζουν την επαρχιακή δημοσιογραφία, είχε αναστατώσει τον Ρουγκόν, ο οποίος μουρμούρισε, μόλις η Φελισιτέ ακούμπησε την Γκαζέττα στο τραπέζι:
«Α! Ο άθλιος! Μας δίνει το τελικό χτύπημα˙ τώρα όλοι θα πιστέψουν πως ήμουν εγώ ο εμπνευστής αυτού του λίβελλου.
- Μα, είπε συλλογισμένη η γυναίκα του, δε μου ανέφερες, σήμερα το πρωί, πως αρνήθηκε κατηγορηματικά να επιτεθεί ενάντια στους δημοκρατικούς; Οι φήμες τον είχαν κατατρομάξει και ήταν χλωμός σα φάντασμα, σύμφωνα με τα λόγια σου.
- Ε! Ναι, κι εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα. Όταν επέμεινα, έφτασε στο σημείο να με κατηγορήσει επειδή δεν σκότωσα όλους τους επαναστάτες… Χτες έπρεπε να γράψει αυτό το άρθρο˙ σήμερα θα μας οδηγήσει στον αφανισμό μας».
Η Φελισιτέ ήταν συνεπαρμένη από την κατάπληξή της. Τι μύγα να τσίμπησε άραγε τον Βουιγιέ; Η εικόνα αυτού του ψευτοθεοφοβούμενου, να κουβαλάει ένα τουφέκι και να πυροβολεί από τα τείχη του Πλασσάν, της φαινόταν το πιο γελοίο πράγμα που θα μπορούσε να φανταστεί. Υπήρχε σε όλη την υπόθεση μια καθοριστική αιτία, η οποία της διέφευγε. Ο Βουιγιέ το παρατραβούσε στην κριτική του και έδειχνε υπερβολική γενναιότητα, πράγμα που δε θα τολμούσε να κάνει αν ο επαναστατικός στρατός ήταν τόσο κοντά στις πύλες της πόλης.
«Είναι παλιάνθρωπος, πάντα το έλεγα, συνέχισε ο Ρουγκόν, που μόλις είχε τελειώσει τη δεύτερη ανάγνωση του άρθρου. Μάλλον έψαχνε ευκαιρία για να μας βγάλει σκάρτους. Φέρθηκα τόσο ανόητα που του άφησα την διεύθυνση του ταχυδρομείου».
Αυτό ήταν μια πραγματική επιφοίτηση. Η Φελισιτέ τινάχτηκε όρθια, λες και είχε δεχτεί μια φωτεινή αναλαμπή˙ φόρεσε το σκουφάκι της κι έριξε ένα σάλι επάνω στους ώμους της.
«Που πας; Ρώτησε παραξενεμένος ο άνδρας της. Είναι περασμένες εννιά.
- Εσύ πήγαινε για ύπνο, του απάντησε κάπως απότομα. Δεν είσαι καλά και πρέπει να ξεκουραστείς. Κοιμήσου ώσπου να επιστρέψω˙ θα σε ξυπνήσω αν χρειαστεί και θα τα κουβεντιάσουμε».
Βγήκε έξω, με το χαρακτηριστικό της αλαφροπάτημα κι έτρεξε ως το κτίριο του ταχυδρομείου. Μπήκε με φούρια στο γραφείο όπου ο Βουιγιέ συνέχιζε να εργάζεται. Αυτός, μόλις την είδε έκανε μια απότομη κίνηση που δήλωνε την ενόχλησή του.
Ποτέ πριν ο Βουιγιέ δεν είχε υπάρξει τόσο χαρούμενος. Από την στιγμή που μπόρεσε να χώσει τα δαχτυλάκια του μέσα στους ταχυδρομικούς σάκους, δοκίμασε τις πιο βαθιές απολαύσεις, την ευχαρίστηση του περίεργου ιερέα που ετοιμάζεται να γευτεί τις ομολογίες των μετανοούντων πιστών του. Όλες οι ύπουλες αδιακρισίες, όλες οι συγκεχυμένες φλυαρίες του εξομολογητηρίου, ηχούσαν στα αυτιά του. Έχωνε την μακριά, χλωμή του μύτη μέσα στις επιστολές, κοιτούσε με λατρεία τις σημειωμένες διευθύνσεις με τα περίεργα μάτια του, αφουγκραζόταν τους φακέλους, όπως οι νέοι ιερείς ακούν τις ψυχές των παρθένων. Δοκίμαζε ατελείωτες χαρές και γαργαλιστικούς πειρασμούς. Τα χιλιάδες μυστικά του Πλασσάν βρίσκονταν εκεί˙ βαστούσε στο χέρι του την τιμή των γυναικών και την τύχη των ανδρών και χρειαζόταν μονάχα να σπάσει τις σφραγίδες προκειμένου να μάθει όσα και ο αρχιεφημέριος του καθεδρικού ναού, ο οποίος εξομολογούσε τους επιφανέστερους ανθρώπους της πόλης.
Ο Βουιγιέ ήταν ένας από εκείνους τους τρομερούς, ψυχρούς και ακριβείς κουτσομπόληδες που γνωρίζουν τα πάντα αλλά δεν αποκαλύπτουν τίποτα, παρά μόνο όταν θέλουν να εξοντώσουν κάποιον. Συχνά ονειρευόταν να χώσει τα χέρια του ως τον αγκώνα μέσα στα γραμματοκιβώτια. Για εκείνον, από την χθεσινή μέρα, το γραφείο του ταχυδρομικού διευθυντή, αποτελούσε ένα μεγάλο εξομολογητήριο, γεμάτο από σκοτάδι και θρησκευτικό μυστήριο, μέσα στο οποίο λιγοθυμούσε οσφραινόμενος τους φακελωμένους ψιθύρους και τις τρεμουλιαστές ομολογίες που ανέδυαν οι στοίβες της αλληλογραφίας. Έτσι συνέχιζε ο βιβλιοπώλης ως εκείνη την ώρα τη δουλίτσα του μέσα σε απόλυτη αδιαντροπιά. Η κρίση που διαπερνούσε τη χώρα του εξασφάλιζε την ατιμωρησία. Αν οι επιστολές έφταναν με κάποια αργοπορία, αν κάποια από αυτά χάνονταν εντελώς, θα έφταιγαν εκείνα τα καθάρματα οι δημοκρατικοί, που γύριζαν στην περιοχή και είχαν διακόψει τις επικοινωνίες. Το κλείσιμο των πυλών τον είχε προς στιγμήν ενοχλήσει˙ όμως φρόντισε να συνεννοηθεί με τον Ρουντιέ έτσι ώστε τα γράμματα να περνούν και να παραδίδονται σε αυτόν απευθείας χωρίς να περνούν πρώτα από το δημαρχείο.
Ο Βουιγιέ ήταν ένας από εκείνους τους τρομερούς, ψυχρούς και ακριβείς κουτσομπόληδες που γνωρίζουν τα πάντα αλλά δεν αποκαλύπτουν τίποτα, παρά μόνο όταν θέλουν να εξοντώσουν κάποιον. Συχνά ονειρευόταν να χώσει τα χέρια του ως τον αγκώνα μέσα στα γραμματοκιβώτια. Για εκείνον, από την χθεσινή μέρα, το γραφείο του ταχυδρομικού διευθυντή, αποτελούσε ένα μεγάλο εξομολογητήριο, γεμάτο από σκοτάδι και θρησκευτικό μυστήριο, μέσα στο οποίο λιγοθυμούσε οσφραινόμενος τους φακελωμένους ψιθύρους και τις τρεμουλιαστές ομολογίες που ανέδυαν οι στοίβες της αλληλογραφίας. Έτσι συνέχιζε ο βιβλιοπώλης ως εκείνη την ώρα τη δουλίτσα του μέσα σε απόλυτη αδιαντροπιά. Η κρίση που διαπερνούσε τη χώρα του εξασφάλιζε την ατιμωρησία. Αν οι επιστολές έφταναν με κάποια αργοπορία, αν κάποια από αυτά χάνονταν εντελώς, θα έφταιγαν εκείνα τα καθάρματα οι δημοκρατικοί, που γύριζαν στην περιοχή και είχαν διακόψει τις επικοινωνίες. Το κλείσιμο των πυλών τον είχε προς στιγμήν ενοχλήσει˙ όμως φρόντισε να συνεννοηθεί με τον Ρουντιέ έτσι ώστε τα γράμματα να περνούν και να παραδίδονται σε αυτόν απευθείας χωρίς να περνούν πρώτα από το δημαρχείο.
Είναι αλήθεια πως είχε ανοίξει μόνα ορισμένα γράμματα, τα σημαντικότερα, δηλαδή εκείνα στα οποία η ευλογημένη οσφρητική του ικανότητα του υποδείκνυε πως περιείχαν νέα τα οποία θα ήταν καλό να γνωρίζει πριν από όλους τους άλλους. Έπειτα με ιδιαίτερη ευχαρίστηση φρόντισε να φυλάξει σε ένα συρτάρι, προκειμένου να διανεμηθούν αργότερα, όσες επιστολές θα μπορούσαν ρίξουν άπλετο φως στα γεγονότα και να του στερήσουν το πλεονέκτημα του να καμώνεται τον γενναίο την ώρα που ολάκερη η πόλη σκιρτούσε από φόβο. Αυτή η ευσεβής προσωπικότητα, επιλέγοντας την διεύθυνση του ταχυδρομείου, είχε καταλάβει με τρόπο μοναδικό τα συμφέροντα που παίζονταν στην συγκεκριμένη συγκυρία.
Όταν η κυρία Ρουγκόν μπήκε, εκείνος διάλεγε από μια μεγάλη στοίβα γραμμάτων και εντύπων, με τη δικαιολογία πως το δίχως άλλο τα ταξινομούσε. Σηκώθηκε χαμογελώντας ταπεινά και της πρότεινε ένα κάθισμα˙ τα κοκκινισμένα του βλέφαρα πετάρισαν φανερώνοντας την ανησυχία του.
Αλλά η Φελισιτέ δε θέλησε να καθίσει˙ είπε απότομα:
Αλλά η Φελισιτέ δε θέλησε να καθίσει˙ είπε απότομα:
«Θέλω το γράμμα».
Ο Βουιγιέ γούρλωσε τα μάτια με ένα ύφος άκρας αθωότητας.
«Ποιο γράμμα αγαπητή μου κυρία; Τη ρώτησε.
- Το γράμμα που λάβατε σήμερα το πρωί για τον σύζυγό μου… Ελάτε λοιπόν κύριε Βουιγιέ, βιάζομαι.
Και καθώς αυτός ψέλλιζε πως δεν είχε ιδέα, πως δεν είχε τίποτα υπόψη του, πως όλα αυτά ήταν πολύ παράξενα, η Φελισιτέ, συνέχισε με έναν συγκαλυμμένα απειλητικό τόνο στη φωνή της:
- Το γράμμα από το Παρίσι, του γιου μου Εζέν, ξέρετε πολύ καλά για τι πράγμα μιλάω, έτσι δεν είναι;… θα το ψάξω η ίδια».
Έκανε ένα βήμα προς τα μπρος σαν να ήθελε να εξετάσει τα διάφορα πακέτα που γέμιζαν το γραφείο. Τότε αυτός έσπευσε να πει πως θα πήγαινε να κοιτάξει. Η υπηρεσία ήταν, μοιραία, εντελώς αποδιοργανωμένη! Ίσως να υπήρχε πράγματι κάποιο γράμμα. Σε αυτή την περίπτωση θα το έβρισκαν. Άλλα ο ίδιος ορκιζόταν πως δεν το είχε δει. Καθώς μιλούσε, περιφερόταν μέσα στο γραφείο ανακατεύοντας όλα τα χαρτιά. Έπειτα άνοιξε τα συρτάρια και τους φακέλους. Η Φελισιτέ περίμενε ατάραχη.
«Μα την πίστη μου είχατε δίκιο, ορίστε ένα γράμμα για εσάς, αναφώνησε τελικά, τραβώντας μερικά χαρτιά μέσα από ένα χαρτοκιβώτιο. Α! αυτοί οι αναθεματισμένοι οι υπάλληλοι επωφελήθηκαν από την όλη αναταραχή για να μην κάνουν σωστά τη δουλειά τους».
Η Φελισιτέ πήρε το γράμμα και εξέτασε τη σφραγίδα του προσεχτικά, χωρίς να νοιάζεται που κάτι τέτοιο θα μπορούσε να πληγώσει τα αισθήματα του Βουιγιέ. Διαπίστωσε με βεβαιότητα πως ο φάκελος είχε ανοιχτεί˙ ο βιβλιοπώλης, όντας κάπως αδέξιος, είχε χρησιμοποιήσει ένα πιο σκουρόχρωμο βουλοκέρι για να το ξανασφραγίσει. Η Φελισιτέ φρόντισε να ανοίξει τον φάκελο έτσι ώστε να παραμείνει ανέγγιχτη η σφραγίδα, η οποία θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο. Ο Εζέν ανακοίνωνε με λίγες λέξεις την απόλυτη επιτυχία του πραξικοπήματος˙ είχαν νικήσει, το Παρίσι είχε υποταχθεί, η επαρχία παρέμενε αδρανής, και συμβούλευε τους γονείς του να κρατήσουν μια πολύ αυστηρή στάση απέναντι στον μεμονωμένο ξεσηκωμό που αναστάτωνε το Νότο. Τους έγραφε, κλείνοντας, πως η περιουσία τους είχε θεμελιωθεί, αρκεί να μην έδειχναν την παραμικρή αδυναμία.
Η κυρία Ρουγκόν έβαλε το γράμμα στην τσέπη της και με αργές κινήσεις κάθισε κοιτάζοντας τον Βουιγιέ κατά πρόσωπο. Εκείνος, κάνοντας τον πολυάσχολο άρχισε ξανά, με φούρια, να κάνει τη διαλογή των εγγράφων.
«Ακούστε με κύριε Βουιγιέ», του είπε.
Και καθώς αυτός σήκωσε το κεφάλι, εκείνη συνέχισε:
«Ας μιλήσουμε με ανοιχτά τα χαρτιά μας, τι λέτε κι εσείς; Διαπράξατε σφάλμα προδίδοντάς μας, κάτι τέτοια θα μπορούσε να γίνει η πηγή της δυστυχίας σας. Αν αντί να ανοίγετε τα γράμματά μας…»
Αυτός διαμαρτυρήθηκε, καμώθηκε τον προσβεβλημένο. Όμως η Φελισιτέ συνέχισε σε ήρεμο τόνο:
«Ξέρω, ξέρω την τακτική σας, ποτέ δεν ομολογείτε… για να δούμε, χωρίς πολλά περιττά λόγια, τι συμφέρον έχετε να υπηρετήσετε το πραξικόπημα;»
Και καθώς εκείνος συνέχιζε να υποστηρίζει την απόλυτη αθωότητά του, έχασε τελικά την υπομονή της.
«Με περνάτε για ηλίθια! Φώναξε. Διάβασα το άρθρο σας… καλά θα κάνετε να μη μας πηγαίνετε κόντρα».
Τότε ο Βουιγιέ, χωρίς να παραδεχτεί τίποτα, ομολόγησε ευθέως πως επιθυμούσε την πελατεία του κολεγίου. Παλιότερα προμήθευε ο ίδιος στο ίδρυμα τα σχολικά εγχειρίδια. Αλλά είχε μαθευτεί πως προμήθευε με πορνογραφικό υλικό τους μαθητές, σε τόσο μεγάλες ποσότητες που τα θρανία κατέληξαν να ξεχειλίζουν από γκραβούρες και άσεμνα έργα. Τότε μάλιστα κόντεψε να καταλήξει στο πταισματοδικείο. Έκτοτε επιθυμούσε διακαώς να ξανακερδίσει την εύνοια των διευθυντών του ιδρύματος.
Η Φελισιτέ παραξενεύτηκε από τις ταπεινές του φιλοδοξίες. Μάλιστα δεν του έκρυψε την κατάπληξή της. Να παραβιάζει την αλληλογραφία και να ρισκάρει να βρεθεί στα κάτεργα προκειμένου να πουλήσει μερικά λεξικά!
«Ε! της απάντησε αυτός με τσιριχτή φωνή, μιλάμε για σίγουρες πωλήσεις των τεσσάρων με πέντε χιλιάδων φράγκων το χρόνο. Εγώ δεν ονειρεύομαι το άπιαστο όπως ορισμένοι άνθρωποι».
Εκείνη δεν έδωσε καμία σημασία στους υπαινιγμούς του. Ούτε ανέφερε κάτι παραπάνω για τα ανοιγμένα γράμματα. Μια συνθήκη συμμαχίας είχε μόλις συναφθεί σύμφωνα με την οποία ο Βουιγιέ δεν θα διέδιδε καμία είδηση ούτε θα προέβαινε στην οποιαδήποτε ενέργεια, υπό τον όρο ότι οι Ρουγκόν θα του εξασφάλιζαν την πελατεία του κολεγίου. Φεύγοντας η Φελισιτέ τον συμβούλευσε να μην δυσχεράνει επιπλέον την ήδη βεβαρυμμένη θέση του. Το ότι είχε παρακρατήσει τα γράμματα και θα τα μοίραζε δυο μέρες αργότερα ήταν από μόνο του αρκετό.
«Τι κάθαρμα!».
Μουρμούρισε η Φελισιτέ μόλις βρέθηκε ξανά έξω στο δρόμο, ξεχνώντας πως και αυτή η ίδια, είχε απαγορεύσει την κυκλοφορία και τη διανομή της αλληλογραφίας.
Μουρμούρισε η Φελισιτέ μόλις βρέθηκε ξανά έξω στο δρόμο, ξεχνώντας πως και αυτή η ίδια, είχε απαγορεύσει την κυκλοφορία και τη διανομή της αλληλογραφίας.
Επέστρεψε βαδίζοντας αργά, βυθισμένη σε σκέψεις. Έκανε μάλιστα και μία παράκαμψη στην πορεία της, πέρασε από τη λεωφόρο Σωβέρ, σαν να ήθελε περισσότερο χρόνο για να στοχαστεί με την ησυχία της, προτού επιστρέψει στο σπίτι της. Κάτω από τις δεντροστοιχίες του δρόμου συνάντησε τον μαρκήσιο ντε Καρναβάν που επωφελήθηκε από το σκοτάδι της νύχτας για να σουλατσάρει απαρατήρητος μέσα στην πόλη. Ο κλήρος του Πλασσάν, διστάζοντας να ενεργήσει προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, είχε διατηρήσει μια απόλυτη ουδετερότητα από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η είδηση του πραξικοπήματος. Κατά την γνώμη των κληρικών, η Αυτοκρατορία είχε ουσιαστικά εδραιωθεί, και ανέμεναν την κατάλληλη ευκαιρία προκειμένου να ξαναρχίσουν, αλλάζοντας προσανατολισμό, τις κοσμικές τους συνωμοσίες. Ο μαρκήσιος που πλέον είχε χάσει την αξία του ως όργανό τους, διατηρούσε την περιέργειά του σχετικά με ένα πράγμα: ήθελε να δει την έκβαση αυτής της αναταραχής και πως θα συνέχιζαν οι Ρουγκόν το παιχνίδι τους μέχρι τέλους.
«Εσύ είσαι, μικρή μου, είπε ο μαρκήσιος αναγνωρίζοντας τη Φελισιτέ. Ήθελα να περάσω για να σε δω. Η υπόθεσή σας έχει αρχίσει να μπερδεύεται.
«Μα όχι, άλλα πηγαίνουν κατ’ ευχήν, του απάντησε εκείνη, προβληματισμένη.
- Τόσο το καλύτερο, θα μου τα πεις όλα, έτσι δεν είναι; Α! Ομολογώ πως την περασμένη νύχτα έδωσα μια γερή τρομάρα στον άνδρα σου και τους συντρόφους του. Αν μπορούσες να δεις πόσο αστείοι φαίνονταν επάνω στον εξώστη, την ώρα που τους έδειχνα κι από μία στρατιά ανταρτών μέσα σε κάθε συστάδα δέντρων της κοιλάδας!... Δε μου κρατάς κακία, έτσι;
- Σου είμαι ευγνώμων, είπε ζωηρά η Φελισιτέ. Έπρεπε να τους κάνεις να πεθάνουν από το φόβο τους. Ο άνδρας μου είναι μεγάλος ραδιούργος. Έλα να με επισκεφθείς κανένα από αυτά τα πρωινά, όταν θα είμαι μόνη».
Απομακρύνθηκε, βαδίζοντας με γρήγορα βήματα, λες κι αυτή η συνάντηση με τον μαρκήσιο να είχε κάποια αποφασιστική επίδραση επάνω της. Ολάκερη η μικροσκοπική ύπαρξή της, ξεχείλιζε από μια αδυσώπητη αποφασιστικότητα. Επιτέλους θα εκδικούνταν τον Πιερ για όλη εκείνη την μυστικοπάθειά του, θα τον στρίμωχνε για τα καλά, έτσι ώστε να εξασφαλίσει οριστικά την απόλυτη κυριαρχία της μέσα στο σπιτικό τους. Θα ήταν μια εξαίσια παράσταση, μια κωμωδία που την απολάμβανε προκαταβολικά να εκτυλίσσεται μέσα στο μυαλό της, την ώρα που κατέστρωνε το σχέδιό της με την ενδελεχή μέθοδο μιας πληγωμένης γυναίκας.
Βρήκε τον Πιέρ στο κρεβάτι να κοιμάται βαριά˙ πλησίασε για μια στιγμή το κερί, και κοίταξε με ένα αίσθημα οίκτου, το μεγάλο του πρόσωπο, το οποίο κατά διαστήματα τιναζόταν από κάποιες ελαφριές συσπάσεις˙ κάθισε στο προσκέφαλο του κρεβατιού, έβγαλε το σκουφάκι της, έλυσε τα μαλλιά της, πήρε μια απελπισμένη έκφραση και ξεκίνησε να κλαίει πολύ δυνατά.
«Ε! τι έπαθες, γιατί κλαις;» Τη ρώτησε ο Πιέρ ξυπνώντας απότομα.
Εκείνη δεν του απάντησε, αλλά συνέχισε να κλαίει ακόμα πιο πικρά.
«Μα για όνομα του θεού, απάντησε ο άνδρας της κατατρομαγμένος από την άναρθρη απελπισία της. Πού είχες πάει; Είδε μήπως τους αντάρτες;»
Η Φελισιτέ ένευσε αρνητικά˙ έπειτα με ξεψυχισμένη φωνή είπε:
«Πήγα στην έπαυλη Βαλκεράς. Ήθελα να ζητήσω τη συμβουλή του μαρκησίου ντε Καρναβάν. Αχ! Καημενούλη μου, όλα έχουν χαθεί».
Ο Πιέρ ανακάθισε στο κρεβάτι του, κατάχλωμος. Ο παχουλός λαιμός του που πρόβαλλε μέσα από τη ξεκούμπωτη πουκαμίσα του, η απαλή του σάρκα έμοιαζε πρησμένη από το φόβο. Βυθίστηκε μέσα στο ακατάστατο κρεβάτι του, κάτασπρος και δακρυσμένος, μοιάζοντας με παράξενη κινέζικη φιγούρα.
«Ο μαρκήσιος, συνέχισε η Φελισιτέ, πιστεύει πως ο πρίγκιπας Λουδοβίκος απέτυχε˙ καταστραφήκαμε, τώρα δε θα πάρουμε δεκάρα τσακιστή».
Τότε, όπως συχνά συμβαίνει στους λιπόψυχους, ο Πιέρ ξέσπασε. Έφταιγε ο μαρκήσιος, έφταιγε η γυναίκα του, έφταιγε ολάκερη η οικογένειά του. Ουδέποτε είχε ασχοληθεί με την πολιτική μέχρι την στιγμή που η γυναίκα του και ο μαρκήσιος τον έμπλεξαν με αυτές τις ανοησίες!
«Εγώ νίπτω τας χείρας μου, φώναξε. Εσείς οι δυο ευθύνεστε για αυτές τις ηλιθιότητες. Δε θα ήταν καλύτερα να τρώγαμε ήσυχα το μικρό μας εισοδηματάκι; Εσύ, εσύ, που φαγώθηκες να κατακτήσεις τον κόσμο. Κοίτα τώρα πού μας οδήγησες».
Κόντευε να χάσει το μυαλό του και ξεχνούσε πως και ο ίδιος επιθυμούσε διακαώς τα ίδια πράγματα με τη γυναίκα του. Τώρα ήθελε να εκτονώσει το θυμό του ρίχνοντας στους άλλους το φταίξιμο.
«Και επιπλέον, συνέχισε, πως θα ήταν δυνατό να επιτύχουμε έχοντας παιδιά σα τα δικά μας! Ο Εζέν μας κρέμασε πάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή˙ ο Αριστίντ μας έσυρε στο βούρκο, ακόμα κι εκείνος ο αγαθιάρης ο Πασκάλ μας έθαψε πηγαίνοντας να ασκήσει τα φιλανθρωπικά του καθήκοντα στο πλευρό των ανταρτών… και σκέψου πως στερηθήκαμε τα πάντα προκειμένου να τους σπουδάσουμε!»
Μέσα στην απελπισία του έλεγε πρωτοφανή πράγματα. Η Φελισιτέ, μόλις το είδε να σταματά για να πάρει ανάσα του είπε απαλά:
«Ξεχνάς τον Μακάρ.
- Α! Αυτός μου διέφυγε! είπε με αναζωπυρωμένη μανία, να κι άλλος ένας που και μόνο η σκέψη του με βγάζει εκτός εαυτού!... Αλλά δεν είναι μόνο αυτό˙ θυμάσαι τον μικρό Σιλβέρ; Ε, λοιπόν τον είδα τις προάλλες στο σπίτι της μητέρας μου, με τα χέρια του γεμάτα από αίματα˙ έβγαλε το μάτι ενός χωροφύλακα. Δεν στο ανέφερα επειδή δεν ήθελα να σε φοβίσω. Αλλά να μου το θυμάσαι αυτός θα καταλήξει στο κακουργιοδικείο. Αχ! Ωραία οικογένεια!... Όσο για τον Μακάρ μας αντιστάθηκε τόσο που ευχαρίστως θα του έσπαγα το κεφάλι, προχθές, τότε που κουβαλούσα το τουφέκι μου. Πράγματι, κάτι τέτοιο μου πέρασε από το μυαλό…»
Η Φελισιτέ τον άφησε να ξεθυμάνει. Είχε δεχτεί τις επικρίσεις του συζύγου της με μια αγγελική γλυκύτητα, χαμηλώνοντας το κεφάλι της σαν τον ένοχο, πράγμα που της επέτρεπε να αποκρύπτει το ακτινοβόλο της βλέμμα. Με την τακτική της έσπρωχνε τον Πιέρ ώστε να φτάσει στα όρια του πανικού. Όποτε ο ταλαίπωρος άνδρας έχανε τα λόγια του, εκείνη αναστέναζε βαθιά, παριστάνοντας την μετανοημένη˙ έπειτα επαναλάμβανε συντετριμμένη:
«Τι θα κάνουμε, θεέ μου! Τι θα κάνουμε!... Είμαστε καταχρεωμένοι.
- Δικό σου είναι το φταίξιμο! Ωρυόταν ο Πιέρ με όση δύναμη του είχε απομείνει.
Ο Ρουγκόν, όντως, χρωστούσε λεφτά σε όλο τον κόσμο. Η προσδοκία της επικείμενης επιτυχίας τον είχε κάνει να χάσει την αίσθηση του μέτρου. Από τις αρχές του 1851 είχαν φτάσει στο σημείο να προσφέρουν κάθε βράδυ, στους θαμώνες του κίτρινου σαλονιού, αναψυκτικά και ηδύποτα, μικρά γλυκίσματα, ένα πλήρες κολατσιό, στη διάρκεια του οποίου όλοι έπιναν ευχόμενοι τον θάνατο της Δημοκρατίας. Πέρα από αυτό ο Πιέρ είχε τοποθετήσει το ένα τέταρτο της περιουσίας του στην διάθεση του αντιδραστικού κινήματος, συμβάλλοντας στην αγορά των τουφεκιών και των φυσιγγίων.
«Ο λογαριασμός του ζαχαροπλαστείου είναι τουλάχιστον χίλια φράγκα, άρχισε πάλι η Φελισιτέ γλυκαίνοντας κι άλλο τη φωνή της, και μάλλον χρωστάμε τα διπλάσια στη κάβα. Μετά είναι και τα χρέη στον χασάπη, στον φούρναρη, στον μανάβη…».
Ο Πιέρ αγωνιούσε. Η Φελισιτέ του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα, προσθέτοντας:
«Κι ας μη μιλήσω για τα δέκα χιλιάδες φράγκα, που έδωσες για την αγορά των όπλων.
- Εγώ, εγώ! τραύλισε, όμως εγώ εξαπατήθηκα, με λήστεψαν! Εκείνος ο βλάκας ο Σικαρντό, με έμπλεξε σε όλα αυτά, που μου ορκιζόταν πως ο Ναπολέων θα επικρατούσε. Πίστευα πως έκανα μία επένδυση. Όμως τώρα πρέπει αυτός ο γέρο ηλίθιος να μου επιστρέψει τα χρήματά μου.
- Μπα, δεν θα πάρεις τίποτα πίσω, είπε η γυναίκα του ανασηκώνοντας τους ώμους της. Θα υποστούμε τη μοίρα των ηττημένων. Αφού ξεπληρώσουμε δεν θα μας έχουν απομείνει αρκετά χρήματα, ούτε για να αγοράσουμε ένα ξεροκόμματο. Αχ! Τι εκστρατεία κι αυτή!... Τελοσπάντων θα υποχρεωθούμε να μετακομίσουμε σε καμία τρώγλη της παλιάς συνοικίας».
Αυτή η τελευταία της φράση είχε έναν πένθιμο τόνο. Ήταν νεκρική καμπάνα της ύπαρξής τους. Ο Πιέρ φαντάστηκε την παράγκα της παλιάς συνοικίας, την οποία μόλις τώρα είχε αναφέρει η σύζυγός του. Εκεί λοιπόν θα πέθαιναν, μέσα σε ένα αχούρι, μετά από μια ζωή γεμάτη αγώνες για την εξασφάλιση της ευμάρειας. Μάταια είχε κλέψει τα χρήματα της μητέρας του, είχε σκαρώσει τις βρωμερότερες πλεκτάνες και τα χειρότερα ψέματα. Η Αυτοκρατορία δεν θα πλήρωνε για τα χρέη του, αυτή η Αυτοκρατορία που υποτίθεται πως θα τον έσωζε από την καταστροφή. Πήδηξε έξω από κρεβάτι του, φορώντας τη νυχτικιά του και φωνάζοντας:
«Όχι, θα πάρω ένα τουφέκι. Καλύτερα να αφήσω τους αντάρτες να με σκοτώσουν».
- Αυτό, του απάντησε η Φελισιτέ με απόλυτη ηρεμία, μπορείς να το κάνεις αύριο ή και μεθαύριο, έτσι κι αλλιώς οι αντάρτες δεν είναι πολύ μακριά. Είναι κι αυτός ένας τρόπο να βάλεις ένα τέλος».
Ο Πιέρ είχε παγώσει. Ένιωθε λες και κάποιος τον είχε λούσει με έναν μεγάλο κουβά, γεμάτο κρύο νερό. Ξάπλωσε πάλι, με αργές κινήσεις και μόλις βρέθηκε μέσα στην θαλπωρή των σκεπασμάτων του, άρχισε να κλαίει. Αυτός ο εύσωμος άνδρας δεν δίστασε να ξεσπάσει σε δάκρυα, τα οποία έρρεαν με ευκολία, χωρίς τελειωμό, χωρίς να χρειάζεται να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια. Μια μοιραία αντίδραση συντελούταν εντός του. Όλος του θυμός εξαφανίστηκε και τις θέση του πήρε κάτι που έμοιαζε με παιδικό κλαψούρισμα. Η Φελισιτέ, η οποία περίμενε αυτήν την κρίση, αισθάνθηκε ένα ρίγος ικανοποίησης βλέποντάς τον έτσι μαλακωμένο, κενό και ισοπεδωμένο μπροστά της. Παρέμενε σιωπηλή, ταπεινή και λυπημένη. Μετά από μια μακριά παύση, η παραίτηση, η εικόνα αυτής της γυναίκας που φαινόταν βυθισμένη σε μια βουβή κατήφεια, νευρίασε τον Πιερ, σταματώντας τα δάκρυά του.
«Επιτέλους πες κάτι! Την ικέτευσε. Ας εξετάσουμε ξανά το ζήτημα. Ώστε πραγματικά δεν μας έχει απομείνει κάποια στερνή ελπίδα;
- Όχι και το ξέρεις πολύ καλά, του απάντησε. Εσύ ο ίδιος περιέγραψες την κατάσταση πριν από λίγο˙ δεν μπορούμε να περιμένουμε βοήθεια από κανέναν˙ τα ίδια μας τα παιδιά μας πρόδωσαν.
- Τότε ας φύγουμε… Θέλεις να φύγουμε από το Πλασσάν απόψε, τώρα αμέσως;
- Να φύγουμε! Μα χρυσέ μου αυτό θα σήμαινε πως αύριο θα γινόμαστε το πρώτο θέμα συζήτησης σε όλη την πόλη… Επίσης, ξεχνάς πως διέταξες να παραμείνουν οι πύλες κλειστές;
Ο Πιέρ αγωνιζόταν να βρει μια λύση, στύβοντας το μυαλό του˙ στο τέλος, νικημένος, ψέλλισε παρακλητικά:
«Σε ικετεύω, βρες εσύ μια ιδέα˙ ως τώρα δεν έχεις πει τίποτα».
Η Φελισιτέ σήκωσε το κεφάλι της, προσποιούμενη την έκπληκτη. Και κάνοντας μια χειρονομία που δήλωνε την πλήρη αδυναμία της είπε:
«Είμαι άσχετη σε αυτά τα θέματα˙ δεν σκαμπάζω από πολιτική, όπως μου έχεις πει και συ ο ίδιος, εκατοντάδες φορές».
Και καθώς ο άνδρας της σώπαινε, ντροπιασμένος, με το βλέμμα χαμηλωμένο, συνέχισε λέγοντας αργά, χωρίς επικρίσεις:
«Δεν με κρατούσες ενήμερη σχετικά με τις υποθέσεις σου, έτσι δεν είναι; Αγνοώ τα πάντα συνεπώς δεν είμαι σε θέση να σε συμβουλεύσω… δεν πειράζει όμως, βλέπεις οι γυναίκες ενίοτε γίνονται ιδιαίτερα φλύαρες και είναι χίλιες φορές προτιμότερο να κυβερνούν το πλοίο μόνοι τους οι άνδρες».
Αυτό το είπε με μια τόσο λεπτή ειρωνεία, που ο άνδρας της δεν αντιλήφθηκε τον αδυσώπητο σαρκασμό της. Αισθάνθηκε απλώς να τον πνίγουν οι τύψεις. Και ξαφνικά της ομολόγησε τα πάντα. Της είπε για τις επιστολές του Εζέν, της εξήγησε τα σχέδια και τη δράση του, μιλώντας με την ορμητικότητα του αμαρτωλού που αδειάζει τη συνείδησή από όσα τον βαραίνουν, γυρεύοντας άφεση. Κάθε τρεις και λίγο, σταματούσε για να ρωτήσει: «Εσύ τι θα έκανες, αν βρισκόσουν στη θέση μου;» ή αναφωνούσε: «Έτσι δεν είναι; Είχα δίκιο, δεν μπορούσα να πράξω διαφορετικά». Όμως η Φελισιτέ δεν καταδεχόταν να κάνει το ελάχιστο νεύμα. Τον άκουγε με την ψυχρή αποστασιοποίηση ενός δικαστή. Κατά βάθος δοκίμαζε μια μοναδική ευχαρίστηση˙ επιτέλους κρατούσε στο χέρι αυτόν τον χοντρό θεομπαίχτη˙ έπαιζε μαζί του, όπως η γάτα με το ποντίκι. Στην ουσία ο Πιερ αφηνόταν οικειοθελώς να τον τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί.
«Για στάσου, της είπε πηδώντας με φούρια έξω από κρεβάτι, θα σου δώσω να διαβάσεις τα γράμματα του Εζέν. Έτσι θα μπορέσεις να εκτιμήσεις καλύτερα την κατάσταση».
Μάταια εκείνη προσπάθησε να τον σταματήσει τραβώντας τον από την άκρη της νυχτικιάς του˙ άπλωσε τις επιστολές επάνω στο κομοδίνο, ξαναπλάγιασε και άρχισε να της διαβάζει σελίδες ολόκληρες, υποχρεώνοντάς την να τις κοιτάζει κι αυτή. Η Φελισιτέ, συγκρατώντας ένα χαμόγελο, άρχισε να νιώθει οίκτο για τον φτωχό ανθρωπάκο.
«Λοιπόν, της είπε αγχωμένος, μόλις τελείωσε, τώρα που τα ξέρεις όλα, μήπως βλέπεις κάποιο τρόπο για να σωθούμε από την καταστροφή;»
Εκείνη συνέχιζε να μην του απαντά. Έδειχνε να έχει πέσει σε βαθιά περίσκεψη.
«Είσαι μια έξυπνη γυναίκα, συνέχισε, προσπαθώντας να την κολακέψει˙ ήταν λάθος μου να κρατήσω μυστικά από σένα, το παραδέχομαι…
- Ας μη μιλάμε μια γι’ αυτό, του απάντησε εκείνη… κατά τη γνώμη μου, αν είχες αρκετό κουράγιο…»
Και καθώς ο άνδρας της την κοιτούσε με ανυπομονησία, σταμάτησε και είπε με ένα χαμόγελο:
«Όμως μου υπόσχεσαι ότι από εδώ κι εμπρός θα με εμπιστεύεσαι; Πως θα μου τα λες όλα; Και πως δεν θα ενεργείς χωρίς πρώτα να με έχεις συμβουλευτεί;»
Της ορκίστηκε δεχόμενος τους πιο σκληρούς όρους. Τότε η Φελισιτέ ξάπλωσε κι αυτή με τη σειρά της˙ είχε αρχίσει να κρυώνει και προτίμησε να ξαπλώσει στο πλάι του˙ με χαμηλή φωνή, λες και θα μπορούσε κάποιος να τους ακούσει, του ανέπτυξε διεξοδικά το σχέδιο δράσης της. Κατά τη γνώμη της, ο πανικός θα έπρεπε να σαρώσει με ακόμα μεγαλύτερη ένταση την πόλη, και ο Πιέρ να διατηρήσει την ηρωική του στάση ανάμεσα στους τρομοκρατημένους κατοίκους. Υποστήριζε πως ένα κρυφό προαίσθημα την έκανε να πιστεύει πως οι αντάρτες βρίσκονταν ακόμα μακριά. Επιπλέον, αργά η γρήγορα το Κόμμα της Τάξης θα επικρατούσε και οι Ρουγκόν θα ανταμείβονταν. Μετά το ρόλο του σωτήρα, ο ρόλος του μάρτυρα δεν ήταν καθόλου περιφρονητέος. Μιλούσε τόσο ωραία, με τόση σιγουριά ώστε ο άνδρας της, που στην αρχή είχε εκπλαγεί με την απλότητα του σχεδίου της, το οποίο στην ουσία συνίστατο από τολμηρούς χειρισμούς, κατέληξε να παραδεχτεί την εξαίρετη τακτική της και συμφώνησε να το εφαρμόσει, δείχνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο κουράγιο.
«Και μη ξεχνάς πως εγώ είμαι αυτή που σε έσωσε, μουρμούρισε η γηραιά γυναίκα, με νάζι. Θα είσαι καλός μαζί μου;»
Το ζευγάρι φιλήθηκε και είπαν καληνύχτα ο ένας στον άλλο. Αυτοί οι δυο γέροι άνθρωποι έμοιαζαν να έχουν ξανανιώσει πυρωμένοι από τη φλόγα του πόθου που τους έκαιγε. Όμως κανένας τους δεν μπορούσε να κοιμηθεί˙ μετά από ένα τέταρτο της ώρας, ο Πιέρ που τόσην ώρα παρατηρούσε το κυκλικό αντιφέγγισμα της λάμπας επάνω στο ταβάνι, γύρισε πλευρό και μετέφερε στη σύζυγό του μια ιδέα που μόλις, εκείνη τη στιγμή, του είχε περάσει από το μυαλό.
«Ω! Όχι, όχι, ψέλλισε η Φελισιτέ, κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολικά σκληρό.
«Μα, καλή μου, επέμεινε ο Πιέρ, εσύ η ίδια είπες πως πρέπει να τρομοκρατήσουμε τους πολίτες!... Όλοι θα με πάρουν στα σοβαρά, αν συμβεί αυτό που σου είπα…».
Έπειτα ολοκληρώνοντας τον συλλογισμό του, είπε δυνατά:
«Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον Μακάρ… Θα ήταν ένας καλός τρόπος για να τον ξεφορτωθούμε».
Η Φελισιτέ έμοιαζε συνταραγμένη από εκείνη την ιδέα. Το σκεφτόταν, δίσταζε, και στο τέλος είπε με τρεμάμενη φωνή:
«Ίσως και να έχεις δίκιο. Θα δούμε… Άλλωστε θα ήταν ανόητο να φανούμε διστακτικοί˙ για εμάς είναι ζήτημα ζωής και θανάτου… Άστο πάνω μου, θα πάω αύριο να δω τον Μακάρ για να διαπιστώσω αν μπορούμε να συνεννοηθούμε μαζί του. Αν πας εσύ, θα τσακωθείτε κι έτσι το σχέδιο θα ναυαγήσει… Καληνύχτα και όνειρα γλυκά, φτωχέ μου αγαπημένε… Θα δεις, σύντομα θα τελειώσουν τα βάσανά μας».
Ξαναφιλήθηκαν και αποκοιμήθηκαν. Το φωτεινό σημάδι στο ταβάνι στρογγύλευε σαν τρομαγμένο μάτι, ορθάνοιχτο και καρφωμένο για ώρα επάνω στο χλωμό, κοιμισμένο ζευγάρι, το οποίο ανέδινε μια οσμή εγκλήματος μέσα από τα σεντόνια του και ονειρευόταν πως μέσα στο δωμάτιό τους έπεφτε μια βροχή από αίμα και η χοντρές σταγόνες της μεταμορφώνονταν σε χρυσά νομίσματα τη στιγμή που ακουμπούσαν στο πάτωμα.
Την επομένη, πριν ακόμα προλάβει να ξημερώσει, η Φελισιτέ πήγε στο δημαρχείο, δασκαλεμένη από τον Πιέρ, για να μιλήσει με τον Μακάρ. Είχε πάρει μαζί της, μέσα σε ένα μπογαλάκι, τη στολή της εθνοφρουράς που ανήκε στον σύζυγό της. Μέσα στο φυλάκιο, βρίσκονταν ελάχιστοι άνδρες, οι οποίοι κοιμούνταν του καλού καιρού. Ο θυρωρός, που είχε αναλάβει την σίτιση του Μακάρ, ανέβηκε μαζί της, για να της ανοίξει την πόρτα του δωματίου που είχε μετατραπεί σε κελί. Έπειτα κατέβηκε πάλι κάτω, χωρίς να κάνει φασαρία.
Ο Μακάρ είχε παραμείνει έγκλειστος στη μικρή καμαρούλα για δυο μέρες και δυο νύχτες. Είχε όλο τον καιρό για να σκεφτεί τα πράγματα σε βάθος. Μετά τον ύπνο του, πέρασε τις πρώτες ώρες παραδομένος στο θυμό του, οργισμένος εξαιτίας της μειονεκτικής θέσης του. Είχε μπει στον πειρασμό να σπάσει την πόρτα αναλογιζόμενος πως ο αδερφός του διαφέντευε στο διπλανό δωμάτιο. Ορκιζόταν πως θα έπνιγε τον Ρουγκόν με τα ίδια του τα χέρια, μόλις οι αντάρτες θα έρχονταν για τον απελευθερώσουν. Όμως κατά το βραδάκι, μέσα στο σούρουπο, κατάφερε να ηρεμήσει και έπαψε να πηγαινοέρχεται με μανία μέσα στο στενό δωματιάκι. Εισέπνεε ένα ευχάριστο άρωμα εκεί μέσα, ένα αίσθημα θαλπωρής που ηρέμησε τα νεύρα του. Ο κύριος Γκαρσονιέ ο οποίος ήταν πάμπλουτος, ματαιόδοξος και με λεπτό γούστο είχε διακοσμήσει εκείνη την καμαρούλα με έναν ιδιαίτερα κομψό τρόπο˙ ο καναπές ήταν ζεστός και απαλός˙ αρώματα, πομάδες και σαπούνια πλαισίωναν τον μαρμάρινο νιπτήρα και το αχνό φως έπεφτε απαλά από το ταβάνι όμοια με τις λάμψεις μια λάμπας κρεμασμένης σε μια εσοχή.
Ο Μακάρ μέσα σε αυτή την αρωματισμένη, βαριά και νυσταλέα ατμόσφαιρα, αποκοιμήθηκε σκεπτόμενος πως όλα εκείνα τα καθάρματα, οι λεφτάδες «ήταν το δίχως άλλο, πανευτυχείς». Είχε σκεπαστεί με μια κουβέρτα που του έδωσαν. Ξάπλωσε αναπαυτικά ως το πρωί με το κεφάλι, την πλάτη και τα χέρια του βυθισμένα μέσα στα μαξιλάρια. Όταν άνοιξε τα μάτια του, μια ηλιαχτίδα γλιστρούσε μέσα από το άνοιγμα της οροφής. Δεν σηκώθηκε από την ζεστασιά του καναπέ, παρέμεινε εκεί και άρχισε πάλι να σκέφτεται, παρατηρώντας τον χώρο, ολόγυρά του. Αναλογιζόταν πως αυτή θα ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που θα είχε έναν τέτοιο χώρο στην διάθεσή του για να πλυθεί. Ιδιαίτερα τον ενδιέφερε εκείνος ο νιπτήρας˙ είναι ωραίο πράγμα, να μπορεί κάποιος να κάνει την τουαλέτα του, χρησιμοποιώντας όλα εκείνα τα μικρά βαζάκια και μπουκαλάκια, σκεφτόταν. Αυτό τον έκανε να αναλογιστεί με πικρία την στερημένη ζωή του. Του πέρασε από το μυαλό η ιδέα πως ίσως και να πορευόταν στραβά˙ δεν υπάρχει κανένα κέρδος στη συναναστροφή με τους ζητιάνους˙ αντί να παριστάνει τον κακό, θα μπορούσε να τα έχει καλά με τον Ρουγκόν. Ύστερα όμως απέρριψε αυτή τη άποψη.
Οι Ρουγκόν ήταν εγκληματίες και τον είχαν ληστέψει. Αλλά η άνεση και η ζεστασιά του καναπέ συνέχισαν να τον μαλακώνουν και να του προκαλούν μια απροσδιόριστη αίσθηση μεταμέλειας. Έτσι κι αλλιώς οι αντάρτες τον είχαν εγκαταλείψει, είχαν κάτσει να τις φάνε σαν βλάκες. Στο τέλος συμπέρανε πως η Δημοκρατία ήταν μια απάτη. Αυτοί οι Ρουγκόν είχαν την τύχη με το μέρος τους. Και θυμήθηκε τις δικές του τις μάταιες κακουργίες και παρασκηνιακές διαμάχες˙ κανένας στην οικογένεια δεν τον είχε υποστηρίξει: ούτε ο Αριστίντ, ούτε ο αδερφός του Σιλβέρ, ούτε ο ίδιος ο Σιλβέρ, που είχε ηλιθιωδώς παρασυρθεί από τον δημοκρατικό ενθουσιασμό, και που δεν θα πετύχαινε το παραμικρό, ποτέ στη ζωή του. Τώρα πια η γυναίκα του είχε πεθάνει, τα παιδιά του τον είχαν εγκαταλείψει˙ θα ψοφολογούσε σε κάποια γωνιά, αδέκαρος σα το σκυλί. Σίγουρα θα ήταν προτιμότερο να είχε πουληθεί στην αντιδραστική παράταξη. Με αυτές τις σκέψεις το βλέμμα του στράφηκε προς το νιπτήρα κι ένιωσε την ισχυρή παρόρμηση να σηκωθεί και να πλύνει τα χέρια του με μια συγκεκριμένη σκόνη σαπουνιού, μέσα σε ένα κρυστάλλινο δοχείο.
Ο Μακάρ, όπως όλοι οι χαραμοφάηδες που τους τρέφουν οι γυναίκες και τα παιδιά τους, αγαπούσε τους καλλωπισμούς. Παρόλο που φορούσε μπαλωμένα παντελόνια, του άρεσε να λούζεται με αρωματικά έλαια. Καθόταν με τις ώρες στο μπαρμπέρικο, πιάνοντας πολιτικές συζητήσεις με τον κουρέα του, ο οποίος του έπιανε την κουβέντα την ώρα που τον χτένιζε. Τελικά ο Μακάρ, μη μπορώντας πλέον να αντισταθεί στον πειρασμό, στάθηκε μπροστά στο νιπτήρα. Έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπό του˙ χτενίστηκε, παρφουμαρίστηκε, έκανε μια ολοκληρωμένη περιποίηση. Χρησιμοποίησε όλα τα μπουκάλια, τα σαπούνια και τις πούδρες. Το πιο απολαυστικό από όλα ήταν το σκούπισμα με τις πετσέτες του δημάρχου˙ ήταν τόσο απαλές και αφράτες. Έχωσε μέσα τους το βρεγμένο πρόσωπό του, ανασαίνοντας τα αρώματα του πλούτου. Ύστερα, αφού αλείφτηκε με πομάδα και μοσχοβόλησε από την κορυφή ως τα νύχια, ξάπλωσε πάλι στον καναπέ, αναζωογονημένος και γεμάτος από σκέψεις συμφιλίωσης.
Από την ώρα που είχε χώσει τη μύτη του στα μπουκαλάκια του κυρίου Γκαρσονιέ, η περιφρόνησή του για τη Δημοκρατία είχε μεγαλώσει. Μια ιδέα στριφογύριζε στο μυαλό του, πως ίσως υπήρχε ακόμα χρόνος για να τα βρει με τον αδερφό του. υπολόγιζε πόσα θα μπορούσε να κερδίσει κάνοντας τον προδότη. Όμως η αποστροφή του για τους Ρουγκόν συνέχιζε να του κεντρίζει την καρδιά˙ αλλά βρισκόταν σε μία κατάσταση, όντας ξαπλωμένος ανάσκελα, μέσα στη σιωπή, που του επέτρεπε να παραδεχτεί την πικρή αλήθεια και να οικτίρει τον εαυτό του που αμέλησε να εξασφαλίσει μια ζεστή φωλιά για να τεμπελιάζει με την άνεσή του, ακόμα κι αν το τίμημα ήταν η παραίτηση από τα πιο προσφιλή του μίση και πάθη. Κατά το βραδάκι, ο Αντουάν αποφάσισε πως αύριο κιόλας θα ζητούσε να μιλήσει με τον αδερφό του. Όμως, όταν το επόμενο πρωί είδε τη Φελισιτέ να μπαίνει στην καμαρούλα, κατάλαβε πως τον είχαν ανάγκη. Έτσι παρέμεινε σε ετοιμότητα.
Ο Μακάρ μέσα σε αυτή την αρωματισμένη, βαριά και νυσταλέα ατμόσφαιρα, αποκοιμήθηκε σκεπτόμενος πως όλα εκείνα τα καθάρματα, οι λεφτάδες «ήταν το δίχως άλλο, πανευτυχείς». Είχε σκεπαστεί με μια κουβέρτα που του έδωσαν. Ξάπλωσε αναπαυτικά ως το πρωί με το κεφάλι, την πλάτη και τα χέρια του βυθισμένα μέσα στα μαξιλάρια. Όταν άνοιξε τα μάτια του, μια ηλιαχτίδα γλιστρούσε μέσα από το άνοιγμα της οροφής. Δεν σηκώθηκε από την ζεστασιά του καναπέ, παρέμεινε εκεί και άρχισε πάλι να σκέφτεται, παρατηρώντας τον χώρο, ολόγυρά του. Αναλογιζόταν πως αυτή θα ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που θα είχε έναν τέτοιο χώρο στην διάθεσή του για να πλυθεί. Ιδιαίτερα τον ενδιέφερε εκείνος ο νιπτήρας˙ είναι ωραίο πράγμα, να μπορεί κάποιος να κάνει την τουαλέτα του, χρησιμοποιώντας όλα εκείνα τα μικρά βαζάκια και μπουκαλάκια, σκεφτόταν. Αυτό τον έκανε να αναλογιστεί με πικρία την στερημένη ζωή του. Του πέρασε από το μυαλό η ιδέα πως ίσως και να πορευόταν στραβά˙ δεν υπάρχει κανένα κέρδος στη συναναστροφή με τους ζητιάνους˙ αντί να παριστάνει τον κακό, θα μπορούσε να τα έχει καλά με τον Ρουγκόν. Ύστερα όμως απέρριψε αυτή τη άποψη.
Οι Ρουγκόν ήταν εγκληματίες και τον είχαν ληστέψει. Αλλά η άνεση και η ζεστασιά του καναπέ συνέχισαν να τον μαλακώνουν και να του προκαλούν μια απροσδιόριστη αίσθηση μεταμέλειας. Έτσι κι αλλιώς οι αντάρτες τον είχαν εγκαταλείψει, είχαν κάτσει να τις φάνε σαν βλάκες. Στο τέλος συμπέρανε πως η Δημοκρατία ήταν μια απάτη. Αυτοί οι Ρουγκόν είχαν την τύχη με το μέρος τους. Και θυμήθηκε τις δικές του τις μάταιες κακουργίες και παρασκηνιακές διαμάχες˙ κανένας στην οικογένεια δεν τον είχε υποστηρίξει: ούτε ο Αριστίντ, ούτε ο αδερφός του Σιλβέρ, ούτε ο ίδιος ο Σιλβέρ, που είχε ηλιθιωδώς παρασυρθεί από τον δημοκρατικό ενθουσιασμό, και που δεν θα πετύχαινε το παραμικρό, ποτέ στη ζωή του. Τώρα πια η γυναίκα του είχε πεθάνει, τα παιδιά του τον είχαν εγκαταλείψει˙ θα ψοφολογούσε σε κάποια γωνιά, αδέκαρος σα το σκυλί. Σίγουρα θα ήταν προτιμότερο να είχε πουληθεί στην αντιδραστική παράταξη. Με αυτές τις σκέψεις το βλέμμα του στράφηκε προς το νιπτήρα κι ένιωσε την ισχυρή παρόρμηση να σηκωθεί και να πλύνει τα χέρια του με μια συγκεκριμένη σκόνη σαπουνιού, μέσα σε ένα κρυστάλλινο δοχείο.
Ο Μακάρ, όπως όλοι οι χαραμοφάηδες που τους τρέφουν οι γυναίκες και τα παιδιά τους, αγαπούσε τους καλλωπισμούς. Παρόλο που φορούσε μπαλωμένα παντελόνια, του άρεσε να λούζεται με αρωματικά έλαια. Καθόταν με τις ώρες στο μπαρμπέρικο, πιάνοντας πολιτικές συζητήσεις με τον κουρέα του, ο οποίος του έπιανε την κουβέντα την ώρα που τον χτένιζε. Τελικά ο Μακάρ, μη μπορώντας πλέον να αντισταθεί στον πειρασμό, στάθηκε μπροστά στο νιπτήρα. Έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπό του˙ χτενίστηκε, παρφουμαρίστηκε, έκανε μια ολοκληρωμένη περιποίηση. Χρησιμοποίησε όλα τα μπουκάλια, τα σαπούνια και τις πούδρες. Το πιο απολαυστικό από όλα ήταν το σκούπισμα με τις πετσέτες του δημάρχου˙ ήταν τόσο απαλές και αφράτες. Έχωσε μέσα τους το βρεγμένο πρόσωπό του, ανασαίνοντας τα αρώματα του πλούτου. Ύστερα, αφού αλείφτηκε με πομάδα και μοσχοβόλησε από την κορυφή ως τα νύχια, ξάπλωσε πάλι στον καναπέ, αναζωογονημένος και γεμάτος από σκέψεις συμφιλίωσης.
Από την ώρα που είχε χώσει τη μύτη του στα μπουκαλάκια του κυρίου Γκαρσονιέ, η περιφρόνησή του για τη Δημοκρατία είχε μεγαλώσει. Μια ιδέα στριφογύριζε στο μυαλό του, πως ίσως υπήρχε ακόμα χρόνος για να τα βρει με τον αδερφό του. υπολόγιζε πόσα θα μπορούσε να κερδίσει κάνοντας τον προδότη. Όμως η αποστροφή του για τους Ρουγκόν συνέχιζε να του κεντρίζει την καρδιά˙ αλλά βρισκόταν σε μία κατάσταση, όντας ξαπλωμένος ανάσκελα, μέσα στη σιωπή, που του επέτρεπε να παραδεχτεί την πικρή αλήθεια και να οικτίρει τον εαυτό του που αμέλησε να εξασφαλίσει μια ζεστή φωλιά για να τεμπελιάζει με την άνεσή του, ακόμα κι αν το τίμημα ήταν η παραίτηση από τα πιο προσφιλή του μίση και πάθη. Κατά το βραδάκι, ο Αντουάν αποφάσισε πως αύριο κιόλας θα ζητούσε να μιλήσει με τον αδερφό του. Όμως, όταν το επόμενο πρωί είδε τη Φελισιτέ να μπαίνει στην καμαρούλα, κατάλαβε πως τον είχαν ανάγκη. Έτσι παρέμεινε σε ετοιμότητα.
Η διαπραγμάτευση, πού υπήρξε μακροσκελής και γεμάτη παγίδες, διεξήχθη από τις δύο πλευρές με απεριόριστη δεξιοτεχνία. Αρχικά εξέφρασαν με αοριστολογίες τα παράπονά τους. Η Φελισιτέ, η οποία ξαφνιάστηκε με την σχεδόν ευγενική συμπεριφορά του Αντουάν, μετά από εκείνο το φριχτό νυχτερινό επεισόδιο της Κυριακής, διατήρησε μια στάση ήπιας επίπληξης. Εξέφρασε τη λύπη της για τα μίση που χώριζαν τις δύο οικογένειες. Όμως η αλήθεια ήταν πως είχε συκοφαντήσει και κατατρέξει τον αδερφό του με τέτοια επιμονή, ώστε να φτάσει, ο καημένος ο Ρουγκόν, σε σημείο να χάνει το μυαλό του με όλα αυτά.
«Διάβολε, ο αδερφός μου, ποτέ δεν μου στάθηκε σαν αληθινός αδερφός, είπε ο Μακάρ με συγκρατημένη βία. Μήπως προσφέρθηκε ποτέ να με βοηθήσει; Θα με άφηνε να ψοφολογήσω στην παράγκα μου… Όταν ήταν καλός μαζί μου, θυμάσαι, τότε με τα διακόσια φράγκα, πιστεύω πως δεν θα βρεθεί ένας που να πει ότι τον κακολόγησα. Τουναντίον επαναλάμβανα παντού πως είχε μεγάλη καρδιά».
Τα λόγια του στην ουσία σήμαιναν:
«Αν είχατε συνεχίσει να μου παρέχετε χρήματα, θα ήμουν καλός μαζί σας και θα σας είχα υποστηρίξει αντί να σας αντιμάχομαι. Το λάθος είναι δικό σας. Έπρεπε να με έχετε αγοράσει».
Η Φελισιτέ που έπιασε με την πρώτη το υπονοούμενο, του απάντησε:
«Καταλαβαίνω, μας έδειξες σκληρότητα, γιατί νομίζεις πως έχουμε κάποια άνεση˙ όμως κάνεις λάθος, αγαπητέ αδελφέ μου: είμαστε φτωχοί˙ έτσι δεν καταφέραμε ποτέ να σου φερθούμε όπως επιθυμούσαμε από καρδιάς».
Δίστασε για ένα λεπτό κι έπειτα συνέχισε:
«Στην ανάγκη, αν ήταν απολύτως αναγκαίο, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια θυσία˙ αλλά ειλικρινά, είμαστε τόσο φτωχοί, τόσο φτωχοί!».
Ο Μακάρ τέντωσε τα αυτιά του. «Τους έχω στο χέρι!» σκέφτηκε. Ύστερα κάνοντας τάχα πως δεν κατάλαβε την έμμεση προσφορά της κουνιάδας του, άρχισε να ξεδιπλώνει την ιστορία της άθλιας ζωής του με πονεμένη φωνή, της μίλησε για το θάνατο της γυναίκας του και τη φυγή των παιδιών του. Η Φελισιτέ από την πλευρά της του είπε για την κρίση που συντάρασσε τη χώρα˙ υποστήριζε πως η Δημοκρατία τους είχε καταστρέψει εντελώς. Με τα πολλά έφτασε στο σημείο να αναθεματίσει την ώρα και την στιγμή που ανάγκασε τον έναν αδερφό να φυλακίσει τον άλλο. Θα πέθαιναν από την λύπη τους, αν η δικαιοσύνη δεν απελευθέρωνε τον δέσμιό της! Και τελικά άφησε να της ξεφύγει η λέξη κάτεργα.
«Χα! Κοπιάστε, αν τολμάτε», είπε ήρεμα ο Μακάρ.
Αλλά εκείνη αμέσως είπε δυνατά:
«Καλύτερα να πεθάνω, παρά να αφήσω την τιμή της οικογενείας μου να σπιλωθεί. Αυτά σου τα λέω, για να σου δείξω πως δε θα σε εγκαταλείψουμε… ήρθα ως εδώ για να σου παράσχω τα μέσα της διαφυγής σου, αγαπητέ μου Αντουάν».
Κοιτάχτηκαν στα μάτια για μια στιγμή, σαν να αναμετρούνταν με το βλέμμα πριν αρχίσουν τη μάχη.
«Άνευ όρων; Ρώτησε τελικά ο Αντουάν.
- Άνευ όρων, φυσικά» του απάντησε εκείνη.
Κάθισε δίπλα του, στον καναπέ και συνέχισε με αποφασιστική φωνή:
«Επιπλέον, αν θέλεις, προτού περάσεις τα σύνορα, να κερδίσεις ένα χιλιάρικο, έχω τον τρόπο για να σου το εξασφαλίσω».
Ο Αντουάν μουρμούρισε σκεφτικός, μετά από νέα παύση:
«Αν η δουλειά είναι καθαρή, τότε σύμφωνοι. Έχει όμως υπόψη, ότι δεν θέλω να ανακατευτώ στις βρομοδουλειές σας.
- Δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό, άρχισε πάλι η Φελισιτέ, χαμογελώντας με τις επιφυλάξεις του γέρο μπαγαπόντη. Τίποτα πιο απλό: θα φύγεις τώρα αμέσως από εδώ, θα πας να κρυφτείς στο σπίτι της μητέρας σου και απόψε το βράδυ, θα επιστρέψεις στο δημαρχείο με τους φίλους σου, για να ανακαταλάβετε το δημαρχείο».
Ο Μακάρ δεν μπόρεσε να κρύψει την τεράστια έκπληξή του. Δεν μπορούσε να καταλάβει.
«Μα νόμιζα, της είπε, πως είσαστε νικητές.
- Δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να σου εξηγήσω το πώς έχει η κατάσταση, απάντησε η γριά γυναίκα με κάποια ανυπομονησία. Δέχεσαι ή όχι;
- Ε, όχι, έτσι όπως το θέτεις, δε δέχομαι… θέλω να το σκεφτώ. Θα ήμουν βλάκας αν για χίλια φράγκα έχανα μια πιθανή ευκαιρία να πλουτίσω».
Η Φελισιτέ σηκώθηκε.
«Όπως θες αγαπητέ μου, του είπε με παγερό ύφος. Πραγματικά δεν έχεις αντιληφθεί τη θέση στην οποία έχεις περιέλθει. Ήρθες στο σπίτι μου και μου φέρθηκες σαν σκουπίδι κι όταν την είχα την καλοσύνη να σου τείνω μια χείρα βοηθείας, για να σε βγάλω από τη δύσκολη θέση στην οποία βλακωδώς έμπλεξες τον εαυτό σου, εσύ κάνεις τον δύσκολο και αρνείσαι να δεχτείς τη σωτηρία. Ε καλά! Μείνε εδώ και περίμενε ώσπου να επιστρέψουν οι αρχές. Εγώ νίπτω τας χείρας μου».
Με αυτά τα λόγια τράβηξε κατά την πόρτα.
«Μα, την ικέτευσε, δώσε μου κάποιες εξηγήσεις. Δεν μπορώ να κάνω μια συμφωνία μαζί σου, χωρίς να ξέρω το παραμικρό. Εδώ και δυο μέρες αγνοώ τα όσα έχουν συμβεί. Πως μπορώ να ξέρω ότι δεν σκοπεύεις να με εξαπατήσεις;
- Ε, λοιπόν είσαι ανόητος, του απάντησε η Φελισιτέ, καθώς η παράκληση του Αντουάν την έκανε να υπαναχωρήσει. Κάνεις μεγάλος λάθος που δεν μας έχεις τυφλή εμπιστοσύνη. Χίλια φράγκα είναι ένα γερό χρηματικό ποσό, που κανένας δε θα ρίσκαρε να πληρώσει χωρίς να έχει τη βεβαιότητα μιας σίγουρης νίκης. Σε συμβουλεύω να δεχτείς την πρότασή μου».
Εκείνος συνέχισε να διστάζει.
«Αλλά, όταν θελήσουμε να καταλάβουμε το δημαρχείο, θα μας αφήσουν να μπούμε με την ησυχία μας;
- Αυτό δε το ξέρω, του είπε εκείνη με ένα χαμόγελο. Ίσως να υπάρξουν μερικοί πυροβολισμοί».
Ο Αντουάν την κάρφωσε με το βλέμμα του.
«Ε, δε πιστεύω, κυρά μου, άρχισε πάλι να λέει με βραχνή φωνή, να σχεδιάζετε να βρεθώ με καμιά σφαίρα, φυτεμένη στο κεφάλι;
Η Φελισιτέ κοκκίνισε. Αυτό ακριβώς ήταν που σκεφτόταν, πως δηλαδή, μια σφαίρα, κατά την διάρκεια της επίθεσης στο δημαρχείο, θα τους έκανε μεγάλη εξυπηρέτηση, βγάζοντας τον Αντουάν από τη μέση. Θα είχαν χίλια φράγκα κέρδος. Ωστόσο τραύλισε ενοχλημένη:
«Τι ιδέα!... Ειλικρινά πως μπόρεσε να σου περάσει κάτι τέτοιο από το μυαλό».
Και ξαφνικά ηρεμώντας απότομα τον ρώτησε:
«Δέχεσαι;… Έχεις πλέον καταλάβει περί τίνος πρόκειται, έτσι δεν είναι;».
Ο Μακάρ είχε καταλάβει απόλυτα. Του πρότειναν να συμμετέχει σε μια ενέδρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε τους λόγους ούτε τον απώτερο σκοπό μιας τέτοια δράσης˙ γι’ αυτό και συνέχιζε τα παζάρια. Αρχικά μίλησε για τη Δημοκρατία, σαν να επρόκειτο για μια ερωμένη την οποία δυστυχώς είχε πάψει να αγαπάει, μετά ανέφερε όλα τα ρίσκα που θα έπρεπε να πάρει, και στο τέλος κατέληξε να ζητήσει δύο χιλιάδες φράγκα. Αλλά η Φελισιτέ αντιστεκόταν σθεναρά. Συνέχισαν τις διαπραγματεύσεις μέχρις ότου η Φελισιτέ του υποσχέθηκε πως θα του εξασφάλιζε, κατά την επιστροφή του στην Γαλλία, κάποια θέση εργασίας, στην οποία δεν θα έκανε τίποτα και θα πληρωνόταν αδρά.
Έτσι έκλεισε η συμφωνία. Τον υποχρέωσε να φορέσει τη στολή του εθνοφρουρού που είχε φέρει μαζί της. Τώρα αυτός έπρεπε να πάει χωρίς να γίνει αντιληπτός ως το σπίτι της θείας Ντιντ και κατά τα μεσάνυχτα να συγκεντρώσει όσους περισσότερους δημοκρατικούς μπορούσε στην πλατεία του δημαρχείου, διαβεβαιώνοντάς τους πως το δημαρχείο ήταν άδειο και πως αρκούσε να σπρώξουν την εξώθυρα για να το καταλάβουν. Ο Αντουάν ζήτησε μια προκαταβολή και έλαβε διακόσια φράγκα. Η Φελισιτέ του υποσχέθηκε πως θα λάβαινε τα υπόλοιπα οχτακόσια την επομένη. Οι Ρουγκόν ποντάριζαν τα τελευταία χρήματα που είχαν στη διάθεσή τους.
Έτσι έκλεισε η συμφωνία. Τον υποχρέωσε να φορέσει τη στολή του εθνοφρουρού που είχε φέρει μαζί της. Τώρα αυτός έπρεπε να πάει χωρίς να γίνει αντιληπτός ως το σπίτι της θείας Ντιντ και κατά τα μεσάνυχτα να συγκεντρώσει όσους περισσότερους δημοκρατικούς μπορούσε στην πλατεία του δημαρχείου, διαβεβαιώνοντάς τους πως το δημαρχείο ήταν άδειο και πως αρκούσε να σπρώξουν την εξώθυρα για να το καταλάβουν. Ο Αντουάν ζήτησε μια προκαταβολή και έλαβε διακόσια φράγκα. Η Φελισιτέ του υποσχέθηκε πως θα λάβαινε τα υπόλοιπα οχτακόσια την επομένη. Οι Ρουγκόν ποντάριζαν τα τελευταία χρήματα που είχαν στη διάθεσή τους.
Μόλις η Φελισιτέ κατέβηκε κάτω, παρέμεινε για λίγο στην πλατεία, για να δει τον Μακάρ να φεύγει. Εκείνος πέρασε μπροστά από το φυλάκιο, ξεφυσώντας. Προηγουμένως, είχε σπάσει τον φεγγίτη που βρισκόταν στο ταβάνι της καμαρούλας για φανεί πως το είχε σκάσει από εκεί πάνω.
«Κανονίστηκε, είπε η Φελισιτέ στον άνδρα της, μόλις επέστρεψε στο σπίτι. Θα γίνει τα μεσάνυχτα… Εμένα δεν με νοιάζει πια καθόλου. Ευχαρίστως θα τους έβλεπα όλους τουφεκισμένους. Μας έκαναν κουρέλι χτες το βράδυ, στο δρόμο!
- Δεν έχουν νόημα πλέον οι δισταγμοί, απάντησε ο Πιερ, ενώ ξυριζόταν. Ο καθένας στη θέση μας το ίδιο θα έκανε».
Εκείνο το πρωινό, ήταν Τετάρτη, έκανε με ιδιαίτερη προσοχή την τουαλέτα του. Η σύζυγός του επιμελήθηκε προσωπικά το χτένισμά του και τον βοήθησε να δέσει τη γραβάτα του. Τον τραβολογούσε σα να ήταν κανένα πιτσιρίκι που πρέπει να είναι στην τρίχα, για να παραστεί σε κάποια σχολική εκδήλωση. Όταν ετοιμάστηκε, η Φελισιτέ τον κοίταξε και δήλωσε πως ήταν άψογος και πως θα έκανε εξαιρετική εντύπωση, την ώρα που θα εκτελούσε το σχέδιό τους. Πράγματι, το παχουλό του πρόσωπο είχε μια έκφραση βαθιάς αξιοπρέπειας και ηρωικής αποφασιστικότητας. Τον συνόδεψε ως το κεφαλόσκαλο δίνοντάς του τις τελευταίες παραινέσεις: δεν έπρεπε να εγκαταλείψει τη γενναία στάση του, όσο μεγάλος κι αν ήταν ο πανικός που θα επικρατούσε˙ οι πύλες θα έπρεπε να μείνουν οπωσδήποτε ερμητικά κλειστές, έτσι ώστε η πόλη να παραμείνει κατατρομοκρατημένη μέσα στα τείχη της˙ θα ήταν ιδανικό, αν κατάφερνε να εμφανιστεί ως ο μόνος διατεθειμένος να θυσιάσει τη ζωή του για την διασφάλιση της τάξης.
Τι μέρα κι αυτή! Οι Ρουγκόν έμελλε να τη θυμούνται για πολλά χρόνια ως ένδοξη ημέρα κατά την οποία δόθηκε η τελική μάχη. Ο Πιέρ πήγε κατευθείαν στο δημαρχείο, χωρίς να ανησυχεί για τις ματιές και τις κουβέντες που τον συνόδευαν στην διαδρομή. Κάθισε εκεί σαν άρχοντας, δείχνοντας ξεκάθαρα πως δεν προτίθεται να αφήσει το πόστο του. Έστειλε απλώς μια ειδοποίηση στον Ρουντιέ ενημερώνοντάς τον πως αναλάμβανε ξανά τα ηνία της εξουσίας.
«Το νου σου στις πόρτες, έλεγε στο μήνυμά του, γνωρίζοντας πως αυτές οι γραμμές θα κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα˙ εγώ θα φροντίσω την πόλη, ώστε να μην κινδυνεύσουν οι περιουσίες και οι άνθρωποι. Τέτοιες στιγμές, όταν τα άσχημα πάθη επιστρέφουν και επικρατούν, οι σωστοί πολίτες οφείλουν να τα καταπνίξουν, ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους»
Το κακογραμμένο αυτό κείμενο προσέδιδε έναν ακόμα πιο μεγάλο ηρωισμό στο σημείωμα, διατηρώντας κάτι από τον αρχαίο λακωνικό τρόπο έκφρασης. Κανένας από τους κυρίους της προσωρινής επιτροπής δεν εμφανίστηκε. Οι δυο τελευταίοι που είχαν απομείνει πιστοί, ακόμα κι ο ίδιος ο Γκρανού, προτίμησαν να παραμείνουν στην ασφάλεια των σπιτιών τους. Από αυτήν την επιτροπή, της οποίας τα μέλη είχαν όλα εξαφανιστεί, καθώς ο πανικός ολοένα και δυνάμωνε, μονάχα ο Ρουγκόν είχε παραμείνει στη θέση του, επάνω στην πολυθρόνα του δημάρχου. Δεν καταδέχτηκε καν να τους καλέσει για σύσκεψη. Αυτός μονάχος του, ήταν αρκετός. Ένα μοναδικό θέαμα, το οποίο μια τοπική εφημερίδα αργότερα περιέγραψε ως « δύναμη ψυχής συνδυασμένη με αίσθηση καθήκοντος»
Όλο το πρωί ο Πιέρ πηγαινοερχόταν μέσα στο δημαρχείο παριστάνοντας τον πολυάσχολο. Ήταν εντελώς μόνος μέσα σε εκείνο το μεγάλο, αδειανό κτίριο, και ο ήχος από τα τακούνια των παπουτσιών του αντηχούσε μέσα στις ψηλοτάβανες αίθουσες. Επιπλέον όλες οι πόρτες είχαν παραμείνει ανοιχτές. Προήδρευε μόνος, χωρίς τους συμβούλους του, μέσα στον έρημο χώρο, και έδειχνε τόσο βαθιά δοσμένος στην αποστολή του, ώστε ο θυρωρός, συναντώντας τον δυο τρεις φορές μέσα στους διαδρόμους, τον χαιρέτησε γεμάτος έκπληξη και σεβασμό. Έβγαινε συχνά σε όλα τα παράθυρα και, παρά το τσουχτερό κρύο, πρόβαλε κάμποσες φορές στο μπαλκόνι, βαστώντας στοίβες από έγγραφα στα χέρια του, δίνοντας την εντύπωση πως πνίγεται στη δουλειά, ενώ παράλληλα περιμένει την επίδοση σημαντικών μηνυμάτων.
Ύστερα, κατά το μεσημέρι, κατέβηκε στην πόλη˙επισκέφθηκε τους σταθμούς της εθνοφρουράς, κάνοντας λόγο για μια πιθανή επίθεση, αφήνοντας να γίνει αντιληπτό πως οι αντάρτες δεν βρίσκονταν μακριά˙ στηριζόταν, κατά τα λεγόμενά του, στο κουράγιο των γενναίων ανδρών της εθνοφρουράς˙ αν χρειαζόταν θα έπρεπε να πέσουν μέχρι τον τελευταίο για την υπεράσπιση του ευγενούς σκοπού. Καθώς επέστρεφε από αυτήν τη γύρα, περπατώντας αργά, σοβαρά, με τον βηματισμό ενός ήρωα που βάζει σε τάξη τις υποθέσεις της πατρίδας του και δεν περιμένει τίποτε άλλο εκτός από το θάνατο, παρατήρησε πως οι περαστικοί τον κοιτούσαν εμβρόντητοι˙ οι περιπατητές της λεωφόρου, κάτι αδιόρθωτοι μικροϊδιοκτήτες που δεν θα επέτρεπαν σε καμιά καταστροφή να τους στερήσει την τακτική βόλτα τους στη λιακάδα, στις καθορισμένες τους ώρες, τον κοιτούσαν παραξενεμένοι, σαν να μην τον αναγνώριζαν και δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως ένας από το σινάφι τους, ένας πρώην λαδέμπορος είχε τα κότσια να αντιμετωπίσει έναν ολόκληρο στρατό.
Μέσα στην πόλη η ανησυχία είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Από στιγμή σε στιγμή περίμεναν την εμφάνιση του επαναστατικού στρατού. Ο σάλος από την απόδραση του Μακάρ σχολιάστηκε με τον πιο τρομαχτικό τρόπο. Κάποιοι ισχυρίζονταν πως είχε απελευθερωθεί από τους φίλους του τους κόκκινους, και πως περίμενε να πέσει η νύχτα, κρυμμένος σε κάποια γωνιά, για να πέσει επάνω στους κατοίκους και να κάψει από άκρη σε άκρη την πόλη. Το Πλασσάν, εγκλωβισμένο, πανικόβλητο, τρώγοντας τις σάρκες του μέσα στην φυλακή των τειχών του, αυτοτροφοδοτούσε αδιάκοπα τους φόβους του.
Οι δημοκρατικοί, μπροστά στην αγέρωχη στάση του Ρουγκόν, ένιωσαν μια στιγμιαία καχυποψία. Όσο για τη νέα πόλη, οι δικηγόροι και οι αποσυρμένοι έμποροι, οι οποίοι την προηγούμενη μέρα καταφέρονταν εναντίον του κίτρινου σαλονιού, ήταν τόσο έκπληκτοι, ώστε δεν τολμούσαν πια να επιτεθούν ανοιχτά σε έναν τόσο γενναίο άνδρα. Τους αρκούσε να λένε πως ήταν τρέλα να αντιμετωπίζει κανείς έτσι τους νικητές επαναστάτες και ότι αυτός ο μάταιος ηρωισμός θα επέσυρε μεγαλύτερα δεινά επάνω στην πόλη. Έπειτα, γύρω στις τρεις η ώρα, οργάνωσαν μια αντιπροσωπεία. Ο Πιέρ που καιγόταν από την επιθυμία να εκφράσει την αφοσίωσή του μπροστά σε όλους τους συμπολίτες του, δεν μπορούσε να πιστέψει την εξαιρετική ευκαιρία που του δινόταν.
Οι δημοκρατικοί, μπροστά στην αγέρωχη στάση του Ρουγκόν, ένιωσαν μια στιγμιαία καχυποψία. Όσο για τη νέα πόλη, οι δικηγόροι και οι αποσυρμένοι έμποροι, οι οποίοι την προηγούμενη μέρα καταφέρονταν εναντίον του κίτρινου σαλονιού, ήταν τόσο έκπληκτοι, ώστε δεν τολμούσαν πια να επιτεθούν ανοιχτά σε έναν τόσο γενναίο άνδρα. Τους αρκούσε να λένε πως ήταν τρέλα να αντιμετωπίζει κανείς έτσι τους νικητές επαναστάτες και ότι αυτός ο μάταιος ηρωισμός θα επέσυρε μεγαλύτερα δεινά επάνω στην πόλη. Έπειτα, γύρω στις τρεις η ώρα, οργάνωσαν μια αντιπροσωπεία. Ο Πιέρ που καιγόταν από την επιθυμία να εκφράσει την αφοσίωσή του μπροστά σε όλους τους συμπολίτες του, δεν μπορούσε να πιστέψει την εξαιρετική ευκαιρία που του δινόταν.
Είπε λόγια υπέροχα. Ο πρόεδρος της προσωρινής επιτροπής υποδέχτηκε την αντιπροσωπεία της νέας πόλης μέσα στο γραφείο του δημάρχου. Αυτοί οι κύριοι, αφού πρώτα έπλεξαν ένα εγκώμιο για τον πατριωτισμό του, τον ικέτεψαν να ξεχάσει κάθε ιδέα για αντίσταση. Όμως εκείνος, με δυνατή φωνή, έκανε λόγο για το καθήκον, την πατρίδα, την τάξη, την ελευθερία και άλλα πολλά πράγματα. Επιπλέον, δεν υποχρέωνε κανένα να τον μιμηθεί˙ ενεργούσε απλώς σύμφωνα με τα όσα του υπαγόρευε η φωνή της συνείδησης και της καρδιάς του.
«Βλέπε κύριοι, πως είμαι ολομόναχος, είπε κλείνοντας. Θέλω να πάρω επάνω μου όλη την ευθύνη, ώστε να μην κινδυνεύσει κανένας εκτός από μένα τον ίδιο. Και αν χρειαστεί ένα εξιλαστήριο θύμα, προσφέρω ολόψυχα τον εαυτό μου˙ επιθυμώ να θυσιάσω τη ζωή μου προκειμένου να εξασφαλίσω την ασφάλεια των κατοίκων».
Ένας συμβολαιογράφος, ο επικεφαλής της ομάδας παρατήρησε πως βάδιζε προς έναν σίγουρο θάνατο.
«Το ξέρω, ξανάπε, με επισημότητα. Είμαι έτοιμος!».
Οι κύριοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Η φράση «Είμαι έτοιμος!» τους γέμισε με θαυμασμό. Αναμφίβολα αυτός ο άνδρας ήταν πολύ γενναίος. Ο συμβολαιογράφος τον παρακάλεσε να ζητήσει την βοήθεια των εθνοφρουρών˙ όμως εκείνος απάντησε πως το αίμα εκείνων των στρατιωτών ήταν πολύτιμο και πως δεν θα το άφηνε να χυθεί παρά μόνο αν αυτό αποτελούσε την τελευταία καταφυγή. Η αντιπροσωπεία αποσύρθηκε αργά, με μεγάλη συγκίνηση. Μια ώρα αργότερα, το Πλασσάν αντιμετώπιζε τον Ρουγκόν, σαν ήρωα˙ οι πιο φοβητσιάρηδες τον αποκαλούσαν «ο τρελόγερος».
Κατά το βραδάκι, ο Ρουγκόν, είδε προς μεγάλη του έκπληξη τον Γκρανού να καταφθάνει τρέχοντας. Ο πρώην αμυγδαλέμπορος, έπεσε στην αγκαλιά του, αποκαλώντας τον «σπουδαίο άνδρα» και λέγοντάς του πως ήθελε να πεθάνει μαζί του. Η φράση «Είμαι έτοιμος!» την οποία είχε μόλις πληροφορηθεί από την υπηρέτριά του, η οποία την είχε ακούσει από τον μανάβη, τον είχε γεμίσει με ειλικρινή ενθουσιασμό. Στο βάθος αυτού του αστείου φοβητσιάρη υπήρχε μια γοητευτική αφέλεια. Ο Πιέρ τον κράτησε μαζί του, σκεπτόμενος πως κάτι τέτοιο δεν θα είχε την παραμικρή συνέπεια. Μάλιστα συγκινήθηκε από την αφοσίωση του φτωχού ανθρωπάκου˙ υποσχέθηκε μάλιστα στον εαυτό να εξασφαλίσει τον δημόσιο έπαινό του από τον νομάρχη, γεγονός που θα έκανε τους υπόλοιπους μεσοαστούς, που τον είχαν εγκαταλείψει με τέτοια ευκολία, να σκάσουν από τη ζήλια τους. Οι δυο τους, παρέα, περίμεναν τον ερχομό της νύχτας, μέσα στο έρημο δημαρχείο.
Την ίδια ώρα ο Αριστίντ, βάδιζε κατά το σπίτι του, βαθύτατα αγχωμένος. Το άρθρο του Βουιγιέ τον είχε καταπλήξει. Η συμπεριφορά του πατέρα του, τον είχε αποσβολώσει. Μόλις τώρα, τον είχε δει να στέκεται στο παράθυρο, φορώντας την άσπρη του γραβάτα και τη μαύρη ρεντιγκότα του, υπερβολικά ήρεμο μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο, γεγονός που του προκάλεσε τρομερή σύγχυση. Κι όμως, οι αντάρτες επέστρεφαν νικητές, αυτή ήταν η γενική πεποίθηση ολάκερης της πόλης. Ωστόσο ο Αριστίντ διατηρούσε τις αμφιβολίες του, μυριζόταν κάποια τερατώδη φάρσα. Καθώς δεν είχε το θάρρος να παρουσιαστεί στο σπίτι των γονιών του, φρόντισε να στείλει εκεί τη γυναίκα του. Όταν η Ανζέλ επέστρεψε του είπε τραυλίζοντας:
«Η μητέρα σου σε περιμένει: δεν είναι καθόλου θυμωμένη μαζί σου, αλλά μου έδωσε την εντύπωσε ότι σε περιγελούσε. Μου επανέλαβε κάμποσες φορές πως θα μπορούσες τώρα, να φυλάξεις τη δέστρα σου στη τσέπη»
Ο Αριστίντ αναστατώθηκε τρομερά. Ωστόσο έτρεξε στην οδό ντε λα Μπαν, έτοιμος να εκφράσει την πιο ταπεινή υποταγή. Η μητέρα του τον υποδέχτηκε γελώντας χαιρέκακα.
«Αχ! Φτωχό μου αγόρι, του είπε μόλις τον είδε, τελικά δεν είσαι καθόλου έξυπνος.
- Μα τι θα μπορούσα να καταφέρω σε μια τρύπα σαν το Πλασσάν! , της αντιγύρισε ενοχλημένος. Αυτός ο τόπος με αποβλάκωσε, στο λόγο της τιμής μου. Δεν υπάρχει η παραμικρή πληροφόρηση και όλοι τρέμουν από το φόβο τους. Αυτό κρύβεται πίσω από εκείνα τα αναθεματισμένα τα τείχη. Αχ! Μακάρι να είχα ακολουθήσει τον Εζέν ως το Παρίσι!»
Έπειτα προσέθεσε πικρόχολα, βλέποντας ότι η μητέρα του συνέχιζε να γελάει:
«Δεν ήσουν καλή μαζί μου, μητέρα. Γνωρίζω πολλά πράγματα, ξέρεις… Ο αδερφός μου σας κρατούσε ενήμερους για τα τεκταινόμενα, και ποτέ δεν μου δώσατε την παραμικρή ένδειξη, που θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμη.
- Ώστε το ξέρεις, λοιπόν, έτσι δεν είναι; είπε καχύποπτη η Φελισιτέ παίρνοντας σοβαρό ύφος. Ε καλά, είσαι λιγότερο ανόητος από ότι πίστευα. Μήπως κι εσύ άνοιγες την ξένη αλληλογραφία σαν κάποιον γνωστό μου;
- Όχι, αλλά άκουγα πίσω από τις πόρτες, της απάντησε ο Αριστίντ με απόλυτη ψυχραιμία».
Αυτή η ειλικρίνεια δεν ενόχλησε την γριά γυναίκα. Άρχισε πάλι να χαμογελά και είπε σε πιο ήπιο τόνο:
«Τότε βρε κουτέ, τον ρώτησε, πως και δεν πέρασες στην παράταξή μας νωρίτερα;
- Αχ! Εδώ είναι το πρόβλημα, είπε ο νεαρός άνδρας, κάπως αμήχανα. Δεν σας είχα εμπιστοσύνη. Περιστοιχιζόσαστε από κάμποσους χοντροκέφαλους: τον πεθερό μου, τον Γκρανού κι όλους εκείνους!... Έπειτα δεν ήθελα να το παρατραβήξω…»
Στο σημείο αυτό ο Αριστίντ δίστασε. Όταν συνέχισε να μιλά η φωνή του φανέρωνε την ανησυχία του:
«Τώρα τουλάχιστον, έχεις βεβαιωθεί για την επιτυχία του πραξικοπήματος;
- Εγώ; φώναξε η Φελισιτέ, πληγωμένη από τις αμφιβολίες του γιου της, εγώ δεν είμαι σίγουρη για τίποτα.
- Ωστόσο με ειδοποίησες να βγάλω τη δέστρα μου, έτσι;
- Ναι, γιατί όλος ο κόσμος γελάει μαζί σου».
Ο Αριστίντ παρέμεινε καρφωμένος στη θέση του, με το βλέμμα χαμένο, παριστάνοντας πως παρατηρεί τα σχέδια της πορτοκαλόχρωμης ταπετσαρίας. Η μητέρα του καταλήφθηκε από μια ξαφνική ανυπομονησία βλέποντάς τον έτσι διστακτικό.
«Ορίστε, είπε, μου φαίνεται πως θα επιστρέψω στην αρχική μου γνώμη: δεν είσαι και τόσο έξυπνος. Κι ύστερα μου λες πως θα έπρεπε να είχες διαβάσει κι εσύ τις επιστολές του Εζέν! Μα, κακομοίρη μου, με την αιώνια αναποφασιστικότητά σου, θα κατέστρεφες τα πάντα. Και τώρα ακόμα διστάζεις…
- Εγώ, να διστάζω; Την διέκοψε ρίχνοντάς της ένα ψυχρό βλέμμα. Αχ! Πόσο λίγο με ξέρεις. Θα μπορούσα να κάψω την πόλη προκειμένου να ζεστάνω τα πόδια μου. Όμως κατάλαβέ με, δεν θέλω να πάρω το στραβό μονοπάτι! Βαρέθηκα να τρώω το ξεροκόμματό μου και θέλω να ξεγελάσω την κακή μου τύχη. Προτίθεμαι να παίξω μονάχα εκ του ασφαλούς».
Είχε πει αυτά τα λόγια με τόση σκληρότητα, που η μητέρα του, αναγνώρισε, σε αυτή την φλογερή επιθυμία για επιτυχία, την φωνή της δικής της καρδιάς. Του είπε με χαμηλωμένη τη φωνή της:
«Ο πατέρας σου είναι πολύ θαρραλέος.
- Ναι, το είδα, άρχισε πάλι γελώντας ο Αριστίντ. Είναι μεγάλο κεφάλι. Μου θύμισε τον Λεωνίδα των Θερμοπυλών… εσύ ήσουν μητέρα εκείνη που τον έβαλε να παίξει αυτόν τον ρόλο;
Και προσέθεσε χαρωπά, με μια αποφασιστική χειρονομία:
Τόσο το χειρότερο! Είμαι Βοναπαρτιστής!... Ο μπαμπάς δεν είναι από τους ανθρώπους που θα διακινδύνευαν τη ζωή τους χωρίς να εξασφαλίσουν ένα τεράστιο κέρδος.
- Σε αυτό έχεις δίκιο, του είπε η μητέρα του˙ Δεν μπορώ να μιλήσω˙ ωστόσο αύριο θα τα καταλάβεις όλα».
Ο Αριστίντ δεν επέμεινε, αλλά της ορκίστηκε πως αργά ή γρήγορα θα την έκανε περήφανη. Στη συνέχεια έφυγε και η Φελισιτέ νιώθοντας να ξυπνάει μέσα της η παλιά της αδυναμία, σκέφτηκε καθώς, καθισμένη μπροστά στο παράθυρο, τον έβλεπε να απομακρύνεται, πως το αγοράκι της ήταν διαόλου κάλτσα και πως με τίποτα δε θα το εγκατέλειπε προτού να το βάλει στον ίσιο δρόμο. Για τρίτη φορά η νύχτα, μια νύχτα αγωνίας, σκέπασε το Πλασσάν. Η ετοιμοθάνατη πόλη έμοιαζε να πλέει τα λοίσθια. Οι μεσοαστοί επέστρεψαν βιαστικά στα σπίτια τους και οι πόρτες σφραγίστηκαν μέσα σε ένα ορυμαγδό φασαρίας από τους σύρτες που έκλειναν και τις σιδερένιες αμπάρες. Η γενική αίσθηση που επικρατούσε ήταν πως το Πλασσάν δεν θα υπήρχε ως το επόμενο πρωί, πως θα βούλιαζε στα έγκατα της γης ή θα εξατμιζόταν στον αέρα.
Όταν ο Ρουγκόν γύρισε σπίτι για να δειπνίσει, βρήκε όλους τους δρόμους εντελώς ερημωμένους. Αυτή η μοναξιά τον έκανε να νιώθει λύπη και μελαγχολία. Εκτός αυτού, μόλις απόφαγε, ένιωσε καταβεβλημένος από ένα αίσθημα δειλίας και ρώτησε τη γυναίκα του, αν ήταν όντως απαραίτητο να πραγματοποιηθεί το σχέδιο που περιλάμβανε την ανταρσία του Μακάρ.
Όταν ο Ρουγκόν γύρισε σπίτι για να δειπνίσει, βρήκε όλους τους δρόμους εντελώς ερημωμένους. Αυτή η μοναξιά τον έκανε να νιώθει λύπη και μελαγχολία. Εκτός αυτού, μόλις απόφαγε, ένιωσε καταβεβλημένος από ένα αίσθημα δειλίας και ρώτησε τη γυναίκα του, αν ήταν όντως απαραίτητο να πραγματοποιηθεί το σχέδιο που περιλάμβανε την ανταρσία του Μακάρ.
«Τώρα πια κανένας δεν πρόκειται να μας αμφισβητήσει. Αν έβλεπες εκείνους τους κυρίους της νέας πόλης, πως με χαιρετούσαν! Τώρα μου φαίνεται κάπως περιττό να σκοτώσουμε τον οποιονδήποτε. Ε; Τι λες κι εσύ; Θα κάνουμε το κουμάντο μας χωρίς όλα αυτά.
- Α! Τι μπουνταλάς που είσαι! φώναξε με θυμό η Φελισιτέ. Εσύ ήσουν αυτός που είχε την ιδέα και να τώρα που κάνεις πίσω! Στο λέω πως τίποτα δεν είσαι άξιος να καταφέρεις χωρίς εμένα!... Ορίστε λοιπόν, ας γίνει το δικό σου. Νομίζεις πως οι δημοκράτες θα σε λυπηθούν, αν σε πιάσουν στα χέρια τους;».
Ο Ρουγκόν επέστρεψε στο δημαρχείο και άρχισε να προετοιμάζεται για την ενέδρα. Ο Γκρανού του φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμος. Τον έστειλε να μεταφέρει τις διαταγές του στους σκοπούς που είχαν αναλάβει τη φύλαξη των τειχών˙ οι εθνοφρουροί έπρεπε να πάνε ως το δημαρχείο, χωρισμένοι σε ολιγάριθμες ομάδες, με όσο το δυνατό μεγαλύτερη μυστικότητα. Ο Ρουντιέ, αυτός ο χαμένος μέσα στην επαρχία, παριζιάνος μεσοαστός, δεν ενημερώθηκε καν, από φόβο μήπως και καταστρέψει τα πάντα με τα ουμανιστικά του κηρύγματα. Γύρω στις έντεκα η ώρα η αυλή του δημαρχείου ήταν γεμάτη από εθνοφρουρούς. Ο Ρουγκόν φρόντισε να τους τρομοκρατήσει˙ τους είπε πως οι εναπομείναντες δημοκρατικοί του Πλασσάν ετοίμαζαν ένα χτύπημα απελπισίας και καυχήθηκε πως είχε ειδοποιηθεί εγκαίρως από τη μυστική αστυνομία.
Στη συνέχεια, αφού περιέγραψε με αδρές εικόνες τη σφαγή που θα επακολουθούσε στην πόλη στην περίπτωση που αυτά τα αποβράσματα αποκτούσαν το πάνω χέρι, διέταξε να γίνει απόλυτη ησυχία και να σβήσουν όλα τα φώτα. Πήρε κι ίδιος ένα τουφέκι. Από το πρωί ζούσε σαν μέσα σε όνειρο˙ δεν αναγνώριζε πια τον εαυτό του˙ ένιωθε λες και είχε στο πλάι του τη Φελισιτέ. Μετά την κρίση της περασμένης νύχτας είχε πιαστεί στα δίχτυα της. Θα άφηνε και να τον κρεμάσουν ακόμα, λέγοντας πως: «Δεν πειράζει, θα έρθει η γυναίκα μου και θα με σώσει». Για να αυξήσει τη φασαρία και τον τρόμο της κοιμισμένης πόλης, ζήτησε από τον Γκρανού να πάει στον Καθεδρικό για να σημάνει συναγερμό με τις καμπάνες μόλις θα έπεφταν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Το όνομα του μαρκησίου θα ήταν η συνθηματική λέξη για να του ανοίξει ο νεωκόρος. Μέσα στο σκοτάδι και τη μαύρη σιωπή της αυλής οι εθνοφρουροί, τρομαγμένοι και αγχωμένοι, περίμεναν, με το βλέμμα καρφωμένο στην εξώθυρα, έτοιμοι να ανοίξουν πυρ, σα να παραμόνευαν μια αγέλη από λύκους.
Στη συνέχεια, αφού περιέγραψε με αδρές εικόνες τη σφαγή που θα επακολουθούσε στην πόλη στην περίπτωση που αυτά τα αποβράσματα αποκτούσαν το πάνω χέρι, διέταξε να γίνει απόλυτη ησυχία και να σβήσουν όλα τα φώτα. Πήρε κι ίδιος ένα τουφέκι. Από το πρωί ζούσε σαν μέσα σε όνειρο˙ δεν αναγνώριζε πια τον εαυτό του˙ ένιωθε λες και είχε στο πλάι του τη Φελισιτέ. Μετά την κρίση της περασμένης νύχτας είχε πιαστεί στα δίχτυα της. Θα άφηνε και να τον κρεμάσουν ακόμα, λέγοντας πως: «Δεν πειράζει, θα έρθει η γυναίκα μου και θα με σώσει». Για να αυξήσει τη φασαρία και τον τρόμο της κοιμισμένης πόλης, ζήτησε από τον Γκρανού να πάει στον Καθεδρικό για να σημάνει συναγερμό με τις καμπάνες μόλις θα έπεφταν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Το όνομα του μαρκησίου θα ήταν η συνθηματική λέξη για να του ανοίξει ο νεωκόρος. Μέσα στο σκοτάδι και τη μαύρη σιωπή της αυλής οι εθνοφρουροί, τρομαγμένοι και αγχωμένοι, περίμεναν, με το βλέμμα καρφωμένο στην εξώθυρα, έτοιμοι να ανοίξουν πυρ, σα να παραμόνευαν μια αγέλη από λύκους.
Στο μεταξύ ο Μακάρ είχε περάσει την ημέρα του στο σπίτι της θείας Ντιντ. Είχε ξαπλωθεί επάνω στο παλιό σεντούκι, αναπολώντας τον καναπέ του κυρίου Γκαρσονιέ. Κάμποσες φορές ένιωσε την παράλογη παρόρμηση να πάει σε κάποιο κοντινό καφενείο για να ξοδέψει τα διακόσια φράγκα του˙ αισθανόταν το στήθους του να καίγεται από αυτά τα χρήματα, τα οποία φυλούσε στη τσέπη του γιλέκου του˙ μην έχοντας τι άλλο να κάνει βάλθηκε να τα ξοδέψει με τη φαντασία του. Η μητέρα του, στην οποία τις τελευταίες ημέρες είχαν καταφύγει και οι δύο της γιοί, κάτωχρη κι αλλοπαρμένη, χωρίς να αποχωρίζεται τη σιωπή της, χωρίς να χάνει την νεκρική ακινησία της, στριφογύριζε ολόγυρά του, βαδίζοντας μηχανικά, χωρίς να δείχνει πως συνειδητοποιούσε την παρουσία του.
Αγνοούσε παντελώς τους φόβους που είχαν φέρει τα πάνω κάτω στην αποκλεισμένη πόλη˙ εκείνη βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά από το Πλασσάν, μέσα στο δικό της εμμονικό σύμπαν, το οποίο έδινε στα ανοιχτά της μάτια, ένα βλέμμα κενό από κάθε σκέψη. Μονάχα μια έγνοια, μια ανθρώπινη ανησυχία την έκανε μερικές φορές να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά της. Ο Αντουάν, που δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό του να φάει κάτι νόστιμο, την έστειλε να του αγοράσει ένα ψητό κοτόπουλο από κάποιο μαγέρικο του προαστίου. Όταν κάθισε στο τραπέζι της είπε:
Αγνοούσε παντελώς τους φόβους που είχαν φέρει τα πάνω κάτω στην αποκλεισμένη πόλη˙ εκείνη βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά από το Πλασσάν, μέσα στο δικό της εμμονικό σύμπαν, το οποίο έδινε στα ανοιχτά της μάτια, ένα βλέμμα κενό από κάθε σκέψη. Μονάχα μια έγνοια, μια ανθρώπινη ανησυχία την έκανε μερικές φορές να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά της. Ο Αντουάν, που δεν μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό του να φάει κάτι νόστιμο, την έστειλε να του αγοράσει ένα ψητό κοτόπουλο από κάποιο μαγέρικο του προαστίου. Όταν κάθισε στο τραπέζι της είπε:
«Εχ, δεν τρως και πολύ συχνά κοτόπουλο, έτσι; Τέτοια τρώνε μόνο όσοι εργάζονται και τα φέρνουν σε λογαριασμό. Όσο για σένα, εσύ ήσουν πάντα εντελώς χαμένη… Στοιχηματίζω πως δίνεις όλες τις οικονομίες σου σε εκείνον τον μη μου άπτου, τον Σιλβέρ. Έχει και φιλενάδα ο υποκρίταρος. Αν έχεις κανένα μασούρι με λεφτά κρυμμένο σε κάποια γωνιά, αυτός κάποια μέρα θα σε τουμπάρει για να σου τα πάρει».
Ο Μακάρ γελούσε, έλαμπε από μια άγρια χαρά. Τα χρήματα που έκρυβε στην τσέπη του, η προδοσία που ετοίμαζε, η βεβαιότητα πως είχε πουληθεί σε καλή τιμή, τον γέμιζαν με την ικανοποίηση που χαρακτηρίζει τους κακούς ανθρώπους, η οποίοι είναι από τη φύση τους χαρούμενοι και είρωνες κάθε φορά που πάνε να διαπράξουν το κακό. Από όλες του τις κουβέντες η θεία Ντιντ άκουσε μονάχα το όνομα του Σιλβέρ.
«Τον είδες; ρώτησε, σπάζοντας επιτέλους τη σιωπή της.
- Ποιόν τον Σιλβέρ; της απάντησε ο Αντουάν. Σουλατσάριζε ανάμεσα στους αντάρτες με μια γεροδεμένη, κόκκινη κοπέλα στο πλευρό του. Άμα φάει καμιά καμπάνα θα του αξίζει.
Η γιαγιά τον κοίταξε εξεταστικά και ρώτησε με σοβαρή φωνή:
Γιατί; είπε μονολεκτικά.
«Ε, δε μπορεί να είναι τόσο βλάκας, της απάντησε εκείνος, νιώθοντας κάπως αμήχανα. Υπάρχει άνθρωπος που να ρισκάρει το τομάρι του για μερικές ιδέες; Εγώ, φρόντισα να κανονίσω τη δουλίτσα μου. Δεν είμαι κανένα παιδαρέλι».
Όμως η θεία Ντιντ είχε πάψει να τον ακούει. Ψιθύρισε:
«Είχε τα χέρια του καλυμμένα από αίμα. Θα τον σκοτώσουν κι αυτόν σαν τον άλλο. Οι θείοι του θα στείλουν ξωπίσω του τους χωροφύλακες.
- Τι μουρμουρίζεις εκεί πέρα; τη ρώτησε ο γιος της μόλις ξεκοκάλισε το κοτόπουλο. Ξέρεις προτιμώ, αν κάποιος θέλει να μου πει κάτι, να μου το λέει κατάμουτρα. Αν μίλησα κάποιες φορές περί δημοκρατίας με τον μικρό, ήταν μονάχα για να τον κάνω να λογικευτεί. Όμως εκείνος ήταν παλαβός. Κι εγώ αγαπώ την ελευθερία όμως δεν πρέπει αυτή να εκφυλίζεται σε ασυδοσία… Όσο για τον Ρουγκόν, αυτός χαίρει της εκτίμησής μου. Είναι άνδρας με μυαλό και γενναιότητα.
- Είχε το τουφέκι μαζί, έτσι δεν είναι; Τον διέκοψε η θεία Ντιντ που με το χαμένο της πνεύμα έμοιαζε να ακολουθεί τον Σιλβέρ, πέρα μακριά, στη μεγάλη στράτα.
- Το τουφέκι; Α! Ναι, την καραμπίνα του Μακάρ, συνέχισε ο Αντουάν, αφού πρώτα έριξε μια ματιά στο πεζούλι του τζακιού, εκεί όπου συνήθως βρισκόταν το όπλο. Νομίζω πως τον είδα να το κρατάει στα χέρια του. Φοβερό εργαλείο, να το πάρεις και να τρέχεις στα χωράφια αγκαλιά με ένα κορίτσι. Τι ανόητος!»
Και θεώρησε καθήκον του να κάνει μερικά χοντροκομμένα αστεία. Η θεία Ντιντ είχε αρχίσει να στριφογυρνάει πάλι μέσα στο σπίτι. Δεν ξαναμίλησε πια. Μόλις πήρε να βραδιάζει ο Αντουάν έφυγε, αφού φρόντισε πρώτα να φορέσει μια μπλούζα και ένα βαθύ κασκέτο, που του έκρυβε τα μάτια, το οποίο πήγε να του αγοράσει η μητέρα του. Επέστρεψε στην πόλη με τον ίδιο τρόπο που είχε φύγει από εκεί, λέγοντας κάποια απίθανη ιστορία στους εθνοφρουρούς που φυλούσαν την πύλη της Ρώμης. Ύστερα πήρε το δρόμο για την παλιά συνοικία όπου, με άκρα μυστικότητα, φρόντισε να γλιστράει από πόρτα σε πόρτα. Όλοι οι ριζοσπάστες δημοκρατικοί, όλοι οι σύντροφοι που δεν είχαν ακολουθήσει τον επαναστατικό στρατό, συναντήθηκαν γύρω στις εννιά η ώρα σε ένα κακόφημο καφενέ, τον οποίο ο Μακάρ είχε ορίσει ως σημείο συνάντησης. Όταν συγκεντρώθηκαν οι πενήντα περίπου άνδρες, τους έβγαλε ένα λόγο στον οποίο μιλούσε για τη λήψη μιας προσωπικής εκδίκησης, για την επιδίωξη της νίκης, για τον επαίσχυντο ζυγό που έπρεπε να ανατραπεί και τελείωσε διαβεβαιώνοντας τους πως η απελευθέρωση του δημαρχείου ήταν υπόθεση δέκα λεπτών.
Ο ίδιος μόλις το είχε σκάσει από εκεί και γνώριζε πως ήταν άδειο˙ η κόκκινη σημαία θα μπορούσε να ανεμίσει απόψε κιόλας, αρκεί να το επιθυμούσαν. Οι εργάτες έκαναν συμβούλιο: Μια τέτοια ώρα, που η συντηρητική αντίδραση ξεψυχούσε και οι επαναστάτες βρίσκονταν προ των πυλών, θα ήταν πιο ένδοξο να ανακαταλάβουν την εξουσία χωρίς να περιμένουν την επιστροφή των συντρόφων τους, ώστε να μπορέσουν να τους υποδεχτούν σαν αδερφούς, με τις πύλες ορθάνοιχτες, τους δρόμους και τις πλατείες σημαιοστολισμένες. Εκτός αυτού κανένας δεν αμφισβητούσε τον Μακάρ˙ το μίσος του ενάντια στους Ρουγκόν, η προσωπική εκδίκηση για την οποία έκανε λόγο, αποτελούσαν την εγγύηση της αφοσίωσής του. Συμφώνησαν πως όσοι ήταν κυνηγοί και είχαν στα σπίτια τους κάποιο ντουφέκι θα το έπαιρναν μαζί τους και πως κατά τα μεσάνυχτα η ομάδα θα βρισκόταν στην πλατεία του Δημαρχείου. Υπήρχε βέβαια μια μικρή λεπτομέρεια, η οποία όμως δεν τους πτόησε: δεν είχαν σφαίρες ˙ αποφάσισαν να γεμίσουν τα όπλα τους με μικρά σκάγια, τα οποία έτσι κι αλλιώς ήταν προαιρετικά καθώς δεν επρόκειτο να συναντήσουν την παραμικρή αντίσταση.
Ο ίδιος μόλις το είχε σκάσει από εκεί και γνώριζε πως ήταν άδειο˙ η κόκκινη σημαία θα μπορούσε να ανεμίσει απόψε κιόλας, αρκεί να το επιθυμούσαν. Οι εργάτες έκαναν συμβούλιο: Μια τέτοια ώρα, που η συντηρητική αντίδραση ξεψυχούσε και οι επαναστάτες βρίσκονταν προ των πυλών, θα ήταν πιο ένδοξο να ανακαταλάβουν την εξουσία χωρίς να περιμένουν την επιστροφή των συντρόφων τους, ώστε να μπορέσουν να τους υποδεχτούν σαν αδερφούς, με τις πύλες ορθάνοιχτες, τους δρόμους και τις πλατείες σημαιοστολισμένες. Εκτός αυτού κανένας δεν αμφισβητούσε τον Μακάρ˙ το μίσος του ενάντια στους Ρουγκόν, η προσωπική εκδίκηση για την οποία έκανε λόγο, αποτελούσαν την εγγύηση της αφοσίωσής του. Συμφώνησαν πως όσοι ήταν κυνηγοί και είχαν στα σπίτια τους κάποιο ντουφέκι θα το έπαιρναν μαζί τους και πως κατά τα μεσάνυχτα η ομάδα θα βρισκόταν στην πλατεία του Δημαρχείου. Υπήρχε βέβαια μια μικρή λεπτομέρεια, η οποία όμως δεν τους πτόησε: δεν είχαν σφαίρες ˙ αποφάσισαν να γεμίσουν τα όπλα τους με μικρά σκάγια, τα οποία έτσι κι αλλιώς ήταν προαιρετικά καθώς δεν επρόκειτο να συναντήσουν την παραμικρή αντίσταση.
Για ακόμα μια φορά, μια ομάδα οπλισμένων ανδρών διέσχιζε τους δρόμους του Πλασσάν, κάτω από το θαμπό φως της σελήνης, γλιστρώντας κατά μήκος των σπιτιών. Όταν η ομάδα συγκεντρώθηκε μπροστά στο δημαρχείο, ο Μακάρ, ρίχνοντας διερευνητικές ματιές, προχώρησε θαρραλέα. Χτύπησε την πόρτα και, όταν ο δασκαλεμένος θυρωρός, τον ρώτησε τι θέλει, άρχισε τις απειλές και τις φοβέρες, οπότε ο ανθρωπάκος, παριστάνοντας τον έντρομο, έσπευσε να του ανοίξει. Η δίφυλλη πόρτα άνοιξε αργά. Η είσοδος αποκαλύφθηκε ορθάνοιχτη και εντελώς άδεια.
Τότε ο Μακάρ φώναξε με δυνατή φωνή:
Αυτό ήταν το σύνθημα. Ο ίδιος τραβήχτηκε βιαστικά στην άκρη. Και καθώς οι δημοκρατικοί προχωρούσαν βιαστικά, από το σκοτάδι της αυλής ξεχύθηκε ένας χείμαρρος φωτιάς, μια βροχή από σφαίρες, οι οποίες έπεσαν σαν κεραυνός επάνω στην ανοιχτή είσοδο. Η εξώθυρα ξερνούσε θάνατο. Οι εθνοφρουροί εξαγριωμένοι από την αναμονή, δεν έβλεπαν την ώρα να τελειώνει αυτός ο εφιάλτης που τους βάραινε μέσα στη ζοφερή αυλή και εξαπέλυσαν τα πυρά τους ταυτόχρονα, με μια πυρετική βιασύνη. Οι λάμψεις της πυρίτιδας ήταν τόσο φωτεινές, ώστε ο Μακάρ διέκρινε ξεκάθαρα, μέσα από το σύννεφο του μαύρου καπνού τον Ρουγκόν που ετοιμαζόταν να σημαδέψει. Του φάνηκε πως είδε την κάννη του όπλου να κατευθύνεται προς εκείνον, θυμήθηκε και το κοκκίνισμα της Φελισιτέ, οπότε το έβαλε στα πόδια, μουρμουρίζοντας:
«Τέρμα οι βλακείες. Το κάθαρμα ετοιμαζόταν να με σκοτώσει. Βλέπεις μου χρωστάει οχτακόσια φράγκα».
Εν τω μεταξύ, άρχισαν να ακούγονται ουρλιαχτά μέσα στη νύχτα. Οι δημοκρατικοί έκπληκτοι, φωνάζοντας προδοσία, άρχισαν με την σειρά τους να ανταποδίδουν τους πυροβολισμούς. Ένας εθνοφρουρός σωριάστηκε μπροστά στην είσοδο. Όμως οι δημοκρατικοί μετρούσαν ήδη τρεις νεκρούς. Έτσι βάλθηκαν να τρέχουν, ποδοπατώντας τα πτώματα, πανικόβλητοι, φωνάζοντας καθώς διέσχιζαν τα ήσυχα δρομάκια της πόλης: «Σκότωσαν τους αδερφούς μας!», με μια απελπισμένη φωνή, η οποία δεν συναντούσε τον παραμικρό αντίλαλο.
Οι υπερασπιστές της τάξης, βρίσκοντας χρόνο να ξαναγεμίσουν τα όπλα τους, έτρεξαν σαν τρελοί ως την άδεια πλατεία, σπέρνοντας σφαίρες προς όλες τις γωνιές των δρόμων, σε όλα εκείνα τα μέρη που, ο σκούρος όγκος μιας πόρτας, η σκιά ενός φαναριού, η προεξοχή μιας πέτρας τους έκανε να φαντάζονται πως έβλεπαν αντάρτες. Παρέμειναν εκεί για δέκα λεπτά, αδειάζοντας τα τουφέκια τους στο κενό. Η ενέδρα έσκασε σαν κεραυνός επάνω στην κοιμισμένη πόλη. Οι κάτοικοι των γύρω δρόμων, ξύπνησαν από τη φασαρία αυτής της κολασμένης ομοβροντίας και ανακάθισαν στο κρεβάτι τους ενώ τα δόντια τους κροτάλιζαν από το φόβο. Για τίποτα στον κόσμο δε θα τολμούσαν να χώσουν τη μύτη τους στο παράθυρο. Και αργά, καθώς οι σφαίρες έσχιζαν τον αέρα, η καμπάνα του καθεδρικού σήμανε συναγερμό, με ένα ρυθμό τόσο ακανόνιστο, τόσο αλλόκοτο, που έμοιαζε λες και κάποιος σφυροκοπούσε ένα αμόνι, σαν ένα θυμωμένο παιδί που χτυπάει μια γιγάντια χύτρα.
Αυτό το ουρλιαχτό της καμπάνας, που είχε γίνει αγνώριστη στα αυτιά των πολιτών, τους τρόμαξε ακόμα περισσότερο από τους πυροβολισμούς των τουφεκιών και ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να φαντάζονται πως άκουγαν μια ατέλειωτη σειρά από κανόνια να κυλούν επάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου. Ξανάπεσαν στα κρεβάτια τους, κρύφτηκαν κάτω από τα σκεπάσματά τους, λες και, άμα παρέμεναν καθισμένοι σε κάποια γωνιά, θα κινδύνευε η ζωή τους, μέσα στα κλειδαμπαρωμένα τους δωμάτια˙ με τα σκεπάσματα τραβηγμένα μέχρι τη μύτη τους, κρατούσαν την αναπνοή τους, μάζευαν το κορμί τους, ενώ οι άκρες από τις βραδινές τους σκούφιες έπεφταν μέσα στα μάτια τους, και οι γυναίκες τους, παραδίπλα, έχωναν το κεφάλι στο μαξιλάρι τους, έτοιμες να λιποθυμήσουν.
Οι υπερασπιστές της τάξης, βρίσκοντας χρόνο να ξαναγεμίσουν τα όπλα τους, έτρεξαν σαν τρελοί ως την άδεια πλατεία, σπέρνοντας σφαίρες προς όλες τις γωνιές των δρόμων, σε όλα εκείνα τα μέρη που, ο σκούρος όγκος μιας πόρτας, η σκιά ενός φαναριού, η προεξοχή μιας πέτρας τους έκανε να φαντάζονται πως έβλεπαν αντάρτες. Παρέμειναν εκεί για δέκα λεπτά, αδειάζοντας τα τουφέκια τους στο κενό. Η ενέδρα έσκασε σαν κεραυνός επάνω στην κοιμισμένη πόλη. Οι κάτοικοι των γύρω δρόμων, ξύπνησαν από τη φασαρία αυτής της κολασμένης ομοβροντίας και ανακάθισαν στο κρεβάτι τους ενώ τα δόντια τους κροτάλιζαν από το φόβο. Για τίποτα στον κόσμο δε θα τολμούσαν να χώσουν τη μύτη τους στο παράθυρο. Και αργά, καθώς οι σφαίρες έσχιζαν τον αέρα, η καμπάνα του καθεδρικού σήμανε συναγερμό, με ένα ρυθμό τόσο ακανόνιστο, τόσο αλλόκοτο, που έμοιαζε λες και κάποιος σφυροκοπούσε ένα αμόνι, σαν ένα θυμωμένο παιδί που χτυπάει μια γιγάντια χύτρα.
Αυτό το ουρλιαχτό της καμπάνας, που είχε γίνει αγνώριστη στα αυτιά των πολιτών, τους τρόμαξε ακόμα περισσότερο από τους πυροβολισμούς των τουφεκιών και ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να φαντάζονται πως άκουγαν μια ατέλειωτη σειρά από κανόνια να κυλούν επάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου. Ξανάπεσαν στα κρεβάτια τους, κρύφτηκαν κάτω από τα σκεπάσματά τους, λες και, άμα παρέμεναν καθισμένοι σε κάποια γωνιά, θα κινδύνευε η ζωή τους, μέσα στα κλειδαμπαρωμένα τους δωμάτια˙ με τα σκεπάσματα τραβηγμένα μέχρι τη μύτη τους, κρατούσαν την αναπνοή τους, μάζευαν το κορμί τους, ενώ οι άκρες από τις βραδινές τους σκούφιες έπεφταν μέσα στα μάτια τους, και οι γυναίκες τους, παραδίπλα, έχωναν το κεφάλι στο μαξιλάρι τους, έτοιμες να λιποθυμήσουν.
Οι εθνοφρουροί που είχαν παραμείνει στα τείχη, άκουσαν επίσης τους πυροβολισμούς. Βάλθηκαν να τρέχουν πανικόβλητοι, σε μπουλούκια των πέντε η έξι ατόμων, νομίζοντας πως οι αντάρτες είχαν μπει χρησιμοποιώντας κάποιο υπόγειο πέρασμα και ξεσήκωσαν του σιωπηλούς δρόμους, με την οχλαγωγία των συγχυσμένων ποδοβολητών τους. Ο Ρουντιέ ήταν από τους πρώτους που κατέφθασαν. Ωστόσο ο Ρουγκόν τους έστειλε πίσω στα πόστα τους, επιπλήττοντάς τους αυστηρότατα επειδή εγκατέλειψαν τις πύλες της πόλης. Καταθορυβημένοι από αυτήν την κατσάδα – διότι μέσα στον πανικό τους, είχαν όντως αφήσει τις πύλες αφύλαχτες, ξανάρχισαν τον καλπασμό τους, περνώντας ξανά μέσα από τους δρόμους, ξεσηκώνοντας μια ακόμα μεγαλύτερη χλαπαταγή.
Μέσα σε μια ώρα, το Πλασσάν κόντευε να πιστέψει πως ένας αφηνιασμένος στρατός διέσχιζε την πόλη από κάθε κατεύθυνση. Οι τουφεκιές, ο συναγερμός, το πηγαινέλα των εθνοφρουρών, τα όπλα τους που σέρνονταν σα να ήταν μπαστούνια, οι τρομαγμένες φωνές τους μέσα στο σκοτάδι, είχαν προκαλέσει τέτοια οχλαγωγία, ώστε όλοι πίστευαν πως η πόλη είχε δεχτεί επίθεση και τώρα παραδιδόταν στις λεηλασίες. Αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα για τους δυστυχισμένους κατοίκους, που πίστευαν πως πραγματικά είχαν εισβάλλει οι αντάρτες˙ έλεγαν πως αυτή θα ήταν η τελευταία τους νύχτα και πως το Πλασσάν, προτού ξημερώσει, θα βούλιαζε συθέμελα ή θα μετατρεπόταν σε σκόνη˙ κάπως έτσι, μέσα στα κρεβάτια τους, περίμεναν την επικείμενη καταστροφή, τρελαμένοι από φόβο, νομίζοντας ώρες – ώρες, πως το σπίτι τους κλυδωνιζόταν.
Μέσα σε μια ώρα, το Πλασσάν κόντευε να πιστέψει πως ένας αφηνιασμένος στρατός διέσχιζε την πόλη από κάθε κατεύθυνση. Οι τουφεκιές, ο συναγερμός, το πηγαινέλα των εθνοφρουρών, τα όπλα τους που σέρνονταν σα να ήταν μπαστούνια, οι τρομαγμένες φωνές τους μέσα στο σκοτάδι, είχαν προκαλέσει τέτοια οχλαγωγία, ώστε όλοι πίστευαν πως η πόλη είχε δεχτεί επίθεση και τώρα παραδιδόταν στις λεηλασίες. Αυτό ήταν και το τελειωτικό χτύπημα για τους δυστυχισμένους κατοίκους, που πίστευαν πως πραγματικά είχαν εισβάλλει οι αντάρτες˙ έλεγαν πως αυτή θα ήταν η τελευταία τους νύχτα και πως το Πλασσάν, προτού ξημερώσει, θα βούλιαζε συθέμελα ή θα μετατρεπόταν σε σκόνη˙ κάπως έτσι, μέσα στα κρεβάτια τους, περίμεναν την επικείμενη καταστροφή, τρελαμένοι από φόβο, νομίζοντας ώρες – ώρες, πως το σπίτι τους κλυδωνιζόταν.
Ο Γκρανού συνέχιζε να χτυπάει την καμπάνα. Μόλις η σιωπή απλώθηκε πάνω στην πόλη, αυτός ο ήχος απέκτησε μια πένθιμη χροιά. Ο Ρουγκόν, που βρισκόταν σε πυρετική εγρήγορση, άρχισε να νευριάζει με όλους εκείνους τους μακρινούς λυγμούς. Έτρεξε ως τον καθεδρικό, την πόρτα του οποίου βρήκε ορθάνοιχτη. Ο νεωκόρος στεκόταν στο κατώφλι.
«Ε! Φτάνει πια! φώναξε στον ανθρωπάκο˙ θα πίστευε κανείς πως κάποιος κλαίει, είναι εκνευριστικό.
- Μα δεν είμαι εγώ κύριε, απάντησε ο νεωκόρος με κακόμοιρο ύφος. Είναι ο κύριος Γκρανού, που έχει ανέβει στο καμπαναριό… οφείλω να σας πληροφορήσω πως αφαίρεσα το γλωσσίδι της καμπάνας, επίτηδες, μετά από εντολή του κυρίου εφημερίου, ώστε να αποφεύγονται οι κωδωνοκρουσίες. Αλλά ο κύριος Γκρανού δεν παίρνει από λόγια. Ανέβηκε έτσι κι αλλιώς. Δεν έχω ιδέα τι στο διάβολο χρησιμοποιεί για να κάνει αυτόν τον θόρυβο».
Ο Ρουγκόν έσπευσε να ανεβεί την σκάλα που οδηγούσε στις καμπάνες και ταυτόχρονα φώναζε:
«Φτάνει, φτάνει, για όνομα του θεού, σταμάτα!».
Όταν έφτασε στην κορυφή, αντίκρισε, στο φως μιας φεγγαραχτίδας, που τρύπωνε από το άνοιγμα μιας οπής, τον Γκρανού, χωρίς καπέλο, ο οποίος χτυπούσε με μανία την καμπάνα με μια βαριοπούλα. Και βάραγε με όλη τη δύναμη της ψυχής του! Έγερνε προς τα πίσω, έπαιρνε φόρα κι έπεφτε πάνω στο ηχηρό μέταλλο, σα να ήθελε να το σπάσει στη μέση. Κάθε ίνα του παχουλού κορμιού του συμμετείχε στην προσπάθεια˙ μόλις έπεφτε επάνω στην μεγάλη, ακίνητη καμπάνα, οι δονήσεις τον πετούσαν προς τα πίσω κι αυτός επέστρεφε με καινούργια ζέση. Θα έλεγε κανείς πως επρόκειτο για έναν σιδερά που σφυρηλατεί το πυρωμένο σίδερο˙ βέβαιος ο συγκεκριμένος σιδεράς φορούσε ρεντιγκότα, ήταν κοντούλης και φαλακρός και δούλευε με έναν αδέξιο και οργισμένο τρόπο.
Η έκπληξη ακινητοποίησε για μια στιγμή τον Ρουγκόν μπροστά σε αυτόν τον εξαγριωμένο μεσοαστό, που είχε ανοίξει καυγά με την καμπάνα, κάτω από το σεληνόφως. Τότε κατάλαβε πώς αυτός ο ανορθόδοξος κωδωνοκρούστης προκαλούσε τον όμοιο με κατσαρολικά που βροντάνε σαματά, που είχε συνταράξει ολάκερη την πόλη. Του φώναξε να σταματήσει. Όμως εκείνος δεν τον άκουσε. Χρειάστηκε να τον τραβήξει από το σακάκι και τότε ο Γκρανού αναγνωρίζοντάς τον είπε με θριαμβευτικά:
«Αχα! Ώστε με άκουσες! Αρχικά προσπάθησα να βαρέσω την καμπάνα με τις γροθιές μου˙ αυτό όμως πόνεσε. Ευτυχώς βρήκα αυτήν την βαριοπούλα… Να ρίξω μερικές ακόμα, τι λες κι εσύ;».
Όμως ο Ρουγκόν τον πήρε από εκεί. Ο Γκρανού ακτινοβολούσε. Σκούπισε το μέτωπό του και έβαλε τον σύντροφό του να του υποσχεθεί πως την επομένη θα έλεγε στους πάντες πως χρησιμοποιώντας ένα απλό σφυρί, είχε προκαλέσει όλον εκείνο τον θόρυβο. Τι κατόρθωμα και τι εύσημα θα εισέπραττε γι’ αυτό το παράφορο καμπάνισμα!
Κόντευε να ξημερώσει, όταν ο Ρουγκόν σκέφτηκε πως έπρεπε να καθησυχάσει τη Φελισιτέ. Κατόπιν διαταγής του οι εθνοφρουροί είχε κλειδωθεί μέσα στο δημαρχείο˙τους είχε απαγορεύσει να μετακινήσουν τα πτώματα, με την δικαιολογία πως έπρεπε να δοθεί ένα μάθημα στους κατοίκους της παλιάς συνοικίας. Και την ώρα που, τρέχοντας με κατεύθυνση την οδό ντε λα Μπαν, διέσχιζε την πλατεία, η οποία δεν φωτιζόταν πλέον από το φως του φεγγαριού, πάτησε το σφιγμένο χέρι ενός πτώματος που βρισκόταν πεσμένο στην άκρη του πεζοδρομίου. Παραλίγο να πέσει. Αυτό το απαλό χέρι που είχε συντριβεί κάτω από το τακούνι του, του προκάλεσε μια απροσδιόριστη αίσθηση αποστροφής και τρόμου. Γι’ αυτό βάλθηκε να τρέχει μέσα στους έρημους δρόμους με μεγάλες δρασκελιές, νομίζοντας πως τον καταδιώκει μια αιματοβαμμένη γροθιά.
«Υπάρχουν τέσσερεις σκοτωμένοι», είπε στη γυναίκα του, μπαίνοντας στο σπίτι.
Αλληλοκοιτάχτηκαν σαν να είχαν εκπλαγεί από το ίδιο τους το έγκλημα. Το φως της λάμπας προσέθεσε στην χλομάδα των προσώπων τους μια κιτρινιάρικη, κερένια απόχρωση.
«Τους άφησες επιτόπου; Είναι απαραίτητο να τους βρουν εκεί.
- Τι στο καλό! Φυσικά και δεν τους μάζεψα. Είναι πεσμένοι εκεί με την πλάτη… Μάλιστα πάτησα πάνω σε κάτι μαλακό…»
Κοίταζε το παπούτσι του. το τακούνι ήταν μέσα στο αίμα. Την ώρα που φορούσε ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια, η Φελισιτέ είπε:
«Ε, καλά, τόσο το καλύτερο! Τέλειωσε πια… Κανένας δεν θα τολμήσει να ξαναπεί, ότι πυροβολείς μονάχα καθρέφτες».
Οι πυροβολισμοί που είχαν σχεδιάσει οι Ρουγκόν επιδιώκοντας να αναγνωριστούν ως οι σωτήρες του Πλασσάν έριξε στα πόδια τους ολάκερη την τρομοκρατημένη και ευγνωμονούσα πόλη. Το ξημέρωμα κατέφθασε, θλιβερό και μελαγχολικό, όπως είναι συνήθως τα περισσότερα χειμωνιάτικα πρωινά. Οι κάτοικοι μη μπορώντας να καταλάβουν τίποτα πια, βαρέθηκαν να τρέμουν κάτω από τα σκεπάσματά τους και βρήκαν την τόλμη να εμφανιστούν. Αρχικά κατέφθασαν δέκα με δεκαπέντε άτομα˙ έπειτα οι φήμες για τους αντάρτες που είχαν τραπεί σε φυγή, παρατώντας τους νεκρούς τους στα ρείθρα, ξεσήκωσαν ολόκληρο το Πλασσάν, το οποίο κατέβηκε σύσσωμο στην πλατεία του Δημαρχείου. Καθ’ όλη τη διάρκεια του πρωινού διάφοροι περίεργοι βολτάριζαν γύρω από τα τέσσερα πτώματα.
Τα κορμιά ήταν φριχτά ακρωτηριασμένα, ειδικά το ένα που είχε δεχτεί τρεις σφαίρες στο κεφάλι˙ το μυαλό πρόβαλλε μέσα από το ανοιγμένο κρανίο. Μα ο πιο αποκρουστικός από τους τέσσερεις ήταν ο εθνοφρουρός που είχε πέσει στην είσοδο˙ είχε δεχτεί σε όλο του το πρόσωπο μια βροχή από τα σκάγια που χρησιμοποίησαν οι δημοκρατικοί καθώς τους έλειπαν οι σφαίρες˙ το αίμα έσταζε από το σχισμένο και τρυπημένο πρόσωπό του. Το πλήθος γέμιζε τα μάτια του με αυτήν τη φρίκη, για ώρα πολλή, με εκείνη την απληστία που έχουν οι λιπόψυχοι για τα επαίσχυντα θεάματα. Πολλοί κατάφεραν να αναγνωρίσουν το πτώμα του εθνοφρουρού˙ ήταν ο Ντυμπρουέλ ο χασάπης, εκείνος που είχε κατηγορηθεί από τον Ρουντιέ, το πρωί της Δευτέρας, για υπερβάλλοντα ζήλο.
Από τους υπόλοιπους τρεις νεκρούς, οι δύο ήταν εργάτες στην πιλοποιία˙ ο τρίτος παρέμενε άγνωστος. Και, μπροστά στις κόκκινες λιμνούλες που λέκιαζαν το πεζοδρόμιο, οι ομάδες έχασκαν ανατριχιάζοντας και κοίταζαν καχύποπτα πίσω από την πλάτη τους σαν να φοβούνταν πως ο στρατιωτικός νόμος που είχε, την περασμένη νύχτα, αποκαταστήσει την τάξη με τη δύναμη των όπλων, παρακολουθούσε τις κινήσεις και τις λέξεις τους, έτοιμος να χτυπήσει κι αυτούς, αν δεν φιλούσαν με ενθουσιασμό το χέρι που τους έσωσε από την οχλοκρατία.
Τα κορμιά ήταν φριχτά ακρωτηριασμένα, ειδικά το ένα που είχε δεχτεί τρεις σφαίρες στο κεφάλι˙ το μυαλό πρόβαλλε μέσα από το ανοιγμένο κρανίο. Μα ο πιο αποκρουστικός από τους τέσσερεις ήταν ο εθνοφρουρός που είχε πέσει στην είσοδο˙ είχε δεχτεί σε όλο του το πρόσωπο μια βροχή από τα σκάγια που χρησιμοποίησαν οι δημοκρατικοί καθώς τους έλειπαν οι σφαίρες˙ το αίμα έσταζε από το σχισμένο και τρυπημένο πρόσωπό του. Το πλήθος γέμιζε τα μάτια του με αυτήν τη φρίκη, για ώρα πολλή, με εκείνη την απληστία που έχουν οι λιπόψυχοι για τα επαίσχυντα θεάματα. Πολλοί κατάφεραν να αναγνωρίσουν το πτώμα του εθνοφρουρού˙ ήταν ο Ντυμπρουέλ ο χασάπης, εκείνος που είχε κατηγορηθεί από τον Ρουντιέ, το πρωί της Δευτέρας, για υπερβάλλοντα ζήλο.
Από τους υπόλοιπους τρεις νεκρούς, οι δύο ήταν εργάτες στην πιλοποιία˙ ο τρίτος παρέμενε άγνωστος. Και, μπροστά στις κόκκινες λιμνούλες που λέκιαζαν το πεζοδρόμιο, οι ομάδες έχασκαν ανατριχιάζοντας και κοίταζαν καχύποπτα πίσω από την πλάτη τους σαν να φοβούνταν πως ο στρατιωτικός νόμος που είχε, την περασμένη νύχτα, αποκαταστήσει την τάξη με τη δύναμη των όπλων, παρακολουθούσε τις κινήσεις και τις λέξεις τους, έτοιμος να χτυπήσει κι αυτούς, αν δεν φιλούσαν με ενθουσιασμό το χέρι που τους έσωσε από την οχλοκρατία.
Ο πανικός της νύχτας μεγέθυνε ακόμα περισσότερο την τρομερή εντύπωσε που προκάλεσε το πρωί η θέα των τεσσάρων πτωμάτων. Ποτέ δε μαθεύτηκε η αληθινή ιστορία που κρυβόταν πίσω από την επίθεση. Οι πυροβολισμοί των μαχητών, τα χτυπήματα του Γκρανού με τη βαριοπούλα, η άτακτη φυγή των εθνοφρουρών που ξαμολήθηκαν στους δρόμους, είχαν γεμίσει τα αυτιά των ανθρώπων με τόσο τρομαχτικούς ήχους, ώστε οι περισσότεροι φαντάζονταν πως μια κολοσσιαία μάχη διεξήχθη ενάντια σε μια απειράριθμη εχθρική στρατιά. Όταν οι νικητές με μια ενστικτώδη κομπορρημοσύνη αύξησαν τον αριθμό των αντιπάλων τους κάνοντας λόγο για πεντακόσιους άνδρες, όλοι διαμαρτυρήθηκαν βεβαιώνοντας πως οι εχθροί ήταν μακράν περισσότεροι˙ ορισμένοι πολίτες ισχυρίζονταν πως είδαν από το παράθυρό τους να περνάει για πάνω από μία ώρα ένα ατελείωτο ποτάμι από φυγάδες.
Επιπλέον όλοι είχαν ακούσει τους εγκληματίες που περιφέρονταν μέσα στους δρόμους. Ήταν αδύνατο πεντακόσιοι μονάχα άνδρες να είχαν σηκώσει στο πόδι μια ολόκληρη πολιτεία. Συνεπώς επρόκειτο για έναν στρατό, έναν αληθινό στρατό, τον οποίο οι γενναίοι στρατιώτες του Πλασσάν κατάφεραν να τον εξαφανίσουν από προσώπου γης. Αυτή η φράση, την οποία πρώτος ξεστόμισε ο Ρουγκόν: «¨Εξαφανίστηκαν από προσώπου γης», ήταν απολύτως ακριβής, διότι οι σκοποί που είχαν αναλάβει τη φύλαξη των τειχών, ορκίζονταν σε θεούς και δαίμονες πως κανένας δεν είχε μπει, ούτε είχε βγει από την πόλη˙ αυτό έριχνε πάνω στα γεγονότα ένα πέπλο μυστηρίου, και οι φαντασιοπληξίες οργίαζαν καθώς οι άνθρωποι φαντάζονταν διαβόλους με κέρατα, που είχαν εξαφανιστεί μέσα στις φλόγες. Είναι αλήθεια πως οι σκοποί απέφευγαν να μιλούν για τους έξαλλους καλπασμούς τους.
Επίσης οι πιο λογικοί άνθρωποι κατέληξαν στο συμπέρασμα πως μάλλον μια ομάδα ανταρτών είχε εισχωρήσει από κάποιο μυστικό πέρασμα, από κάποιο άγνωστο άνοιγμα τελοσπάντων. Αργότερα άρχισαν να διαδίδονται κάποιες φήμες περί προδοσίας και κάποιοι έκαναν λόγο για κάποια ενέδρα˙ αναμφίβολα, οι άνδρες που οδηγήθηκαν στη σφαγή από τον Μακάρ, δεν μπορούσαν, από ένα σημείο κι έπειτα, να κρύψουν τη μαύρη αλήθεια˙ όμως για την ώρα επικρατούσε τέτοιος τρόμος και το θέαμα του αίματος είχε ρίξει τόσους πολλούς δειλούς στα πόδια της αντιδραστικής παράταξης, που όλοι απέδιδαν αυτές τις φήμες στο μένος των ηττημένων δημοκρατικών. Επιπλέον πολλοί ισχυρίζονταν ότι ο Μακάρ βρισκόταν φυλακισμένος από τον Ρουγκόν, μέσα σε ένα υγρό μπουντρούμι και είχε αφεθεί εκεί για να αργοπεθάνει από την ασιτία. Αυτή η απαίσια ιστορία έκανε τους πάντες να υποκλίνονται μπροστά στον Ρουγκόν.
Επιπλέον όλοι είχαν ακούσει τους εγκληματίες που περιφέρονταν μέσα στους δρόμους. Ήταν αδύνατο πεντακόσιοι μονάχα άνδρες να είχαν σηκώσει στο πόδι μια ολόκληρη πολιτεία. Συνεπώς επρόκειτο για έναν στρατό, έναν αληθινό στρατό, τον οποίο οι γενναίοι στρατιώτες του Πλασσάν κατάφεραν να τον εξαφανίσουν από προσώπου γης. Αυτή η φράση, την οποία πρώτος ξεστόμισε ο Ρουγκόν: «¨Εξαφανίστηκαν από προσώπου γης», ήταν απολύτως ακριβής, διότι οι σκοποί που είχαν αναλάβει τη φύλαξη των τειχών, ορκίζονταν σε θεούς και δαίμονες πως κανένας δεν είχε μπει, ούτε είχε βγει από την πόλη˙ αυτό έριχνε πάνω στα γεγονότα ένα πέπλο μυστηρίου, και οι φαντασιοπληξίες οργίαζαν καθώς οι άνθρωποι φαντάζονταν διαβόλους με κέρατα, που είχαν εξαφανιστεί μέσα στις φλόγες. Είναι αλήθεια πως οι σκοποί απέφευγαν να μιλούν για τους έξαλλους καλπασμούς τους.
Επίσης οι πιο λογικοί άνθρωποι κατέληξαν στο συμπέρασμα πως μάλλον μια ομάδα ανταρτών είχε εισχωρήσει από κάποιο μυστικό πέρασμα, από κάποιο άγνωστο άνοιγμα τελοσπάντων. Αργότερα άρχισαν να διαδίδονται κάποιες φήμες περί προδοσίας και κάποιοι έκαναν λόγο για κάποια ενέδρα˙ αναμφίβολα, οι άνδρες που οδηγήθηκαν στη σφαγή από τον Μακάρ, δεν μπορούσαν, από ένα σημείο κι έπειτα, να κρύψουν τη μαύρη αλήθεια˙ όμως για την ώρα επικρατούσε τέτοιος τρόμος και το θέαμα του αίματος είχε ρίξει τόσους πολλούς δειλούς στα πόδια της αντιδραστικής παράταξης, που όλοι απέδιδαν αυτές τις φήμες στο μένος των ηττημένων δημοκρατικών. Επιπλέον πολλοί ισχυρίζονταν ότι ο Μακάρ βρισκόταν φυλακισμένος από τον Ρουγκόν, μέσα σε ένα υγρό μπουντρούμι και είχε αφεθεί εκεί για να αργοπεθάνει από την ασιτία. Αυτή η απαίσια ιστορία έκανε τους πάντες να υποκλίνονται μπροστά στον Ρουγκόν.
Με αυτόν τον τρόπο, αυτός ο γελοίος, κοιλαράς μικροαστός, ο τόσο πλαδαρός και κατάχλωμος, έγινε εν μια νυκτί ένας τρομερός κυρίαρχος, τον οποίο κανένας πλέον δεν τολμούσε να περιγελάσει. Είχε πατήσει το ένα του πόδι μέσα στο αίμα. Ο κοσμάκης της παλιάς συνοικίας παρέμενε βουβός από το φόβο του, μπροστά στους σκοτωμένους. Όμως κατά τις δέκα η ώρα, όταν κατέφθασαν οι καθωσπρέπει κύριοι της νέας πόλης, η πλατεία γέμισε με χαμηλόφωνες συνομιλίες και πνιχτά επιφωνήματα. Μερικοί ανέφεραν την προηγούμενη επίθεση, εκείνη που είχε να κάνει με την κατάληψη του δημαρχείου, κατά την οποία μονάχα ένας καθρέφτης είχε τραυματιστεί˙ όμως τώρα, κανένας δεν αστειευόταν εις βάρος του Ρουγκόν, αλλά μιλούσαν για εκείνον με ένα είδος σεβασμού ανάμικτου με φόβο: ήταν πράγματι ένας ήρωας, ένας σωτήρας.
Τα κουφάρια με τα μάτια τους ορθάνοιχτα, κοίταζαν αυτούς τους κυρίους, τους δικηγόρους, τους εισοδηματίες, οι οποίοι αναριγούσαν την ώρα που μουρμούριζαν πως ο εμφύλιος πόλεμος είχε ένα πολύ θλιβερό τίμημα. Ο συμβολαιογράφος που ήταν επικεφαλής της αντιπροσωπείας, η οποία είχε σταλεί την προηγουμένη στο δημαρχείο, πήγαινε από παρέα σε παρέα, υπενθυμίζοντας το «Είμαι έτοιμος!» του δραστήριου άνδρα, στον οποίο η πόλη χρωστούσε τη σωτηρία της. Κυριαρχούσε ένα γενικό συναίσθημα συντριβής. Όσοι είχαν χλευάσει με τη μεγαλύτερη σκληρότητα τους σαράντα ένα, και κυρίως εκείνοι που είχαν αντιμετωπίσει τους Ρουγκόν ως σκευωρούς και δειλούς, που είχαν ρίξει απλώς λίγες τουφεκιές στον αέρα, ήταν τώρα οι πρώτοι που ζητούσαν να δαφνοστεφανωθεί «ο σπουδαίος πολίτης, η αιώνια δόξα του Πλασσάν». Βλέποντας τις λίμνες του αίματος που ξεραίνονταν επάνω στο πεζοδρόμιο και τα πτώματα, εξανίσταντο με το μέγεθος της θρασύτητας του κόμματος της αταξίας, της λεηλασίας και του φόνου και διακήρυσσαν πως χρειαζόταν μία σιδερένια γροθιά που να καταπνίξει την επανάσταση.
Τα κουφάρια με τα μάτια τους ορθάνοιχτα, κοίταζαν αυτούς τους κυρίους, τους δικηγόρους, τους εισοδηματίες, οι οποίοι αναριγούσαν την ώρα που μουρμούριζαν πως ο εμφύλιος πόλεμος είχε ένα πολύ θλιβερό τίμημα. Ο συμβολαιογράφος που ήταν επικεφαλής της αντιπροσωπείας, η οποία είχε σταλεί την προηγουμένη στο δημαρχείο, πήγαινε από παρέα σε παρέα, υπενθυμίζοντας το «Είμαι έτοιμος!» του δραστήριου άνδρα, στον οποίο η πόλη χρωστούσε τη σωτηρία της. Κυριαρχούσε ένα γενικό συναίσθημα συντριβής. Όσοι είχαν χλευάσει με τη μεγαλύτερη σκληρότητα τους σαράντα ένα, και κυρίως εκείνοι που είχαν αντιμετωπίσει τους Ρουγκόν ως σκευωρούς και δειλούς, που είχαν ρίξει απλώς λίγες τουφεκιές στον αέρα, ήταν τώρα οι πρώτοι που ζητούσαν να δαφνοστεφανωθεί «ο σπουδαίος πολίτης, η αιώνια δόξα του Πλασσάν». Βλέποντας τις λίμνες του αίματος που ξεραίνονταν επάνω στο πεζοδρόμιο και τα πτώματα, εξανίσταντο με το μέγεθος της θρασύτητας του κόμματος της αταξίας, της λεηλασίας και του φόνου και διακήρυσσαν πως χρειαζόταν μία σιδερένια γροθιά που να καταπνίξει την επανάσταση.
Και ο Γκρανού, μέσα στο πλήθος, δεχόταν συγχαρητήρια και χειραψίες. Όλοι είχαν μάθει την ιστορία της βαριοπούλας. Μονάχα που, με ένα αθώο ψεματάκι, το οποίο του ξέφυγε ασυναίσθητα, υποστήριξε πως ήταν ο πρώτος που είχε δει τους αντάρτες και άρχισε να χτυπάει την καμπάνα για να σημάνει συναγερμό˙ χωρίς αυτόν οι εθνοφρουροί θα είχαν ξεκληριστεί. Αυτό διπλασίασε την αξία του. Το κατόρθωμά του θεωρήθηκε αξιοθαύμαστο. Ο κόσμος αναφερόταν πλέον σε αυτόν λέγοντας: «Ο κύριος Ισιντόρ, τον γνωρίζετε, έτσι δεν είναι; Πρόκειται για τον κύριο που χτύπησε την καμπάνα του συναγερμού με μια βαριοπούλα!». Παρόλο που αυτός ο προσδιορισμός ήταν κάπως μακροσκελής, ο Γκρανού τον δέχτηκε ευχαρίστως ως τίτλο ευγενείας˙ από εκείνη την ημέρα και στο εξής, ήταν αδύνατο να ακούσει τη λέξη βαριοπούλα, χωρίς να θεωρήσει πως πρόκειται για μια λεπτή φιλοφρόνηση.
Την ώρα που απομακρύνονταν τα κουφάρια, κατέφθασε και ο Αριστίντ για να τα δει. Τα εξέτασε από όλες τις πλευρές, οσμίστηκε τον αέρα, εξέτασε τα πρόσωπά τους. Τα μάτια του γυάλιζαν, το πρόσωπό του είχε πάρει μια πονηρή έκφραση. Με το χέρι του, το ίδιο εκείνο χέρι που ως χτες ακόμα είχε δεμένο στη δέστρα, ανασήκωσε τη μπλούζα ενός από τους πεθαμένους, για να δει καλύτερα την πληγή του. Η εξέτασε φάνηκε να τον πείθει και να διαλύει όλες τις αμφιβολίες του. Έσφιξε τα χείλια του, στάθηκε για μια στιγμή χωρίς να αρθρώσει λέξη κι έπειτα έφυγε για επισπεύσει την κυκλοφορία του Ανεξάρτητου, στον οποίο είχε δημοσιεύσει ένα σπουδαίο άρθρο. Στην διαδρομή, θυμήθηκε τα λόγια της μητέρας του: «Αύριο θα τα καταλάβεις όλα!». Να λοιπόν που επιτέλους καταλάβαινε και έβρισκε το σχέδιό τους πανέξυπνο˙ Μάλιστα ήταν τόσο δαιμόνιο που του προκάλεσε μια υποψία φόβου.
Ωστόσο ο Ρουγκόν είχε αρχίσει να ενοχλείται από τη νίκη του. Ολομόναχος μέσα στο γραφείο του κυρίου Γκαρσονιέ, άκουγε το υπόκωφο βούισμα του πλήθους και αισθανόταν κάπως περίεργα, πράγμα που τον απέτρεπε από το να παρουσιαστεί στο μπαλκόνι. Εκείνο το αίμα, πάνω στο οποίο είχε πατήσει του είχε μουδιάσει τα πόδια. Αναρωτιόταν για το τι θα μπορούσε να κάνει ωσότου να έρθει το βράδυ. Το φτωχό, άδειο μυαλό του, ρημαγμένο από τη χθεσινοβραδινή κρίση, αναζητούσε απελπισμένα να βρει μια απασχόληση, να δώσει μια διαταγή, να πάρει κάποια μέτρα, έτσι ώστε να ξεχαστεί λιγάκι. Όμως δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα πια. Προς τα πού τον οδηγούσε η Φελισιτέ; Αυτό ήταν το τέλος ή μήπως θα χρειαζόταν να σκοτώσει και άλλους ανθρώπους; Τον ξαναέπιασε ο φόβος, στο μυαλό του στριφογύριζαν τρομερές αμφιβολίες, έβλεπε με τα μάτια της φαντασίας του τα τείχη κατεστραμμένα από τον γεμάτο δίψα για εκδίκηση στρατό των δημοκρατικών και τότε, εκείνη τη στιγμή άκουσε μια δυνατή κραυγή:
«Οι αντάρτες! Οι αντάρτες!».
Η κραυγή ακουγόταν κάτω από τα παράθυρα του δημαρχείου. Σηκώθηκε με ένα σάλτο, τράβηξε την κουρτίνα και είδε το πλήθος που έτρεχε αλαφιασμένο επάνω στην πλατεία. Αυτός ο κεραυνός τον έκανε να δει το μέλλον του μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, φαντάστηκε τον εαυτό του κατεστραμμένο, ρημαγμένο, δολοφονημένο˙ αναθεμάτισε τη γυναίκα του, αναθεμάτισε ολόκληρη την πόλη. Και την ώρα που πνιγμένος από την ανασφάλεια, κοίταζε πίσω του, αναζητώντας κάποια διέξοδο, άκουσε το πλήθος να ξεσπά σε χειροκροτήματα, να βγάζει κραυγές χαράς κάνοντας τις τζαμαρίες να τρίζουν από μια τρελή αγαλλίαση. Επέστρεψε στο παράθυρο: οι γυναίκες κουνούσαν τα μαντήλια τους, οι άνδρες αγκαλιάζονταν˙ ορισμένοι είχαν στήσει χορό πιασμένοι από τα χέρια. Αποσβολωμένος, παρέμεινε εκεί, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα, νιώθοντας το κεφάλι του να γυρίζει. Ολόγυρά του, οι μεγάλοι τοίχοι του δημαρχείου, του προξενούσαν ένα αίσθημα τρόμου.
Ο Ρουγκόν, όταν αργότερα διηγήθηκε όλα αυτά στη Φελισιτέ, δεν ήταν σε θέση να πει πόσο κράτησε αυτό το μαρτύριο. Θυμόταν μονάχα πως ο θόρυβος από βήματα που αντιλαλούσαν μέσα στις αχανείς αίθουσες τον είχε συνεφέρει από τη νάρκη του. Περίμενε να του επιτεθούν άνδρες ντυμένοι με μπλούζες, οπλισμένοι με δρεπάνια και ρόπαλα, αλλά αντί αυτών, ήταν η δημοτική επιτροπή αυτή που τελικά μπήκε, όλοι αυτοί οι καθωσπρέπει κύριοι, με τα μαύρα τους ενδύματα και με πρόσωπα που ακτινοβολούσαν. Δεν απουσίαζε ούτε ένα μέλος. Τα χαρμόσυνα νέα είχαν θεραπεύσει ταυτόχρονα όλους αυτούς τους κυρίους. Ο Γκρανού ρίχτηκε στην αγκαλιά του αγαπητού του προέδρου.
«Οι στρατιώτες, ψέλλισε, οι στρατιώτες!»
Πραγματικά, μόλις είχε καταφθάσει ένα σύνταγμα υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Μασόν και του κυρίου Ντε Μπλεριό, του νομάρχη. Οι τυφεκιοφόροι που παρατηρούσαν από τα τείχη, ως πέρα μακριά στην πεδιάδα, αρχικά νόμισαν πως πλησίαζαν οι αντάρτες. Τα συναισθήματα του Ρουγκόν ήταν τόσο έντονα, που δυο χοντρά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του. Αυτός, ο μεγάλος πολίτης, έκλαιγε! Η δημοτική επιτροπή κοίταζε αυτά τα δάκρυα με ένα αίσθημα σεβάσμιου θαυμασμού. Όμως ο Γκρανού αγκάλιασε πάλι τον φίλο του, λέγοντας δυνατά:
«Αχ! Είμαι τόσο χαρούμενος… Ξέρεις πως είμαι ειλικρινής άνθρωπος, εγώ. Ε, λοιπόν, όλοι εμείς είχαμε φοβηθεί, έτσι δεν είναι κύριοι; Μονάχα εσύ στάθηκες μεγάλος, γενναίος, εξαίσιος. Τι σθένος πρέπει να σου χρειάστηκε! Λίγο πριν έλεγα στη σύζυγό μου: ο Ρουγκόν είναι ένας σπουδαίος άνδρας, του αξίζει να παρασημοφορηθεί».
Στη συνέχεια, οι κύριοι της επιτροπής πρότειναν να πάνε να συναντήσουν τον νομάρχη. Ο Ρουγκόν, παραζαλισμένος, ανέπνεε με δυσκολία, μη μπορώντας να πιστέψει σε αυτόν τον αναπάντεχο θρίαμβο και τραύλιζε σα μωρό παιδί. Πήρε μια βαθιά ανάσα˙ έπειτα κατέβηκε ήρεμος με την αξιοπρέπεια που απαιτούσε αυτή η εξαιρετική περίσταση. Αλλά η ενθουσιαστική υποδοχή που επεφύλασσε το πλήθος στην επιτροπή και τον πρόεδρο, μόλις αυτοί βρέθηκαν έξω στην πλατεία, παραλίγο να χαλάσει εκ νέου την αρχοντική του σοβαρότητα. Το όνομά του βρισκόταν στα στόματα όλου του κόσμου και αυτή τη φορά συνοδευόταν από τις πιο ένθερμες επευφημίες. Όλοι επαναλάμβαναν τα εγκώμια του Γκρανού, και τον αντιμετώπιζαν ως ήρωα που είχε σταθεί ακλόνητος, στο ύψος του ανάμεσα στον γενικευμένο πανικό. Και μέχρι να φτάσουν ως την πλατεία της Υπονομαρχίας, όπου η επιτροπή συναντήθηκε με τον νομάρχη, ρουφούσε τη δημοτικότητά του, τη δόξα του, με την ίδιο ανείπωτο λίγωμα που αισθάνονται οι ερωτευμένες γυναίκες, όταν βλέπουν επιτέλους τους πόθους τους να πραγματοποιούνται.
Ο κύριος ντε Μπλεριό και ο συνταγματάρχης Μασόν μπήκαν μόνοι στην πόλη, αφήνοντας τους στρατιώτες στρατοπεδευμένους στον δρόμο προς τη Λυών. Είχαν απωλέσει πολύτιμο χρόνο καθώς για ένα διάστημα είχαν χάσει τα ίχνη των ανταρτών. Τώρα όμως ήξεραν πως βρίσκονταν στο Ορσέρ˙ θα σταματούσαν στο Πλασσάν μόνο για μια ώρα, η οποία αρκούσε προκειμένου να καθησυχαστεί ο πληθυσμός και να δημοσιοποιηθούν οι αυστηρές διαταγές που όριζαν την κατάσχεση της περιουσίας των ανταρτών, και την ποινή θανάτου σε όποιον συλλαμβανόταν με το όπλο ανά χείρας. Ο συνταγματάρχης Μασόν χαμογέλασε όταν ο διοικητής της εθνοφρουράς τράβηξε τις αμπάρες από την πύλη της Ρώμης προκαλώντας έναν τρομερό θόρυβο από το σύρσιμο της σκουριασμένης σιδεριάς.
Οι εθνοφρουροί συνόδευσαν το νομάρχη και τον συνταγματάρχη ως τιμητικό άγημα. Την ώρα που διέσχιζαν τη λεωφόρο Σωβέρ, ο Ρουντιέ διηγήθηκε στους δύο κυρίους την εποποιία του Ρουγκόν, τις τρεις ημέρες του πανικού οι οποίες έλαβαν τέλος με τη λαμπρή νίκη της περασμένης νύχτας. Όταν οι δύο πομπές συναντήθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, ο κύριος ντε Μπλεριό, προχώρησε γρήγορα προς τον πρόεδρο της επιτροπής, του έσφιξε το χέρι, τον συνεχάρη και του ζήτησε να παραμείνει στο τιμόνι της πόλης, έως ότου επιστρέψουν οι αρχές˙ ο Ρουγκόν υποκλίθηκε ενώ ο νομάρχης έχοντας φτάσει ως την πόρτα της Υπονομαρχίας, προκειμένου να ξεκουραστεί για λίγα λεπτά, είπε με δυνατή φωνή, πως δεν θα ξεχνούσε να επισημάνει στην αναφορά του τη ωραία και ευγενή στάση του.
Οι εθνοφρουροί συνόδευσαν το νομάρχη και τον συνταγματάρχη ως τιμητικό άγημα. Την ώρα που διέσχιζαν τη λεωφόρο Σωβέρ, ο Ρουντιέ διηγήθηκε στους δύο κυρίους την εποποιία του Ρουγκόν, τις τρεις ημέρες του πανικού οι οποίες έλαβαν τέλος με τη λαμπρή νίκη της περασμένης νύχτας. Όταν οι δύο πομπές συναντήθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, ο κύριος ντε Μπλεριό, προχώρησε γρήγορα προς τον πρόεδρο της επιτροπής, του έσφιξε το χέρι, τον συνεχάρη και του ζήτησε να παραμείνει στο τιμόνι της πόλης, έως ότου επιστρέψουν οι αρχές˙ ο Ρουγκόν υποκλίθηκε ενώ ο νομάρχης έχοντας φτάσει ως την πόρτα της Υπονομαρχίας, προκειμένου να ξεκουραστεί για λίγα λεπτά, είπε με δυνατή φωνή, πως δεν θα ξεχνούσε να επισημάνει στην αναφορά του τη ωραία και ευγενή στάση του.
Στο μεταξύ, παρά το δριμύ ψύχος, όλος ο κόσμος είχε βγει στα παράθυρα. Η Φελισιτέ έσκυβε τόσο που κινδύνευε να πέσει και είχε πανιάσει από τη χαρά της. Πάνω στην ώρα κατέφθασε κι ο Αριστίντ με ένα φύλλο του Ανεξάρτητου, στο οποίο δήλωνε ανοιχτά υπέρ του πραξικοπήματος, το οποίο χαρακτήριζε ως «την αυγή της ελευθερίας στην τάξη και της τάξης στην ελευθερία». Έκανε επίσης έναν λεπτό υπαινιγμό στο κίτρινο σαλόνι, αναγνωρίζοντας τα σφάλματά του, λέγοντας πως «η νιότη είναι επιπόλαιη» και πως «οι σπουδαίοι πολίτες δεν μιλούν, στοχάζονται σιωπηρά και προσπερνούν τις προσβολές, έτσι ώστε να σταθούν ηρωικά στο ύψος τους, όταν φτάνει η μέρα της μάχης». Ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος ειδικά με αυτήν την τελευταία φράση. Η μητέρα του βρήκε το άρθρο εξαιρετικά καλογραμμένο. Φίλησε το αγαπημένο της παιδί και τον έβαλε να καθίσει στα δεξιά της. Ο μαρκήσιος ντε Καρναβάν, ο οποίος επίσης είχε έρθει να τη δει, απηυδισμένος από τον εγκλεισμό του και φλεγόμενος από περιέργεια, καθόταν στα αριστερά της, ακουμπισμένος στο κάγκελο του παραθυριού.
Όταν ο κύριος ντε Μπλεριό έσφιξε το χέρι του Ρουγκόν επάνω στην πλατεία, η Φελισιτέ έβαλε τα κλάματα.
«Ω! Κοίτα, κοίτα, είπε στον Αριστίντ. Του έδωσε το χέρι. Για δες, κι άλλη χειραψία!»
Και ρίχνοντας μια ματιά στα παράθυρα στα οποία πλήθος κόσμου συνωστιζόταν, προσέθεσε:
«Πρέπει να έχουν σκάσει από το κακό τους. Δες τη σύζυγο του κυρίου Περό πως δαγκώνει το μαντήλι της. Κι εκεί πέρα, οι κόρες του συμβολαιογράφου, και η κυρία Μασικό και η οικογένεια Μπρυνέ τι φάτσες, ε; Πως γουρλώνουν τα μάτια!... Έτσι, πουλάκια μου, τώρα είναι η δική μας η σειρά».
Παρακολουθούσε τη σκηνή που διαδραματιζόταν έξω από την Υπονομαρχία με ρίγη συγκίνησης που συντάρασσαν το ξαναμμένο κορμί της, που θύμιζε τζιτζίκι. Ερμήνευε και την παραμικρή χειρονομία, επινοούσε τις λέξεις πως δεν μπορούσε να ακούσει, δήλωσε πως ο Πιερ έκανε μια θαυμάσια υπόκλιση. Κάποια στιγμή σκυθρώπιασε, όταν ο νομάρχης εδέησε να απευθύνει μια λέξη και στον Γκρανού, ο οποίος τον περιτριγύριζε, επιζητώντας κι αυτός έναν έπαινο˙ αναμφίβολα ο κύριος ντε Μπλεριό, ήξερε ήδη την ιστορία της βαριοπούλας, γιατί ο πρώην αμυγδαλέμπορος κοκκίνισε σαν κοριτσάκι και φάνηκε να λέει πως είχε κάνει απλώς το καθήκον του. Αλλά αυτό που την ενόχλησε ακόμα περισσότερο ήταν η υπερβολική καλοσύνη του άνδρα της, ο οποίος συνέστησε τον Βουιγιέ σε αυτούς τους κυρίους˙ ομολογουμένως ο Βουιγιέ είχε γλιστρήσει ανάμεσά τους κι έτσι ο Ρουγκόν υποχρεώθηκε να τον συστήσει.
«Τι ανακατωσούρης! Μουρμούρισε η Φελισιτέ. Χώνεται παντού… Ο φτωχός μου ο Πιερ πρέπει να νιώθει τρομερά ενοχλημένος!... Α, να, τώρα του μιλάει ο συνταγματάρχης. Αναρωτιέμαι τι να του λέει άραγε;
- Ε! Μικρή μου, της απάντησε ο μαρκήσιος με έναν τόνο λεπτής ειρωνείας, τον συγχαίρει που έκλεισε τόσο προσεκτικά τις πύλες.
- Ο πατέρας μου έσωσε την πόλη, είπε ο Αριστίντ με απότομη φωνή. Είδατε τα πτώματα, κύριε;
Ο μαρκήσιος ντε Καρναβάν δεν απάντησε. Μάλιστα απομακρύνθηκε από το παράθυρο και πήγε να καθίσει σε μια πολυθρόνα κουνώντας το κεφάλι με μια διάθεση αποστροφής. Εκείνη την ώρα ο νομάρχης αποσύρθηκε κι ο Ρουγκόν ανέβηκε στο σπίτι του κι έπεσε κατευθείαν στην αγκαλιά της συζύγου του.
Αχ! Καλή μου!» ψέλλισε.
Δεν μπόρεσε να πει τίποτε άλλο. Η Φελισιτέ τον έβαλε να φιλήσει τον Αριστίντ, και ταυτόχρονα του έλεγε για το καταπληκτικό άρθρο του στον Ανεξάρτητο. Ο Πιέρ θα μπορούσε να ασπαστεί ακόμα και τον μαρκήσιο, τόσο μεγάλη ήταν η συγκίνησή του. Αλλά η σύζυγός του τον πήρε παράμερα και του παρέδωσε την επιστολή του Εζέν, την οποία είχε σφραγίσει μέσα σε ένα καινούργιο φάκελο. Ισχυρίστηκε πως, τώρα μόλις, τον είχε φέρει κάποιος. Ο Πιέρ, το διάβασε κι έπειτα το έδωσε θριαμβευτικά σε εκείνη.
«Είσαι μια μάγισσα, της είπε γελώντας. Μάντεψες τα πάντα. Αχ! Πόσες βλακείες θα είχα κάνει, αν δεν υπήρχες εσύ! Από εδώ και πέρα, θα κανονίζουμε τις υποθέσεις μας μαζί. Δώσε μου ένα φιλί, είσαι μία σπάνια γυναίκα».
Την έκλεισε στην αγκαλιά του, ενώ εκείνη αντάλλασσε διακριτικά, ένα συνωμοτικό χαμόγελο με τον μαρκήσιο.
με την επιφύλαξη και διατήρηση παντός δικαιώματος © 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου