Τρίτη 5 Μαΐου 2020

Émile Zola - Η περιουσία των Ρουγκόν Κεφάλαιο 2

Émile Zola - Η περιουσία των Ρουγκόν Κεφάλαιο 2


Το Πλασσάν είναι μια μικρή επαρχιακή πόλη με περίπου δέκα χιλιάδες κατοίκους. Χτισμένο στο οροπέδιο που δεσπόζει ο Βιόρν, στην βόρεια πλευρά των βουνών Γκαρίγκ, στα οποίους καταλήγουν οι τελικές διακλαδώσεις των  Άλπεων, έμοιαζε σαν να ήταν χτισμένη στο βάθος ενός αδιέξοδου. Στα 1851, επικοινωνούσε με τις γειτονικές επαρχίες μονάχα μέσω δύο οδών: του δρόμου προς την Νίκαια, που κατηφορίζει στα ανατολικά, και του δρόμου προς την Λυών, που ανηφορίζει στα δυτικά, ακολουθώντας ο ένας τον άλλο, σχηματίζοντας δυο σχεδόν παράλληλες ευθείες. Εκείνη την εποχή είχε μόλις κατασκευαστεί ο σιδηρόδρομος που διασχίζει το νότιο τμήμα της πόλης, στα ριζά του λόφου που κατηφορίζει απότομα από τα αρχαία τείχη ως το ποτάμι. Στις μέρες μας, όποιος βγαίνει από τον σταθμό, που βρίσκεται στην δεξιά όχθη του μικρού χειμάρρου, μπορεί να δει, σηκώνοντας το κεφάλι, τα πρώτα σπίτια του Πλασσάν, με τους κήπους τους, το έναν πλάι στον άλλο. Πρέπει κανείς να περπατήσει ένα γεμάτο τέταρτο της ώρας προτού να φτάσει σε αυτά τα σπίτια.

Πριν είκοσι περίπου χρόνια, αναμφίβολα χάρη στην έλλειψη επικοινωνίας, καμιά πόλη δεν διατηρούσε τόσο καλά τον σεμνό και αριστοκρατικό της  χαρακτήρα, όσο αυτές οι παλιές προβηγκιανές πολιτείες. Το Πλασσάν είχε, και διατηρεί ακόμα και σήμερα, μια ολόκληρη περιοχή με μέγαρα χτισμένα στο στυλ του Λουδοβίκου 14ου και 15ου, καμιά δωδεκαριά εκκλησίες, οίκους Ιησουιτών και καπουτσίνων, έναν ικανό αριθμό μοναστηριών. Οι ταξικοί διαχωρισμοί διατηρούνταν εδώ και πολύ καιρό μέσα από την διαίρεση της πόλης σε ξεχωριστές περιοχές. Το Πλασσάν διαθέτει τρεις, που η καθεμιά σχηματίζει μια ξεχωριστή και ολοκληρωμένη συνοικία, με τις δικές της εκκλησίες, περιπάτους, συνήθειες και ορίζοντες.

Η περιοχή των ευγενών, η λεγόμενη Σαιν Μαρκ, που είχε πάρει το όνομά της από μία τοπική ενορία, δίνει την εντύπωση μιας μικρογραφίας των Βερσαλλιών, με ίσιους, δρόμους, εγκαταλειμμένους στα αγριόχορτα, και μεγάλα τετράγωνα σπίτια μέσα στα οποία κρύβονταν ευμεγέθεις κήποι, και εκτείνεται προς τον νότο, ως τα όρια του οροπεδίου. Μερικές από τις επαύλεις χτισμένες πάνω στην πλαγιά, έχουν διπλή σειρά από εξώστες από όπου μπορεί κάποιος να δει όλη την κοιλάδα του Βιόρν , μια εντυπωσιακή θέα, που αποτελεί το καύχημα της περιοχής. Η παλιά συνοικία, δηλαδή το αρχαιότερο τμήμα της πόλης, στα νοτιοδυτικά, ξετυλίγει τα στενά φιδογυριστά δρομάκια του, πλαισιωμένα από ετοιμόρροπα σπιτάκια˙  εδώ βρίσκονται το δημαρχείο, το δικαστήριο, η αγορά και η αστυνομία˙ αυτό το τμήμα του Πλασσάν, που είναι και το πολυπληθέστερο, κατοικείται από εργάτες και εμπόρους, όλους εκείνους τους ταπεινούς, βιοπαλαιστές, φτωχούς ανθρώπους. 

Η νέα πόλη, τέλος, σχηματίζει ένα είδος παραλληλογράμμου, στα βορειοανατολικά˙ η μεσαία τάξη, δηλαδή όλοι όσοι κατάφεραν να αποκτήσουν δεκάρα την δεκάρα ένα κομπόδεμα, καθώς και όσοι εξασκούν τις ελευθέριες τέχνες ζουν σε σπίτια χτισμένα το ένα πλάι στο άλλο, που σχηματίζουν μια ευθεία γραμμή, και είναι βαμμένα με ανοιχτοκίτρινη μπογιά. Η περιοχή αυτή, που ως μοναδικό της στολίδι είχε το κτίριο της Υπονομαρχίας, ένα άσχημο γύψινο κτίσμα διακοσμημένο με ροζέτες, διέθετε μόλις πέντε ή έξι οδούς στα 1851˙ είχε δημιουργηθεί σχετικά πρόσφατα, και κυρίως από την εποχή που κατασκευάστηκε ο σιδηρόδρομος, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται.

Μια από τις αιτίες που ακόμη και σήμερα το Πλασσάν παραμένει χωρισμένο σε τρεις διακεκριμένες κι ανεξάρτητες περιοχές αποτελεί και το ότι τα όρια ανάμεσα στις συνοικίες είναι εμφανώς καθορισμένα από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες. Η οδός Σωβέρ και η οδός Ρώμης, η οποία αποτελεί, μια στενή προέκταση της πρώτης, οδηγούν από τα δυτικά στα ανατολικά, από την Μεγάλη Πύλη ως την Ρωμαϊκή, κόβοντας έτσι την πόλη σε δύο τμήματα, διακρίνοντας την συνοικία των ευγενών από τις άλλες. Και αυτές με την σειρά τους χωρίζονται από την οδό ντε λα Μπαν. Αυτή η οδός, η πιο όμορφη της περιοχής, ξεκινάει από το τέρμα της οδού Σωβέρ και ανηφορίζει προς τα βόρεια, διαπερνώντας τον σκοτεινό όγκο της παλιάς συνοικίας στα αριστερά, και τα ανοιχτοκίτρινα σπίτια της νέας πόλης στα δεξιά. Σε εκείνο το σημείο, σχεδόν στα μισά του δρόμου, στο βάθος ενός μικρού χώρου φυτεμένου με κάμποσα καχεκτικά δεντράκια, προβάλλει η Υπονομαρχία, ένα κτίριο που αποτελεί το καμάρι της μεσαίας τάξης του Πλασσάν.

Η πόλη είναι ζωσμένη από αρχαία τείχη, που την κάνουν να φαίνεται ακόμη πιο απομονωμένη και εσωστρεφή, τα οποία στις μέρες μας δεν εξυπηρετούν άλλο σκοπό πέρα από το να προκαλούν μια σκοτεινή και κλειστοφοβική αίσθηση. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε με μερικές ντουφεκιές να γκρεμίσει αυτά τα αξιολύπητα οχυρά, τα πνιγμένα στον κισσό και στεφανωμένα με άγριους μενεξέδες, που στο ύψος και το πάχος δεν διαφέρουν από τους τοίχους ενός συνηθισμένου μοναστηριού. Τα τείχη έχουν κάμποσα ανοίγματα, εκ των οποίων τα κυριότερα είναι η Πύλη της Ρώμης και η Μεγάλη Πύλη, που επιτρέπουν την πρόσβαση στον δρόμο για την Νίκαια το πρώτο, και στο δρόμο για την Λυών το δεύτερο, στο άλλο άκρο της πόλης. Ως τα 1853 τα ανοίγματα αυτά παρέμεναν επενδεδυμένα με τεράστιες δίφυλλες ξύλινες πόρτες, τοξωτές στην κορυφή τους, στερεωμένα  με σιδερένια ελάσματα. Αυτές οι πύλες διπλοκλειδώνοντας κάθε βράδυ στις έντεκα η ώρα το καλοκαίρι, και στις δέκα τον χειμώνα. 

Έπειτα η πόλη, αφού πρώτα είχε φροντίσει να τραβήξει τους σύρτες σαν συνεσταλμένο κορίτσι, έπεφτε να κοιμηθεί γαλήνια. Ένας φρουρός, που έμενε σε ένα μικρό φυλάκιο τοποθετημένο σε μια από της εσοχές κάθε πύλης, είχε την αρμοδιότητα να ανοίγει σε όσους έφταναν αργοπορημένοι. Όμως οι διαπραγματεύσεις διαρκούσαν για κάμποση ώρα. Οι φρουρός επέτρεπε την είσοδο μόνο αφού προηγουμένως είχε ανάψει την λάμπα του και είχε εξετάσει σχολαστικά τα πρόσωπά τους  μέσα από το μάτι της πόρτας. Αν η φάτσα τους δεν του γέμιζε το μάτι, τότε έπρεπε να κοιμηθούν απέξω. Ολάκερη η νοοτροπία της πόλης, ένα, αμάλγαμα δειλίας, εγωπάθειας, ρουτίνας  εσωστρέφειας και απομόνωσης, υπήρχε μέσα στο κλείδωμα των πυλών κάθε νύχτα. Το Πλασσάν, αφού είχε κλειδαμπαρωθεί για τα καλά, μπορούσε να αναφωνήσει: «Επιτέλους, σπίτι», με την ευχαρίστηση ενός μεσοαστού θεοφοβούμενου, που, χωρίς φόβο για το σεντούκι του, βέβαιος πως καμία φασαρία δεν θα τον ξυπνήσει, θα πει τις προσευχές του και θα πέσει ευχαριστημένος στο κρεβατάκι του. Δεν υπάρχει άλλη πόλη, κατά την γνώμη μου, που να επιμένει με τόση ζέση να παραμένει κλειδωμένη σαν καλόγρια.
  
Ο πληθυσμός του Πλασσάν χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες που αντιστοιχούν στο ίδιο αριθμό περιοχών. Βέβαια πρέπει να εξαιρεθούν οι δημόσιοι λειτουργοί, ο υπονομάρχης, ο εφοριακός, ο υποθηκοφύλακας, ο ταχυδρόμος, όλοι αυτοί που είναι ξενοφερμένοι στην περιοχή, ελάχιστα αγαπητοί και περισσότερο αντικείμενο φθόνου, που ζουν κατά το κέφι τους. Οι αληθινοί κάτοικοι, αυτοί που γεννήθηκαν εκεί και που σκοπεύουν να αφήσουν εκεί την τελευταία τους πνοή, αισθάνονται έναν τόσο έντονο σεβασμό για τις παραδόσεις και τα καθιερωμένα όρια, ώστε να μην επιθυμούν μπλεξίματα με τις συναναστροφές της πόλης.
Οι ευγενείς ζουν σε αυστηρή απομόνωση. Μετά την πτώση του Καρόλου του 10ου, βγαίνουν ελάχιστα, κι όταν το κάνουν, βιάζονται να επιστρέψουν στις μεγάλες ήσυχες επαύλεις τους, και κυκλοφορούν λαθραία λες και ζουν σε τόπο εχθρικό. Δεν επισκέπτονται κανέναν, ούτε καν δέχονται ο ένας τον άλλο. Στα σαλόνια τους συχνάζουν μονάχα λίγοι ιερείς. Το καλοκαίρι, ζουν στους πύργους που έχουν στα περίχωρα˙ τον χειμώνα παραμένουν δίπλα στην ζεστασιά του τζακιού τους. Είναι άνθρωποι νεκροί που βαριούνταν την ζωή τους. Γι’ αυτό και η περιοχή τους έχει εκείνη την βαριά ηρεμία των νεκροταφείων. Οι πόρτες και τα παράθυρά τους είναι σφαλισμένα με προσοχή˙ θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί πως οι επαύλεις τους μοιάζουν με μοναστήρια αραδιασμένα στην σειρά κλειστά σε όλους τους ήχους του έξω κόσμου. Σπανίως μπορεί να δει κανείς έναν περαστικό ιερέα ο οποίος με το επιφυλακτικό βάδισμά του μεγαλώνει την σιωπή των σφραγισμένων σπιτιών, να εξαφανίζεται σαν σκιά πίσω από μια μισάνοιχτη πόρτα.

Οι άνθρωποι της μεσαίας τάξης, οι έμποροι που έχουν αποσυρθεί, οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι, όλος αυτός ο εύπορος και φιλόδοξος μικρόκοσμος που κατοικεί στην νέα πόλη, προσπαθεί να δώσει μια νότα ζωής στο Πλασσάν. Όλοι αυτοί πηγαίνουν στις γιορτές που οργανώνει ο κύριος υπονομάρχης και ονειρεύονται να κάνουν και αυτοί παρόμοιες εκδηλώσεις. Επιθυμούν με πάθος να είναι δημοφιλείς, αποκαλώντας έναν εργάτη «παλικάρι μου» κάνοντας λόγος για τις συγκομιδές στους χωρικούς, διαβάζουν τις εφημερίδες, κάνουν κυριακάτικους περιπάτους με τις συζύγους τους. Αποτελούν τα πεφωτισμένα πνεύματα του τόπου, είναι οι μόνοι που τολμούν να γελάσουν επιτιμητικά όταν γίνεται λόγος για τα τείχη˙ μάλιστα είχαν ζητήσει κάμποσες φορές από την «δημοτική διοίκηση» την κατεδάφιση αυτών των παλιών τειχών, που αποτελούσαν «απομεινάρι μιας περασμένης εποχής». Επιπλέον οι πιο σκεπτικιστές από δαύτους δοκιμάζουν ένα έντονο συναίσθημα χαράς κάθε φορά που ένας μαρκήσιος ή ένας κόμης τους κάνει την τιμή να τους απευθύνει έναν ανεπαίσθητο χαιρετισμό. Το όνειρο κάθε μεσοαστού της νέας πόλης είναι το να γίνει δεκτός σε ένα από τα σαλόνια της συνοικίας του Σαιν Μαρκ. Βέβαια γνωρίζουν πολύ καλά πως ένα τέτοιο όνειρο είναι απραγματοποίητο, κι αυτή είναι η αιτία που τους ωθεί να διατυμπανίζουν την ελευθεροφροσύνη τους, η οποία φυσικά μένει μόνο στα λόγια, καθώς παραμένουν φιλικοί προς την άρχουσα τάξη, έτοιμοι να πέσουν στα πόδια του πρώτου σωτήρα, αν υποπτευθούν πως υπάρχει και η παραμικρή δυσαρέσκεια από την πλευρά του λαού.

Η κοινωνική ομάδα που ξεθεώνεται δουλεύοντας σκληρά και φυτοζωεί στην παλιά συνοικία δεν είναι τόσο ξεκάθαρα ορισμένη όσο οι δύο προηγούμενες. Ο λαός, οι εργάτες, αποτελούν την πλειοψηφία˙ όμως υπάρχουν ανάμεσά τους και κάμποσοι έμποροι λιανικής καθώς και μερικοί μεγαλέμποροι. Για να είμαστε ειλικρινείς το Πλασσάν απέχει μακράν από το να είναι εμπορικό κέντρο˙ η εμπορική δραστηριότητα περιορίζεται στην διακίνηση των εντόπιων προϊόντων: λάδι, κρασί και αμύγδαλα. Και η βιομηχανία, αντιπροσωπεύεται ελάχιστα από τρία ή τέσσερα βυρσοδεψεία που μολύνουν με την μπόχα τους έναν από τους δρόμους της παλιάς συνοικίας, ένα εργαστήρι τσόχινων καπέλων και ένα σαπωνοποιείο εκτοπισμένα σε μια γωνιά του προαστίου. Αυτός ο μικρός εμπορικός και βιομηχανικός κόσμος, παρόλο που μπορεί σε εορτές και αργίες να επισκέπτεται τους κατοίκους της νέας συνοικίας, ζει κυρίως ανάμεσα στους εργάτες της παλιάς πόλης. Καταστηματάρχες, έμποροι, τεχνίτες, έχουν κοινά συμφέροντα που τους ενώνουν σε μια ενιαία οικογένεια. Μόνο την Κυριακή τα αφεντικά μπανιαρίζονται και συγκεντρώνονται χωριστά. Από την άλλη η εργατική τάξη που αποτελεί με το ζόρι το ένα πέμπτο του συνολικού πληθυσμού, βρίσκεται διάσπαρτη ανάμεσα στους άνεργους της περιοχής.

Μόνο μια φορά την εβδομάδα όταν ο καιρός είναι καλός, οι τρεις περιοχές του Πλασσάν συναντιούνται πρόσωπο με πρόσωπο. Όλη η πόλη περιδιαβαίνει στην οδό Σωβέρ, τις Κυριακές μετά τον εσπερινό. Ακόμα και οι ευγενείς τολμούν να εμφανιστούν. Αλλά σε αυτήν την λεωφόρο κατά μήκος της οποία φυτρώνουν δυο σειρές από πλατάνια, έχουν καθιερωθεί τρία ξεχωριστά ρεύματα. Οι μεσοαστοί της νέας συνοικίας δεν κάνουν άλλο πέρα από το να διασχίζουν απλώς την λεωφόρο˙ βγαίνουν από την Μεγάλη Πύλη και παίρνουν, από τα δεξιά, την λεωφόρο Μέιλ, κατά μήκος της οποίας πηγαινοέρχονται, ώσπου να νυχτώσει. Την ίδια στιγμή οι ευγενείς και ο λαουτζίκος μοιράζονταν την λεωφόρο Σωβέρ . Εδώ και πάνω από έναν αιώνα, οι ευγενείς επέλεξαν την διαδρομή στην νότια πλευρά, η οποία πλαισιώνεται από μεγάλα αρχοντικά, και την οποία πρώτη εγκαταλείπει ο ήλιος˙ ο κοσμάκης έπρεπε να αρκεστεί στην άλλη διαδρομή, αυτή στο βόρειο τμήμα του δρόμου, στην πλευρά όπου βρίσκονται οι καφετέριες, τα ξενοδοχεία, τα καπνοπωλεία. Κι όλο το απόγευμα, οι φτωχοί και οι πλούσιοι βολτάρουν, πάνω κάτω στην λεωφόρο, χωρίς ποτέ ένας εργάτης ή ένας ευγενής να διανοηθούν να αλλάξουν πλευρά. Έξι με οκτώ μέτρα τους χωρίζουν όλα κι όλα, κι όμως φέρονται λες και τους χωρίζουν χίλιες λεύγες, ακολουθώντας αυστηρά δυο παράλληλες γραμμές, σάμπως να τους ήταν απαγορευμένο να συναντηθούν σε αυτήν την ζωή. Ακόμα και στα χρόνια της επανάστασης, ο καθένας παρέμενε στην δική του πλευρά. Αυτή η νομότυπη κυριακάτικη περατζάδα και το αμπάρωμα των πυλών της πόλης κάθε βράδυ είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα του χαρακτήρα των δέκα χιλιάδων κατοίκων αυτής της πόλης.

Εδώ σε αυτό το περιβάλλον έζησε ως τα 1848 μια οικογένεια αφανής και ελάχιστα αναγνωρισμένη, της οποίας η κεφαλή, ο Πιέρ Ρουγκόν, έπαιξε στην συνέχεια έναν σημαντικό ρόλο, εξαιτίας ορισμένων ειδικών περιστάσεων.

 Ο Πιέρ Ρουγκόν ήταν γιος χωρικού. Η οικογένεια της μητέρας του, οι Φουκ, όπως λέγονταν, είχαν, στα τέλη του περασμένου αιώνα, ένα μεγάλο κομμάτι γης, κοντά στα περίχωρα του Πλασσάν, πίσω από το παλιό κοιμητήριο του  Σαιν Μιτρ˙ αυτή η έκταση ενώθηκε αργότερα με το Ζα Μεϊφράν. Οι Φουκ ήταν οι πιο πλούσιοι παραγωγοί οπωρικών σε όλη την περιοχή˙ εφοδίαζαν με λαχανικά ολόκληρη την περιφέρεια του Πλασσάν. Το όνομα αυτής της οικογένεια έσβησε λίγα χρόνια πριν την επανάσταση. Μονάχα ένα κορίτσι απέμεινε, η Αντελαΐντ, γεννημένη στα 1768, η οποία ορφάνεψε στα δεκαοχτώ της χρόνια. Αυτή η κοπέλα, της οποίας ο πατέρας πέθανε τρελός, ήταν ένα ψηλό πλάσμα, αδύνατο, χλωμό, με τρομαγμένη ματιά, και παράξενη συμπεριφορά, όσο ήταν μικρό κορίτσι έδινε την εντύπωση αγριμιού. Αλλά, καθώς μεγάλωνε γινόταν ακόμη πιο παράξενη˙ έκανε πράγματα που ακόμα και οι πιο ανοιχτόμυαλοι του προαστίου θα χαρακτήριζαν ως παράλογα, και κάπως έτσι άρχισαν οι φήμες που την ήθελαν τόσο τρελή όσο ήταν κι ο πατέρας της.

Είχαν περάσει γύρω στους έξι μήνες από τότε που ορφάνεψε, όντας ιδιοκτήτρια μιας μεγάλης περιουσίας που την καθιστούσε περιζήτητη κληρονόμο, όταν μαθεύτηκε ο γάμος της με έναν νεαρό κηπουρό, τον Ρουγκόν, έναν χοντροκομμένο χωριάτη από τις Κάτω Άλπεις. Αυτός ο Ρουγκόν, μετά τον θάνατο του πατρός Φουκ, που τον είχε προσλάβει για μία σεζόν, παρέμεινε στην υπηρεσία της κόρης του πεθαμένου. Από πληρωμένος υπηρέτης, βρέθηκε ξαφνικά να κατέχει τον αξιοζήλευτο τίτλο του συζύγου. Αυτός ο γάμος προκάλεσε την πρώτη έκπληξη της τοπικής κοινωνίας. Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η Αντελαΐντ προτίμησε αυτόν τον φτωχοδιάβολο, τον νωθρό, βαρύ, κοινό, που μετά βίας μιλούσε τα γαλλικά, από τόσους και τόσους νεαρούς άνδρες, γιους ευκατάστατων κτηματιών, οι οποίοι την περιτριγύριζαν εδώ και κάμποσο καιρό. 

Και επειδή στην επαρχία τίποτα δεν μένει χωρίς εξήγηση, κάποιος έκανε λόγο για κάποιο απροσδιόριστο μυστήριο που κρυβόταν πίσω από αυτήν την υπόθεση, και κάποιος έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί πως ο γάμος ανάμεσα στους δύο νέους είχε καταστεί αναπόφευκτος. Αλλά τα γεγονότα διέψευσαν αυτά τα κουτσομπολιά. Η Αντελαΐντ έφερε στον κόσμο έναν γιο ύστερα από δώδεκα γεμάτους μήνες γάμου. Το προάστιο αναστατώθηκε˙ δεν μπορούσαν με τίποτα να παραδεχτούν πως είχαν λαθέψει, και ήταν αποφασισμένοι να ξεδιαλύνουν το υποτιθέμενο μυστήριο˙ έτσι όλοι οι κακεντρεχείς έβαλαν στο μάτι τους Ρουγκόν. Και δεν άργησαν να βρουν τροφή για σχόλια. Ο Ρουγκόν πέθανε απροσδόκητα, δεκαπέντε μήνες μετά από τον γάμο του, από ηλίαση που έπαθε, ένα μεσημέρι, καθώς ξεβοτάνιζε ένα παρτέρι με καρότα.

Δεν είχε προλάβει να περάσει χρόνος και η νεαρή χήρα προκάλεσε ένα ανήκουστο σκάνδαλο˙ μαθεύτηκε, χωρίς να χωρεί καμία αμφιβολία, πως είχε αποκτήσει εραστή˙ δεν φαινόταν να το κρατάει μυστικό˙ κάμποσοι μάρτυρες βεβαίωναν πως εξέφραζε δημοσίως τα ερωτικά της συναισθήματα προς τον διάδοχο του φτωχού Ρουγκόν. Μόλις ένας χρόνος χηρείας, κι εραστής! Τέτοια αναίδεια έμοιαζε τερατώδης και εντελώς παράλογη. Κι αυτό που έκανε το σκάνδαλο ακόμα πιο έντονο, ήταν η επιλογή της Αντελαΐντ. Εκείνη την εποχή ζούσε στο τέρμα του αδιεξόδου του Σαιν Μιτρ, σε μια παράγκα που συνόρευε με την γη των Φουκ, ένας άνδρας με κακή φήμη, για τον οποίο έκαναν λόγο χρησιμοποιώντας τη φράση: «Αυτός ο μασκαράς Μακάρ.» Αυτός ο άνδρας εξαφανιζόταν για ολόκληρες εβδομάδες˙ αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να εξαφανίζεται για βδομάδες κι ύστερα να εμφανίζεται μια ωραία πρωία, τριγυρνώντας αμέριμνα, με τα χέρια στις τσέπες, σιγοσφυρίζοντας, λες και μόλις επέστρεφε από έναν σύντομο περίπατο. Και οι γυναίκες που κάθονταν στο κατώφλι των σπιτιών τους, έλεγαν βλέποντάς τον να περνά: «Να! Είναι αυτός ο μασκαράς ο Μακάρ! Έχει τα λαθραία δέματά του και την καραμπίνα του κρυμμένα σε κάποια τρύπα του Βιόρν».

Η αλήθεια είναι πως ο Μακάρ χωρίς να έχει εισοδήματα, έτρωγε κι έπινε σαν αμέριμνος τεμπελχανάς, κατά την διάρκεια των σύντομων διαμονών του στην πόλη. Ομολογουμένως έπινε με αξεπέραστο πάθος˙ καθόταν ολομόναχος σ’ ένα τραπέζι στο βάθος κάποιου καπηλειού, ξεχνιόταν εκεί κάθε βράδυ, με τα μάτια βλακωδώς καρφωμένα στο ποτήρι του, χωρίς να ακούει και να κοιτάζει ολόγυρα. Κι όταν ο κάπελας έκλεινε το μαγαζί του, αποσυρόταν με βήμα σταθερό, με το κεφάλι ψηλά, και φαινόταν πως το μεθύσι του όρθωνε το ανάστημα. «Ο Μακάρ περπατάει ίσια, άρα ήπιε πάλι τον άμπακο», έλεγε όποιος τον έβλεπε να επιστρέφει στο σπίτι του. Συνήθως, όταν ήταν ξεμέθυστος, περπατούσε με μια ελαφριά κλίση, αποφεύγοντας τις ματιές των περίεργων με ένα είδος άγριας συστολής.

Από τότε που πέθανε ο πατέρας του, ένας εργάτης που δούλευε στα βυρσοδεψεία, και του είχε αφήσει ως μόνη κληρονομιά την παράγκα στο αδιέξοδο του Σαιν Μιτρ, κανένας δεν είχε δει άλλους συγγενείς ή φίλους του. Το γεγονός ότι έμενε κοντά στα σύνορα και στα γειτονικά δάση του Σέιγ είχε μετατρέψει αυτόν τον ιδιόρρυθμο και οκνό νεαρό σε κάτι μεταξύ λαθρεμπόρου και λαθροθήρα, σε ένα δηλαδή είδος ανθρώπου που προκαλεί υποψίες και που αν ένας περαστικός  τον έβλεπε στον δρόμο θα σκεφτόταν: «δεν θα ήθελα να συναντήσω αυτό το μούτρο τα μεσάνυχτα μέσα στο σκοτεινό δάσος». Όντας ψηλός, με μια τρομαχτική γενειάδα και οστεώδες πρόσωπο, ο Μακάρ αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο των φιλήσυχων γυναικών του προαστίου του Πλασσάν˙ τον κατηγορούσαν πως έτρωγε τα μικρά παιδάκια και μάλιστα ωμά. Παρόλο που δεν είχε πατήσει ακόμα τα τριάντα, έμοιαζε κιόλας σαν πενηντάρης. Μέσα από την πυκνή του γενειάδα και τους βοστρύχους των μαλλιών του, που του σκέπαζαν το πρόσωπο σαν να ήταν κανίς, μπορούσε κάποιος να διακρίνει μόνο την λάμψη των καστανών του ματιών, την ύπουλη και θλιβερή ματιά ενός ανθρώπου με αλήτικες συνήθειες, που το κρασί και η ζωή του παρία τον κατάντησαν κακό. Παρόλο που κανένας δεν είχε να του καταλογίσει κάποιο συγκεκριμένο έγκλημα, δεν υπήρχε κλοπή και φόνος που να έχει συμβεί στην περιοχή, και να μην έχουν στραφεί αμέσως επάνω του οι υποψίες.

Και αυτό το θηρίο, αυτόν τον λήσταρχο, αυτό το ρεμάλι τον Μακάρ, διάλεξε η Αντελαΐντ για αγαπητικό της! Σε είκοσι μήνες είχε αποκτήσει κιόλας δύο παιδιά, ένα αγόρι κι έπειτα ένα κορίτσι. Κι όσο για γάμο μεταξύ τους ούτε κουβέντα. Ποτέ πριν το προάστιο δεν είχε δει παρόμοια θρασύτατη διαγωγή. Η κατάπληξη ήταν τόσο μεγάλη, η ιδέα πως ο Μακάρ είχε καταφέρει να βρει μια ερωμένη νέα και πλούσια ανέτρεψε σε τέτοια βαθμό τις απόψεις των κουτσομπόληδων που έφτασαν στο σημείο να εκφράζονται με συμπάθεια για την Αντελαΐντ. « Η καημενούλα! Τρελάθηκε τελείως, έλεγαν˙ αν είχε οικογένεια θα την είχαν συμμαζέψει εδώ και καιρό.» Κι αφού κανένας δεν γνώριζε κάτι για την ιστορία αυτών των δύο παράξενων ερωτευμένων, επέμεναν να κατηγορούν αυτό το κάθαρμα τον Μακάρ πως εκμεταλλεύτηκε το λειψό μυαλό της Αντελαΐντ για να βάλει στο χέρι τα λεφτά της.

Ο νόμιμος γιος, ο Πιέρ Ρουγκόν ο νεότερος, μεγάλωνε μαζί με τα νόθα παιδιά της μητέρας του. Τα τελευταία, ο Αντουάν και η Ούρσουλα, τα λυκάκια, όπως τα αποκαλούσαν οι ντόπιοι, ζούσαν κοντά στην Αντελαΐντ, η οποία τους φερόταν με την ίδια αγάπη, χωρίς να τα ξεχωρίζει από το παιδί που είχε αποκτήσει με τον πρώτο της σύντροφο. Δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τον αντίκτυπο που είχε δημιουργήσει όλη αυτή η κατάσταση στην ζωή των δύο αυτών φτωχών πλασμάτων. Γι’ αυτήν ήταν παιδιά της όπως ακριβώς και ο πρωτότοκός της. Μερικές φορές περπατούσε στον δρόμο κρατώντας με το ένα χέρι τον Πιέρ και με το άλλο τον Αντουάν, χωρίς να συνειδητοποιεί πως ήδη ο κόσμος κοιτούσε με διαφορετικό τρόπο το καθένα από τα δυο της αγγελούδια. 
   
Ήταν μια παράξενη οικογένεια. Για είκοσι περίπου χρόνια, ο καθένας ζούσε εκεί μέσα κατά το κέφι του, τα παιδιά ακολουθώντας το παράδειγμα της μητέρας τους. Δεν υπήρχε η παραμικρή καταπίεση. Η Αντελαΐντ διατήρησε και στην ενήλικη ζωή της την εικόνα του μεγάλου αλλόκοτου κοριτσιού που στα δεκαπέντε του έδινε την εντύπωση αγριμιού˙ δεν ήταν βέβαια τρελή, όπως υποστήριζαν οι συντοπίτες της, αλλά υπέφερε από μια ανισορροπία ανάμεσα στο αίμα και τα νεύρα της, μια δυσλειτουργία του μυαλού και της καρδιάς, που την ωθούσε να ζει αντισυμβατικά, διαφορετικά από τον υπόλοιπο κόσμο. Ήταν σαφώς πολύ φυσιολογική και λογική, έτσι θεωρούσε η ίδια τον εαυτό της˙ όμως η δική στης λογική φάνταζε σκέτη παράνοια στα μάτια των γειτόνων της. Έδινε την εντύπωση ανθρώπου που προκαλεί, λες κι αναζητούσε τρόπους για να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, ενώ στην πραγματικότητα ακολουθούσε, χωρίς να βάζει κακό στο νου της, τις παρορμήσεις της φύσης της.




Από τότε που ήταν έγκυος στο πρώτο της παιδί, πάθαινε νευρικές κρίσεις η οποίες συνοδεύονταν από φριχτούς σπασμούς. Αυτές οι κρίσεις επανέρχονταν κάθε δύο ή τρεις μήνες. Ο γιατρός που την εξέτασε της είπε πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι, και πως με τον καιρό θα μειωνόταν η δριμύτητα των ξεσπασμάτων. Το μόνο που έκανε ήταν να της συστήσει δίαιτα με κόκκινο κρέας και κινίνη. Αυτοί οι επαναλαμβανόμενοι κλονισμοί ολοκλήρωσαν τον εκφυλισμό της. Μέρα με την μέρα γινόταν όλο και περισσότερο σαν παιδί, σαν χαδιάρικο ζωάκι που υποκύπτει στα ένστικτά του. Όταν ο Μακάρ εξαφανιζόταν, περνούσε τις μέρες της τεμπελιάζοντας, ονειροπολώντας, καταπιανόταν με τα παιδιά της μόνο για να τα αγκαλιάσει και να παίξει μαζί τους. Κι όταν ο εραστής της επέστρεφε αυτή εξαφανιζόταν.

Πίσω από την παράγκα του Μακάρ, υπήρχε μια μικρή αυλή, που χωριζόταν από την ιδιοκτησία των Φουκ με έναν τοίχο. Ένα πρωινό οι γείτονες διαπίστωσαν έκπληκτοι πως στον τοίχο είχε εμφανιστεί μια πόρτα, η οποία δεν βρισκόταν εκεί το περασμένο βράδυ. Μέσα σε μια ώρα όλο το προάστιο είχε παρελάσει από τα γειτονικά παράθυρα. Οι δυο εραστές πρέπει να είχαν δουλέψει ολάκερη την νύχτα για να φτιάξουν το άνοιγμα και να τοποθετήσουν την πόρτα. Τώρα, μπορούσαν να περνούν ελεύθερα ο ένας στο σπίτι του άλλου. Το σκάνδαλο αναζωπυρώθηκε˙ όλοι ξεκίνησαν πάλι να κακολογούν την Αντελαΐντ, που στα σίγουρα αποτελούσε το όνειδος του προαστίου˙ αυτή η πόρτα, η σιωπηρή και βάναυση παραδοχή του ερωτικού της δεσμού, έγινε η αιτία για κατηγόριες πιο βαριές, από εκείνες που είχε δεχτεί για την γέννηση των δύο νόθων παιδιών της. «Θα έπρεπε τουλάχιστον να κρατήσει τα προσχήματα», έλεγαν ακόμη και η πιο ανεκτικές γυναίκες. 

Η Αντελαΐντ αγνοούσε την σημασία του «να κρατάς τα προσχήματα»˙ ήταν πολύ χαρούμενη και πολύ περήφανη για την πόρτα της˙ είχε βοηθήσει τον Μακάρ να αφαιρέσει τις πέτρες από τον τοίχο, του ανακάτευε ακόμα και την λάσπη για γίνεται πιο γρήγορα η δουλειά˙ επίσης έτρεξε την επόμενη μέρα, με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού, να επιθεωρήσει το έργο, χωρίς να κρύβεται, ενέργεια που θεωρήθηκε ως το αποκορύφωμα της αδιαντροπιάς από τρεις κουτσομπόλες, που την παρακολουθούσαν να εξετάζει την κατασκευή. Στο εξής, κάθε φορά που ο Μακάρ επέστρεφε, θεωρούσαν, εφόσον η νεαρή γυναίκα γινόταν άφαντη, πως πήγαινε να μείνει μαζί του κλεισμένη μέσα στην παράγκα στο αδιέξοδο του Σαιν Μιτρ.

Ο λαθρέμπορος ερχόταν σε άτακτα διαστήματα, και σχεδόν πάντα απροειδοποίητα. Κανείς δεν ήξερε πως ακριβώς περνούσαν τον καιρό τους οι δύο εραστές, εκείνες τις δύο ή τρεις μέρες που εκείνος περνούσε εκεί, κατά αραιά διαστήματα. Κλειδώνονταν μέσα και το μικρό σπιτάκι φαινόταν ακατοίκητο. Όλοι εκείνοι οι κουτσομπόληδες του προαστίου που είχαν πιστέψει πως ο Μακάρ είχε ξεγελάσει την Αντελαΐντ για να της φάει τα λεφτά, μετά από λίγο διαπίστωσαν με έκπληξη πως αυτός συνέχισε να ζει με τον ίδιο τρόπο που ζούσε και στο παρελθόν, περιπλανώμενος σε βουνά και σε λαγκάδια, με τα λιγοστά του εφόδια, όπως και πριν. 

Ίσως η νεαρή γυναίκα προτιμούσε περισσότερο να τον βλέπει μετά από μεγάλα διαλείμματα˙ ίσως αυτός να αγνοούσε τα παρακάλια της, νιώθοντας μια έντονη επιθυμία για περιπέτειες. Ο καθένας μπορούσε να επινοεί χίλια διαφορετικά σενάρια, χωρίς να μπορεί να βρει μια λογική εξήγηση γι’ αυτόν τον δεσμό που ξεκίνησε που συνεχιζόταν κόντρα στις συμβάσεις. Το σπιτάκι στο αδιέξοδο του Σαιν Μιτρ παρέμενε ερμητικά κλειστό, κρατώντας τα μυστικά του καλά κρυμμένα. Κάποιοι υποστήριζαν πως ο Μακάρ έδερνε την Αντελαΐντ, παρόλο που ποτέ δεν ακούστηκαν ήχοι καυγά να βγαίνουν από το σπίτι. Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν φορές, που κοπέλα εμφανιζόταν με το πρόσωπο μελανιασμένο και τα μαλλιά της ξεριζωμένα. Την ίδια στιγμή βέβαια η ίδια δεν έδειχνε κανένα σημάδι πόνου, ούτε καν λύπης, και δεν την ενδιέφερε να κρύψει τις μελανιές της. Χαμογελούσε και φαινόταν ευτυχισμένη. Αναμφίβολα τον άφηνε να την χτυπάει χωρίς να του αντιγυρίζει κουβέντα. Αυτή η ζωή συνεχίστηκε για πάνω από δεκαπέντε χρόνια.  

Υπήρχαν φορές που η Αντελαΐντ επέστρεφε στο σπίτι και το έβρισκε άνω κάτω, όμως φαινόταν πως όλος αυτός ο χαμός δεν της έκανε καμία εντύπωση. Αγνοούσε τελείως το πρακτικό νόημα της ζωής, την ορθή αξία των πραγμάτων και την αναγκαιότητα της τάξης.
Άφηνε τα παιδιά της να μεγαλώνουν σαν εκείνες τις δαμασκηνιές που ξεφυτρώνουν στην άκρη των δρόμων, παρατημένες στη φροντίδα της βροχής και του ήλιου, που γεννούν τους φυσικούς καρπούς τους, μέσα στην αγριάδα χωρίς ποτέ να τις αγγίζει και να τις ημερέψει το κλαδευτήρι. Ποτέ άλλοτε δεν είχε δοθεί στην φύση τόση απόλυτη εξουσία, ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαν μικρά ζιζάνια που να έχουν μεγαλώσει τόσο ελεύθερα, παρατημένα στα ένστικτά τους. Κυλιόντουσαν μέσα στα λαχανικά, περνούσαν τις μέρες τους στον ανοιχτό αέρα, έπαιζαν και πάλευαν σαν χαμίνια. Έκλεβαν τις προμήθειες του σπιτιού, κι έκαναν επιδρομή στα λίγα οπωροφόρα δέντρα του περιβολιού, ήταν οι οικείοι φωνακλάδες, αρπακτικοί δαίμονες, αυτού του παράξενου σπιτιού της καθαρής τρέλας. 

Όταν η μητέρα τους εξαφανιζόταν για ολόκληρες μέρες, έκαναν τόση φασαρία, σκαρφίζονταν τόσες διαβολικές κασκαρίκες για να βασανίζουν τους ανθρώπους, που οι γείτονες απειλούσαν να πάνε και να τα δείρουν με την βίτσα. Η Αντελαΐντ δεν τους ενέπνεε ιδιαίτερο φόβο˙ όταν βρισκόταν κοντά τους, αυτά έπαυαν να πειράζουν όλον τον κόσμο, κι αυτό γιατί έπαιρναν την ίδια στο κατόπι, απουσίαζαν τακτικά από το σχολείο πέντε ή έξι φορές την εβδομάδα, κι έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να τις φάνε, ώστε να μπορούν ύστερα να ευχαριστηθούν τσιρίζοντας με την άνεσή τους. Αυτή όμως δεν τα έδειρε ποτέ κι ούτε μια φορά δεν έχασε την ψυχραιμία της˙ ζούσε πολύ ωραία μέσα σε όλη αυτή την βαβούρα, μαλθακή, γαλήνια, χαμένη στον κόσμο της. Σε τελική ανάλυση η φριχτή φασαρία που έκαναν τα μικρά τερατάκια της έγινε απαραίτητη ώστε να μπορεί να γεμίζει το κενό του μυαλού της. Ένα ειρηνικό χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη της κάθε φορά που άκουγε κάποιον να λέει: 

«Τα παιδιά της θα την δείρουν μια μέρα, και θα της αξίζει». 

Σε όλες αυτές τις παρατηρήσεις, η απόλυτη απάθειά της έμοιαζε να απαντά: 

«Ε, και;» 

Ακόμη περισσότερο αδιαφορούσε για την περιουσία της. Το περιβόλι των Φουκ, όσα χρόνια διήρκεσε αυτή η μοναδική ύπαρξη, θα είχε καταντήσει καταστραμμένη γη, εάν η νεαρή γυναίκα δεν είχε εμπιστευτεί ευτυχώς την καλλιέργεια των λαχανικών της σε έναν ικανότατο κηπουρό. Αυτός ο άνδρας, που μοιραζόταν το κέρδος του μαζί της, την έκλεβε ασύστολα, αλλά αυτή ποτέ της δεν το πήρε χαμπάρι. Παρ’ όλα αυτά υπήρχε και η θετική πλευρά του πράγματος: για να μπορεί να κλέβει περισσότερα, ο κηπουρός αξιοποιούσε στο έπακρο τις δυνατότητες της γης και έτσι κατάφερε να διπλασιάσει σχεδόν την αξία της.

Είτε πληροφορημένος από κάποιο κρυφό ένστικτο, είτε επειδή είχε ήδη συνειδητοποιήσει τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο τους έβλεπαν οι γείτονες, ο Πιέρ, το νόμιμο παιδί, κυριάρχησε από πολύ μικρός πάνω στον αδερφό και την αδερφή του. Στους καβγάδες τους, παρόλο που ήταν πιο αδύναμος από τον Αντουάν, βάραγε σαν αφέντης. Κι όσο για την Ούρσουλα, αυτό το φτωχό, μικρό, αδύνατο και χλωμό πλασματάκι, αυτή τις έτρωγε αλύπητα τόσο από τον ένα, όσο κι από τον άλλο. Και η αλήθεια είναι, πως μέχρι τα δεκαπέντε – δεκάξι, τα τρία παιδιά πιάνονταν στα χέρια αδερφικά, χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν το αμοιβαίο τους μίσος, χωρίς να καταλαβαίνουν το πόσο ξένοι ήταν μεταξύ τους. Όταν όμως έφτασαν σε αυτήν την ηλικία βρέθηκαν πια, πρόσωπο με πρόσωπο, με τις ολοκληρωμένες και ενσυνείδητες  προσωπικότητές τους.

Στα δεκάξι του χρόνια ο Αντουάν ήταν ένα μεγαλόσωμο παλικάρι, που συνδύαζε πολλά από τα ελαττώματα του Μακάρ και της Αντελαΐντ. Κυρίως κυριαρχούσαν οι αμαρτίες του Μακάρ, με την αγάπη του για την αλητεία, την τάση προς τον αλκοολισμό, τα βίαια ξεσπάσματα. Αλλά κάτω από την νευρική επίδραση της Αντελαΐντ, αυτά τα κουσούρια, που στον πατέρα, είχαν μια ωμή ειλικρίνεια, στον γιο συνοδεύονταν από μια πανουργία γεμάτη υποκρισία και δειλία. Ο Αντουάν είχε κληρονομήσει από την μητέρα του την παντελή απουσία θέλησης, τον εγωισμό φιλήδονης γυναίκας, που τον προδιέθετε να δεχτεί οποιαδήποτε άτιμη κλίνη, αρκεί να μπορεί να αράξει εκεί με την άνεσή του και να κοιμηθεί ζεστά. Οι άνθρωποι έλεγαν γι’ αυτόν: «Α! το παλιόμουτρο, είναι κακός αλλά δεν έχει τα κότσια του Μακάρ˙ αν γίνει ποτέ φονιάς, θα σφάζει με καρφίτσες.» Στα εξωτερικά χαρακτηριστικά ο Αντουάν πήρε από την Αντελαΐντ τα παχιά της χείλη˙ στα υπόλοιπα έμοιαζε με τον πατέρα του, αν και ήταν λιγότερο άκαμπτος και πιο απαλός στις εκφράσεις του.

Στην Ούρσουλα, αντιθέτως, κυριαρχούσε η εξωτερική και ηθική ομοιότητα στην μητέρα της. Και σε αυτήν υπήρχε ένα μείγμα ορισμένων χαρακτηριστικών˙ μόνο η φτωχή μικρούλα, γεννημένη δεύτερη, την εποχή που η τρυφερότητα της Αντελαΐντ υπερίσχυε της αγάπης του Μακάρ, που ήδη είχε αρχίσει να καταλαγιάζει, έμοιαζε να έχει πάρει πολλά από το μητρικό ταπεραμέντο. Στην δική της περίπτωση δεν υπήρχε ένα ανακάτεμα των δύο φύσεων, αλλά μια εγγύτητα, μια ανεπανάληπτη, στενή ένωση. Η Ούρσουλα ήταν περίεργη, και υπήρχαν φορές που εμφάνιζε την συστολή, την μελαγχολία και τις μεταπτώσεις ενός απόκληρου˙ ύστερα πολλές φορές ξεσπούσε σε γέλια, ονειροπολούσε, σαν γυναίκα διαταραγμένη τόσο στην ψυχή όσο και στο μυαλό. Τα μάτια της, που συχνά είχαν μια τρομαγμένη έκφραση, όμοια με αυτή της μητέρας της, ήταν διάφανα σαν κρύσταλλο, θύμιζαν κάτι από το βλέμμα άρρωστων μικρών γατιών.

Μπροστά στα δύο νόθα παιδιά ο Πιερ έμοιαζε με ξένο, ακόμα και στα μάτια οποιουδήποτε αγνοούσε την καταγωγή του, ήταν ξεκάθαρο το πόσο απόλυτα διέφερε από τα αδέρφια του. σπάνια θα συναντούσε κάποιος σε ένα παιδί τέτοιον ισομερή συνδυασμό χαρακτηριστικών εξίσου και από τους δύο γονείς. Ήταν το ακριβές ενδιάμεσο μεταξύ του χωριάτη Ρουγκόν και της νευρικής Αντελαΐντ. Τα κληρονομημένα μητρικά χαρακτηριστικά απάλυναν την τραχύτητα των πατρικών. Στον Πιερ συναντούσε κανείς την απαρχή εκείνης της εξέλιξης της φύσης που στην πορεία έχει ως αποτέλεσμα είτε την βελτίωση είτε την παρακμή μιας γενιάς. Παρόλο που παρέμενε αγροίκος, ήταν ωστόσο ένας χωριάτης με λιγότερο τραχιά επιδερμίδα, με πρόσωπο λιγότερο σκληρό, περισσότερη ευφυΐα και εφευρετικότητα. Πάνω του τα ελαττώματα των δυο γονιών του αλληλοεξουδετερώνονταν. Από την μια η φύση της Αντελαΐντ, που τα τεντωμένα της νεύρα της την είχαν οξύνει υπερβολικά, είχε καταπολεμήσει και καθυποτάξει την χοντροκοπιά του Ρουγκόν, κι από την άλλη ο πατέρας είχε εμποδίσει αποτελεσματικά να εμφυτευτεί στο παιδί η διανοητική διαταραχή της νεαρής γυναίκας. Ο Πιέρ δεν υπέφερε ούτε από την παραφορά ούτε κι από τα αρρωστημένα παραληρήματα των μικρών λύκων του Μακάρ. 

Μπορεί να ήταν ένα παραμελημένο διαβολάκι, φασαριόζικο όπως όλα τα παρατημένα παιδιά, αλλά παρ’ όλα αυτά είχε στο βάθος την στοιχειώδη λογική, η οποία πάντα τον απέτρεπε από το να διαπράξει κάποια μάταιη παλαβομάρα. Τα πάθη του, η οκνηρία του, η ηδυπάθεια του δεν είχαν την ενστικτώδη ορμή των παθών του Αντουάν˙ επιδίωκε να τα καλλιεργεί και να τα ικανοποιεί ανοιχτά και έντιμα. Στο στρουμπουλό παρουσιαστικό του, μετρίου μεγέθους, στο μακρουλό, χλωμό του πρόσωπο, όπου τα χαρακτηριστικά του πατέρα του μαλάκωναν από την λεπτότητα της Αντελαΐντ, μπορούσε κάποιος να εντοπίσει τα πρώιμα σημάδια μιας ύπουλης και δόλιας φιλοδοξίας, την ακόρεστη  ανάγκη για απολαύσεις, την στεγνή καρδιά και την φθονερή μνησικακία ενός γιου χωριάτη, που η περιουσία και η νεύρωση της μητέρας του τον έκαναν μεσοαστό.

Όταν, στην ηλικία των δεκαεπτά, ο Πιέρ μπόρεσε να καταλάβει τις διαταραχές της Αντελαΐντ και την περίεργη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν ο Αντουάν και η Ούρσουλα δεν φάνηκε να λυπάται ούτε και να θυμώνει, απλώς προβληματίστηκε προκειμένου να βρει τον αποτελεσματικότερο τρόπο για εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του. Από τα τρία παιδιά μόνο αυτός πήγαινε κάπως τακτικά στο σχολείο. Ο χωριάτης που αρχίζει να αισθάνεται την ανάγκη της εκπαίδευσης, συνήθως καταλήγει να είναι τρομερά υστερόβουλος. Ήταν στο σχολείο που για πρώτη φορά υποψιάστηκε τι συμβαίνει από τον τρόπο που οι συμμαθητές του με τα γιουχαΐσματά τους προσέβαλαν τον αδερφό του. Αργότερα μπόρεσε να καταλάβει καλύτερα όλες εκείνες τις ματιές και τα λόγια. Τελικά είδε ξεκάθαρα την λεηλασία του σπιτιού του. Από τότε και στο εξής, ο Αντουάν και η Ούρσουλα δεν ήταν γι’ αυτόν τίποτε άλλο πέρα από αδιάντροπα παράσιτα, στόματα που κατάπιναν το βιός του. Όσο για την μητέρα του, την θεωρούσε με τον ίδιο τρόπο όπως και οι υπόλοιποι στο προάστιο, κατάλληλη μόνο για το τρελοκομείο, η οποία θα κατέληγε να φάει όλα της τα χρήματα, αν ο ίδιος δεν έκανε κάτι για να την εμποδίσει. 

Αυτό που του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα ήταν οι κλεψιές του κηπουρού που είχε αναλάβει την επιστασία της γης. Μετά από αυτό άλλαξε, μέσα σε μια μέρα, κι από το φασαριόζικο παιδί που ήταν, έγινε ένα σπαγκοραμμένο και εγωιστικό αγόρι, που μεγάλωσε απότομα ως προς τα ένστικτά του, εξαιτίας της αλλόκοτης γεμάτης σπατάλες ζωής, που δεν άντεχε να βλέπει ολόγυρά του χωρίς να του ματώνει η καρδιά. Ήταν δικά του αυτά τα λαχανικά από τις πωλήσεις των οποίων ο επιστάτης έπαιρνε το μεγαλύτερο ποσοστό˙ του ανήκε το κρασί που έπιναν και το ψωμί που έτρωγαν τα μπαστάρδικα της μητέρας του. Όλο το σπίτι, όλη η περιουσία του δική του ήταν. Με την δική του βάρβαρη λογική, μόνο αυτός, ο νόμιμος γιος, ήταν ο κληρονόμος. Και καθώς τα αγαθά του κινδύνευαν, καθώς όλοι ροκάνιζαν άπληστα την μελλοντική του περιουσία, αναζητούσε τρόπο για να τους πετάξει όλους έξω, την μητέρα, τον αδερφό, την αδερφή, τους υπηρέτες, ώστε να μπορέσει άμεσα να βάλει χέρι στην κληρονομιά. 

Ο αγώνας ήταν σκληρός. Ο νεαρός ήξερε πως πρώτα από όλα έπρεπε να χτυπήσει την μητέρα του. Κατέστρωσε, βήμα – βήμα, με υπομονή και αποφασιστικότητα, ένα σχέδιο, δουλεμένο στην εντέλεια. Η τακτική του περιλάμβανε το να εμφανίζεται μπροστά στην Αντελαΐντ, σαν ζωντανή μομφή˙ δηλαδή όχι πως παρασυρόταν ή πως την κατηγορούσε για τον παράνομο δεσμό της˙ αλλά είχε βρει έναν συγκεκριμένο τρόπο να την κοιτάζει, χωρίς να βγάζει μιλιά, πράγμα που την κατατρόμαζε. Όταν ξαναερχόταν μετά από την σύντομη διαμονή της στο σπίτι του Μακάρ, δεν μπορούσε να υψώσει την ματιά της ως τον γιο της χωρίς να την πιάσει τρεμούλα. Ένιωθε τις ματιές του, παγερές και οξείες σαν λεπίδες από ατσάλι, να την μαχαιρώνουν, ασταμάτητα, χωρίς οίκτο. Η αυστηρή και σιωπηλή στάση του Πιέρ, του παιδιού του άνδρα που τόσο γρήγορα είχε ξεχάσει, παραδόξως αναστάτωνε το φτωχό, άρρωστο μυαλό της. Νόμιζε πως ο Ρουγκόν είχε αναστηθεί για να την τιμωρήσει για τις απιστίες της. 

Κάθε βδομάδα έπεφτε σε μια από εκείνες τις νευρικές κρίσεις που την καταρράκωναν. Την άφηναν να παλεύει˙  όταν συνερχόταν έσιαζε τα ρούχα της, σερνόταν, εντελώς τσακισμένη. Συχνά μυξόκλαιγε όλη την νύχτα, βαστώντας το κεφάλι μέσα στα χέρια της, δεχόμενη τα πλήγματα του Πιερ, σαν τιμωρία ενός εκδικητικού θεού. Άλλες φορές τον απόδιωχνε. Δεν αναγνώριζε την ίδια την σάρκα και το αίμα της στο πρόσωπο αυτού του χοντροκομμένου αγοριού, που με την ηρεμία του, πάγωνε τον πυρετό της τόσο επώδυνα. Θα προτιμούσε χίλιες φορές να την έδερνε παρά να την κοιτάζει με αυτόν τον τρόπο. Αυτές οι αδυσώπητες ματιές, που την ακολουθούσαν παντού κατέληξαν να την κλονίζουν τόσο πολύ, που συχνά έφτανε στο σημείο να σκέφτεται την πιθανότητα να πάψει πλέον τις συναντήσεις με τον εραστή της˙ μόλις όμως ερχόταν ο Μακάρ, ξεχνούσε τους όρκους της κι έτρεχε σ’ αυτόν. Κι η αναμέτρηση με τον γιο της ξεκινούσε εκ νέου, πιο σιωπηλή κι ακόμα τρομερότερη. Μετά από μερικούς μήνες είχε γίνει υποχείριο του γιο της. Στεκόταν μπροστά του σαν μικρό κοριτσάκι, που δεν ξέρει πώς να φερθεί, φοβούμενη διαρκώς πως της αξίζει μια βαριά τιμωρία. Ο Πιέρ την είχε δέσει επιδέξια χειροπόδαρα, την είχε μετατρέψει σε υπάκουη υποτακτική του, χωρίς ούτε μια φορά να ανοίξει τα χείλη του, χωρίς ποτέ να προβεί σε δύσκολες και συμβιβαστικές εξηγήσεις.

Όταν ο νεαρός σιγουρεύτηκε πως εξουσίαζε ολοκληρωτικά την μητέρα του, πως την είχε κάνει σκλάβα του, άρχισε, εξυπηρετώντας τα ίδια συμφέροντα, να  στρέφει την διανοητική της αδυναμία και τον ανόητο τρόμο που της προκαλούσαν οι ματιές της, προς όφελός του. Η πρώτη του μέριμνα, μόλις έγινε ο αφέντης του σπιτιού του, ήταν να απολύσει τον επιστάτη και να τον αντικαταστήσει με έναν άνθρωπο της εμπιστοσύνης του. Ανέλαβε την διεύθυνση του σπιτιού, των πωλήσεων, των αγορών και την διαχείρισης των εισοδημάτων. Επιπλέον, δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να ρυθμίσει τις ενέργειες της Αντελαΐντ ή να ελέγξει τον Αντουάν και την Ούρσουλα για την οκνηρία τους. Λίγο τον ενδιέφερε, καθώς έλπιζε να τους ξεφορτωθεί με την πρώτη ευκαιρία. Ευφραινόταν να μετράει τις μπουκιές που κατέβαζαν. Ύστερα, έχοντας ήδη όλη την περιουσία στα χέρια του, περίμενε την κατάλληλη αφορμή για να τους κάνει πέρα, σύμφωνα με τον διακαή του πόθο.

Οι περιστάσεις του ήρθαν ευνοϊκές. Γλίτωσε την στράτευση, με την αιτιολογία πως ήταν ο μεγαλύτερος γιος χήρας. Δυο χρόνια όμως αργότερα ήρθε η κλήση του Αντουάν. Η ατυχία του δεν τον ένοιαξε και πολύ. Υπολόγιζε πως η μητέρα του θα του εξαγόραζε την θητεία. Πράγματι η Αντελαΐντ ήθελε να τον γλιτώσει από την θητεία. Ωστόσο ο Πιέρ που διαχειριζόταν τα χρήματα, έκανε πως δεν άκουγε. Η αιφνίδια αναχώρηση του αδερφού του, ήταν γι’ αυτόν ένα χαρμόσυνο νέο και εξυπηρετούσε στην εντέλεια τα σχέδιά του. Όταν η μητέρα του, του μίλησε γι’ αυτήν την υπόθεση, της έριξε ένα τέτοιο βλέμμα που αυτή δεν τόλμησε να συνεχίσει την κουβέντα. Η ματιά του ήταν σα να έλεγε: 

«Θες να με καταστρέψεις για χάρη του μπάσταρδού σου;». 

Κι αυτή εγκατέλειψε εγωιστικά τον Αντουάν στην μοίρα του, γιατί πάνω απ’ όλα έβαζε την δική της ηρεμία και ξεγνοιασιά. Ο Πιέρ που απεχθανόταν την καταφυγή σε βίαιες λύσεις, και που καταχάρηκε όταν είδε πως μπορεί να διώξει τον αδερφό του χωρίς καυγάδες, ύστερα καμώθηκε τάχα τον απελπισμένο: η χρονιά ήταν κακή, τα χρήματα έλειπαν από το σπίτι, θα υποχρεωνόταν να πουλήσει ένα μέρος της έκτασης, πράγμα που θα ήταν η αρχή της καταστροφής τους. Στη συνέχεια έδωσε τον λόγο του στον Αντουάν πως θα του εξαγόρασε την θητεία τον δεύτερο χρόνο, παρόλο που στην πραγματικότητα δεν σκόπευε να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Αντουάν έφυγε εξαπατημένος και μισοευχαριστημένος.

Ο Πιέρ ξεφορτώθηκε την Ούρσουλα με έναν ακόμη πιο απροσδόκητο τρόπο. Ένας εργάτης πιλοποιός από το προάστιο, ονόματι Μουρέ, ερωτεύτηκε βαθύτατα την κοπέλα, την οποία έβρισκε τόσο λευκή και ντελικάτη όσο οποιαδήποτε νέα από την συνοικία Σαιν Μαρκ. Την παντρεύτηκε. Από την πλευρά του υπήρχε αληθινή αγάπη, χωρίς καμία υστεροβουλία. Όσο για την Ούρσουλα, αυτή παντρεύτηκε προκειμένου να ξεφύγει από το σπίτι, όπου ο αδερφός της, φρόντιζε να της κάνει τον βίο αβίωτο. Η μητέρα της απορροφημένη στις δικές της τέρψεις, και χρησιμοποιώντας το κουράγιο που την απέμενε για να προστατέψει τον εαυτό της, έβλεπε το ζήτημα με απόλυτη αδιαφορία˙ μάλιστα χαιρόταν κιόλας για το φευγιό της κόρης της ελπίζοντας πως ο Πιέρ, μην έχοντας πλέον κάποιο λόγο να είναι δυσαρεστημένος, θα την άφηνε να ζει ειρηνικά, όπως της άρεσε. 

Αφού οι δυο νέοι παντρεύτηκαν, ο Μουρέ δεν άργησε να καταλάβει πως έπρεπε να φύγει από το Πλασσάν, αν δεν ήθελε να ακούει για το υπόλοιπο της ζωής του τα προσβλητικά λόγια που αντάλλασσαν η σύζυγος με την πεθερά της. Έτσι έφυγε, παίρνοντας μαζί του την Ούρσουλα στην Μασσαλία, όπου βρήκε δουλειά πάνω στο αντικείμενό του. Σημειωτέον δεν ζήτησε ούτε μια δεκάρα για προίκα. Όταν ο Πιέρ, κάπως παραξενεμένος για αυτή του την αφιλοκέρδεια, προσπάθησε μασώντας τα λόγια του να ζητήσει κάποιες εξηγήσεις, ο Μουρέ τον αποστόμωσε λέγοντάς του πως προτιμά να κερδίσει ο ίδιος το ψωμί της γυναίκας του. Παρ’ όλα αυτά ο Πιέρ σαν άξιος απόγονος του χωριάτη Ρουγκόν παρέμεινε προβληματισμένος˙ αυτή η συμπεριφορά του φαινόταν πως έκρυβε κάποια παγίδα.

Τώρα απέμενε μονάχα η Αντελαΐντ. Για τίποτα στον κόσμο ο Πιέρ δεν ήθελε να συνεχίσει να μένει μαζί του. Τον εξέθετε. Έτσι κι αλλιώς με αυτήν θα ήθελε θα είχε αρχίσει. Όμως βρέθηκε ανάμεσα σε δύο πολύ ενοχλητικές εναλλακτικές: να την κρατήσει, κι έτσι να λουστεί κι αυτός τις ντροπές της, πράγμα που θα του έκοβε τα φτερά της φιλοδοξίας του ή να την πετάξει έξω, πράγμα που θα τον έκανε δακτυλοδεικτούμενο σαν κακό γιο, πράγμα που θα του χαλούσε την καλή εικόνα που επιθυμούσε να προβάλλει στους τρίτους. Καταλαβαίνοντας πως θα χρειαζόταν την συμπαράσταση όλων, ήθελε να εξασφαλίσει μια καλή φήμη για τον εαυτό του. Μόνο μια λύση υπήρχε, να κάνει την Αντελαΐντ να φύγει με δική της πρωτοβουλία. 

Ο Πιερ έκανε τα πάντα προκειμένου να το πετύχει. Θεωρούσε πως ο παράνομος δεσμός της μητέρας του ήταν ικανή δικαιολογία για την δική του σκληρότητα. Την τιμώρησε όπως κάποιος τιμωρεί ένα παιδί. Οι ρόλοι αντεστράφησαν. Η φτωχή γυναίκα λύγισε κάτω από την δαμόκλειο σπάθη. Ήταν με το ζόρι σαράντα δύο ετών, κι όμως είχε ήδη εκείνο το τρεμουλιαστό τραύλισμα και την αξιολύπητη εμφάνιση μιας ξεμωραμένης γριάς. Ο γιος της συνέχιζε να την δολοφονεί με τις αιχμηρές ματιές του, ελπίζοντας πως θα ξεκουμπιστεί μόλις της σωθεί το κουράγιο. Η δύστυχη υπέφερε φριχτά από την ντροπή, τις καταπιεσμένες επιθυμίες της, την επιβεβλημένη δειλία, δεχόμενη τα πυρά με παθητικότητα, αλλά παρ’ όλα αυτά επέμενε να επιστρέφει πάντα στον Μακάρ, και ήταν διατεθειμένη πεθάνει αυτοστιγμεί, παρά να υποκύψει. Υπήρχαν νύχτες που ευχαρίστως θα είχε βγει από το κρεβάτι της, για να πάει στον Βιόρν να πέσει και να πνιγεί, αν η αδύναμη νευρική της φύση δεν φοβόταν τόσο πολύ τον θάνατο. Αρκετές φορές ονειρευόταν πως φεύγει και πάει να βρει τον αγαπημένο της στα σύνορα. Ο μόνος λόγος που παρέμενε στο σπίτι, υποταγμένη στην περιφρονητική σιωπή  και την κρυφή σκληρότητα του γιού της, ήταν πως δεν είχε που να πάει. Ο Πιέρ κατάλαβε πως θα είχε φύγει εδώ και καιρό, αν είχε κάποιο καταφύγιο. Έψαχνε συνεχώς μια ευκαιρία, για να της νοικιάσει κάπου μια μικρή κατοικία, όταν μια ευτυχής συγκυρία, τέτοια που δεν τολμούσε καν να ελπίσει, έκανε απρόσμενα τα όνειρά του πραγματικότητα. 

Διαδόθηκε στο προάστιο η φήμη πως ο Μακάρ είχε σκοτωθεί στα σύνορα από έναν τελωνοφύλακα, την στιγμή που έμπαζε στην Γαλλία ένα ολόκληρο φορτίο ρολογιών από την Γενεύη. Η φήμη ήταν αληθινή. Δεν βρέθηκε κανένας να φέρει πίσω το νεκρό σώμα του λαθρεμπόρου, ο οποίος θάφτηκε στο νεκροταφείο ενός μικρού χωριού πάνω στα βουνά. Ο πόνος αποβλάκωσε εντελώς την Αντελαΐντ. Ο γιος της, που την παρακολουθούσε με περιέργεια, δεν την είδε να χύνει ούτε ένα δάκρυ. Ο Μακάρ την είχε ο ορίσει ως την μόνη κληρονόμο του. Κληρονόμησε την παράγκα στο αδιέξοδο του Σαιν Μιτρ και την καραμπίνα του συγχωρεμένου, την οποία ένας λαθρέμπορος, που ξέφυγε από τις σφαίρες του τελωνοφύλακα, επέστρεψε ευσυνειδήτως σε αυτήν. Την επόμενη κιόλας μέρα, η γυναίκα αποσύρθηκε στο μικρό σπιτάκι˙ κρέμασε την καραμπίνα στην βάση της καμινάδας, και έζησε εκεί, ξεχασμένη από όλους, μέσα στην μοναξιά και την σιωπή.

Επιτέλους ο Πιέρ Ρουγκόν έγινε ο μοναδικός κύριος του σπιτιού. Η γη των Φουκ του ανήκε όχι απλώς νομικά, αλλά και ουσιαστικά. Ποτέ δεν του πέρασε από το μυαλό να εγκατασταθεί εκεί. Ήταν ένα πεδίο πολύ στενό για τις φιλοδοξίες του. Το να δουλεύει στην γη, να φροντίζει λαχανικά, του φαινόταν βαρετό, ανάξιο των ικανοτήτων του. βιαζόταν να γίνει κάτι περισσότερο από απλώς χωρικός. Η φύση του, ραφιναρισμένη από τον νευρικό χαρακτήρα της μητέρας του, δοκίμαζε μια ακαταμάχητη επιθυμία για μεσοαστικές απολαύσεις. Επίσης με όποιον τρόπο και να τα υπολόγιζε κατέληγε κάθε φορά στο συμπέρασμα πως έπρεπε να πουλήσει την περιουσία των Φουκ.

Με αυτήν την πώληση, αφενός εξασφάλιζε μια μεγάλη ποσότητα ρευστού, κι αφετέρου θα του επέτρεπε να παντρευτεί την κόρη κάποιου εμπόρου, που θα τον έπαιρνε ως συνεργάτη. Εκείνη την εποχή, οι πόλεμοι της Πρώτης Αυτοκρατορίας είχαν μειώσει θεαματικά τον αριθμό των διαθέσιμων για γάμο νεαρών ανδρών. Οι γονείς δεν ήταν τόσο επιλεκτικοί όσο παλιότερα στην επιλογή γαμπρού. Ο Πιέρ πίστευε πως τα χρήματα θα μπορούσαν να τα κανονίσουν όλα, πως θα παραβλέπονταν τα κουτσομπολιά του προαστίου˙ σχεδίαζε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως θύμα που υποφέρει από της ντροπές της οικογένειάς του, τις οποίες καταδικάζει, χωρίς να τον αγγίζουν, και χωρίς να προσπαθεί να τις δικαιολογήσει.

Για κάμποσους μήνες, είχε βάλει στο μάτι την κόρη ενός λαδέμπορα, την Φελισιτέ Πιέκ. Ο οίκος Πιέκ  & Λακάμπ, που είχε τα καταστήματά του σε ένα από τα σκοτεινότερα σοκάκια της παλιάς συνοικίας, δεν ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρος. Είχε αμφίβολη πίστωση στην αγορά, μάλιστα συχνά γινόταν λόγος για χρεοκοπία. Εξαιτίας αυτών ακριβώς των διαδόσεων ο Ρουγκόν έστρεψε την προσοχή του προς αυτήν την κατεύθυνση. Ήξερε πως κανένας ευκατάστατος έμπορος δεν θα του έδινε την κόρη του. Σκόπευε να κάνει την εμφάνισή του την στιγμή που ο γερό Πιέκ  δεν θα ήξερε πια που να στραφεί, κι έτσι θα αγόραζε την Φελισιτέ και θα αποκαθιστούσε την αξιοπιστία της επιχείρησης χάρη στην δική του δράση κι εξυπνάδα. Αυτός ήταν ένας έξυπνος τρόπος για να ανέλθει κοινωνικώς και να ξεπεράσει την τωρινή του θέση. Ήθελε, πάνω απ’ όλα, να ξεφύγει από το ασφυκτικό προάστιο, όπου όλοι κακολογούσαν την οικογένειά του, να ξεχαστούν όλες αυτές τις άσχημες ιστορίες, ακόμα κι αν αυτό θα σήμαινε πως το όνομα και η περιουσία των Φουκ θα έσβηναν για πάντα. Γι’ αυτόν τον λόγο οι βρωμεροί δρόμοι της παλιάς συνοικίας του φάνταζαν σαν παράδεισος. Μόνο μέσα σε αυτούς θα κατάφερνε να αλλάξει ταυτότητα.

Σύντομα ήρθε η στιγμή που τόσο προσδοκούσε. Ο οίκος Πιέκ  & Λακάμπ φαινόταν να πνέει τα λοίσθια. Τότε ο νεαρός άνδρας διαπραγματεύτηκε τους όρους του γάμου του με πολλή επιδεξιότητα. Έγινε δεκτός, αν όχι ως σωτήρας, πάντως σαν μία απαραίτητη και χρήσιμη καταφυγή. Μόλις συμφωνήθηκε ο γάμος, ασχολήθηκε ενεργά με την πώληση της περιουσίας του. Ο ιδιοκτήτης του Ζα Μεϊφράν, που ήθελε να επεκτείνει το υποστατικό του, του είχε κάνει επανειλημμένως προσφορές˙ ένας μεσότοιχος, χαμηλός και λεπτός, χώριζε μονάχα τις δύο περιουσίες. Ο Πιέρ εκμεταλλεύτηκε την πρεμούρα του πάμπλουτου γείτονά του, ο οποίος για να ικανοποιήσει το καπρίτσιο του, προσέφερε ως και πενήντα χιλιάδες φράγκα για την γη, δηλαδή δυο φορές την αξία της. Ο Πιέρ ωστόσο με την χωριάτικη πονηριά του, κατέβασε τα μούτρα και δήλωσε πως δεν ενδιαφερόταν να πουλήσει, πως η μητέρα του δεν θα δεχόταν ποτέ να φύγει από την γη, όπου οι Φουκ, είχαν ζήσει, από πάππο προς πάππου, κοντά δυο αιώνες. Ωστόσο ενώ έδειχνε να διστάζει, στην πραγματικότητα ήταν έτοιμος να πουλήσει. Κάμποσες αμφιβολίες του βασάνιζαν το μυαλό. Σύμφωνα με την δική του βάναυση λογική, η γη του ανήκε, είχε το δικαίωμα να την κάνει ό,τι θέλει. Όμως κάτω από την φαινομενική σιγουριά του είχε το ακαθόριστο συναίσθημα πως υπήρχαν νομικές επιπλοκές. Έτσι αποφάσισε να συμβουλευτεί κι έναν δικηγόρο του προαστίου.

Από τον δικηγόρο έμαθε κάποια πολύ σημαντικά πράγματα. Σύμφωνα με αυτόν τα χέρια του ήταν εντελώς δεμένα. Μόνο η μητέρα του μπορούσε να απαλλοτριώσει την περιουσία, και αμφέβαλλε για το κατά πόσο θα έκανε κάτι τέτοιο. Αλλά αυτό που δεν γνώριζε, και που ήταν βαρύτατο πλήγμα για τον ίδιο, ήταν πως η Ούρσουλα και ο Αντουάν, οι δυο μικροί λύκοι, είχαν δικαιώματα επάνω στην γη. Πως; Αυτοί οι κανάγιες θα τον ρήμαζαν, θα την λήστευαν, αυτόν, το νόμιμο παιδί! Οι εξηγήσεις του δικηγόρου ήταν ξεκάθαρες και ακριβείς: Είναι αλήθεια πως η Αντελαΐντ είχε παντρευτεί τον Ρουγκόν σύμφωνα με το σύστημα της κοινής περιουσίας˙ αλλά καθώς ολόκληρη η περιουσία αφορούσε την κατοχή γης, η νεαρή γυναίκα σύμφωνα με τον νόμο, μετά τον θάνατο του άνδρα της επανέκτησε τα πάντα˙ από την άλλη, ο Μακάρ και η Αντελαΐντ είχαν αναγνωρίσει τα παιδιά τους, τα οποία συνεπώς  είχαν δικαιώματα επί της μητρικής κληρονομιάς. Το μόνο παρήγορο για τον Πιέρ ήταν πως έμαθε ότι ο νόμος περιόριζε το μερίδιο των νόθων παιδιών προς όφελος των νόμιμων. Αυτό ωστόσο δεν τον ανακούφισε ιδιαίτερα. Τα ήθελε όλα. Δεν ήθελε να μοιραστεί ούτε μια δεκάρα με την Ούρσουλα και τον Αντουάν. 

Όλες αυτές οι νομικές επιπλοκές του άνοιξαν νέους ορίζοντες, και τον έκαναν να εξετάσει όλα τα ενδεχόμενα με μεγάλη σύνεση. Αμέσως αντιλήφθηκε πως ένας διορατικός άνθρωπος οφείλει να έχει πάντα τον νόμο με το μέρος του. Και να τι μηχανεύτηκε, χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν, ούτε καν τον δικηγόρο του, καθώς φοβόταν μήπως αρχίζει να υποψιάζεται το παραμικρό. Ήξερε πώς να χειραγωγεί την μητέρα του. Ένα πρωινό την πήρε μαζί του σε έναν συμβολαιογράφο και την υποχρέωσε να υπογράψει μια πράξη πώλησης. Υπό την προϋπόθεση ότι θα κρατούσε την παράγκα του αδιεξόδου του Σαιν Μιτρ, η Αντελαΐντ δεν θα είχε πρόβλημα να πουλήσει ακόμη κι ολόκληρο το Πλασσάν. Εκτός αυτού ο Πιέρ της εξασφάλισε κι ένα ετήσιο εισόδημα εξακοσίων φράγκων κι ορκίστηκε στο ύψιστο θεό πως θα φρόντιζε για τον αδερφό και την αδερφή του. Ένας τέτοιος όρκος ήταν αρκετός για την αγαθή γυναίκα. Ενώπιον του συμβολαιογράφου, είπε ακριβώς αυτά που την είχε δασκαλέψει ο γιος της. 

Την επομένη ο γιος την έβαλε να υπογράψει μια απόδειξη με το οποίο παραδεχόταν πως είχε εισπράξει πενήντα χιλιάδες φράγκα ως πληρωμή για την γη της. Αυτή λοιπόν ήταν η φαεινή του ιδέα, μια πράξη υπεξαίρεσης. Είχε το θράσος να πει στην μητέρα του, η οποία παραξενεύτηκε λιγάκι υπογράφοντας μια τέτοια απόδειξη, την στιγμή που δεν είχε δει ούτε μια δεκάρα από αυτά τα πενήντα χιλιάδες φράγκα, πως όλο αυτό ήταν τελείως τυπικό και χωρίς την παραμικρή συνέπεια. Καθώς έχωνε στην τσέπη του το έγγραφο σκέφτηκε: «Τώρα, τα λυκάκια μπορούν έρθουν, για να μου ζητήσουν τον λογαριασμό. Θα τους πω, ότι η γριά έφαγε τα πάντα. Ποτέ δεν θα τολμήσουν να με σύρουν στα δικαστήρια». Οχτώ μέρες μετά, ο μεσότοιχος δεν υπήρχε πια, το άροτρο είχε οργώσει τα παρτέρια των λαχανικών˙ η περιουσία των Φουκ, σύμφωνα με την επιθυμία του Ρουγκόν του νεότερου, θα κατέληγε μια μακρινή ανάμνηση. Μερικούς μήνες αργότερα, ο ιδιοκτήτης του Ζα Μεϊφράν κατεδάφισε ακόμα και το παλιό σπιτάκι του επιστάτη, που έτσι κι αλλιώς ήταν ήδη ένα ερείπιο.

Αφού ο Πιέρ έβαλε τα πενήντα χιλιάδες φράγκα στο χέρι, παντρεύτηκε την Φελισιτέ Πιέκ , όσο πιο γρήγορα γινόταν. Η Φελισιτέ ήταν μια μικρόσωμη, μελαμψή γυναίκα, σαν αυτές που συναντά κανείς στην Προβηγκία. Έμοιαζε με εκείνα τα καφέ, στεγνά, θορυβώδη τζιτζίκια, που με τις απότομες πτήσεις τους, συχνά χτυπούν το κεφάλι τους επάνω στις αμυγδαλιές. Λεπτή με επίπεδο στέρνο, μυτερούς ώμους, με μουσούδι μακρύ σαν της νυφίτσας, πρόσωπο σκαμμένο και μοναδικά τονισμένο, έδειχνε σαν να μην έχει ηλικία˙ κάποιος θα μπορούσε να την κάνει για δεκαπέντε ή και για τριάντα, παρόλο που στην πραγματικότητα ήταν μόνο δεκαεννιά, τέσσερα χρόνια μικρότερη από τον άνδρα της. Υπήρχε μια γατίσια πονηριά στα βάθος των μαύρων, μικροσκοπικών ματιών της που έμοιαζαν σαν τρυπίτσες ανοιγμένες σε ίση απόσταση με ένα τρυπάνι. Το χαμηλό εξογκωμένο της μέτωπο, η ελαφρώς κυρτή μύτη της με τα λεπτά παλλόμενα ρουθούνια, τα κατάλληλα για να οσμίζεται καθετί στον αέρα, η λεπτή κόκκινη γραμμή των χειλιών της, το προτεταμένο πιγούνι της, χωρισμένο από τα μάγουλα με δυο παράξενα βαθουλώματα, όλα αυτά την έκαναν να μοιάζει με πονηρό νάνο, με την προσωποποίηση της ίντριγκας, της ζωντανής και φθονερής φιλοδοξίας. 

Παρόλη την ασχήμια της ωστόσο, η Φελισιτέ είχε μια κάποια χάρη, που την έκανε σαγηνευτική. Ο κόσμος έλεγε πως μπορούσε να είναι ωραία ή άσχημα αναλόγως το τι ήθελε. Εξαρτιόταν από τον τρόπο που θα έδενε τα μαλλιά της, τα οποία ήταν υπέροχα˙ μα ακόμη περισσότερο εξαρτιόταν από θριαμβευτικό χαμόγελο που φώτιζε την χρυσαφένια όψη της, κάθε φορά που πίστευε πως είχε κάτι να κερδίσει από κάποιον. Γεννημένη άτυχη, θεωρούσε τον εαυτό της αδικημένη από την μοίρα, είχε γενικώς αποδεχτεί πως δεν ήταν παρά ένα άσχημο κορίτσι. Ωστόσο δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει την μάχη, και είχε ορκιστεί πως μια μέρα θα κάνει όλη την πόλη να σκάσει από την ζήλεια της με μια αλαζονική επίδειξη ευμάρειας και πλούτου. Αν η ζωή της είχε εξασφαλίσει ένα μεγαλύτερο σκηνικό, ώστε να μπορούσε να ξεδιπλώσει το ελεύθερο πνεύμα της, θα κατάφερνε σύντομα να κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα. Είχε μια εξυπνάδα σαφώς ανώτερη από τα υπόλοιπα κορίτσια του επιπέδου και της τάξης της. Οι κακές γλώσσες υποστήριζαν πως η μητέρα της, που πέθανε λίγα χρόνια μετά της γέννηση της κόρης της, είχε, τον πρώτο καιρό του γάμου της, στενές σχέσεις με τον μαρκήσιο του Καρναβάν, ένα νεαρό από της συνοικία του Σαιν Μαρκ. Η αλήθεια ήταν πως η Φελισιτέ είχε τα χέρια και τα πόδια μιας μαρκησίας, κι από αυτήν την άποψη, δεν φαινόταν να ανήκει στην εργατική τάξη από την οποία καταγόταν.

Η παλιά συνοικία είχε μείνει κατάπληκτη, για πάνω από ένα μήνα, βλέποντας την Φελισιτέ να παντρεύεται τον Πιέρ Ρουγκόν, αυτόν τον ελάχιστα λεπτό χωριάτη, αυτόν τον άνθρωπο του προαστίου, του οποίου η οικογένεια, δεν πήγαινε και πολύ καλά στα μυαλά της. Τους άφηνε ωστόσο να σχολιάζουν, και δεχόταν χαμογελώντας παράξενα τα βεβιασμένα συγχαρητήρια των φίλων της. Είχε ήδη κάνει τους υπολογισμούς της, είχε διαλέξει τον Ρουγκόν για σύζυγό της, όπως κάποιος θα διάλεγε συνεργό. Ο πατέρας της δεχόμενος τον νεαρό άνδρα, έβλεπε μόνο την συνεισφορά των πενήντα χιλιάδων φράγκων που θα τον έσωζαν από την χρεοκοπία. Αλλά η Φελισιτέ είχε καλύτερη όραση. Έβλεπε μακριά στο μέλλον και συνειδητοποιούσε την αναγκαιότητα ενός υποφερτού συζύγου, έστω και λίγο αγροίκου, πίσω από τον οποίο θα κρυβόταν η ίδια, κινώντας τα μέλη του σαν μαριονέτα. Είχε μια δικαιολογημένη απέχθεια για τους ασήμαντους κυριούληδες της επαρχίας, τους κοκαλιάρηδες υπαλλήλους των συμβολαιογράφων, τους επίδοξους δικηγόρους που τουρτουρίζουν με την ελπίδα να πιάσουν κανένα πελάτη. 

Χωρίς προίκα, χωρίς καμιά ελπίδα να παντρευτεί τον γιο ενός πλούσιου έμπορα, προτιμούσε χίλιες φορές έναν χωριάτη, τον οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιεί σαν πειθήνιο όργανο, από κάποιον ισχνό απόφοιτο, ο οποίος θα την παραγκώνιζε με την ακαδημαϊκή του ανωτερότητα, και θα την πιλάτευε  μια ζωή με την αναζήτηση κενών ματαιοτήτων. Πίστευε πως η γυναίκα πρέπει να φτιάχνει τον άνδρα. Πίστευε πως ήταν ικανή να μετατρέψει έναν βουκόλο σε υπουργό. Αυτό που την είχε τραβήξει στον Ρουγκόν, ήταν το ευρύ του στέρνο, η στιβαρότητα και η κάποια σχετική κομψότητά του. Ένα αγόρι φτιαγμένο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε ευχαρίστως να σηκώσει εύκολα τις πλεκτάνες που ονειρευόταν να του φορτώσει στους ώμους. Παρόλο που εκτιμούσε την δύναμη και την ευρωστία του συζύγου της, καταλάβαινε επίσης πως αυτός δεν ήταν καθόλου ανόητος˙ κάτω από το ακατέργαστο περίβλημα, οσμιζόταν την επιτήδεια ευστροφία του πνεύματός του˙ ωστόσο απείχε πολύ από το να γνωρίζει καλά τον Ρουγκόν της, τον θεωρούσε πιο ανόητο από όσο ήταν στην πραγματικότητα. Λίγες μέρες μετά τον γάμο της, καθώς έψαχνε τυχαία στο συρτάρι ενός γραφείου, βρήκε την απόδειξη των πενήντα χιλιάδων φράγκων υπογεγραμμένη από την Αντελαΐντ. Τότε κατάλαβε και τρόμαξε: η φύση της, μετρίας εντιμότητας, αποστρεφόταν αυτές τις μεθόδους. Μα μέσα στους φόβους της υπήρχε και κάποιος θαυμασμός. Στα μάτια της ο Ρουγκόν φάνηκε σαν πανίσχυρος άνδρας.

Το νέο ζευγάρι βάλθηκε να κατακτήσει την τύχη του. Ο οίκος Πιέκ & Λακάμπ δεν ήταν σε τόσο κακή κατάσταση όσο νόμιζε ο Πιέρ. Το μέγεθος του χρέους ήταν μικρό, αυτό που έλειπε στην ουσία ήταν το ρευστό. Στην επαρχία οι έμποροι λαμβάνουν τα μέτρα τους για να αποφεύγουν τις μεγάλες καταστροφές. Οι Πιέκ  & Λακάμπ ήταν υπερβολικά προσεκτικοί˙ δεν ρίσκαραν ούτε ένα χιλιάρικο χωρίς να τους λούζει κρύος ιδρώτας. Το κατάστημά τους, μια αληθινή τρύπα, δεν ήταν ιδιαίτερα σπουδαίο. Τα πενήντα χιλιάδες φράγκα που έφερε ο Πιέρ αρκούσαν για να πληρωθούν τα χρέη και να επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Το ξεκίνημα ήταν ευοίωνο. Για τρία συνεχόμενα χρόνια η συγκομιδή της ελιάς ήταν άφθονη. Η Φελισιτέ με έναν αέρα σιγουριάς που κοψοχόλιασε τόσο τον Πιέρ όσο και τον γέρο Πιέκ, τους έπεισε να αγοράσουν μια αρκετά μεγάλη ποσότητα λαδιού την οποία στοίβαξαν και αποθήκευσαν. Τα δύο επόμενα χρόνια, όπως ακριβώς το είχε προβλέψει η νεαρή γυναίκα, η σοδειά ήταν λειψή, και σημειώθηκε μια αισθητή άνοδος των τιμών, η οποία τους επέτρεψε να βγάλουν μεγάλο κέρδος πουλώντας τα αποθέματά τους.

Λίγο καιρό μετά από αυτό το ξελάσπωμα ο Πιέκ  και ο κύριος Λακάμπ αποσύρθηκαν από την επιχείρηση, ευχαριστημένοι με τα όσα λίγα κατάφεραν να οικονομήσουν, επιθυμώντας να βγουν επιτέλους στην σύνταξη. Το νεαρό ζεύγος, είχε πλέον τον ολοκληρωτικό έλεγχο της επιχείρησης, και αισθάνονταν πως επιτέλους είχαν θέσει τις βάσεις της δικής τους περιουσίας.  
             
«Εξαφάνισες της κακοτυχία μου», έλεγε μερικές φορές στον άνδρα της η Φελισιτέ.

Μια από τις σπάνιες αδυναμίες αυτής της δραστήριας φύσης ήταν πως πίστευε πως ήταν χτυπημένη από την μοίρα. Γι’ αυτό πίστευε πως τίποτα δεν είχε πάει καλά ούτε γι’ αυτήν ούτε και για τον πατέρα της, παρ’ όλες τις προσπάθειές τους. Επηρεασμένη από την δεισιδαιμονία που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους του νότου, ήταν διατεθειμένη να παλέψει με νύχια και με δόντια ενάντια στην μοίρα, όπως θα έκανε κάποιος, για να γλυτώσει από τον φονιά του. Σύντομα τα γεγονότα ήρθαν να επιβεβαιώσουν τους φόβους της. Η ατυχία επέστρεψε αδυσώπητη. Κάθε χρόνο και μια νέα συμφορά συντάρασσε την επιχείρηση των Ρουγκόν. Η χρεοκοπία ήρθε ως αποτέλεσμα της απώλειας κάμποσων χιλιάδων φράγκων˙ οι προβλέψεις τους για τις σοδιές αποδείχτηκαν εντελώς λανθασμένες, εξαιτίας κάποιων αστάθμητων παραγόντων. Οι ασφαλέστεροι υπολογισμοί έπεσαν εντελώς έξω. Ήταν μια μάχη χωρίς έλεος και ανακωχή.

«Τώρα το βλέπεις κι εσύ πως γεννήθηκα κάτω από άτυχο άστρο», έλεγε με πικρία η Φελισιτέ. Κι όμως συνέχιζε να παλεύει με μανία, καθώς δεν μπορούσε να καταλάβει πώς, αυτή, που είχε επιτύχει τόσο αποτελεσματικά στην πρώτη της πρόβλεψη, δεν μπορούσε πια να δώσει στον σύζυγό της τίποτα πέρα από κακές συμβουλές.

Ο Πιέρ που δεν το είχε πάρει τόσο κατάκαρδα όσο η γυναίκα του κι ούτε είχε την δική της επιμονή, θα είχε ρευστοποιήσει είκοσι φορές την περιουσία, αλλά πάντα συναντούσε ως εμπόδιο την αυστηρή και πεισματική στάση της γυναίκας του. Ήθελε να είναι πλούσια. Καταλάβαινε πως η φιλοδοξία της μπορούσε να στηριχθεί μονάχα πάνω σε μια περιουσία. Την στιγμή που θα κατάφερναν να έχουν κάμποσες εκατοντάδες χιλιάδες φράγκα, θα γίνονταν οι άρχοντες της πόλης˙ θα διόριζε τον άνδρα της σε μια περίοπτη θέση, και η ίδια θα μπορούσε να κυβερνάει. Δεν ήταν η επίτευξη των τιμών που την απασχολούσε˙ ήταν πολύ καλά προετοιμασμένη γι’ αυτήν την μάχη. Αλλά δεν είχε τρόπο να μαζέψει τα πρώτα πουγκιά με χρήματα που χρειαζόταν. Παρόλο που δεν την τρόμαζε η εξουσία των ανδρών, αισθανόταν ένα είδος ανήμπορης οργής μπροστά στην σκέψη εκείνων των άψυχων, λευκών, παγωμένων πεντόφραγκων, πάνω στα οποία το δαιμόνιο πνεύμα της δεν είχε καμία δύναμη, και τα οποία της αντιστέκονταν σθεναρά.

Η μάχη διήρκεσε για πάνω από τριάντα χρόνια. Ο θάνατος του Πιέκ  συνοδεύτηκε από ένα ακόμα βαρύ πλήγμα. Η Φελισιτέ, η οποία έλπιζε να κληρονομήσει σαράντα χιλιάδες φράγκα, έμαθε πως ο γέρο εγωίσταρος, θέλοντας να καλοπεράσει στα γεράματά του, ξόδεψε όλη την μικρή του περιουσία. Η είδηση αυτή αρρώστησε την Φελισιτέ. Με τον καιρό γινόταν όλο και πιο πικρόχολη, στεγνή και στριμμένη. Μόνο να την έβλεπε κάποιος έτσι όπως πηγαινοερχόταν μέρα νύχτα γύρω από τα βαρέλια με το λάδι, σαν ακούραστη μύγα θα αρκούσε για να φανταστεί πως η Φελισιτέ πίστευε στα σοβαρά, ότι θα μπορούσε με αυτόν τον τρόπο, να αυξήσει τις πωλήσεις. Αντιθέτως ο άνδρας της βάρυνε˙ η κακοτυχία τον πάχυνε, τον έκανε πιο νωθρό και πιο τεμπέλη. Ωστόσο αυτά τα τριάντα χρόνια αγώνα δεν τον οδήγησαν στην καταστροφή. Σε κάθε ετήσια απογραφή κατάφερνε να τα φέρνει βόλτα μια χαρά˙ αν την μια σεζόν είχαν ζημίες, τις κάλυπταν την επομένη.  Όμως ακριβώς αυτή η ζωή, όπου όλα ήταν μετρημένα τσίμα – τσίμα, εξαγρίωνε την Φελισιτέ. Θα προτιμούσε καλύτερα μια ωραία και καλή χρεοκοπία. Ίσως έτσι θα κατάφερναν να ξεκινήσουν την ζωή τους από την αρχή, αντί να επιμένουν πεισματικά στην δουλίτσα τους, να ξεθεώνονται για να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν τα πλέον απαραίτητα. Μέσα σε τριάντα τρία χρόνια δεν κατάφεραν να βγάλουν πενήντα χιλιάδες φράγκα στην άκρη.

Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως από τα πρώτα κιόλας χρόνια του γάμου τους, απέκτησαν μια πολυμελή οικογένεια, που στην πορεία τους έγινε μεγάλο βάρος. Η Φελισιτέ, όπως συμβαίνει με ορισμένες μικρόσωμες γυναίκες, είχε μία γονιμότητα την οποία δύσκολα θα μάντευε κάποιος, βλέποντας την αδύναμη κατασκευή του κορμιού της. Μέσα σε πέντε χρόνια, από το 1811 ως το 1815 απέκτησε τρεις γιους έναν κάθε δύο χρόνια. Στα αμέσως επόμενα τέσσερα χρόνια, έφερε στον κόσμο άλλα δυο κορίτσια. Τίποτα δεν ευνοεί τόσο την τεκνοποιία όσο η ήρεμη και ζωώδης ζωή της επαρχίας. Το ζευγάρι υποδέχτηκε αρκετά άσχημα τις δύο τελευταίες αφίξεις˙ οι κόρες όταν λείπει η προίκα, φέρνουν μεγάλη όνειδος. Ο Ρουγκόν δήλωνε σε όποιον είχε την διάθεση να τον ακούσει πως αρκούσαν τόσα παιδιά, και πως ο διάβολος θα τον αποτελείωνε αν του έστελνε και έκτο παιδί. Η Φελισιτέ πράγματι δεν γέννησε περισσότερα. Ωστόσο κανείς δεν ξέρει στα πόσα παιδιά θα ήθελε η ίδια να σταματήσει.

Όπως και να ’χει η νεαρή γυναίκα δεν θεωρούσε πως τα μικρά της ήταν αιτία καταστροφής. Αντιθέτως ξανάχτιζε στο κεφάλι των γιων της το οικοδόμημα της δικής της τύχης, το οποίο είχε καταρρεύσει μέσα στα χέρια της. Όταν αυτά δεν είχαν ακόμη πατήσει τα δέκα τους χρόνια, αυτή εξαργύρωνε ήδη στα όνειρά της τις μελλοντικές τους επιτυχίες. Αμφιβάλλοντας για το κατά πόσο θα μπορούσε η ίδια να πετύχει το παραμικρό, άρχισε να ελπίζει πως αυτοί θα ξεπερνούσαν την μανία της μοίρας. Θα ικανοποιούσαν την ανικανοποίητη ματαιοδοξία της, θα την προσέφεραν την πλούσια κι αξιοζήλευτη θέση που επιδίωκε χωρίς επιτυχία. Δηλαδή, χωρίς να εγκαταλείπει τα όπλα για την διάσωση της επιχείρησής της, είχε κι ένα δεύτερο σχέδιο προκειμένου να ικανοποιήσει τα κυριαρχικά της ένστικτα. Της φαινόταν απίθανο να μην υπάρχει μέσα στους τρεις γιους της, η στόφα ενός σπουδαίου άνδρα, αρκετού για να ενδυναμώσει και τους τρεις. Το πίστευε και το διακήρυσσε. Επίσης ανέθρεφε τα παιδιά της με έναν ενθουσιασμό στον οποίο η μητρική αυστηρότητα συναντούσε την μέριμνα ενός τοκογλύφου. Της άρεσε να τα θρέφει με αγάπη, σα να επρόκειτο για κεφάλαιο που μελλοντικό θα αποφέρει τεράστιο κέρδος.

«Φτάνει πια! φώναζε ο Πιέρ, όλα τα παιδιά είναι αχάριστα. Αν τα κακομάθεις, θα κακοπεράσεις».

Όταν η Φελισιτέ είπε να στείλουν τους μικρούς στο κολέγιο, έγινε έξαλλος. Τα λατινικά ήταν μια περιττή πολυτέλεια, τους αρκούσε να παρακολουθήσουν τα μαθήματα ενός μικρού οικοτροφείου εκεί κοντά. Αλλά η νέα γυναίκα επέμενε σθεναρά˙ τα δικά της ένστικτα ήταν ευγενέστερα, και το να περιστοιχίζεται από μορφωμένα παιδιά ήταν κάτι που την γέμιζε περηφάνια˙ επίσης καταλάβαινε πως δεν έπρεπε να μείνουν τα παιδιά της αμόρφωτα σαν τον άνδρα της, αν ήθελε να τα δει μια μέρα να γίνονται μεγάλα και τρανά. Ονειρευόταν και τους τρεις γιους της στο Παρίσι, να κατέχουν υψηλά αξιώματα, τα οποία δεν συγκεκριμενοποιούσε. Όταν επιτέλους ο Ρουγκόν υπέκυψε και τα τρία αγόρια γράφτηκαν στην ογδόη τάξη, η Φελισιτέ γεύτηκε την πιο μεγάλη ικανοποίηση της ζωής της. Τα άκουγε ενθουσιασμένη να συζητούν μεταξύ τους για τους καθηγητές και τις σπουδές τους. Όταν άκουσε τον μεγαλύτερο γιο της να κλίνει το ουσιαστικό rosa, δηλαδή το ρόδο, μπροστά σε ένα από τα μικρότερα αδέρφια του, νόμισε πως άκουγε την πιο εξαίσια μουσική. Είναι δίκαιο στο σημείο αυτό να αναφερθεί, πως η χαρά της εν προκειμένω δεν έκρυβε καμία υστεροβουλία. 

Ακόμα κι ο ίδιος ο Ρουγκόν αισθάνθηκε αυτή την χαρά που βιώνει ένας αμόρφωτος άνθρωπος, όταν συνειδητοποιεί πως οι γιοι του γνωρίζουν περισσότερα από τον ίδιο. Οι φιλίες που όπως είναι φυσικό δημιουργήθηκαν ανάμεσα στους γιούς τους με τα παιδιά των καλών οικογενειών της πόλης, ολοκλήρωσαν την ικανοποίηση του ζευγαριού. Οι νεαροί απευθύνονταν με το «συ» στον γιο του δημάρχου και του υπονομάρχη, ακόμα και σε δυο νεαρούς κυρίους που η συνοικία του Σαιν Μαρκ καταδέχτηκε να τους στείλει στο κολέγιο του Πλασσάν. Η Φελισιτέ δεν ήξερε πως θα μπορούσε να ανταποδώσει μια τέτοια τιμή. Η μόρφωση των τριών παιδιών επιβάρυνε εξαιρετικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό των Ρουγκόν.

Όσο καιρό τα τρία παιδιά σπούδαζαν ακόμα, το ζευγάρι, συνέχισε να τα στέλνει στο κολέγιο κάνοντας τεράστιες θυσίες, ζούσε με την ελπίδα της δικής του προκοπής. Κι όταν ακόμα πήραν το δίπλωμά τους, η Φελισιτέ ήθελε να ολοκληρώσει το έργο της˙ μάλιστα έπεισε τον άνδρα της να στείλει και τους τρεις στο Παρίσι. Οι δύο επέλεξαν να σπουδάσουν νομικά και ο τρίτος γράφτηκε στα μαθήματα της ιατρικής σχολής. Ύστερα, όταν είχαν γίνει άνδρες πια, και είχαν εξαντλήσει όλο το εισόδημα της οικογένειας Ρουγκόν, και όφειλαν να επιστρέψουν και να εγκατασταθούν στην επαρχία, άρχισε η απογοήτευση των φτωχών γονιών. Φαίνεται πως η ζωή της επαρχίας έκανε πάλι το θαύμα της. Οι νεαροί αποχαυνώθηκαν κι έγιναν νωθροί. Μια πικρή γεύση κακοτυχίας ανέβηκε ξανά στον λαιμό της Φελισιτέ. Οι γιοι της αποδείχτηκαν μια τέλεια αποτυχία. Την είχαν καταστρέψει και δεν έφεραν το αναμενόμενο κέρδος επί του κεφαλαίου που είχε πάνω τους επενδυθεί. Αυτό το τελευταίο πλήγμα ήταν και το βαρύτερο, γιατί έθιγε και την φιλοδοξία της αλλά και την μητρική της ματαιοδοξία. Ο Ρουγκόν της το χτυπούσε όλη της ώρα: «Στα ’λεγα εγώ!» πράγμα που την εξαγρίωνε ακόμα περισσότερο.

Μια μέρα, καθώς μεμφόταν με πικρία τον μεγαλύτερο γιο της για όλα εκείνα τα χρήματα που είχαν ξοδευτεί προκειμένου αυτός να σπουδάσει, της απάντησε κι εκείνος εξίσου πικρόχολα:

«Θα σου τα ξεπληρώσω αργότερα, αν τα καταφέρω. Αλλά μιας και δεν είχατε κάποια περιουσία, έπρεπε να μας είχατε κάνει κι εμάς εργάτες. Είμαστε έξω από την σειρά μας, εμείς υποφέρουμε περισσότερο από εσάς».

Η Φελισιτέ κατάλαβε το βάθος αυτών των λόγων. Έτσι, από τούδε και στο εξής έπαψε να κατηγορεί τα παιδιά της, κι έστρεψε τον θυμό της στην μοίρα, η οποία ακούραστη δεχόταν τα χτυπήματά της. Άρχισε πάλι τα αιώνια παράπονά της, και θρηνούσε ολοένα και περισσότερο για την έλλειψη των μέσων, που την κρατούσαν εγκλωβισμένη. Κάθε φορά που ο Ρουγκόν της έλεγε: «Οι γιοι σου είναι τεμπέληδες θα μας φάνε και την τελευταία μας δεκάρα», του απαντούσε με σκληρότητα: «Μάρτυς μου ο θεός, αν είχα περισσότερα χρήματα, θα τους τα έδινα. Αν φυτοζωούν, τα φτωχά μου τα αγοράκια, είναι γιατί δεν έχουν τους παράδες».

Στην αρχές του 1848, στις παραμονές της επανάστασης του Φεβρουαρίου, οι τρεις γιοι του Ρουγκόν  κατείχαν στο Πλασσάν κάποιες εντελώς προσωρινές θέσεις. Αυτοί λοιπόν εμφάνιζαν τα πιο παράξενα και ανόμοια χαρακτηριστικά παρόλο που, σε τελική ανάλυση, ήταν φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά. Ήταν σαφώς ανώτεροι από τους γονείς τους. Η γενιά των Ρουγκόν ήταν προορισμένη να εξευγενιστεί μέσα από τα θηλυκά μέλη της. Η Αντελαΐντ έκανε τον Πιέρ έναν άνθρωπο με μέτριες πνευματικές ικανότητες, κατάλληλες για κάποιον με χαμηλές φιλοδοξίες. Η Φελισιτέ εφοδίασε τους γιους της με ανώτερη ευφυΐα, καθιστώντας τους ικανούς για τα μεγαλύτερα ατοπήματα αλλά και τις σπουδαιότερες αρετές.

Την εποχή εκείνη, ο μεγαλύτερος γιος ο Εζέν, ήταν περίπου σαράντα ετών. Ήταν έναν άνδρας μετρίου αναστήματος, ελαφρά φαλακρός, και μια φανερή τάση προς παχυσαρκία. Είχε το πρόσωπο του πατέρα του, ένα πρόσωπο μακρουλό, με αδρά χαρακτηριστικά˙ μπορούσε κανείς να μαντέψει όλο το λίπος που κρυβόταν κάτω από την επιδερμίδα του, και στο οποίο οφειλόταν η στρογγυλάδα του προσώπου του καθώς και μία κιτρινιάρικη, κερένια χλωμάδα. Παρόλο που το συμπαγές τετράγωνο κεφάλι του θύμιζε έντονα την χωριάτικη καταγωγή του, η φυσιογνωμία του μεταμορφωνόταν από μια εσωτερική λάμψη, κάθε φορά που η ματιά του ζωήρευε και άνοιγε διάπλατα τα βαριά βλέφαρά του. Στον γιο, η χοντροκοπιά του πατέρα είχε γίνει βαρύτητα. Αυτός ο χοντρούλης άνδρας υιοθετούσε μια στάση νυσταλέας επιβολής˙ ορισμένες πλατιές και κουρασμένες κινήσεις του θύμιζαν γίγαντα που τεντώνει τα μέλη του περιμένοντας να αναλάβει δράση. Εξαιτίας μιας από εκείνες τις παραξενιές της φύσης, που η επιστήμη μόλις τώρα αρχίζει να διερευνά τους νόμους, ο Εζέν έμοιαζε να είχε πάρει από τον Πιερ τα εξωτερικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά και από την Φελισιτέ την διανοητική ουσία. Στην παράξενη περίπτωση του Εζέν, οι πνευματικές και ηθικές ιδιότητες της μητέρας του βρίσκονταν κρυμμένες στην παχιά σάρκα του πατέρα του. Είχε υψηλές φιλοδοξίες, εξουσιαστικά ένστικτα, και μια πρωτοφανή αποστροφή για τα ταπεινά μέσα και τις ασήμαντες περιουσίες.

Αυτός ήταν η απόδειξη πως οι άνθρωποι στο Πλασσάν δεν υποψιάζονταν άδικα ότι η Φελισιτέ είχε στις φλέβες της κάμποσο γαλάζιο αίμα. Η όρεξη για απολαύσεις, η οποία βρήκε εξαιρετική ανάπτυξη ανάμεσα στους Ρουγκόν, και αποτελούσε, πραγματικά, ένα οικογενειακό χαρακτηριστικό, στην περίπτωση του γιου έφτασε στο αποκορύφωμά της˙ επιδίωκε την ευχαρίστηση, η οποία όμως προερχόταν από τις ηδονές της διάνοιας, γιατί έτσι μπορούσε να ικανοποιεί την ανάγκη του για κυριαρχία. Ένας τέτοιος άνδρας δεν ήταν καμωμένος για επιτύχει στην επαρχία. Φυτοζωούσε εκεί πέρα για δεκαπέντε χρόνια, με το βλέμμα στραμμένο στο Παρίσι, περιμένοντας για την κατάλληλη ευκαιρία. Μόλις γύρισε στην μικρή του πόλη, προκειμένου να μην τρώει το ψωμί των γονιών του, εγγράφηκε στον κατάλογο των δικηγόρων. Συνηγορούσε κάπου – κάπου, εξασφαλίζοντας ένα ισχνό εισόδημα, και όπως όλα έδειχναν, επρόκειτο για μια χρυσή μετριότητα. 

Οι άνθρωποι στο Πλασσάν θεωρούσαν την φωνή του χοντρή και τις χειρονομίες του βαριές. Ελάχιστες από τις υποθέσεις που αναλάμβανε στέφονταν με επιτυχία. Συνήθως χανόταν σε πολυλογίες, έβγαινε εκτός θέματος, σύμφωνα με την κριτική που του ασκούσαν τα μεγάλα κεφάλια του κλάδου. Σε μια περίπτωση ειδικά, σε μια υπόθεση αποζημίωσης για πρόκληση βλαβών, αποξεχάστηκε και παρασύρθηκε σε ένα μονόλογο πολιτικών στοχασμών, σε σημείο όπου επενέβη ο πρόεδρος του δικαστηρίου και του αφήρεσε τον λόγο. Τότε αυτός κάθισε αμέσως κάτω με ένα μυστηριώδες χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη του. Ο πελάτης του καταδικάστηκε να πληρώσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, γεγονός που ωστόσο δεν πτόησε ιδιαίτερα τον Εζέν, ώστε να μετανιώσει για την ακατάσχετη λογοδιάρροιά του. Έδειχνε να θεωρεί τους λόγους του σαν απλές ρητορικές ασκήσεις, οι οποίες θα του χρησίμευαν μελλοντικώς. 

Ακριβώς αυτό το πράγμα μπέρδευε και απέλπιζε την Φελισιτέ˙ αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να υπαγορεύει ο γιός της τους νόμους ενώπιον του αστικού δικαστηρίου του Πλασσάν. Συνεπώς κατέληξε να έχει μια πολύ κακή γνώμη για τις ικανότητες του μεγαλύτερου γιου της˙ κατά την άποψή της, αυτός δεν θα γινόταν ποτέ η δόξα και το καμάρι της οικογένειάς του. Ο Πιέρ από την άλλη, του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, όχι γιατί ήταν περισσότερο διορατικός από την γυναίκα του, αλλά επειδή παρέμενε κολλημένος στο επιφανειακό, και κολακευόταν να πιστεύει στην ιδιοφυία ενός γιου που του έμοιαζε εκπληκτικά. Ένα μήνα πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης του Φεβρουαρίου του 1848, ο Εζέν έγινε ιδιαίτερα ανήσυχος. Μια ιδιαίτερη αίσθηση της όσφρησης τον έκανε να μυρίζεται την επερχόμενη κρίση. Πλέον τα λιθόστρωτα του Πλασσάν, του έκαιγαν τα πόδια. Περιδιάβαινε στους δρόμους σαν την άδικη κατάρα. Έπειτα πήρε μια αστραπιαία απόφαση κι έφυγε για το Παρίσι. Στις τσέπες του δεν είχε περισσότερα από πεντακόσια φράγκα.

Ο Αριστίντ, ο νεότερος από τους γιους του Ρουγκόν, ήταν διαμετρικά αντίθετος από τον Εζέν, σα να λέμε η μέρα με την νύχτα.  Είχε το πρόσωπο της μητέρας του και μια απληστία, ένα χαρακτήρα ύπουλο, ικανό για ποταπές  μηχανορραφίες, ιδιότητες που αποδείκνυαν την επικράτηση των πατρικών ενστίκτων. Η φύση συχνά επιδιώκει την συμμετρία. Μικροσκοπικός, με αξιολύπητη όψη, έμοιαζε σαν την πατικωμένη μούρη του Πουλτσινέλλο έπειτα από κάμποσες ροπαλιές, ο Αριστίντ έχωνε την μύτη του κι ανασκάλευε τα πάντα, χωρίς ενδοιασμούς, μονάχα για το κέφι του. Αγαπούσε το χρήμα με το ίδιο πάθος που ο μεγάλος του αδερφός αγαπούσε την εξουσία. Ενώ ο Εζέν ονειρευόταν να υποτάξει τους ανθρώπους στην θέλησή του, και οραματιζόταν την κατάκτηση της απόλυτης κυριαρχίας, ο Αριστίντ φανταζόταν τον εαυτό του ως πολυεκατομμυριούχο, εγκατεστημένο σε μια πολυτελή έπαυλη, να τρώει και να πίνει του σκασμού, και να απολαμβάνει την ζωή με κάθε δυνατό τρόπο. Πάνω απ’ όλα επιθυμούσε να αποκτήσει γρήγορα μια περιουσία.

 Ονειρευόταν μαγικά παλάτια και τα έβλεπε να χτίζονται με την δύναμη της φαντασίας του˙ ήθελε να αποκτήσει σεντούκια με χρυσάφι μέσα σε μια νύχτα˙ αυτά τα οράματα ταίριαζαν με την οκνηρία του, κυρίως επειδή ποτέ δεν τον ενδιέφεραν τα μέσα επίτευξης των στόχων του, τουναντίον όσο πιο άμεσα ήταν αυτά, τόσο το καλύτερο. Η γενιά των Ρουγκόν, αυτών των χοντρόπετσων και αχόρταγων χωρικών, με τις κτηνώδεις ορέξεις, ωρίμασε πολύ γρήγορα˙όλες οι ορμές προς τις υλικές απολαύσεις πέρασαν στον Αριστίντ, τριπλασιάστηκαν από μια βεβιασμένη εκπαίδευση, κι έγιναν πιο ακόρεστες κι επικίνδυνες υπό το φως της εκλογίκευσης. Παρόλη την λεπτή της γυναικεία διαίσθηση η Φελισιτέ προτιμούσε αυτό το αγόρι˙ δεν μπορούσε να αντιληφθεί την ουσιαστικότερη ομοιότητα που υπήρχε ανάμεσα σε αυτήν και τον Εζέν˙ συγχωρούσε τις ανοησίες και την τεμπελιά του μικρότερου γιου της, με την πρόφαση ότι αυτός θα γινόταν κάποια μέρα το επιφανέστερο μέλος της οικογένειας, και πως ένας τέτοιος άνδρας δικαιούται να έχει μια άστατη ζωή, μέχρι την στιγμή που θα αποκαλύπτονταν τα χαρίσματά του.

Ο Αριστίντ με την σκληρότητά του, δοκίμαζε τα όρια της υπομονής της. Στο Παρίσι έκανε μια βρώμικη και ρέμπελη ζωή˙ ήταν από εκείνους τους φοιτητές που άφησαν όνομα στα καπηλειά του Καρτιέ Λατέν. Έτσι κι αλλιώς παρέμεινε εκεί μόνο για δύο χρόνια˙ ο πατέρας του θορυβημένος από το γεγονός ότι δεν είχε περάσει ούτε καν ένα μάθημα, τον πήρε πίσω στο Πλασσάν κι έλεγε πως θα του βρει μια σύζυγο, ελπίζοντας πως οι οικογενειακές υποχρεώσεις θα τον έκαναν πιο συγκροτημένο ως χαρακτήρα. Ο Αριστίντ αφέθηκε σε αυτόν τον γάμο. Εκείνον τον καιρό δεν είχε ακόμα σχηματίσει μια ξεκάθαρη εικόνα των φιλοδοξιών του˙ η ζωή στην επαρχία δεν του ήταν δυσάρεστη˙ μια χαρά τα περνούσε στην μικρή πόλη του, τρώγοντας, πίνοντας, τριγυρνώντας. Η Φελισιτέ τον υπερασπιζόταν με τέτοια ζέση που τελικά ο Πιέρ συμφώνησε να αναλάβει την διατροφή και την στέγαση των νιόπαντρων, υπό τον όρο να ασχοληθεί ενεργά ο νεαρός του γιος με την οικογενειακή επιχείρηση. Από κει και πέρα ξεκίνησε για τον Αριστίντ μια ζωή γεμάτη καλοπέραση και φυγοπονία. Περνούσε στη Χαρτοπαιχτική Λέσχη τις μέρες και τις περισσότερες νύχτες του, δραπετεύοντας από το γραφείο του πατέρα του σα να ήταν σχολιαρόπαιδο, κι έπαιζε στα χαρτιά τα λίγα λουδοβίκεια που του έδινε η μητέρα στα κρυφά.

Μόνο αν έχει ζήσει κανείς στα βάθη της γαλλικής επαρχίας, θα μπορέσει να καταλάβει τα τέσσερα χρόνια που έζησε αυτός ο νεαρός διάγοντας έκλυτο βίο. Σε κάθε μικρή πόλη υπάρχει πάντα μια μικρή ομάδα ανθρώπων που ζουν αγκιστρωμένοι στους γονείς τους, υποκρινόμενοι πως εργάζονται αραιά και που, ενώ στην πραγματικότητα καλλιεργούν την οκνηρία του ανάγοντάς την σε ένα είδος θρησκείας. Ο Αριστίντ αποτελούσε αντιπροσωπευτικό δείγμα αδιόρθωτου κηφήνα, από αυτούς που συναντάει κάποιος να σέρνονται φιλήδονα στο περιθώριο της επαρχίας. Για τέσσερα χρόνια έπαιζε μονάχα λιγάκι εκαρτέ. Όσο αυτός περνούσε τον καιρό του στην Λέσχη, η γυναίκα του, μια ανοιχτόξανθη, ανέμελη γυναίκα, συνέβαλλε στην καταστροφή του επιχείρησης των Ρουγκόν, με την μανία της για ακριβές τουαλέτες και την αξιοθαύμαστη όρεξή της, την τόσο παράξενη για ένα τέτοιο αδύναμο πλάσμα. Η Ανζέλ λάτρευε τις ανοιχτογάλαζες κορδέλες και το ροσμπίφ. Ήταν κόρη ενός συνταξιούχου καπετάνιου, γνωστού ως καπετάν Σικαρντό, ενός καλόκαρδου γεράκου, που την προίκισε με δέκα χιλιάδες φράγκα, τουτέστιν όλες του τις οικονομίες. Ο Πιέρ θεωρούσε πως η νύφη του ήταν σπουδαίο κελεπούρι, τόσο χαμηλά κοστολογούσε την αξία του Αριστίντ. Ωστόσο αυτή προίκα των δέκα χιλιάδων φράγκων, η οποία καθόρισε την επιλογή του, τελικά του βγήκε σε κακό. Ο γιος του ήταν ήδη ένας πονηρός μπαγαπόντης˙ έδωσε τις δέκα χιλιάδες στον πατέρα του, κι έγινε συνέταιρός του, αρνούμενος να κρατήσει έστω και μια δεκάρα, διατυμπανίζοντας την μεγάλη του αφοσίωση.

«Δεν θέλουμε το παραμικρό, είπε στον πατέρα του˙ θα μας κρατήσεις στο σπίτι σου, την γυναίκα μου κι εμένα, και θα λογαριαστούμε αργότερα».

Ο Πιέρ εκείνη την εποχή έπασχε από ρευστού, και δέχτηκε, όχι χωρίς κάποια ανησυχία, αυτή την αφιλοκέρδεια του Αριστίντ.  Ο τελευταίος ποντάριζε στο ότι ο πατέρας του δεν θα είχε για κάμποσο καιρό την δυνατότητα να ρευστοποιήσει τα δέκα χιλιάδες φράγκα, ώστε να του τα επιστρέψει, συνεπώς αυτός και η γυναίκα του θα μπορούσαν να ζουν ωραιότατα εις βάρος του γέρου, όσο καιρό δεν μπορούσε να λυθεί η συνεργασία. Ήταν μια εξαιρετική επένδυση για τα λιγοστά του χρήματα. Όταν ο γερό – λαδέμπορας συνειδητοποίησε το πόσο εύκολα πιάστηκε στην φάκα, δεν ήταν σε θέση να ξεφορτωθεί τον Αριστίντ˙ η προίκα της Ανζέλ δεσμεύτηκε σε επενδύσεις που εξελίχθηκαν άσχημα. Ήταν υποχρεωμένος να κρατήσει το ζευγάρι στο σπίτι του, πράγμα που τον εξόργιζε και του μάτωνε την καρδιά, ειδικά όταν έβλεπε την αχόρταγη νύφη του να περιδρομιάζει και τον γιο του να τεμπελιάζει. Είκοσι φορές, αν γινόταν να εξαγοράσει το μερίδιό τους, θα είχε διώξει κλοτσηδόν αυτά τα τρωκτικά, που του έπιναν το αίμα, σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια. Η Φελισιτέ τους υπερασπιζόταν διακριτικά˙ ο νεαρός που είχε μαντέψει τα φιλόδοξα όνειρά της, της εξέθετε κάθε βράδυ τα θαυμαστά του σχέδια για την απόκτηση περιουσίας, τα οποία θα έβαζε σύντομα μπροστά. Από μια σπάνια τύχη, είχε άριστες σχέσεις και με την νύφη της˙ εδώ πρέπει να σημειωθεί πως η Ανζέλ ήταν τελείως άβουλη, ο καθένας μπορούσε να την μετακινήσει με την ίδια ευκολία που μεταφέρεται κι ένα έπιπλο.

Ο Πιέρ φυσικά, γινόταν έξαλλος κάθε φορά που η γυναίκα του έκανε λόγο για την μελλοντική επιτυχία του μικρού τους γιου. Της έλεγε πως αυτός θα γινόταν μια μέρα η αιτία της καταστροφής της επιχείρησής τους. Στην διάρκεια των τεσσάρων ετών που το νέο ζευγάρι έμεινε στο σπίτι του, είχε τέτοιου είδους εκρήξεις, εκτονώνοντας μάταια την οργή του με ξεσπάσματα, ενώ την ίδια στιγμή ο Αριστίντ και η Ανζέλ συνέχιζαν να ζουν στον δικό τους κόσμο. Είχαν εγκατασταθεί εκεί, και δεν είχαν πρόθεση να το κουνήσουν ρούπι. Τελικά, κάποια στιγμή η τύχη χαμογέλασε στον Πιέρ˙ ήταν πλέον σε θέση να επιστρέψει τις δέκα χιλιάδες φράγκα στον γιο του. Όταν όμως ήρθε οι ώρα να λογαριαστούν, ο Αριστίντ τα μαγείρεψε με τέτοιο τρόπο, ώστε τελικά ο Πιερ υποχρεώθηκε να τον αφήσει να φύγει χωρίς να πάρει πίσω ούτε μια δεκάρα για τα έξοδά του. Το ζευγάρι μετακόμισε κάπου εκεί κοντά, σε μια μικρή πλατεία της παλιάς συνοικίας, που λεγόταν πλατεία του Σαιν Λουί. Τα δέκα χιλιάδες φράγκα γρήγορα εξανεμίστηκαν. Τα χρήματα αυτά με κάποιο τρόπο έπρεπε να αναπληρωθούν. Όμως ο Αριστίντ δεν άλλαξε στο ελάχιστο τις συνήθειές του, όσο καιρό υπήρχαν τα λεφτά στο σπίτι. Όταν τελικά του απέμεινε μονάχα ένα εκατόφραγκο, άρχισε να ανησυχεί. Τον έβλεπαν να κυκλοφορεί μέσα στην πόλη με έναν αέρα αβεβαιότητας˙ σταμάτησε πλέον να παίρνει το καφεδάκι του στην Λέσχη˙ κοίταζε τα παιχνίδια, με μια πυρετική έξαψη, χωρίς να αγγίζει την τράπουλα. Η μιζέρια τον έκανε πιο κακό, απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα. Για κάμποσο καιρό κουβαλούσε αυτό το βάρος, αρνούμενος πεισματικά να ψάξει για δουλειά.

Στα 1840, απέκτησε έναν γιο, τον μικρούλη Μαξίμ, που ευτυχώς φρόντισε η γιαγιά του να τον στείλει στο κολέγιο, πληρώνοντας η ίδια, στα κρυφά τα δίδακτρά του. Αυτό σήμαινε ένα στόμα λιγότερο για τον Αριστίντ˙ όμως η καημένη η Ανζέλ κόντεψε να πεθάνει από την πείνα, μέχρι να αποφασίσει ο άνδρας της να ψάξει για δουλειά. Τελικά τα κατάφερε να διοριστεί στην Υπονομαρχία. Παρέμεινε εκεί για δέκα περίπου χρόνια, κι ο μισθός του δεν ξεπερνούσε τα χίλια οχτακόσια φράγκα ετησίως. Από εκεί κι έπειτα, κακιωμένος και γεμάτος πικρία, συνέχισε να ζει ορεγόμενος τις απολαύσεις που υποχρεώθηκε να στερηθεί. Η χαμηλή του θέση τον εξόργιζε˙ τα εκατόν πενήντα ψωροφράγκα που έβγαζε κάθε μήνα, του φαίνονταν σαν ειρωνεία της τύχης. Ποτέ παρόμοια δίψα για υλικές απολαύσεις δεν είχε ταλανίσει τόσο κάποιον άνδρα. Η Φελισιτέ, στην οποία εκμυστηρευόταν τα βάσανά του, δεν λυπόταν ιδιαίτερα βλέποντας την πείνα του˙ πίστευε πως η δυστυχία θα εξαφάνιζε την τεμπελιά του. Τελικά, παγιδευμένος καθώς ήταν, με τα αυτιά του τεντωμένα, άρχισε να κοιτάζει τριγύρω του, όπως ο κλέφτης που ψάχνει για καμιά πετυχημένη κομπίνα. Στις αρχές του 1848, όταν ο αδερφός του, ο Εζέν, έφυγε για το Παρίσι, σκέφτηκε για μια στιγμή να τον ακολουθήσει. Αλλά ο Εζέν ήταν εργένης, ενώ αυτός δεν μπορούσε να σύρει την γυναίκα του τόσο μακριά, χωρίς να έχει μπόλικα χρήματα στις τσέπες του. Έτσι περίμενε, οσμιζόμενος την επερχόμενη καταστροφή, έτοιμος να επιτεθεί στο πρώτο θύμα που θα έπεφτε στα χέρια του.

Ο άλλος γιος, ο Πασκάλ, γεννημένος μεταξύ του Εζέν και του Αριστίντ, έμοιαζε να μην ανήκει σε αυτήν την οικογένεια. Αποτελούσε μια από εκείνες τις συχνές περιπτώσεις που διαψεύδουν τους νόμους της κληρονομικότητας. Η φύση γεννά συχνά με αυτόν τον τρόπο, στο ενδιάμεσο μιας γενιάς, ένα πλάσμα που έλκει όλες του τις ιδιότητες από τις δικές της δημιουργικές δυνάμεις. Τίποτα στο ήθος και την φυσιογνωμία του Πασκάλ δεν υποδείκνυε την καταγωγή του από τους Ρουγκόν. Ψηλός, με ευγενικό και σοβαρό πρόσωπο, είχε μια πνευματική ευθύτητα, μια αγάπη για τα γράμματα, μια ροπή προς την σεμνότητα, που ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με τον πυρετό της φιλοδοξίας και τις ανήθικες ραδιουργίες των συγγενών του. Αφού ολοκλήρωσε με άριστα στο Παρίσι τις ιατρικές του σπουδές, αποσύρθηκε στο Πλασσάν, από δική του επιθυμία, παρά τις αντίθετες προτάσεις των καθηγητών του. 

Του άρεσε η ήρεμη ζωή της επαρχίας˙ υποστήριζε πως αυτή η ζωή είναι η καταλληλότερη για έναν επιστήμονα σε αντίθεση με το παρισινό πανδαιμόνιο. Ακόμα και στο Πλασσάν, δεν επιδίωκε να αυξήσει το πελατολόγιό του. Με νηφαλιότητα, χωρίς να επιδιώκει την απόκτηση κάποιας περιουσίας, αρκούνταν μονάχα σε όσους ασθενείς του έστελνε η τύχη. Όλος του ο πλούτος περιοριζόταν σε ένα μικρό φωτεινό σπιτάκι στην νέα πόλη, μέσα στο οποίο κλεινόταν σαν ασκητής, κι αφοσιωνόταν με πολύ αγάπη στην μελέτη της φυσικής ιστορίας. Κυρίως έτρεφε ένα μεγάλο πάθος για την φυσιολογία. Ήταν γνωστό στην πόλη πως αγόραζε συχνά πτώματα από τον νεκροθάφτη του νεκροτομείου, γεγονός που προκαλούσε την φρίκη των πιο ευαίσθητων δεσποινίδων και ορισμένων λιπόψυχων κυρίων. Ευτυχώς δεν είχαν φτάσει στο σημείο να τον αντιμετωπίζουν ως μάγο˙ όμως είχε περιορισμένη πελατεία, και τον θεωρούσαν αρκετά εκκεντρικό ως χαρακτήρα, τον οποίο οι άνθρωποι της καλής κοινωνίας όφειλαν να μην εμπιστεύονται ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι, φοβούμενοι μήπως εκτεθούν. Μάλιστα η γυναίκα του δημάρχου, είχε πει κάποτε:

«Θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να με κουράρει αυτός ο κύριος. Μυρίζει θάνατο.»

Έκτοτε ο Πασκάλ ήταν καταδικασμένος. Έμοιαζε όμως να χαίρεται με αυτόν τον βουβό τρόμο που ενέπνεε. Όσο λιγότεροι ήταν οι ασθενείς του, τόσο περισσότερος ήταν ο χρόνος που μπορούσε να διαθέτει για τις προσφιλείς του επιστήμες. Καθώς η αμοιβή του ήταν ιδιαίτερα χαμηλή, οι φτωχότεροι συνέχισαν να τον εμπιστεύονται. Κέρδιζε όσα ακριβώς του χρειάζονταν για να ζήσει, και ζούσε ικανοποιημένος, χιλιάδες λεύγες μακριά από τους ανθρώπους του τόπου, απολαμβάνοντας απερίσπαστος την έρευνα και τις ανακαλύψεις του. Από καιρού εις καιρόν έστελνε κάποια μονογραφία στην παρισινή Ακαδημία των επιστημών. 

Το  Πλασσάν αγνοούσε τελείως πως αυτός ο εκκεντρικός, ο «Κύριος που μύριζε θάνατο», ήταν πολύ διάσημος και ξακουστός στον επιστημονικό κόσμο. Όσοι τον έβλεπαν, την Κυριακή, να φεύγει για μια εξόρμηση στα βουνά Γκαρίγκ , με ένα δοχείο βοτανολογίας κρεμασμένο στον λαιμό του κι ένα σφυράκι γεωλόγου στο χέρι, ανασήκωναν τους ώμους, και τον συνέκριναν με  τον άλλο γιατρό της πόλης, που φορούσε κομψές γραβάτες, ήταν αβρός με τις δεσποινίδες, και του οποίου τα ρούχα ανέδυαν πάντα ένα ευχάριστο άρωμα βιολέτας. Ούτε και οι γονείς του Πασκάλ τον καταλάβαιναν καθόλου. Όταν η Φελισιτέ τον είδε να οργανώνει την ζωή του με έναν τόσο παράξενο και ολιγαρκή τρόπο, απόρησε και τον κατηγόρησε για τα προδομένα της όνειρα. Αυτή η μάνα, η τόσο ανεκτική με την τεμπελιά του Αριστίντ, από την οποία έλπιζε πως μια μέρα θα βγει κάτι γόνιμο, δεν μπορούσε να αντικρίσει χωρίς οργή τον ταπεινό τρόπο ζωής του Πασκάλ, την αγάπη του για την μοναξιά, την περιφρόνησή του για τα πλούτη, την σταθερή του απόφαση να παραμείνει στο περιθώριο. Σίγουρα, αυτό το παιδί δεν επρόκειτο ποτέ να ικανοποιήσει την ματαιοδοξία της.




«Μα από πού ξεφύτρωσες εσύ; του έλεγε μερικές φορές. Εσύ δεν είσαι δικός μας. Κοίτα τους αδερφούς σου, αναζητούν και προσπαθούν να επωφεληθούν από την ανατροφή που τους δώσαμε. Ενώ εσύ, αχ εσύ, κάνεις μονάχα ανοησίες. Πολύ άσχημα μας ανταμείβεις, εμάς, που φτύσαμε αίμα για να σε μεγαλώσουμε. Α, όχι, με τίποτα δεν είσαι δικός μας».
Ο Πασκάλ που προτιμούσε να γελάει αντί να θυμώνει, απαντούσε χαρωπά με μια δόση λεπτής ειρωνείας:

«Εντάξει λοιπόν, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, δεν θέλω να σας οδηγήσω στα όρια της χρεοκοπίας: θα σας κουράρω όλους, δωρεάν, κάθε φορά που θα χρειάζεστε γιατρό».

Επιπλέον έβλεπε σπάνια τους συγγενείς του, παρόλο που δεν αισθανόταν γι’ αυτούς την παραμικρή αντιπάθεια, υπακούοντας παρά την θέλησή του στα ιδιαίτερα ένστικτά του. Ο Πασκάλ είχε βοηθήσει κάμποσες φορές τον Αριστίντ, πριν ο τελευταίος να βρει εκείνη την θεσούλα στην Υπονομαρχία. Παρέμενε ανύπαντρος. Δεν είχε την παραμικρή υποψία για τα γεγονότα που έμελλε να επακολουθήσουν. Τα τελευταία δυο – τρία χρόνια, ασχολούταν με το μείζον ζήτημα της κληρονομικότητας, συγκρίνοντας τα ζωικά είδη με το ανθρώπινο, και είχε απορροφηθεί από τα παράξενα συμπεράσματα στα οποία τον οδήγησε η έρευνά του. Οι παρατηρήσεις που είχε κάνει επάνω στον εαυτό του και στην οικογένειά του είχαν αποτελέσει την απαρχή των μελετών του. Ο κόσμος, με το διαισθητικό του ένστικτο, αντιλαμβανόταν σε τι βαθμό διέφερε από τους υπόλοιπους Ρουγκόν και  τον αποκαλούσε σκέτα «Κύριε Πασκάλ», χωρίς ποτέ να προσθέτει το επώνυμό του.

Τρία χρόνια πριν το ξέσπασμα της επανάστασης του 1848, ο Πιερ και η Φελισιτέ εγκατέλειψαν την εμπορική επιχείρηση. Καιρός ήταν πια, είχαν και οι δύο πατήσει τα πενήντα, και είχαν πλέον κουραστεί να παλεύουν. Μπροστά στην τόση τους κακοτυχία, φοβούνταν μια ολοκληρωτική καταστροφή, στην περίπτωση που συνέχιζαν πεισματικά τον αγώνα τους. Οι γιοι τους, είχαν προδώσει τις όποιες προσδοκίες τους, κι αυτό ήταν για τους δυο γονείς ένα θανάσιμο πλήγμα. Τώρα που είχαν βεβαιωθεί πως δεν θα έβλεπαν πλούτη από τα παιδιά τους, ήθελαν τουλάχιστον να κρατήσουν ένα κομμάτι ψωμί για τα γεράματά τους. Έτσι αποσύρθηκαν με σαράντα χιλιάδες φράγκα, το μέγιστο. Το ποσό αυτό τους εξασφάλιζε ένα ετήσιο εισόδημα των δύο χιλιάδων φράγκων, που αρκούσε για μια μετρημένη ζωή στην επαρχία. Ευτυχώς είχαν απομείνει μονάχα οι δυο τους, καθώς είχαν καταφέρει να παντρέψουν τις κόρες τους, την Mαρτ και την Σιντονί, από τις οποίες η μια εγκαταστάθηκε στην Μασσαλία και η άλλη στο Παρίσι.

Μετά την ρευστοποίηση της περιουσίας τους, θα πήγαιναν ευχαρίστως να ζήσουν στην νέα πόλη, στην περιοχή όπου προτιμούσαν οι περισσότεροι συνταξιούχοι έμποροι˙ όμως δεν το αποτολμούσαν. Το εισόδημά τους παραήταν μικρό˙ φοβούνταν να κάνουν κακή εντύπωση στους άλλους. Έτσι συμβιβάστηκαν με ένα σπίτι στην οδό ντε λα Μπαν, δηλαδή στον δρόμο που χωρίζει την παλιά συνοικία από την νέα. Καθώς η κατοικία τους βρισκόταν στην σειρά των σπιτιών που συνορεύουν με την παλιά συνοικία, ζούσαν ακόμη ανάμεσα στην πλέμπα˙ ωστόσο μπορούσαν να δουν από τα παράθυρά τους, μερικά βήματα παρακάτω, την πόλη των πλουσίων˙ βρίσκονταν στο κατώφλι της γης της επαγγελίας.

Το διαμέρισμά τους, που βρισκόταν στον δεύτερο όροφο, αποτελούταν από τρία μεγάλα τμήματα˙  μια τραπεζαρία, ένα σαλόνι και ένα υπνοδωμάτιο. Στον πρώτο όροφο έμενε ο ιδιοκτήτης, ένας έμπορος που πουλούσε μπαστούνια και ομπρέλες και είχε στο ισόγειο το κατάστημά του. Το σπίτι που ήταν στενό και χωρίς ιδιαίτερο βάθος, είχε μονάχα δυο πατώματα. Όταν η Φελισιτέ μετακόμισε εκεί ένιωσε έναν διαπεραστικό πόνο να της σχίζει την καρδιά. Το να μένεις στο σπίτι κάποιου άλλου, για τα δεδομένα της επαρχίας, είναι σημάδι φτώχειας. Κάθε ευυπόληπτη οικογένεια στο Πλασσάν είχε το δικό της σπίτι, εκείνη την εποχή τα ακίνητα πωλούνταν σε πολύ χαμηλές τιμές. Ο Πιέρ κρατούσε σφιχτά δεμένα τα κορδόνια του πουγκιού του˙ δεν ήθελε να ακούσε κουβέντα για καμία ανακαίνιση˙ τα παλιά έπιπλα, φθαρμένα, ξεφτισμένα, ξεχαρβαλωμένα καθώς ήταν, έπρεπε να κάνουν την δουλειά τους χωρίς την παραμικρή επιδιόρθωση. Ωστόσο η Φελισιτέ, που δεν καταλάβαινε την αναγκαιότητα μιας τέτοιας τσιγγουνιάς, βάλθηκε να λουστράρει μοναχή της όλα αυτά τα σαράβαλα˙μάλιστα στερέωσε με καρφιά όσα από τα έπιπλά της βρίσκονταν σε εξαιρετικά κακή κατάσταση και μπάλωσε το ξεφτισμένο βελούδο που κάλυπτε τις πολυθρόνες.

Η τραπεζαρία που βρισκόταν στο πίσω μέρος, όπως και η κουζίνα, παρέμεναν σχεδόν άδειες˙ ένα τραπέζι και μια ντουζίνα καρέκλες χάνονταν στο σκοτάδι αυτού το μεγάλου δωματίου, το παράθυρο του οποίου έβλεπε στον γκρίζο τοίχο του γειτονικού κτιρίου. Καθώς δεν έμπαινε ποτέ κανένας στο υπνοδωμάτιο, η Φελισιτέ είχε κρύψει εκεί όσα από τα έπιπλά της είχαν σαραβαλιαστεί εντελώς˙ έτσι εκτός από το κρεβάτι, ένα ερμάρι, ένα σεκρετέρ και μια τουαλέτα, υπήρχαν επίσης δυο κούνιες, στοιβαγμένη η μια μέσα στην άλλη, μια σκευοθήκη που της έλειπαν οι πόρτες, και μια εντελώς άδεια βιβλιοθήκη, μεγαλειώδη ερείπια που η γριά γυναίκα δεν αποφάσιζε να ξεφορτωθεί. Η μεγαλύτερη φροντίδα της ήταν για το σαλόνι. Είχε σχεδόν καταφέρει να το μετατρέψει σε έναν άνετο χώρο. Τα έπιπλα ήταν σκεπασμένα με ένα κιτρινωπό βελούδινο κάλυμμα, με ατλαζένια   λουλουδάκια. Στην μέση είχε βάλει ένα στρογγυλό τραπεζάκι με μαρμάρινη πλάκα˙ δυο κονσόλες, πάνω από τις οποίες ήταν τοποθετημένοι καθρέφτες, καταλάμβαναν τις δύο άκρες του δωματίου. 

Υπήρχε ακόμα κι ένα χαλί, που κάλυπτε μόνο το κέντρο του παρκεταρισμένου πατώματος, κι ένα πολύφωτο με κάλυμμα από άσπρη μουσελίνα που οι μύγες το είχαν σημαδέψει με μαύρους λεκέδες. Στους τοίχους κρέμονταν έξι λιθογραφίες που εικόνιζαν τις μεγάλες μάχες του Μέγα Ναπολέοντα. Αυτή η επίπλωση χρονολογούνταν πίσω στα πρώτα χρόνια της Αυτοκρατορίας. Ο μοναδικός εξωραϊσμός που μπόρεσε να κάνει η Φελισιτέ ήταν επικάλυψη των τοίχων με μια πορτοκαλόχρωμη ταπετσαρία, διάστικτη από μεγάλα σχέδια λουλουδιών. Κάπως έτσι κατέληξε το σαλόνι να πάρει μια περίεργη κίτρινη απόχρωση, η οποία κάλυπτε τον χώρο με ένα τεχνητό και κάπως θαμπό φως˙ τα έπιπλα, η ταπετσαρία, οι κουρτίνες στα παράθυρα, όλα ήταν κίτρινα˙ το χαλί και το μάρμαρο που σκέπαζε το στρογγυλό τραπεζάκι, ακόμα κι ή κονσόλες είχαν κιτρινωπές αποχρώσεις. Κάθε φορά όμως που οι κουρτίνες ήταν κλειστές, τα χρώματα γίνονταν κάπως πιο αρμονικά και το σαλόνι έδειχνε σχεδόν τακτικό και περιποιημένο.

Αλλά η Φελισιτέ ονειρευόταν μια άλλη πολυτέλεια. Ατένιζε με βουβή απελπισία όλη αυτή την πρόχειρα συγκαλυμμένη δυστυχία. Συνήθως καθόταν στο σαλόνι της, που αποτελούσε και το ομορφότερο τμήμα του σπιτιού της. Μια από τις πιο ευχάριστες ασχολίες της, αλλά συνάμα και η πιο πικρή, ήταν το να κάθεται κοντά σε ένα από τα παράθυρά της που είχε θέα προς την οδό ντε λα Μπαν. Από εκεί είχε μια λοξή άποψη της πλατείας που βρισκόταν μπροστά στο κτίριο της Υπονομαρχίας. Εκεί βρισκόταν ο παράδεισος των ονείρων της. Αυτή η μικρή, κομψή και καθαρή πλατεία με τα ηλιόλουστα σπίτια, της φαινόταν σαν τον κήπο της Εδέμ. Θα έδινε ευχαρίστως και δέκα χρόνια από την ζωή της προκειμένου να κάνει δικό της ένα από αυτά τα σπίτια. Το σπίτι που καταλάμβανε την γωνία στα αριστερά, και στο οποίο έμενε ο φοροεισπράκτορας, αποτελούσε γι’ αυτήν τον μεγαλύτερο πειρασμό. Το κοιτούσε με μια επιθυμία που άγγιζε τα όρια του πόθου. Κάποιες φορές, όταν τα παράθυρα αυτού του σπιτιού ήταν ανοιχτά, μπορούσε να μισοδεί την πλούσια διακόσμηση και την καλόγουστη κομψότητα που κυριαρχούσαν στο εσωτερικό, κι αυτό έκανε το αίμα της να βράζει.

Εκείνη  την εποχή οι Ρουγκόν περνούσαν μια παράξενη κρίση ματαιοδοξίας και ανικανοποίητων επιθυμιών. Τα ελάχιστα ευγενή συναισθήματα που είχαν παλιότερα άρχισαν να ξινίζουν. Ποζάρανε σαν θύματα μιας κακής τύχης, χωρίς ωστόσο να δείχνουν ίχνος μεταμέλειας, αντιθέτως φαίνονταν πιο αποφασισμένοι από ποτέ να μην πεθάνουν προτού ικανοποιήσουν τις φιλοδοξίες του. Κατά βάθος, δεν είχαν χάσει καμία από τις ελπίδες τους, παρά την προχωρημένη τους ηλικία. Η Φελισιτέ υποστήριζε πως διαισθανόταν ότι θα πεθάνει πλούσια. Αλλά κάθε μέρα που περνούσαν μέσα στην φτώχεια, τους γονάτιζε όλο και περισσότερο. Όταν συλλογίζονταν τις μάταιες προσπάθειές τους, αναθυμούνταν τον τριαντάχρονο αγώνα τους, την αποστασία των παιδιών τους, και έβλεπαν τα ονειρικά τους παλάτια να περιορίζονται σε αυτό το κίτρινο σαλόνι, του οποίου η ασχήμια μπορούσε να κρυφτεί μόνο με το τράβηγμα των κουρτινών, ξεχείλιζαν από πικρή οργή. 

Έπειτα, για να παρηγορηθούν, έκαναν σχέδια για την απόκτηση μιας τεράστιας περιουσίας, αναζητώντας τους κατάλληλους συνδυασμούς˙ η Φελισιτέ ονειρευόταν πως κέρδιζε τον πρώτο λαχνό των εκατό χιλιάδων φράγκων στην λαχειοφόρο˙ ο Πιέρ φαντασιωνόταν πως έκανε μια εξαιρετική επένδυση. Ζούσαν με μία και μόνη σκέψη: να αποκτήσουν περιουσία, άμεσα, μέσα σε λίγες ώρες˙ να γίνουν πλούσιοι και χαρούμενοι έστω και για ένα χρόνο. Όλοι τους η ύπαρξη περιστρεφόταν γύρω από αυτό, πεισματικά και ασταμάτητα. Κι έτρεφαν ακόμη μερικές αχνές ελπίδες σχετικά με τους γιους τους, με εκείνο τον ιδιαίτερο εγωισμό των γονιών που δεν μπορούν να συνηθίσουν στην ιδέα πως έστειλαν τα παιδιά τους στο κολέγιο, χωρίς να αποκομίσουν οι ίδιοι κάποια προσωπική ωφέλεια.  

Η Φελισιτέ δεν φαινόταν καθόλου γερασμένη˙ παρέμενε η ίδια μικροσκοπική μαυριδερή αεικίνητη γυναίκα, φασαριόζα σαν τζιτζίκι. Αν την έβλεπε κάποιος στον δρόμο με την πλάτη γυρισμένη, θα την περνούσε για δεκαπεντάχρονη κοπελίτσα, από το ελαφρύ της βάδισμα, τους μυτερούς της ώμους και την λεπτή της μέση. Αλλά και το πρόσωπό της είχε αλλάξει ελάχιστα, είχε γίνει μονάχα κάπως πιο σκαμμένο, μοιάζοντας ολοένα και περισσότερο με το μακρύ μουσούδι της νυφίτσας˙ έμοιαζε σαν να είχε το κεφάλι ενός μικρού κοριτσιού, που γέμισε ρυτίδες χωρίς κατά τα άλλα να αλλάξει στο παραμικρό.

Από την άλλη, ο Πιέρ Ρουγκόν είχε αποκτήσει κοιλίτσα˙ έμοιαζε πλέον με καθωσπρέπει κύριο, και του έλειπε μονάχα το αξιοπρεπές εισόδημα, ώστε να προσιδιάζει στην εικόνα ενός διακεκριμένου ατόμου. Το χλωμό και πλαδαρό του πρόσωπο, το πάχος του, οι κοιμισμένοι τρόποι του, έδιναν την εντύπωση ανθρώπου που έχει λεφτά. Είχε ακούσει κάποτε έναν χωρικό που δεν τον ήξερε, να λέει: 

«Είναι κάποιος βαθύπλουτος, αυτός ο χοντρούλης εκεί δα˙ μωρέ αυτός δεν έχει λόγο να ανησυχεί για το φαγάκι του!». 

Η παρατήρηση αυτή, ήταν σαν μαχαιριά στην καρδιά του, γιατί του φαινόταν σαν κακόγουστη φάρσα το γεγονός ότι είχε παραμείνει ένας φτωχοδιάβολος, την ίδια ώρα που το βάρος και τα κιλά του ταίριαζαν τέλεια στην φιγούρα ενός εκατομμυριούχου. Όταν ξυριζόταν, τις Κυριακές, μπροστά σε ένα μικρό καθρεφτάκι της μισής δεκάρας, που είχε κρεμάσει στον γάντζο ενός παραθύρου, έλεγε πως με ένα κοστούμι και λευκή γραβάτα, θα έκανε καλύτερη εντύπωση στο σπίτι του υπονομάρχη από τον τάδε ή τον δείνα δημόσιο λειτουργό του Πλασσάν. Αυτός ο γιος του χωριάτη, που είχε ασπρίσει από τις έγνοιες της δουλειάς, ο παχύσαρκος από την καθιστική ζωή, που έκρυβε τα φριχτά του πάθη κάτω από την φυσική ηρεμία των χαρακτηριστικών του, είχε όντως έναν αέρα βλακείας και σοβαρότητας ταιριαστό σε κάποιον που συχνάζει στα κοσμικά σαλόνια. Οι φήμες έλεγαν πως οι γυναίκα του τον κουμαντάριζε με την παντόφλα, αλλά αυτό απείχε μακράν από την αλήθεια. Ήταν τόσο ξεροκέφαλος όσο και βάναυσος. Αν κάποιος του πήγαινε κόντρα, ήταν να ικανός να οργιστεί τόσο, που να αρχίσει να δέρνει. 

Αλλά η Φελισιτέ ήξερε να ελίσσεται και δεν μπλεκόταν στα πόδια του˙ η λεπτή, αεικίνητη φύση της, ήταν άλλωστε μια σταλίτσα άνθρωπος, δεν της επέτρεπε να αντιμετωπίζει ευθέως τα εμπόδια˙ όταν ήθελε να πάρει κάτι από τον άνδρα της, ή να τον κατευθύνει προς τα εκεί που πίστευε η ίδια πως θα ήταν καλύτερα, τον περιτριγύριζε ζουζουνίζοντας σαν τζιτζίκι, κεντρίζοντάς τον από όλες τις πλευρές, επαναλαμβάνοντας εκατό φορές τις απόψεις της, μέχρι αυτός υπέκυπτε σχεδόν ασυνείδητα. Εκτός αυτού κι ο ίδιος την παραδεχόταν για εξυπνότερή του, και δεχόταν τις συμβουλές της με μια δόση υπομονής. Έμοιαζε σαν την μύγα που ζαλίζει τα αυτιά του αμαξηλάτη και πράγματι συνήθως έτσι κατάφερνε το δικό της, βομβίζοντας με τον ίδιο τρόπο μέσα στα αυτιά του Πιέρ. Παρόλο που μπορεί να φανεί κάπως παράξενο, ωστόσο το ζευγάρι ποτέ δεν αλληλοκατηγορούνταν για τις ατυχίες τους. Μόνο το ζήτημα της εκπαίδευσης των παιδιών τους, προκαλούσε εντάσεις ανάμεσά τους.

Κάπως έτσι βρήκε η επανάσταση του 1848 τους Ρουγκόν να καραδοκούν, απηυδισμένους από την κακή τους τύχη, κι αποφασισμένους να πιάσουν την καλή, με την πρώτη ευκαιρία που θα συναντούσαν στον δρόμο τους. Ήταν μια οικογένεια κακούργων που ενέδρευε, έτοιμοι να επωφεληθούν από τα γεγονότα. Ο Εζέν είχε βάλει στο μάτι το Παρίσι˙ ο Αριστίντ ονειρευόταν να στραγγαλίσει το Πλασσάν˙ ο πατέρας και η μάνα, που μάλλον ήταν οι δριμύτεροι, σχεδίαζαν να δουλέψουν αποκλειστικά για το δικό τους συμφέρον, αλλά συνάμα να επωφεληθούν κι από τις πράξεις των γιων τους˙ μονάχα ο Πασκάλ, αυτός ο διακριτικός εραστής της επιστήμης, ζούσε εκείνη την όμορφη και δίχως συμφέροντα ζωή του ερωτευμένου, στο μικρό, ηλιόλουστο σπιτάκι του, στην νέα συνοικία.

με την επιφύλαξη και διατήρηση παντός δικαιώματος  © 2020   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου